Παπακόκκινου Bερεγγάρια Π. ν. Landbroke Group P.l.c. (Eταιρείας) και Άλλων (1999) 1 ΑΑΔ 838

(1999) 1 ΑΑΔ 838

[*838]7 Ιουνίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσείουσα-Eνάγουσα,

ν.

1. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ LANDBROKE GROUP P.L.C.,

2. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΗILTON INTERNATIONAL,

3. IONIKI HOTEL ENTERPRISES S.A.,

4. ΣΩΤΗΡΗ (ΑΛΛΩΣ ΣΤΗΒ) ΓΕΩΡΓΙΟΥ

   ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΓΕΝΙΚΟΥ

  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΧΙΛΤΟΝ ΑΘΗΝΩΝ,

           

Εφεσιβλήτων-Eναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9815)

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων — Καθ’ ύλη και κατά τόπο σύμφωνα με τους περί Δικαστηρίων Νόμους — Θέμα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σ’ οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας — Εξέταση θέματος τοπικής αρμοδιότητας και διαπίστωση Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι εστερείτο αρμοδιότητας να εκδικάσει αστικό αδίκημα, σε συνάρτηση προς τα στοιχεία του κλητηρίου εντάλματος και τα γεγονότα της γενικής οπισθογράφησης — Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από τη Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων — Καθ’ ύλη και κατά τόπο σύμφωνα με τους περί Δικαστηρίων Νόμους — Δεν υπάρχει διαφοροποίηση για το θέμα αυτό στην Κύπρο μεταξύ της καθ’ ύλη και της κατά τόπο αρμοδιότητας των Επαρχιακών Δικαστηρίων, όπως υπάρχει στην Αγγλία.

Η εφεσείουσα - ενάγουσα κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων αξιώνοντας μεταξύ άλλων: (Α) Αποζημιώσεις για προσωπικές βλάβες που υπέστη συνεπεία δυστυχήματος που επεσυνέβη στο ξενοδοχείο Χίλτον Αθηνών όπου και διέμενε και το οποίο προκλήθηκε συνεπεία της αμέλειας και/ή εξ υπαιτιότητος των εναγομένων 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή 4 και/ή εκατέρου εξ αυτών και/ή των υπαλλήλων και/ή των εκπροσώπων τους και (Β) Αποζημιώσεις για προσωπικές βλάβες που υπέστη συνεπεία παραβάσεως συμβάσεως εκ μέρους των εναγομένων [*839]και/ή των υπαλλήλων τους, η οποία συνάφθηκε δυνάμει προφορικής τηλεφωνικής συμφωνίας στη Λευκωσία μεταξύ της εναγούσης και της αδελφής της και των εναγομένων.

Οι εφεσίβλητοι με αίτηση βασισμένη στην Διαταγή 16 κ.9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών ζήτησαν διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται η έκδοση και η προς αυτούς επίδοση του κλητηρίου εντάλματος λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

Η εφεσείουσα έφερε ένσταση επικαλούμενη νομικά ελαττώματα της αίτησης. Το Δικαστήριο παρέκαμψε το θέμα αυτό και εξέτασε προκαταρκτικά το θέμα της τοπικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου η έλλειψη της οποίας οδηγεί σε εξ αρχής και αθεράπευτη ακυρότητα.

Υποστηρίχθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κατ’ εφαρμογή των αρχών του αγγλικού κοινοδικαίου το οποίο, σύμφωνα με το Άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) αποτελεί πηγή δικαίου στην Κύπρο, μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία σε σχέση με τη συγκεκριμένη αδικοπραξία.  Επίσης η εφεσείουσα, κατ’ επίκληση της Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd, υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δυνατότητα αναζήτησης και προσδιορισμού δικαιοδοσίας με βάση το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας προκαταρκτικά την ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας, ήταν ορθή και η πλέον ενδεδειγμένη.

2.  Η πιο πάνω αρχή του κοινοδικαίου δεν τυγχάνει απόλυτης εφαρμογής στην Κύπρο.  Η άσκηση δικαστικής εξουσίας από τα επαρχιακά δικαστήρια, συναρτάται τόσο με την καθ’ ύλην όσο και με την κατά τόπο αρμοδιότητα τους.  Κατά συνέπεια, η Αγγλική Νομολογία που υποστηρίζει ότι το τοπικό στοιχείο δεν άπτεται της ουσίας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δεν τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο ενόψη των προνοιών των περί Δικαστηρίων Νόμων.

3.  Η διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την Μούρτζινος, στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή.  Στην παρούσα υπόθεση εξετάζεται θέμα τοπικής αρμοδιότητας υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 21(1)(α) και (β) του δικαιοδοτικού νόμου 14/60, σε συνάρτηση προς τα στοιχεία του κλητηρίου εντάλματος και τα γεγονότα της γενικής οπισθογράφησης. Τα στοιχεία [*840]αυτά ήταν αρκετά για να καταλήξει από το στάδιο αυτό στην απόφαση του περί μη στοιχειοθέτησης τοπικής αρμοδιότητας.  Στην υπόθεση Μούρτζινος εξετάζεται θέμα δικαιοδοσίας ή καθ’ ύλην αρμοδιότητας, οπόταν πράγματι θα ήταν αναγκαία η έκθεση απαιτήσεως για να καταδειχθεί, πρώτα απ’ όλα, κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανάληψης δικαιοδοσίας επί “αλλοδαπής αδικοπραξίας”.  Η υπόθεση Μούρτζινος βρίσκει μόνο εφαρμογή σε ότι αφορά την παράγραφο (Β) της Οπισθογράφησης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Chaplin v. Boys [1962] 2 All E.R. 1085,

Θεοχάρους v. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240,

Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1160,

C & K Κυριάκου & Aδελφοί Λτδ v. Ιωάννου (1990) 1 Α.Α.Δ. 479.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xατζηχαμπής, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 18 Oκτωβρίου, 1996 (Aγωγή Aρ. 9415/93) με την οποία ακυρώθηκε η έκδοση και επίδοση του κλητηρίου εντάλματος διότι το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία.

Λ. Kληρίδης και A. Παπακόκκινου, για την Eφεσείουσα.

Χρ. Χ”Αναστασίου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα, με αγωγή που κίνησε εναντίον των εφεσιβλήτων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, πρόβαλε την πιο κάτω αξίωση, όπως αυτή είναι διατυπωμένη στο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (Διαταγή 2.1).

Η ενάγουσα αξιοί εναντίον των εναγομένων και/ή εκατέρου εξ αυτών:

“(Α) Αποζημιώσεις διά προσωπικάς ζημίας και/ή σωματικάς ζημίας και/ή βλάβας και/ή απωλείας και/ή έξοδα που υπέστη και υφίσταται η ενάγουσα συνεπεία δυστυχήματος που επεσυνέβη κατά ή περί την 30.12.92 στο ξενοδοχείο Χίλτον Αθηνών όπου  και διέμενε, και το οποίο δυστύχημα ήτο αποτέλεσμα και/ή επεσυνέβη συνεπεία αμελείας και/ή παραβάσεως καθήκοντος και/ή υπαιτιότητι των εναγομένων 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή 4 και/ή εκατέρου εξ αυτών και/ή των υπαλλήλων και/ή υπηρετών και/ή αντιπροσώπων και/ή εκπροσώπων των.

 (Β) Αποζημιώσεις διά προσωπικάς ζημίας και/ή σωματικάς ζημίας και/ή βλάβας και/ή απωλείας και/ή έξοδα που υπέστη και/ή υφίσταται η ενάγουσα κατά την 30.12.92, συνεπεία παραβάσεως της συμβάσεως εκ μέρους των εναγομένων και/ή εκατέρου εξ αυτών και/ή των υπαλλήλων και/ή των υπηρετών και/ή των αντιπροσώπων και/ή των εκπροσώπων των, της συναφθείσης δυνάμει προφορικής τηλεφωνικής συμφωνίας εις Λευκωσία μεταξύ της εναγούσης και της αδελφής της Αλέκας Π. Παπακόκκινου και των εναγομένων και/ή  εκατέρου εξ αυτών διά αρμοδίου υπαλλήλου των κατά ή περί το τέλος Νοεμβρίου 1992 και/ή αρχάς Δεκεμβρίου 92 και/ή μέχρι 14 Δεκεμβρίου 92, αρχομένης της ως άνω συμβάσεως την 22.12.92.

 (Γ)  Αποζημιώσεις συνεπεία παραβάσεως της ως άνω υπό (Β) παραγράφου, συμβάσεως και/ή αμελείας υπό των εναγομένων και/ή εκατέρου εξ αυτών και/ή των υπαλλήλων και/ή υπηρετών και/ή αντιπροσώπων και/ή εκπροσώπων των από τη στιγμή που επεσυνέβη το ως άνω δυστύχημα ημερ. 30.12.92 και εντεύθεν μέχρι 10.1.93 αμφοτέρων των ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων.

 (Δ) Τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 (Ε) Νόμιμο τόκο.

(Στ) Έξοδα.”

Οι εφεσίβλητοι με αίτηση βασισμένη στην Διαταγή 16 κ. 9* των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών  ζήτησαν διάταγμα με το [*842]οποίο να ακυρώνεται η έκδοση και η προς αυτούς επίδοση του κλητηρίου εντάλματος για τους πιο κάτω λόγους:

“(α) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν έχει δικαιοδοσία.

 (β) Οι εναγόμενοι είναι άσχετα πρόσωπα και/ή πρόσωπα τα οποία δεν ευθύνονται διά τας πράξεις και/ή παραλήψεις του ξενοδοχείο Χίλτον Αθηνών.”

Ο λόγος υπό (β) ανωτέρω εγκαταλήφθηκε χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος για την εκ νέου έγερσή του σε κατοπινό στάδιο ως θέματος ουσιαστικής υπεράσπισης.

Το αίτημα των εφεσιβλήτων αντιμετωπίσθηκε με ένσταση της εφεσείουσας.  Πρέπει να σημειωθεί ότι η Εκθεση Απαιτήσεως δεν είχε καταχωρηθεί μέχρι την ακρόαση της αίτησης και έτσι σημείο αναφοράς κατά την ακρόαση, αποτέλεσαν το κλητήριο ένταλμα και η γενική οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος.

Το Δικαστήριο, ύστερα από εξέταση του θέματος και αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία του κλητηρίου εντάλματος και τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την αξίωση υπό στοιχείο (Α) της γενικής οπισθογράφησης, διαπίστωσε πως δεν ήταν το κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο που θα μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία για την επίλυση της  διαφοράς ως το στοιχείο  (Α) της αξίωσης.  Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης, κρίθηκε πως υπήρχε εξ αρχής αθεράπευτη ακυρότητα με αποτέλεσμα να παραμερισθούν η έκδοση του κλητηρίου και η επίδοσή του στους εφεσίβλητους.  Σαφής όμως ήταν η διευκρίνηση του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα για παραμερισμό της έκδοσης και επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος αφορούσε μόνο την αξίωση υπό στοιχείο (Α) της γενικής οπισθογράφησης και ότι το υπόλοιπο μέρος της οπισθογράφησης παρέμενε ανεπηρέαστο.

Η συνήγορος της εφεσείουσας ήγειρε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ζήτημα ακυρότητας της αίτησης των εφεσιβλήτων επικαλούμενη νομικά ελαττώματα της αίτησης.  Το Δικαστήριο παρέκαμψε το θέμα  χωρίς να εξετάσει αν όντως υπήρχαν  νομικά ελαττώματα στην αίτηση. Ο λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν απαραίτητη η εξέταση των ισχυρισμών της εφεσείουσας για νομικά ελαττώματα στην αίτηση βρίσκεται στην πιο κάτω περικοπή της προσβαλλόμενης απόφασης:

“Η έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας οδηγεί σε εξ αρχής και αθε[*843]ράπευτη ακυρότητα.  Συνεπώς το ζήτημα μπορούσε να εξεταστεί και αποφασιστεί ανεξάρτητα από την αίτηση και τυχόν ελαττώματά της, στα οποία η δ. Παπακόκκινου αναφέρθηκε.”

Η διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ορθή και η πλέον ενδεδειγμένη.  Το ζητούμενο ήταν η διαπίστωση δικαιοδοσίας.  Και όπως είναι γνωστό, η διαπίστωση δικαιοδοσίας είναι θέμα δημόσιας τάξης και ως τέτοιο μπορεί να εγερθεί και εξετασθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.  Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το ουσιαστικό  θέμα της δικαιοδοσίας προκαταρκτικά εφόσον αυτό μπορούσε να εξεταστεί όπως αναφέρθηκε, “ανεξάρτητα από την αίτηση και τα τυχόν ελαττώματά της.”

Σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της γενικής οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος ότι η αξίωση υπό στοιχείο (Α) θεμελιούται πάνω σε αστικό αδίκημα, που καθώς ισχυρίζεται η εφεσείουσα, διαπράχθηκε στο ξενοδοχείο “Χίλτον” των Αθηνών δηλαδή εκτός των γεωγραφικών ορίων εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 3 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 149.

Υποστηρίχθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κατ’ εφαρμογήν των αρχών του αγγλικού κοινοδικαίου το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου  (Ν. 14/60) αποτελεί πηγή δικαίου στην Κύπρο εκτός αν υπάρχει άλλη πρόβλεψη κλπ, μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία σε σχέση με τη συγκεκριμένη αδικοπραξία.

Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με το αγγλικό κοινοδίκαιο ένα ημεδαπό δικαστήριο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να αναλάβει δικαιοδοσία σε σχέση με αστικό αδίκημα που διαπράχθηκε σε χώρα του εξωτερικού.  Βλ. Chaplin v. Boys [1962] 2 All E.R. 1085.

Η πιο πάνω αρχή του κοινοδικαίου δεν τυγχάνει απόλυτης εφαρμογής στην Κύπρο. Στη Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 ΑΑΔ 240 αποφασίσθηκε ότι η άσκηση δικαστικής εξουσίας από τα επαρχιακά δικαστήρια, συναρτάται τόσο με την καθ’ ύλην όσο και με την κατά τόπο αρμοδιότητα τους.  Συνακόλουθα, η Αγγλική Νομολογία που υποστηρίζει ότι το τοπικό στοιχείο δεν άπτεται της ουσίας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δεν τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο ενόψει των ρητών προνοιών των Περί Δικαστηρίων Νόμων.

[*844]Αυτό σημαίνει ότι ένα πολιτικό δικαστήριο της Κύπρου για να αναλάβει δικαιοδοσία για επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς απαραιτήτως πρέπει να έχει ταυτόχρονα καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα.  Η ύπαρξη μόνο καθ’ ύλην αρμοδιότητας δεν επαρκεί. απαιτείται και η συνύπαρξη  κατά τόπον αρμοδιότητας ως το δεύτερο συστατικό στοιχείο της δικαιοδοσίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας γνώση της κυπριακής νομολογίας επί του θέματος προσπάθησε να εντοπίσει ως όφειλε, τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν την τοπική του αρμοδιότητα.  Βλ. Philippou v. Philippou (1986) 1 C.L.R. 689.   Αυτή η αναζήτηση της κατά τόπο αρμοδιότητας έγινε με βάση  τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(α)(β) του δικαιοδοτικού νόμου 14/60 σε συνάρτηση προς τα στοιχεία του κλητηρίου εντάλματος και τα γεγονότα της γενικής οπισθογράφησης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε πως η βάση του αγώγιμου δικαιώματος σε ό,τι αφορά την αδικοπραξία (παράγραφος (Α) της οπισθογράφησης Απαίτησης) προέκυψε στο Χίλτον Αθηνών αποκλειομένης έτσι της εφαρμογής του άρθρου 21(1)(α).  Διαπίστωσε επίσης ότι οι διευθύνσεις εξωτερικού των εναγομένων κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής αποκλείουν εφαρμογή του άρθρου 21(1)(β) και ενόψει των ανωτέρω κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν είχε τοπική αρμοδιότητα για να αναλάβει δικαιοδοσία για επίλυση της διαφοράς που σχετίζεται με το αστικό αδίκημα ως η αξίωση (Α) της Οπισθογράφησης Απαίτησης.

Στην Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160 αποφασίστηκε ότι:

“(α) Η απόφαση ως προς την ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα της αντιπαραβολής των επιδίκων θεμάτων προς τις νομοθετικές πρόνοιες που καθορίζουν την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, δηλαδή την εξουσία του Δικαστηρίου, όπως αυτή καθορίζεται από τον δικαιοδοτικό νόμο, να επιλαμβάνεται θεμάτων που εγείρονται ενώπιον του για απόφαση σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες.

(β)  Τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται με τις έγγραφες προτάσεις και ειδικώτερα τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση, αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση αιατήσεως.  Κατά συνέπεια, η εξέταση του [*845]θέματος της δικαιοδοσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση μονο το περιεχόμενο της γενικής οπισθογράφησης και εξωγενείς παράγοντες και προτού καταχωρηθεί η έκθεση απαιτήσεως, ήταν πρόωρη.”

Η εφεσείουσα, κατ’ επίκληση της Μούρτζινος (ανωτέρω) υποστήριξε πρωτόδικα και κατ’ έφεση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε δυνατότητα αναζήτησης και προσδιορισμού δικαιοδοσίας με βάση το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.  Το πρωτόδικο δικαστήριο θα είχε αυτή τη δυνατότητα μόνο μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Απαιτήσεως η οποία και θα αποτελούσε ασφαλές υπόβαθρο για πλήρη και επακριβή προσδιορισμό της αξίωσης ή της θεραπείας που επιδιώκεται ή της βάσης πάνω στην οποία αυτή στηρίζεται.

Προφανώς η εφεσείουσα είχε υπόψη την πιο κάτω περικοπή της απόφασης στην Μούρτζινος (ανωτέρω):

“Δεν αναμένεται ο πλήρης και επακριβής προσδιορισμός στη γενική οπισθογράφηση της αξίωσης ή της θεραπείας που επιδιώκεται ή της βάσης πάνω στην οποία αυτή στηρίζεται.  Οπως ορίζεται στη Δ.2 κ.3 των Κανονισμών περί Πολιτικής Δικονομίας, αναφέρεται σ’ αυτη την οπισθογράφηση η φύση της απαίτησης ή της θεραπείας που επιδιώκεται χωρίς να είναι ουσιώδες να εκτεθεί ούτε η ακριβής βάση του παραπόνου ούτε η ακριβής θεραπεία που ο ενάγων θεωρεί ότι δικαιούται. και, όπως ορίζεται στη Δ.20 κ.1Α των ίδιων Κανονισμών, ο ενάγων έχει πάντα τη δυνατότητα, με την έκθεση απαιτήσεως του, να τροποποιήσει ή να διαφοροποιήσει ή να επεκτείνει την απαίτησή του χωρίς τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο διέκρινε τη διαφορά η οποία υπάρχει μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και της Μούρτζινος αναφορικά με το υπό συζήτηση θέμα της δικαιοδοσίας.  Ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα είναι  σωστός και δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε παρά να παραθέσουμε τη σχετική περικοπή από την προσβαλλόμενη απόφαση όπου με ενάργεια γίνεται η διάκριση της Μούρτζινος (ανωτέρω) από τα γεγονότα και τις ανάγκες της υπό κρίση υπόθεσης.

“Η παρούσα όμως υπόθεση διαφοροποιείται διότι εν προκειμένω δεν εξετάζεται θέμα δικαιοδοσίας ή καθ’ ύλην αρμοδιότητας, οπότε πράγματι θα ήταν αναγκαία η έκθεση απαίτησης για [*846]να καταδειχθεί, πρώτα απ’ όλα, κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανάληψης δικαιοδοσίας επί “αλλοδαπής αδικοπραξίας”. Εν προκειμένω εγείρεται θέμα τοπικής αρμοδιότητας υπό το φως των προνοιών του άρθρου 21(1)(α) και (β).  Ό,τι ήταν να αναφερθεί σχετικά έχει ήδη περιληφθεί στο κλητήριο ένταλμα και την οπισθογράφησή του.  Όσα δε, έχουν αναφερθεί επαρκούν για να καταλήξουμε, από το στάδιο αυτό, στην απόφαση περί μη στοιχειοθέτησης τοπικής αρμοδιότητας.  Ό,τι και να λεχθεί στην έκθεση απαίτησης δεν μπορεί να αναιρέσει τα δύο δεδομένα που η ίδια η ενάγουσα απεκάλυψε:

πρώτο, το δεδομένο ότι η βάση του αγώγιμου δικαιώματος σε ότι αφορά αδικοπραξία (παράγραφος (Α) της Οπισθογράφησης Απαίτησης) προέκυψε στο Χίλτον Αθηνών, αποκλειομένης, έτσι, της εφαρμογής του άρθρου 21(1)(α).

δεύτερο, το δεδομένο σε σχέση με τις διευθύνσεις των εναγομένων κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής που αποκλείει εφαρμογή του άρθρου 21(1)(β).

Υπό το φως των παραπάνω βρίσκουμε ότι η υπό εξέταση περίπτωση διαφοροποιείται από τις παραμέτρους της υπόθεσης Μούρτζινος η οποία, ως εκ τούτου, δεν βρίσκει εν προκειμένω εφαρμογή. Αντίθετα η Μούρτζινος βρίσκει εφαρμογή σε ότι αφορά την παράγραφο (Β) της Οπισθογράφησης.  Μόνο μέσα από την έκθεση απαίτησης και τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων θα φανεί κατά πόσο η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία μπορεί τελικά να συνδεθεί με το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσία υπό το φως του άρθρου 21(1) και άρθρου 2 (“βάσις της αγωγής”) του Ν.14/60.  Στο κλητήριο ένταλμα γίνεται απλώς αναφορά σε “σύμβαση συναφθείσα δυνάμει προφορικής τηλεφωνικής συμφωνίας εις Λευκωσία”. Σε περίπτωση σύμβασης η βάση της αγωγής δεν απαιτείται να προκύψει καθ΄ ολοκληρίαν εντός της δικαιοδοσίας. Υπεισέρχεται το θέμα της σύναψης αφ’ ενός και της διάρρηξης της αφ’ ετέρου.  Οσον αφορά δε τη διάρρηξη και πάλι εξαρτάται η δικαιοδοσία από το κατά πόσο το χρέος είναι άρσιμο ή κομίσιμο (C & K Kυριάκου & Aδελφοί Λτδ ν. Αντώνη Ιωάννου (1990) 1 A.A.Δ. 479).  Είναι συνεπώς εντελώς πρόωρο και χωρίς βάση να εξεταστεί τέτοιο θέμα τώρα.”

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο