Λαζάρου Eυάγγελος και Άλλη ν. Γιάννη Π. Mακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817

(1999) 1 ΑΑΔ 817

[*817]2 Iουνίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ,

2. ΣΤΕΛΛΑ ΛΑΖΑΡΟΥ,

Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,

ν.

ΓΙΑΝΝΗ Π. ΜΑΚΕΔΟΝΑ,

Εφεσίβλητου-Eνάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10057)

 

Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή.

Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Αγωγή δυνάμει γραμματίου — Ισχυρισμός ότι το γραμμάτιο είχε εξοφληθεί στο πλαίσιο διακανονισμού δοσοληψιών μεταξύ των διαδίκων — Κατά πόσο είχαν δοθεί τέτοιες λεπτομέρειες υπεράσπισης ώστε να έπρεπε να είχε δοθεί άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης.

Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Αίτηση για συνοπτική απόφαση δυνάμει της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήλθε από το θεσμοθετημένο πλαίσιο της διαδικασίας της Δ.18 και μετέτρεψε τη διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας — Η απόφαση παραμερίσθηκε.

Ο εφεσίβλητος - ενάγων κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων - εναγομένων, η οποία βασιζόταν σε γραμμάτιο ημερομηνίας 8.12.89.  Μετά την καταχώρηση ειδικά οπισθογραφημένου εντάλματος στις 7.8.95, ο εφεσίβλητος καταχώρησε την 1.9.95 αίτηση για συνοπτική απόφαση δυνάμει της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Στην ένορκη δήλωση για υποστήριξη της ένστασης τους οι εφεσείοντες – εναγόμενοι ανέφεραν ότι το γραμμάτιο είχε εξοφληθεί με διακανονισμό που είχε γίνει μεταξύ των διαδίκων, σχετιζόμενο με διάφορες δοσοληψίες που είχαν μεταξύ τους.  Υποστήριξαν ότι ήταν γι’ αυτό το λόγο, που από το 1989 μέχρι το 1995, ο εφεσίβλητος δεν έλαβε κανένα μέτρο εναντίον τους.

[*818]Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες - εναγόμενοι δεν είχαν καλόπιστη υπεράσπιση και εξέδωσε απόφαση με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, οι εφεσείοντες - εναγόμενοι άσκησαν την παρούσα έφεση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Έχει λεχθεί δικαστικά ότι όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το να επιτρέψει την ανταλλαγή πολυάριθμων ενόρκων δηλώσεων που περιείχαν λεπτομερή και αντικρουόμενη μαρτυρία και να την εξετάσει και να αποφανθεί επ’ αυτής, εξήλθε από το θεσμοθετημένο πλαίσιο της διαδικασίας της Δ.18, μετατρέποντας τη διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας.  Ως εκ τούτου η απόφαση πρέπει να παραμεριστεί.

3.  Η υπεράσπιση που εγείρουν οι εφεσείοντες - εναγόμενοι είναι τέτοια που πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία να την προβάλουν και να τύχει κανονικής εκδίκασης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 22,

Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Ltd v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239,

Banque de Paris et des Pays-Bas (Suisse) SA v. De Naray [1984] 1 Lloyd’s Rep. 21,

Bhogal v. Punjab National Bank v. Punjab National Bank [1988] 1 All E.R. 296,

Standard Chartered Bank v. Yaacoub [1990] CA Transcript 699.

 

[*819]Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Πούγιουρου, E.Δ.) που δόθηκε στις 3 Iουλίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 4665/95) με την οποία κρίθηκε, κατόπιν αίτησης για συνοπτική απόφαση από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, ότι οι εναγόμενοι-εφεσείοντες δεν είχαν καλόπιστη υπεράσπιση και δεν τους δόθηκε άδεια για υπεράσπιση. Συνεπεία τούτου εκδόθηκε απόφαση υπέρ του ενάγοντα-εφεσίβλητου και εναντίον των εναγομένων - εφεσειόντων για το ποσό των £10.000 πλέον τόκο και έξοδα.

Δ. Αραούζος, για τους Eφεσείοντες.

Μ. Μάρκου για Π. Μουαΐμη, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Η αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντα βασιζόταν σε γραμμάτιο ημερομηνίας 8.12.89.  Μετά την καταχώρηση ειδικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος στις 7.8.95, ο εφεσίβλητος καταχώρησε την 1.9.95 αίτηση για συνοπτική απόφαση, βασιζόμενη στη Δ.18 και συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση ημερομηνίας 1.9.95, στην οποία επεσύναψε και το γραμμάτιο ως τεκμήριο Α.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι καταχώρησαν ένσταση στις 30.11.95 με ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 1, ημερομηνίας 30.11.95, στην οποία επισυνάφθησαν και 8 τεκμήρια.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε άδεια και ο εφεσίβλητος καταχώρησε απαντητική ένορκη δήλωση στις 16.2.96 και μετά από δεύτερη άδεια του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος κατεχώρησε και συμπληρωματική ένορκη δήλωση στις 16.5.96.  Στις ένορκες αυτές δηλώσεις επισυνάφθησαν άλλα 4 τεκμήρια.

Σε απάντηση των πιο πάνω ένορκων δηλώσεων του εφεσίβλητου και μετά από άδεια του Δικαστηρίου,  οι εφεσείοντες καταχώρησαν στις 18.6.96 συμπληρωματική ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 1 με 3 τεκμήρια.

Τέλος, ο εφεσίβλητος κατεχώρησε στις 2.10.96 και άλλη ένορκη δήλωση με 1 τεκμήριο.

[*820]Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε αίτημα του εφεσίβλητου για αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα της άλλης πλευράς.

Η υπεράσπιση που ήγειραν οι εφεσείοντες με την ένορκη τους δήλωση ήταν ότι το γραμμάτιο είχε εξοφληθεί με διακανονισμό που είχε γίνει μεταξύ των διαδίκων, σχετιζόμενο με διάφορες δοσοληψίες που είχαν μεταξύ τους.  Ήταν γι’αυτό το λόγο, υποστήριξαν, που από το 1989 μέχρι το 1995 ο εφεσίβλητος δεν έλαβε κανένα μέτρο εναντίον τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο,  αφού εξέτασε και ανέλυσε τη  μαρτυρία, όπως περιεχόταν στις πολυάριθμες ένορκες δηλώσεις που είχε ενώπιον του και αφού αναφέρθηκε στις νομικές αρχές και τη νομολογία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν καλόπιστη υπεράσπιση και αρνήθηκε να τους δώσει άδεια για υπεράσπιση.  Ως συνέπεια εξέδωσε απόφαση με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι εφεσείοντες άσκησαν την παρούσα έφεση, αιτούμενοι την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, βασιζόμενοι σε μεγάλο αριθμό λόγων για να υποστηρίξουν την έφεση τους, ο δε εφεσίβλητος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Είναι ευρέως νομολογημένο ότι η διαδικασία με βάση τη Δ.18 για συνοπτική απόφαση είναι ένα εξαιρετικό μέτρο, το οποίο στην ουσία καταλήγει σε απόφαση χωρίς να ακουστεί ο εναγόμενος και ως εκ τούτου πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όπου η υπόθεση του ενάγοντα είναι καθαρή και είναι προφανές πέραν από λογική αμφιβολία ότι ο εναγόμενος δεν έχει καλόπιστη υπεράσπιση.

Στο Supreme Court Practice, 1999, Vol.1, στη σελ. 174, παράγραφο 14/4/9, αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Τhe power to give summary judgment under O.14 is “intended only to apply to cases where there is no reasonable doubt that the plaintiff is entitled to judgment, and where therefore it is inexpedient to allow a defendant to defend for mere purposes of delay” (Jones v. Stone [1894] A.C. 122).  As a general principle, where a defendant shows that he has a fair case for defence, or reasonable grounds for setting up a defence, or even a fair probability that he has a bona fide defence, he ought to have leave to defend (Saw v. Hakim [1889] 5 T.L.R. 72; Ironclad, etc. Co. [*821]v. Gardner [1892] 4 T.L.R. 18; Ward v. Plumbley [1890] 4 Ex.D. 279).

Leave to defend must be given unless it is clear that there is no real substantial question to be tried (Codd v. Delap [1905] 92 L.T. 510, HL); that there is no dispute as to facts or law which raises a reasonable doubt that the plaintiff is entitled to judgment (Jones v. Stone [1894] A.C. 122; Thompson v. Marshall [1880] 41 L.T. 720, CA; Jacobs v. Booth’s Distillery Co. [1901] 85 L.T. 262, HL; Lindsay v. Martin [1889] 5 T.L.R. 322).”

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Vidisava Subotic v. Δήμου Στυλιανίδη (1998) 1 A.A.Δ. 22.

Στην Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Ltd v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 A.A.Δ. 239, αναφέρθηκαν συμπερασματικά τα πιο κάτω:

“Έτσι είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο.”

Αναφορικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για να κριθεί το θέμα, στην υπόθεση Banque de Paris et des Pays-Bas (Suisse) SA v. de Naray [1984] 1 Lloyd’s Rep. 21, στη σελ. 23, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

           

“Ιt is of course trite law that O.14 proceedings are not decided by weighing the two affidavits. It is also trite that the mere assertion in an affidavit of a given situation which is to be the basis of a defence does not, ipso facto, provide leave to defend; the Court must look at the whole situation and ask itself whether the defendant has satisfied the Court that there is a fair or reasonable probability of the defendants’ having a real or bona fide defence.”

Περαιτέρω, στην Bhogal v. Punjab National Bank v. Punjab National Bank [1988] 2 All E.R. 296 στη σελ. 303 ο Bingham L.J. ανέφερε:

“But the correctness of factual assertions such as these cannot be decided on an application for summary judgment unless the assertions are shown to be manifestly false either because of their [*822]inherent implausibility or because of their incosistency with the contemporary documents or other compelling evidence.”

Στην Standard Chartered Bank v. Yaacoub [1990] CA Transcript 699 λέχθηκε ότι:

“Ιt is sometimes said that in an application under Ord. 14 the court is bound to accept the assertion of a defendant on affidavit unless it is self-contradictory or inconsistent with other parts of the defendant’ s own evidence, and that the court cannot reject an assertion on the simple ground that it is inherently incredible.”

Τέλος, στο Supreme Court Practice 1999, Vol.1 στη σελ. 173, παράγραφος 14/4/7, αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Τhe plaintiff has long been permitted to answer the defendant’s evidence but the case cannot be tried on affidavits, and if the defendant’s affidavit discloses a defence based on disputed facts it is generally useless for the plaintiff to reply.  The Court is not bound to require documentary evidence from the plaintiff, if by his affidavit in reply he can show that there is no issue to try (Shurmur v. Young [1889] 5 T.L.R. 155, CA) but if he can demonstrate (e.g. by exhibiting contemporary documents) that the evidence of the defendant is not reasonably capable of belief this will prevent leave to defend being given. “

Έχει λεχθεί δικαστικά ότι όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση (δέστε Supreme  Court Practice 1999 1st Ed. p. 174, para. 14/4/9).

To πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο στην πιο πάνω νομολογία, κατέληξε ως εξής στη σελ.20 της απόφασης:

“Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο των δύο Ενόρκων Δηλώσεων του Εναγόμενου 1 και τις αντιφάσεις που έχω επισημάνει σε αυτές αναφορικά με το χρόνο και τον τρόπο που έγινε η ισχυριζόμενη εξόφληση του επίδικου γραμματίου σε σημείο που να μου δημιουργείται αμφιβολία κατά πόσο οποιαδήποτε από τις εκδοχές αυτές είναι η σωστή η γνώμη μου είναι ότι ο ισχυρισμός περί εξόφλησης του επίδικου γραμματίου δεν μπορεί να γίνει πιστευτός.”

[*823]Δεν είναι όμως όπως προκύπτει σαφώς από το υπόλοιπο μέρος της απόφασης απλά αυτή η βάση, για την απόρριψη της ένστασης των εφεσειόντων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του πολυάριθμες ένορκες δηλώσεις και τεκμήρια, στις οποίες περιέχονταν λεπτομερέστατοι ισχυρισμοί που σχετίζονταν με το κατά πόσο ή όχι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι εξοφλήθη το γραμμάτιο ήταν ορθός και το Δικαστήριο προχώρησε και ανέλυσε  όλους αυτούς τους πραγματικούς ισχυρισμούς και έκαμε στην ουσία ευρήματα  επ’ αυτών.  Είναι καθαρό ότι τα συμπεράσματα και η κατάληξη του Δικαστηρίου βασίστηκαν και στην όλη αξιολόγηση που έκαμε του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το να επιτρέψει την ανταλλαγή πολυάριθμων ενόρκων δηλώσεων που στο τέλος περιείχαν λεπτομερή και αντικρουόμενη μαρτυρία και να την εξετάσει και να αποφανθεί επ’ αυτής, εξήλθε από το θεσμοθετημένο πλαίσιο της διαδικασίας της Δ.18 και κατά την κρίση μας μετέτρεψε τη διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας.  Ως εκ τούτου η απόφαση πρέπει να παραμερισθεί.

Κρίνοντας την υπόθεση κάτω από τις συνθήκες που την περιβάλλουν, έχοντας υπόψη την πολυπλοκότητα των εκατέρωθεν εγειρομένων και συγκρουομένων ισχυρισμών και με βάση τη νομολογία που παραθέσαμε, αποφασίζουμε ότι η υπεράσπιση που εγείρουν οι εφεσείοντες είναι τέτοια που πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία να την προβάλουν και να τύχει κανονικής εκδίκασης.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Δίδεται άδεια στους εφεσείοντες να καταχωρήσουν την υπεράσπιση τους εντός 15 ημερών από σήμερα.

Η έφεση γίνεται αποδεκτή με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και στην έφεση.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο