Πιερή Kώστας Xαραλάμπους (1999) 1 ΑΑΔ 809

(1999) 1 ΑΑΔ 809

[*809]1 Iουνίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 35 ΘΕΣΜΟΣ 20 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 43 ΤΟΥ ΠΕΡΙ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ

ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΓΗ 59 ΘΕΣΜΟΣ 2 ΤΩΝ

ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ

ΚΩΣΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΙΕΡΗ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 1978/95 ΛΟΓΩ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΟΔΑ.

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.3.99 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΩΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 1978/95 ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΚΑΣΤΗΚΑΝ ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ

ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ-ΑΙΤΗΤΗ.

(Aίτηση Aρ. 24/99)

 

Πολιτική Δικονομία — Έξοδα — Έφεση στρεφόμενη αποκλειστικά κατά διαταγής εξόδων — Προϋποθέσεις παροχής άδειας — Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Δ.35 θ.20.

Πολιτική Δικονομία — Έξοδα — Ο βασικός παράγων που διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στην επιδίκαση των εξόδων είναι το αποτέλεσμα της δίκης — Δεν είναι παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρόντα λόγο.

Πολιτική Δικονομία — Έξοδα — Εναγόμενος — Μη επιδίκαση εξόδων σε εναγόμενο ο οποίος πέτυχε αίτηση για τροποποίηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης — Αποφασίστηκε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε αίτηση του εναγομένου – αιτητή για τροποποίηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, και επιδίκασε έξοδα υπέρ της ενάγουσας - καθ’ ης η αίτηση. 

[*810]Με την παρούσα αίτηση ο εναγόμενος - αιτητής ζητά:

(α)   Διάταγμα του Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας καταχώρησης έφεσης εναντίον της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης, λόγω λανθασμένων οδηγιών ως προς τα έξοδα.

(β)   Διάταγμα του Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου για καταχώρηση της πιο πάνω έφεσης.

Η αίτηση στηρίζεται στη Διαταγή 35 θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Υποστηρίχθηκε από πλευράς αιτητή ότι το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια παρεκκλίνοντας από τον γνωστό κανόνα που ορίζει ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.  Η ένσταση ανκαι κρίθηκε αβάσιμη εντούτοις, η καθ’ ης η αίτηση που ήταν η αποτυχούσα διάδικος επωφελήθηκε τελικά των εξόδων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από το κείμενο της πιο πάνω διάταξης προκύπτει ότι η χορήγηση άδειας για καταχώρηση έφεσης μεμονωμένα εναντίον διαταγής για έξοδα περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου καθίσταται εμφανές ότι η απόφαση για έξοδα (α) αντίκειται προς το νόμο ή το διαδικαστικό κανονισμό ή (β) βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων ή (γ) διατάχθηκε χωρίς επαρκή λόγο.

2.  Η απάντηση στο υπό εξέταση θέμα βρίσκεται στη Δ.59 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Το θέμα των εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με αναφορά μόνο στους εξωγενείς παράγοντες της δίκης που περιλαμβάνουν όχι μόνο το αποτέλεσμα αλλά και γεγονότα τα οποία σχετίζονται με χειρισμούς της υπόθεσης που έγιναν από κάθε διάδικο.

3.  Το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρωτίστως λαμβάνει υπόψη το γνωστό βασικό κανόνα ότι τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διάδικου, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

4.  Η απόφαση του Δικαστηρίου να μη ακολουθήσει τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, και να μη επιδικάσει έξοδα στον εναγόμενο, ήταν ορθή, αφού υπήρχε λόγος απόκλισης από τον κανόνα.  Ο λόγος ήταν ότι η γενεσιουργός αιτία της δημιουρ[*811]γίας των εξόδων ήταν αυτό τούτο το δικονομικό διάβημα του αιτητή - εναγομένου που οδήγησε την υπόθεση σε εκτροπή από τη φυσιολογική της εξέλιξη.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Φιλίππου v. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890,

Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12,

Ζαβρού v. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο άδεια για καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Aγωγή Aρ. 1978/95 λόγω λανθασμένων οδηγιών ως προς τα έξοδα.

Νικολάου για Π. Παύλου, για τον Aιτητή.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατόπιν ακροάσεως αποδέχθηκε αίτηση του εναγόμενου-αιτητή για τροποποίηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης.

Η αίτηση για τροποποίηση έγινε προτού αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης.  Επρόκειτο για σχετικά εκτεταμένες τροποποιήσεις των δυο δικογράφων.

Η συνήγορος του εναγόμενου-αιτητή ήγειρε πρωτοδίκως θέμα εξόδων.  Η θέση της ήταν ότι τα έξοδα της αίτησης θα έπρεπε να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και να επιδικασθούν υπέρ του επιτυχόντα αιτητή και αυτό, για να μη ενθαρρύνεται η καταχώρηση αβάσιμων ενστάσεων και αυξάνονται  τα έξοδα της δίκης.

Το Δικαστήριο έχοντας γνώση των αρχών του δικαίου και της νομολογίας που διέπουν το θέμα απέρριψε την εισήγηση της συνηγόρου του αιτητή και επιδίκασε υπέρ της ενάγουσας-καθ’ ης η αί[*812]τηση τόσο τα έξοδα της αίτησης όσο και τα έξοδα που δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της τροποποίησης.

Με την παρούσα αίτηση ο εναγόμενος-αιτητής ζητά

“(Α) Διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας καταχώρησης έφεσης εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή 1978/95 λόγω λανθασμένων οδηγιών ως προς τα έξοδα.

 (Β) Διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου για καταχώρηση της πιο πάνω έφεσης μέσα σε επτά ημέρες μετά την παραχώρηση της άδειας.”

Υποστηρίχθηκε ενώπιόν μας από την πλευρά του αιτητή ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα των εξόδων είναι αντίθετη με τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και/ή την ορθή πρακτική του Δικαστηρίου.  Το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα την διακριτική του ευχέρεια παρεκκλίνοντας από τον γνωστό κανόνα που ορίζει ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Η ένσταση άνκαι κρίθηκε αβάσιμη εντούτοις, η καθ’ ης η αίτηση που ήταν η αποτυχούσα διάδικος επωφελήθηκε τελικά των εξόδων. Αυτή η προσέγγιση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, καθώς υποστήριξε ο συνήγορος του αιτητή, γιατί ευνοεί τη δημιουργία τάσεων υποβολής εκ του ασφαλούς ανεδαφικών ενστάσεων με δυσμενείς επιπτώσεις επί της ομαλής πορείας της διαδικασίας και διόγκωση των εξόδων.

Η αίτηση στηρίζεται στη Διαταγή 35 θ. 20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία προβλέπει:

“An appeal from a decision solely on the ground of a wrong direction in regard to costs, or from an order made on taxation or review of taxation, shall not be entertained except with the leave of the Court of Appeal or a Judge thereof, which shall not be given unless it is made to appear that the direction or order is contrary to the provisions of any law of rule, or is based on a misconception of fact, or directs any party to pay costs incurred or occasioned, without sufficient reason, by another party.”

Σε μετάφραση:

“Έφεση εναντίον απόφασης αποκλειστικά για λόγους λανθασμένων οδηγιών αναφορικά με τα έξοδα, ή εναντίον διατάγ[*813]ματος που εκδόθηκε κατά την ψήφιση ή αναθεώρηση της ψήφισης, δεν θα εκδικάζεται εκτός κατόπιν άδειας του Εφετείου ή Δικαστή του Εφετείου, η οποία δεν πρέπει να δίδεται εκτός εάν φανεί ότι οι οδηγίες ή το διάταγμα είναι αντίθετα με τις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, ή βασίζεται σε παρανόηση γεγονότος, ή διατάσσει οποιοδήποτε διάδικο να πληρώσει τα έξοδα που προέκυψαν ή προκλήθηκαν χωρίς επαρκή αιτία, από άλλο διάδικο.”

Από το κείμενο της πιο πάνω διάταξης προκύπτει ότι η χορήγηση άδειας για καταχώρηση έφεσης μεμονωμένα εναντίον διαταγής για έξοδα περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου καθίσταται εμφανές ότι η απόφαση για τα έξοδα (α) αντίκειται προς το νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό ή (β) βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων ή (γ) όπου διατάσσεται ο ένας διάδικος να καταβάλει τα έξοδα του άλλου χωρίς επαρκή λόγο. 

Στη Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890 εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η Διαταγή 35 θ.20 για την υποβολή έφεσης εναντίον διαταγής για έξοδα.

Η Διαταγή 59 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αποτελεί τον πυρήνα της εξέτασης του θέματος.  Η εν λόγω διάταξη αφήνει το θέμα των εξόδων στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με αναφορά μόνο στους εσωγενείς παράγοντες της δίκης που περιλαμβάνουν όχι μόνο το αποτέλεσμα αλλά και γεγονότα που έχουν σχέση με χειρισμούς της υπόθεσης που έγιναν από τον κάθε διάδικο.  Βλ. Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12.

Το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρωτίστως λαμβάνει υπόψη τον γνωστό βασικό κανόνα, που είναι κανόνας λογικής, σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.  Για το πόσο ισχυρός είναι αυτός ο κανόνας ας δούμε τί έχει ειπωθεί από το Εφετείο στην υπόθεση Μάρω Ζαβρού ν. Ελενίτσας Μιχαηλίδου (1996) 1 A.A.Δ. 477:

“Τόσο μάλιστα είναι ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης.  Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Xάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 A.A.Δ. 389.”

[*814]Για να κριθεί λοιπόν κατά πόσο ήταν δικαιολογημένη η παρέκκλιση από τον κανόνα θεωρούμε αναγκαία την αναφορά στο σκεπτικό της απόφασης επί του συγκεκριμένου θέματος με αυτούσια την παράθεση της σχετικής περικοπής.

“Η επιδίκαση εξόδων βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η άσκηση της οποίας διέπεται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης με γνώμονα πάντοτε την αρχή ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται διάταγμα για τα έξοδα, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι (Δέστε Θρασυβούλου v. Arto (1993) 1 Α.Α.Δ. και Αρέστη ν. Λαδοκόνου (1996) 1 A.A.Δ. 646).

Ειδικοί λόγοι μπορεί να χαρακτηρισθούν ότι εξάγονται από την αναγκαιότητα τροποποίησης δικογράφων.

Η συνήθης διαδικασία πορείας μιας υπόθεσης ξεκινά με την καταχώρηση, εκτός κλητηρίου εντάλματος, της Εκθεσης Απαιτήσεως και της Υπεράσπισης ή Απάντησης αν υπάρχει.  Στη συνέχεια μετά από σχετικό αίτημα τροχιοδρομείται η ακρόαση της υπόθεσης.

Η υπάρχουσα δυνατότητα τροποποίησης οποιουδήποτε δικογράφου, προσφέρεται σ’ ένα διάδικο (Βλέπε Δ.25 θ.1). Η άσκηση της όμως αναμφίβολα προκαλεί εκτροπή που συνεπάγεται δαπάνη.  Αυτή θα την επωμισθεί ως θέμα αρχής, ο επιζητών την τροποποίηση με άλλα λόγια ο προκαλέσας την εκτροπή.

Η άσκηση αυτής της ευχέρειας από το Δικαστήριο, εδράζεται όχι μόνο στη φύση της ίδιας της διαδικασίας τροποποίησης και των συνακόλουθων αποτελεσμάτων, αλλά προσδιορίζεται με σαφήνεια και στη Δ.25 θ.1 όπου επιβάλλεται η αναγκαιότητα έκδοσης από το Δικαστήριο τέτοιων οδηγιών, που θεωρούνται δίκαιες υπό τις περιστάσεις.

Είναι δίκαιο και ταυτόχρονα αδιαμφισβήτητο ότι τα έξοδα που θα προκληθούν ως συνέπεια της τροποποίησης θα πρέπει να τα υποστεί ο αιτητής.

Το ερώτημα που χρήζει απάντηση είναι, αν καλύπτονται στη γενική αρχή που ανέλυσα πιο πάνω, τα έξοδα της ιδίας της αίτησης από τη μια και τα προκληθέντα έξοδα από τη συμπεριφορά των διαδίκων από την άλλη.

[*815]Είναι γεγονός ότι στις πρόνοιες της Δ.25 δεν υπάρχει αναφορά ως προς τα έξοδα.  Συνεπώς για την αντίκρυση του θέματος προσφεύγουμε στις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα των εξόδων όπως προσδιορίζονται στη Δ.54 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Η Δ.59 θ.13 προσφέρει τη δυνατότητα και καθορίζει τις ευρύτατες παραμέτρους άσκησης της δικαστικής ευχέρειας ως προς την επιβολή ή επιδίκαση εξόδων, ιδιαίτερα σε αχρείαστες, κακόβουλες ή υπέρμετρα χρονοβόρες διαδικασίες.  Η διαταγή αυτή έχει ως βάση τους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς και συγκεκριμένα το Order 65 r. 27 που απαντάται στην Αγγλική Ετήσια Δικονομική Πρακτική (Annual Practice) του 1955 όπου κάτω από τον τίτλο “Εξοδα Τροποποιήσεων” (Costs of Amendment) διαβάζουμε σε ελεύθερη μετάφραση:

“Οπου απαιτείται άδεια του Δικαστηρίου για τροποποίηση το διάταγμα που επιτρέπει την τροποποίηση μπορεί να προσδιορίζει το θέμα των εξόδων με βάση την αρχή ότι ο αντίδικος πρέπει να αποζημιώνεται ή να αποκαθίστανται με έξοδα, αλλά το Δικαστήριο είναι ελεύθερο ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε προηγούμενες διαταγές, να επιβάλει οποιοδήποτε όρο θεωρεί σκόπιμο σε συνάρτηση με τα έξοδα ή να επιφυλάξει το θέμα των εξόδων αφήνοντας να αποφασισθεί στην ακρόαση η να μην επιβάλει κανένα.”

Πρέπει να πω ότι σε κανένα σημείο δεν είχε προσδιοριστεί ούτε επισημανθεί από τη συνήγορο του Αιτητή ότι η Καθ’ ης η Αίτηση κωλυσιέργησε ή προκάλεσε αλλεπάλληλες αναβολές ή προχώρησαν σ’ εκδίκαση της αίτησης με στόχο την αύξηση των εξόδων.  Ούτε εγώ βεβαίως διαπιστώνω μια τέτοια συμπεριφορά που θα μπορούσε να με οδηγήσει σε αποφυγή επιδίκασης εξόδων στην Ενάγουσα.  Αντίθετα ο Εναγόμενος καταχώρησε την ένσταση του πριν την ημερομηνία που το Δικαστήριο είχε ορίσει την αίτηση για οδηγίες.

Η επιτυχία του αιτητή στην παρούσα αίτηση δεν μπορεί να ανατρέψει τη δοσμένη αρχή ότι υπαίτιος της προκληθείσας στην παρούσα διαδικασία εκτροπής που εστιάζεται με την αίτηση για τροποποίηση από τη φυσιολογική πορεία και διαδικασία της υπόθεσης, είναι ο Εναγόμενος.  Συνεπακόλουθο θα υποστεί και την αναγκαία δαπάνη.

Με γνώμονα τα πιο πάνω η εισήγηση της συνηγόρου του [*816]Εναγομένου για το θέμα των εξόδων της παρούσας αίτησης δεν είναι βάσιμη και απορρίπτεται.”

Έχουμε τη γνώμη πως η πρωτόδικος δικαστής προσέγγισε ορθά το ζήτημα.  Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ασκήθηκε δικαστικά και ύστερα από ορθή και προσεκτική στάθμιση των σχετικών γεγονότων που αφορούν την υπόθεση.  Η διαπίστωση ότι υπαίτιος της εκτροπής της υπόθεσης από τη φυσιολογική πορεία της διαδικασίας είναι ο αιτητής-εναγόμενος είναι ορθή.  Η γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας των εξόδων ήταν αυτό τούτο το δικονομικό διάβημα του αιτητή εναγόμενου που οδήγησε την υπόθεση στην εκτροπή.  Η ένσταση της καθ΄ ης η αίτηση εναγόμενης αν και τελικά ανεπιτυχής δεν επηρεάζει την παρέκκλιση από τον κανόνα εφόσον, όπως έχει ειπωθεί, η γενεσιουργός αιτία της εκτροπής ήταν η αίτηση.  Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε εντός των ορίων που έχουν προδιαγραφεί στις Φιλίππου ν. Φιλίππου  και Θρασυβούλου ν. Arto Estates (ανωτέρω).

Κατόπιν των ανωτέρω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής απέτυχε να στοιχειοθετήσει μια ή περισσότερες των προϋποθέσεων που καθορίζει η Διαταγή 35 θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. 

Η αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση έφεσης εναντίον της διαταγής για έξοδα απορρίπτεται με έξοδα.

H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο