Σολέας Στέφανος ν. Xρυστάλλας Σολέα (1999) 1 ΑΑΔ 904

(1999) 1 ΑΑΔ 904

[*904]22 Ιουνίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΟΛΕΑΣ,

Eφεσείων-Eναγόμενος,

ν.

ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΣΟΛΕΑ ,

Εφεσίβλητης-Eνάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10100)

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Εκτροπή πορείας — Απώλεια ελέγχου οχήματος τύπου σαλούν λόγω υπερβολικής ταχύτητας — Οδηγός οχήματος κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος στο οποίο τραυματίσθηκε σοβαρά η σύζυγος του.

Αμέλεια — Αρχή res ipsa loquitur — Πότε εφαρμόζεται και τι πρέπει να εξηγήσει ο εναγόμενος για να αποφύγει την ευθύνη στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η αρχή.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Τροχαίο ατύχημα — Νεαρή γυναίκα τραυματίσθηκε σοβαρά κυρίως στο αριστερό πόδι — Επώδυνη και μακρά θεραπεία — Μόνιμη ανικανότητα — Επιδίκαση ποσού £15.000 — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις — Τροχαίο ατύχημα — Σωματικές βλάβες — Υπηρεσίες οικιακής βοηθού — Ενάγουσα ηλικίας 27 ετών κατά το ατύχημα, μητέρα 4 παιδιών, τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό πόδι — Μόνιμη ανικανότητα εκτέλεσης των καθηκόντων της ως οικοκυράς — Ανάγκη για χρησιμοποίηση οικιακής βοηθού επί μονίμου βάσεως — Επιδίκαση ποσού £6.000 με βάση πολλαπλασιαστή 10 και πολλαπλασιαστέο £50 — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση — Η εν λόγω δαπάνη μέχρι την ημέρα ακρόασης θα πρέπει να αξιώνεται και αποδεικνύεται ως ειδική ζημία — Οι αποζημιώσεις για τη μελλοντική απώλεια της ικανότητας της ενάγουσας ως οικοκυράς θα πρέπει να αξιώνεται ως γενικές αποζημιώσεις υπό μορφή απώλειας των ανέσεων της ζωής.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Πολλαπλασιαστής και πολλα[*905]πλασιαστέος — Ανειδίκευτη εργάτρια ηλικίας 27 ετών κατά το ατύχημα – Απώλεια μελλοντικών απολαβών υπολογίσθηκε πρωτόδικα σε £12.000 με βάση πολλαπλασιαστή 10 και πολλαπλασιαστέο £100 — Κατ’ έφεση κρίθηκε ότι ο σύντομος χρόνος και περιστασιακός τρόπος εργασίας της ενάγουσας δεν παρείχαν σταθερή βάση για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου και το επιδικασθέν ποσό μειώθηκε στο ήμισυ.

Ειδικές αποζημιώσεις — Πρέπει να ζητούνται με τις έγγραφες προτάσεις και να αποδεικνύονται αυστηρά προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου.

Αποζημιώσεις — Τροχαίο ατύχημα — Τόκος — Εφαρμοστέες αρχές ως προς την επιδίκαση τόκου.

Τις πρωϊνές ώρες της 26ης.7.92, και ενώ ακόμα ήταν σκοτεινά, ο εφεσείων οδηγούσε το όχημά του στο δρόμο Τροόδους-Ανθούπολης, κατευθυνόμενος προς Ανθούπολη, έχοντας συνεπιβάτιδα τη σύζυγό του.  Παρόλο που ο δρόμος ήταν ίσιος και οι καιρικές συνθήκες καλές, ο εφεσείων απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος του, το οποίο προσέκρουσε πρώτα σε φωσφορούχο πάσσαλο στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του και στη συνέχεια σε παραπέτο μήκους 1,30 μ., αφού άφησε ίχνη τροχοπέδησης 13,50 μ.  Κατέληξε σε χαντάκι 5 μέτρα από την ίδια πλευρά του δρόμου, γυρίζοντας προς την αντίθετη πλευρά από την πορεία κατεύθυνσης του.

Η σύζυγος του εφεσείοντα, ηλικίας 27 χρόνων και μητέρα 4 παιδιών τον χρόνο του ατυχήματος, εφεσίβλητη στην παρούσα έφεση, τραυματίστηκε σοβαρά στο ατύχημα. Ο κύριος τραυματισμός της ήταν στο αριστερό πόδι, με μόνιμη ανικανότητα να λειτουργεί πλέον ως μια κανονική οικοκυρά.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, που υποστηρίζετο και από ιατρικη μαρτυρία, χρειάζεται οικιακή βοηθό επί μονίμου βάσεως.  Περαιτέρω απώλεσε μόνιμα την ικανότητα να εργαστεί.  Η εργασία στην οποία απασχολήθηκε μόνο για 9 μήνες, ήταν αυτή της ανειδίκευτης εργάτριας σε εργοστάσιο κατασκευής μπομπονιέρων κερδίζοντας £25-£30 εβδομαδιαίως.

Η ουσία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης στη δίκη ήταν ότι ο άντρας της έτρεχε πολύ και δεν μπόρεσε να ελέγξει το όχημα του.  Σε προηγούμενη κατάθεση της στην Αστυνομία είπε πως θαμπώθηκε από τα φώτα αυτοκινήτων, υπονοώντας ότι αυτή ήταν και η αιτία του δυστυχήματος.  Στην τύφλωση του από τα φώτα αντιθέτως ερχομένων οχημάτων απέδωσε την αιτία του ατυχήματος και ο εφεσείων.

[*906]Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι το ατύχημα ήταν αναπόφευκτο και πως γι’ αυτό το λόγο ο εφεσείων δεν έφερε καμία ευθύνη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα. Οι αποζημιώσεις που επιδίκασε στην εφεσίβλητη ανέρχονταν σε £36.620 γενικές και ειδικές αποζημιώσεις με τόκο 6% από την ημέρα του δυστυχήματος και 8% από 1.2.94 ημέρα καταχώρησης της αγωγής.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε κατ’ έφεση: α) το εύρημα ως προς την ευθύνη β) το ύψος των αποζημιώσεων και γ) τον τόκο.  Αναφορικά με τον λόγο α) υποστήριξε ότι δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση η αρχή res ipsa loquitur, που επικαλέστηκε ο πρωτόδικος δικαστής για να στηρίξει το συμπέρασμα του, αφού η αιτία του δυστυχήματος ήταν γνωστή δηλαδή ήταν η μεγάλη ταχύτητα όπως ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αρχή res ipsa loquitur αποτελεί κατά βάση κανόνα του δικαίου της απόδειξης, που διευκολύνει τη στοιχειοθέτηση αμέλειας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης συγκεκριμένης αμελούς πράξης, στις περιπτώσεις που το δυστύχημα δεν θα συνέβαινε, κατά τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων, αν ο οδηγός κατέβαλλε την προσήκουσα, υπό τις περιστάσεις, προσοχή.  Περαιτέρω, αναμένεται από τον εφεσείοντα στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η αρχή αυτή να εξηγήσει, αν θέλει να αποφύγει την ευθύνη, πως προκλήθηκε η ζημιά, χωρίς να είναι ο ίδιος υπαίτιος.

     Ο πρωτόδικος δικαστής εξήγησε τις συνθήκες επίκλησης του πιο πάνω αξιώματος, χωρίς όμως να βασιστεί σ’ αυτό για να δικαιολογήσει την κατάληξη του.  Αντίθετα ανέφερε ρητά πως δεν τυγχάνει εφαρμογής.

2.  Η υπεράσπιση inevitable accident σπάνια επιτυγχάνει.  Παραμένει σε κάθε περίπτωση θέμα πραγματικό.  Δεν ταυτίζεται όμως με την υπεράσπιση ανωτέρας βίας από την οποία διακρίνεται.

3.  Η αμέλεια του εφεσείοντα μπορεί να συναχθεί από την αστυνομική μαρτυρία, που ήταν αναντίλεκτη. Ο εφεσείων απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου υπό τις συνθήκες που αναφέρονται ανωτέρω.  Επιπρόσθετα η προβαλλόμενη δικαιολογία περί τυφλώσεως του από τα φώτα των άλλων αυτοκινήτων, δεν θα τον απάλλασσε, από μόνη της, της ευθύνης στην απουσία σχετικής μαρτυρίας.  Το εύρημα περί πλήρους ευθύνης του εφεσείοντα είναι ορθό.

[*907]4.      Ο πρωτόδικος δικαστής στις £15.000 που επιδίκασε σαν γενικές αποζημιώσεις πρόσθεσε το ποσό £12.000 για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων.  Το υπολόγισε με βάση πολλαπλασιαστή 10 και πολλαπλασιαστέο £100.  Όμως ο σύντομος χρόνος – και περιστασιακός τρόπος – που η εφεσίβλητη εργάστηκε στη ζωή της καθώς και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, δεν παρείχαν σταθερή βάση για τον παραδοσιακό υπολογισμό της αποζημίωσης στον οποίο κατέφυγε ο πρωτόδικος δικαστής. 

     Λαμβάνοντας υπόψη κάθε σχετικό παράγοντα καθώς και τις αμφιβολίες ως προς τη μονιμότητα απασχόλησης της εφεσίβλητης, θέμα για το οποίο η μαρτυρία ήταν ανεπαρκής, το επιδικασθέν ποσό κρίνεται υπερβολικό και μειώνεται σε £6.000.

5.  Το ποσό των £6.000 που ο πρωτόδικος δικαστής περιέλαβε στις αποζημιώσεις προς κάλυψη της δαπάνης για πρόσληψη περιοδικά οικιακής βοηθού, υπολογίζοντας £50 το μήνα για περίοδο 10 χρόνων, βρίσκεται μέσα στα απόλυτα λογικά όρια.

6.  Ο τόκος διαμορφώνεται ως εξής και η εκκαλούμενη απόφαση τροποποιείται ανάλογα:  Το ποσό των £15.000, που αποτελεί μέρος των γενικών αποζημιώσεων, θα φέρει τόκο προς 6% από 26.7.92, ημέρα που δημιουργήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα, και προς 8% από 29.11.96.  Το ποσό για ανικανότητα εργασίας όπως και το ποσό για τις μελλοντικές υπηρεσίες οικιακής βοηθού δεν είναι τοκοφόρα.  Τόκος 6% θα υπολογιστεί σε ποσό £1.810 (το ήμισυ δηλαδή των ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν) από 26.7.92 και προς 8% από 29.11.96.

7.  Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη η αξίωση της εφεσίβλητης για ειδικές αποζημιώσεις £1.000 για προσφορά υπηρεσιών από διάφορα άτομα, λόγω μη απόδειξης της, είναι ορθή και επικυρώνεται.  Η αντέφεση απορρίπτεται.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς. Επιδικάσθηκε το ήμισυ των εξόδων κατά της εφεσίβλητης. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Tunnel Portland Cement Co. Ltd. v. The Prince Line Limited a.o. (1963) 2 C.L.R. 181,

[*908]Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,

Constantinou v. Kritikos (1982) 1 C.L.R. 859,

Φαραζή v. Τζιάρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 269,

Daly v. General Steam Navigation Co. Ltd. [1980] 3 All E.R. 696,

Jefford a.o. v. Gee [1970] 1 All E.R. 1202.

Έφεση και Aντέφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολάου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 24 Oκτωβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 958/94) υπέρ της ενάγουσας-εφεσίβλητης και εναντίον του εναγόμενου-εφεσείοντα για το ποσό των £36.620 πλέον τόκο ως ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για σοβαρές σωματικές βλάβες και άλλες απώλειες που έχει υποστεί η ενάγουσα-εφεσίβλητη συνεπεία οδικού δυστυχήματος.

Aντέφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης κ.λ.π. με την οποία απερρίφθη η αξίωση της για ειδικές αποζημιώσεις για υπηρεσίες φιλικών ή συγγενικών προσώπων, ανερχόμενες σε £1.000.

Δ. Ιωαννίδης, για τον Eφεσείοντα.

Δ. Χριστοδούλου και Μ. Κυπριανού, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Το οδικό δυστύχημα, αντικείμενο της έφεσης και αντέφεσης, συνέβηκε τις πρωϊνές ώρες της 26/7/92 όταν ήταν ακόμη σκοτεινά.  Ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του WW68, τύπου σαλούν, στο δρόμο Τροόδους-Ανθούπολης, κατευθυνόμενος προς Ανθούπολη.  Παρόλο που στον τόπο του δυστυχήματος ο δρόμος είναι ίσιος και οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές, ο εφεσείων έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου.  Θα μπορούσε περαιτέρω να αναφερθεί, για να υπάρχει συμπληρωμένη εικόνα, ότι σε κάποια απόσταση μετά τη σκηνή υπάρχει δεξιά στροφή.  Ο δρόμος χωρίζεται σε δύο λωρίδες πορείας με λευκή διαχωριστική γραμμή κατά [*909]μήκος του οδοστρώματος.

Το αυτοκίνητο προσέκρουσε πρώτα σε φωσφορούχο πάσσαλο  στην αριστερή μεριά του δρόμου, όπως ταξίδευε ο εφεσείων και στη συνέχεια σε παραπέτο μήκους 1,30 μ., αφού άφησε ίχνη διέλευσης 13,50 μ.  Κατέληξε σε αυλάκι 5 μέτρα από την ίδια μεριά του δρόμου.  Με τη μύτη στραμμένη προς την αντίθετη πλευρά απ’ εκείνη που το αυτοκίνητο κατευθυνόταν.  Τα στοιχεία αυτά συνάγονται από τη μαρτυρία του αστυνομικού Α. Αυγουστή, ο οποίος έφτασε στη σκηνή μισή ώρα περίπου μετά το συμβάν και διερεύνησε τις συνθήκες του δυστυχήματος, σημειώνοντας τα κύρια ευρήματα του στο σχεδιαγράφημα (τεκμ. 1), που ετοίμασε ο ίδιος.  Ας σημειωθεί ότι τόσο στον πάσσαλο όσο και στο παραπέτο βρέθηκαν σημάδια από τη σύγκρουση του αυτοκινήτου με αυτά.

Συνεπεία του δυστυχήματος η εφεσίβλητη, που είναι σύζυγος του οδηγού και κατά τον ουσιώδη χρόνο καθόταν δίπλα του, υπέστη σοβαρές σωματικές βλάβες και άλλες απώλειες. Ο πρωτόδικος δικαστής της επιδίκασε £36.620 σαν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις με τόκο 6% από την ημερομηνία του δυστυχήματος και αυξημένο τόκο προς 8% από 1/2/94 (ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής).

Η ουσία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης  κατά τη δίκη ήταν ότι ο άντρας της έτρεχε πολύ, παρά τις προτροπές της να ελαττώσει  ταχύτητα. και ότι πριν τη στροφή δεν μπόρεσε να ελέγξει το όχημα.  Σε προηγούμενη όμως κατάθεση της προς την αστυνομία είπε πως θαμπώθηκε από τα φώτα 3-4 αυτοκινήτων, υπονοώντας ότι αυτή ήταν και η αιτία του δυστυχήματος. Η εξήγηση που έδωσε, αντεξεταζόμενη, για τη σοβαρή αυτή αντίφαση, είναι ότι δεν ήθελε να βρει τον “μπελά του” ο άντρας της. Στην ίδια αιτία, ότι, δηλαδή, τον τύφλωσαν τα φώτα αντιθέτως ερχομένων οχημάτων αποδίδει το δυστύχημα ο εφεσείων. Η εκδοχή του εφεσείοντα περιέχεται στην κατάθεση του προς την Αστυνομία. Δεν έδωσε όμως μαρτυρία.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, με βάση την εκδοχή αυτή, πρόβαλε την υπεράσπιση ότι το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο και υπέβαλε πως ο εφεσείων δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη γιαυτό. Ο πρωτόδικος δικαστής την απέρριψε.  Είπε τα εξής:

“Με την υπάρχουσα μαρτυρία βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η πλευρά του εναγομένου δεν έχει τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του για το αναπόφευκτο του δυστυχήματος γιατί ακόμα και αν παραμείνει μόνο ισχυρισμός ότι η αιτία του δυστυχήμα[*910]τος ήταν το θάμπωμα από τα φώτα εξ’ αντιθέτου οχημάτων, ο εναγόμενος δεν ήλθε να καταθέσει και να εξηγήσει τί μέτρα έλαβε για να σταματήσει είτε για να κάμει οποιοδήποτε άλλο ελιγμό όπως π.χ. να μειώσει την ταχύτητα του έτσι που να αποφευχθεί το δυστύχημα.

Δεδομένου ότι το βάρος της απόδειξης ότι το δυστύχημα ήταν αναπόφευκτο, πέφτει στους ώμους του εναγομένου που πρόβαλε τέτοιο ισχυρισμό, η θέση μου είναι ότι με την υπάρχουσα μαρτυρία δεν έχει αποσεισθεί αυτή η υποχρέωση του με επίλογο το εύρημα μου να είναι ότι ο εναγόμενος είναι υπόλογος 100% στη διάπραξη του δυστυχήματος, εφόσον η ενάγουσα ήταν δίπλα συνεπιβάτιδα του.”

Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστή αναφορικά με την υπαιτιότητα είναι το πρώτο θέμα που βρίσκεται στο στόχαστρο της έφεσης. Ένα συναφές παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι δεν εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση το αξίωμα res ipsa loquitur, που επικαλέστηκε ο πρωτόδικος δικαστής για να στηρίξει το συμπέρασμα του, αφού η αιτία του δυστυχήματος ήταν γνωστή.  Η εφεσίβλητη είπε πως οφειλόταν στη μεγάλη ταχύτητα.

Δεν πρόκειται να αναλύσουμε εκτεταμένα - ούτε η περίπτωση προσφέρεται - τις διάφορες πτυχές που παρουσιάζει η εφαρμογή του αξιώματος.  Απλώς θα πούμε ότι ο γνωστός αυτός αφορισμός αποτελεί κατά βάση κανόνα του δικαίου της απόδειξης, που διευκολύνει τη στοιχειοθέτηση του αστικού αδικήματος της αμέλειας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης συγκεκριμένης αμελούς πράξης, στις περιπτώσεις που το δυστύχημα δε θα συνέβαινε, κατά τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων, αν ο οδηγός κατέβαλλε την προσήκουσα υπό τις περιστάσεις προσοχή. Περαιτέρω, αναμένεται από τον εφεσείοντα στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η αρχή αυτή να εξηγήσει, αν θέλει να αποφύγει την ευθύνη, πως προκλήθηκε η ζημιά χωρίς δική του υπαιτιότητα.

Επισημαίνεται ότι υπάρχει σωρεία αποφάσεων του δικαστηρίου στο ζήτημα. Με αφετηρία την υπόθεση The Tunnel Portland Cement Co. Ltd. v. The Prince Line Limited & Another (1963) 2 C.L.R. 181.  Η ίδια υπόθεση αποτελεί αυθεντία και για τη φύση της υπεράσπισης του αναπόφευκτου δυστυχήματος.  Για μια συνολική συζήτηση του αξιώματος res ipsa loquitur παραπέμπουμε στο New Law Journal, τόμος 124 στη σελ. 216 και στους Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παράγραφοι 5-102 - 5-123 στις σελ. 421 έως 433.

[*911]Ο πρωτόδικος δικαστής εξήγησε τις συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατή η επίκληση και εφαρμογή του αξιώματος. Σ’ αυτό ωθήθηκε προφανώς από το γεγονός ότι αποτέλεσε ένα από τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, που πρόβαλε στην έκθεση απαιτήσεως της.  Δε βασίστηκε όμως σ’ αυτό για να δικαιολογήσει την κατάληξη του.  Αντίθετα. Ανέφερε ρητά πως δεν τυγχάνει εφαρμογής.

Όπως παρατηρούν οι εκδότες του παραπάνω συγγράμματος, αλλά και από τις δικές μας εμπειρίες διαπιστώνεται,  η υπεράσπιση του inevitable accident σπάνια πετυχαίνει. Παραμένει σε κάθε περίπτωση  θέμα πραγματικό.  Δεν ταυτίζεται όμως με την υπεράσπιση ανωτέρας βίας από την οποία και διακρίνεται.  Στην παράγραφο 3-115, σελ. 241 των Charlesworth & Percy, ανωτέρω, έχουμε τον εννοιολογικό προσδιορισμό της υπεράσπισης:

“Inevitable accident is where a person does an act, which he lawfully may do, but causes damage, despite there having been neither negligence nor intention on his part.  In maritime cases it has been described as follows:  “An inevitable accident in point of law is this: viz., that which the party charged with the offence could not possibly prevent by exercise of ordinary care, caution, and maritime skill.”  As to other cases, Lopes L.J. after quoting:  “Inevitable accident is that which the party charged with the damage could not possibly prevent by the exercise of ordinary care, caution, and maritime skill,” has said:  “I know no distinction as regards inevitable accident between cases which occur on land and those which occur at sea.”

Οι βασικές επικρίσεις στην προκείμενη περίπτωση εστιάστηκαν στο γεγονός ότι ο πρωτόδικος δικαστής δεν προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης.  Ιδιαίτερα δεν σχολίασε τον άκρως αντιφατικό της χαρακτήρα. Γιαυτό το λόγο, κατά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, η εφεσίβλητη δε μετακύλησε το βάρος απόδειξης στον ίδιο. Παρολαυτά η αμέλεια του εφεσείοντα μπορεί να συναχθεί από την αστυνομική μαρτυρία, που ήταν αναντίλεκτη.  Ο εφεσείων δεν ήταν σε θέση να ελέγξει το αυτοκίνητο του που, ακυβέρνητο, προσέκρουσε διαδοχικά σε φωσφορούχο πάσσαλο, στο παραπέτο του δρόμου για να βρεθεί τελικά μέσα στα χωράφια, όπως έχουμε προηγουμένως αναφέρει.  Θα προσθέταμε ότι η προβαλλόμενη δικαιολογία ότι ο εφεσείων τυφλώθηκε από τα φώτα αντιθέτως ερχομένων οχημάτων δε θα τον απάλασσε, από μόνη της, της ευθύνης. Δεν υπήρχε μαρτυρία που να εξηγεί τις συνθήκες υπό τις οποίες τυφλώθηκε (αν πράγματι συνέβη κάτι τέτοιο) που δεν του άφηναν περιθώρια διατήρησης ελέγχου του οχήματος του.

[*912]Ευσταθεί, επομένως, για τους λόγους που αναφέραμε, το εύρημα ότι ο εφεσείων υπέχει πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα.

Κατά το χρόνο του δυστυχήματος η εφεσίβλητη ήταν 27 χρονών.  Εργαζόταν σαν ανειδίκευτη εργάτρια σε εργοστάσιο κατασκευής μπομπονιέρων.  Κέρδιζε £25 με £30 την εβδομάδα.  Προηγουμένως απασχολήθηκε για σύντομη περίοδο σε νηπιαγωγείο.  Συνολικά, στη ζωή της μέχρι τότε, είχε εργοδοτηθεί για 9 περίπου μήνες.  Μια εβδομάδα πριν το δυστύχημα διέκοψε για να πάει διακοπές με τον εφεσείοντα. Η εισήγηση πως στην πραγματικότητα αποφάσισε να σταματήσει να εργάζεται απορρίφθηκε. Και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που θα δικαιολογούσε παρέμβαση μας σε αυτό το εύρημα.

Στις £15.000 που ο πρωτόδικος δικαστής επεδίκασε σαν γενικές αποζημιώσεις πρόσθεσε το ποσό των £12.000 για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων.  Το υπολόγισε με βάση πολλαπλασιαστή 10 (αριθμός ετών) και πολλαπλασιαστέο £100 (μηνιαίος μισθός της τελευταίας απασχόλησης της).  Ο κ. Ιωαννίδης υπέβαλε, αναπτύσσοντας το λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η επιδίκαση της αποζημίωσης αυτής, ότι η μαρτυρία δεν παρείχε ασφαλή δεδομένα που επέτρεπαν χορήγηση αποζημίωσης με βάση την παραπάνω εκτίμηση.

Ο κύριος τραυματισμός της εφεσίβλητης ήταν στο αριστερό πόδι.  Τα κατάλοιπα των τραυμάτων της γενικά, μετά από την πολύ επώδυνη και μακρά θεραπεία που υπέστη, ήταν ιδιαίτερα σοβαρά για τη νεαρή αυτή μητέρα 4 παιδιών.  Και θα τη δυσχεραίνουν εσαεί. Ουσιαστικά δεν μπορεί πια να λειτουργεί όπως μια κανονική οικοκυρά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, που υποστηρίζεται και από ιατρική μαρτυρία, χρειάζεται οικιακή βοηθό πάνω σε μόνιμη βάση.

Περαιτέρω - και αυτό είναι το θέμα που εξετάζουμε τώρα - η σημερινή της κατάσταση δεν της επιτρέπει να εργαστεί τώρα ή μελλοντικά.  Οι ιατρικές μαρτυρίες (και των δύο πλευρών) ουσιαστικά συγκλίνουν στο ζήτημα αυτό.  Η ανικανότητα της είναι μόνιμη.  Με τη διαφορά ότι ο γιατρός του εφεσείοντα ισχυρίστηκε, αντίθετα με όσα κατέθεσαν οι γιατροί της εφεσίβλητης,  πως η κατάσταση της μπορεί να βελτιωθεί με χειρουργική επέμβαση (αρθρόδεση), που θα την απαλλάξει από το άλγος και θα της επιτρέψει να επιστρέψει στην προηγούμενη απασχόληση της. 

Το παράπονο, που αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερου λόγου έφεσης, είναι ότι δεν αξιολογήθηκε η μαρτυρία αυτή του γιατρού [*913]του εφεσείοντα.  Αυτό δεν είναι σωστό.  Από το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης συνάγεται έμμεσα, αλλά με σαφήνεια, ότι η μαρτυρία αυτή, την οποία ο δικαστής συνοψίζει σε άλλο μέρος της απόφασης, απορρίφθηκε:

“Αποδέχομαι ακόμα ότι για να κερδίζει αυτό το ποσό θα έπρεπε στην εκτέλεση της εργασίας της να διακινείται, να παραμένει όρθια για αρκετό διάστημα, γιαυτό αποδέχομαι μετά τον τραυματισμό της και με βάση τη δική της μαρτυρία αλλά και την ιατρική δεν θα μπορεί να εκτελεί την εργασία της ανειδίκευτης εργάτριας εφόσον προϋποθέτει ορθοστασία για την οποία θα δυσκολεύεται πάντα.”

Ο σύντομος χρόνος - και περιστασιακός τρόπος - που η εφεσίβλητη εργάστηκε στη ζωή της δεν παρείχε σταθερή βάση για τον παραδοσιακό υπολογισμό της αποζημίωσης στον οποίο κατέφυγε ο πρωτόδικος δικαστής.  Πέραν τούτου, υπήρχαν και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες που καθιστούσαν ένα τέτοιο υπολογισμό ανέφικτο.  Ωστόσο δε χωρεί αμφιβολία ότι η ικανότητα της εφεσίβλητης για εργασία εξουδετερώθηκε απόλυτα, ή εν πάση περιπτώσει ουσιαστικά.  Το βλαβέν μέρος του σώματος της είναι αποφασιστικής σημασίας για την εργασία στην οποία μπορούσε να απασχοληθεί ως ανειδίκευτη εργάτρια.

Η έλλειψη σταθμητών στοιχείων και η αβεβαιότητα για επαγγελματική απασχόληση δεν εμποδίζουν το δικαστήριο να προβεί σε κάποιο υπολογισμό των πιθανών απωλειών.  Αυτό όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον τρόπο που εκτιμήθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει το αναγκαίο υπόστρωμα απτών και συμπληρωμένων στοιχείων. Στην υπόθεση Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66 ο Πικής, Π., επισημαίνει τη διαφορά προσέγγισης, όταν τα στοιχεία είναι ελλειπή, στις σελ. 75 και 76:

“Στη Fairley ν. John Thompson Ltd. (Design and Contracting Division) Ltd [1973] 2 Lloyd’s Rep 40, 42, διακρίνεται η περίπτωση μείωσης της ικανότητας για εργασία από εκείνη όπου αποδεικνύεται συγκεκριμένη απώλεια εισοδήματος.  Η διάκριση αυτή δε φαίνεται να έχει στέρεη νομική βάση. αντανακλά περισσότερο τις διαφορές μεταξύ υποθέσεων όπου η μελλοντική ζημία εξειδικεύεται και αποκρυσταλλώνεται και εκείνων όπου η μελλοντική ζημία δε συγκεκριμενοποιείται [βλ. Clarke v. Rotax Aircraft [1975] 3 All E.R. 794, 798, Foster v. Tyne and Wear CC [1986] 1 All E.R. 567, 571, 572]. Καθοδηγητική για τον καθορισμό των αποζημιώσεων για την απώλεια της ικανότητας για ερ[*914]γασία απο ζημία που δε συσχετίζεται με συγκεκριμένη απώλεια εισοδημάτων στο μέλλον είναι η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στη Moeliker v. A. Reyrolle and Co Ltd [1977] 1 All E.R, 9, 15, 17.  Η ζημία προσμετρά ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημίας [βλ. επίσης Clarke (ανωτέρω)].  Το ύψος συναρτάται μ’ όλους εκείνους τους παράγοντες που τείνουν να διαφωτίσουν για την πιθανότητα απώλειας εισοδήματος στο μέλλον.  Η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου δεν προσφέρεται σ’ αυτή την περίπτωση. Ελλείπει ο πολλαπλασιαστέος. Μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όπως επισημαίνεται, είναι η ηλικία του ενάγοντα, η επαγγελματική του κατάσταση και κατάρτιση, καθώς και η φύση της ανικανότητάς του (για εργασία).”

Για το ίδιο θέμα παραπέμπουμε στην Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, 247.

Έχοντας κατά νού κάθε σχετικό παράγοντα καθώς και τις αμφιβολίες ως προς τη μονιμότητα απασχόλησης της εφεσίβλητης, θέμα για το οποίο η μαρτυρία ήταν πράγματι πολύ πενιχρή, το επιδικασθέν ποσό κρίνεται υπερβολικό.  Θα ήταν πιο ρεαλιστικό να μειωθεί κατά το ήμισυ, δηλαδή, σε £6.000, ποσό που θα προστεθεί στις £15.000 που δόθηκαν υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων.

Στις αποζημιώσεις ο πρωτόδικος δικαστής περιέλαβε £6.000 για να καλυφθούν οι δαπάνες για πρόσληψη, περιοδικά, οικιακής βοηθού.  Υπολόγισε £50 το μήνα για περίοδο 10 ετών.  Το κονδύλι αυτό της αποζημίωσης αμφισβητείται για έλλειψη νόμιμης βάσης.  Η κύρια εισήγηση είναι ότι τέτοια αξίωση συσχετίζεται με την απώλεια του δικαιώματος συμβίωσης και δεν μπορεί να εγερθεί από την εφεσίβλητη, που έχει την ιδιότητα της συζύγου.  Η απόφαση Constantinou v. Kritikos (1982) 1 C.L.R. 859,  που παραπέμπει το δικαστήριο, δεν παρέχει έρεισμα κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για  αποζημίωση αυτής της φύσεως. Παρατηρώ ότι η περίπτωση εκείνη αφορούσε τις δαπάνες για πρόσληψη νοσοκόμου, που θα φρόντιζε μελλοντικά τον παθόντα.

Πρόσθετα ο κ. Ιωαννίδης υπέβαλε πως δεν υπήρχε μαρτυρία (α) για το χρόνο που θα χρειαζόταν οικιακή βοηθό η εφεσίβλητη. και (β) για τις πιθανές απολαβές της.  Περαιτέρω, ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στον αδικοπραγούντα να επωφεληθεί από την πράξη του.  Τέλος, ελέχθη ότι  η έγκριση τέτοιας αποζημίωσης περιέχει στοιχείο αντινομίας εφόσον οι σχετικές αξιώσεις για την περίοδο [*915]πριν τη δίκη, που η εφεσίβλητη συμπεριέλαβε στις ειδικές αποζημιώσεις, δεν αποδείχθηκαν, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να τις απορρίψει.

Δεν είναι ακριβές ότι ο πρωτόδικος δικαστής βασίστηκε στην υπόθεση Constantinou, ανωτέρω. Στην πραγματικότητα δεν αναφέρει καθόλου πού στηρίχθηκε για παροχή αποζημίωσης. Στην παραπάνω υπόθεση παρέπεμψε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης περισσότερο για να υποστηρίξει την άποψη του για τον καθορισμό του πολλαπλασιαστή.

Δεν είναι μόνο ο σύζυγος που έχει δικαίωμα να απολαμβάνει των υπηρεσιών της συζύγου του και της συμβολής της στις ανάγκες του συζυγικού οίκου και της έγγαμης συμβίωσης.  Το ίδιο δικαίωμα πρέπει να έχει και η σύζυγος όταν βρίσκεται σε ανάλογη θέση.  Αυτό επιβάλλεται όχι μόνο από τις σύγχρονες συνθήκες και αντιλήψεις αλλά και τη δικαιοκρατική αρχή της ισότητας.  Εν πάση περιπτώσει το δικαίωμα αναγνωρίστηκε στην υπόθεση στην Π.Ε. 10169 Βέρα Φαραζή ν. Αντώνη Τζιάρα (1999) 1 A.A.Δ. 269, η οποία υιοθέτησε και τη σχετική αγγλική απόφαση Daly ν. General Steam Navigaiton Co. Ltd. [1980] 3 All E.R. 696. Παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου (που εξέδωσε ο Νικολαΐδης, Δ.):

“.....Η απαιτούμενη δαπάνη για οικιακή βοηθό μέχρι την ημέρα της ακρόασης θα πρέπει να αξιώνεται και αποδεικνύεται με τη σαφήνεια που απαιτείται ως ειδική ζημία, ενώ σχετική αναφορά θα πρέπει να γίνεται και στα δικόγραφα.  Αντίθετα οι αποζημιώσεις για τη μελλοντική απώλεια της ικανότητας της ενάγουσας ως οικοκυράς θα πρέπει να αξιώνεται ως γενικές αποζημιώσεις, υπό μορφή απώλειας των ανέσεων της ζωής. Και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοια δεδομένα που να το βοηθούν να καταλήξει στη δίκαιη αποζημίωση.”

Η απόρριψη της αξίωσης που αφορά τις ειδικές αποζημιώσεις δεν επηρεάζει το ευρύτερο θέμα των γενικών αποζημιώσεων.  Υπάρχει άλλωστε κάποια μαρτυρία για τη θεμελίωση της.  Φιλικά ή συγγενικά της πρόσωπα, όπως είπε η εφεσίβλητη στη μαρτυρία της, τη βοηθούσαν στο σπίτι μια φορά την εβδομάδα αντί αμοιβής £15 σε κάθε περίπτωση. Πέραν τούτου είναι κατάδηλο ότι η  αναπηρία της καθιστά απαραίτητη τη χρησιμοποίηση οικιακής βοηθού.  Το ποσό που εγκρίθηκε βρίσκεται μέσα σε απόλυτα λογικά όρια.

[*916]Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την επιβολή τόκου.  Δώσαμε ήδη τις λεπτομέρειες.  Έχοντας υπόψη κάθε τι που έχει λεχθεί στο ζήτημα αυτό, ο τόκος διαμορφώνεται ως εξής και η εκκαλούμενη απόφαση τροποποιείται ανάλογα: το ποσό των £15.000, που αποτελεί μέρος των γενικών αποζημιώσεων, θα φέρει τόκο προς 6% από 26/7/92 (ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος) και προς 8% από 29/11/96 (βλ. άρθρ. 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε από το N. 49(1)/97 και περαιτέρω τις αρχές που καθιέρωσε η υπόθεση Jefford & Another ν. Gee [1970] 1 All E.R. 1202).  Tο ποσό που επιδικάστηκε αναφορικά με την απώλεια της ικανότητας για εργασία όπως και το ποσό για τις μελλοντικές υπηρεσίες οικιακής βοηθού δεν είναι τοκοφόρα.  Τόκος 6% θα υπολογιστεί σε ποσό £1.810 (το ήμισυ δηλαδή των ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν) από την ίδια ημερομηνία (26/7/92)  και προς 8% από 29/11/96.

Μόνο ένας από τους λόγους αντέφεσης συζητήθηκε. Oι υπόλοιποι εγκαταλείφθηκαν .  Η απαίτηση της εφεσίβλητης για ειδικές αποζημιώσεις για υπηρεσίες που κατά καιρούς της πρόσφεραν φιλικά ή και συγγενικά πρόσωπα, ανερχόμενες σε £1000 (βλέπε κονδύλι 10(μ) της έκθεσης απαίτησης) απορρίφθηκε.  Με την εξής αιτιολογία:

“Δεδομένου ότι πρόκειται για αξίωση για ειδικές αποζημιώσεις που όχι μόνο θα πρέπει να ζητούνται με τις έγγραφες προτάσεις αλλά και να αποδεικνύονται αυστηρά προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, η κατάληξη μου είναι ότι δεν έχω ικανοποιηθεί για την απόδειξη τέτοιας ζημιάς και κατά συνέπεια απορρίπτονται.”

Δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει οποιαδήποτε νόμιμη αιτία για ανατροπή αυτού του ευρήματος.

Η έφεση επιτρέπεται στην έκταση που έχουμε αναφέρει πιο πάνω.  Επιδικάζεται το ήμισυ των εξόδων κατά της εφεσίβλητης.  Η αντέφεση απορρίπτεται.  Χωρίς έξοδα.

H έφεση επιτρέπεται μερικώς. Eπιδικάζεται το ήμισυ των εξόδων κατά της εφεσίβλητης. H αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο