Kωνσταντινίδης Aλέκος και Άλλοι ν. Tάσσου Παπαδόπουλου (1999) 1 ΑΑΔ 922

(1999) 1 ΑΑΔ 922

[*922]22 Ιουνίου, 1999

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.  ΑΛΕΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

2. ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ. κ.ά.,

Eφεσείοντες-Eναγόμενοι,

ν.

ΤΑΣΣΟY ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟY,

Eφεσιβλήτου-Eνάγοντα,

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9903)

 

Αποζημιώσεις — Αστικά αδικήματα — Λίβελλος — Δυσφημηστικό, χλευαστικό και ειρωνικό δημοσίευμα σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας με ονομαστική αναφορά στον ενάγοντα — Με το οποίο εγίνετο μια αήθης και με χυδαίο περιεχόμενο, επίθεση εναντίον του εναγοντα, γνωστού και σημαίνοντος πολιτικού προσώπου — Αυτό ήταν δυνατό να διαπιστωθεί από οποιοδήποτε αναγνώστη του άρθρου — Το επιδικασθέν πρωτόδικα ποσό των £12.000 αυξήθηκε σε £20.000 κατ’ έφεση.

Αστικά Αδικήματα — Λίβελλος — Αποζημιώσεις — Απολογία — Ρητή και ανεπιφύλακτη απολογία — Λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό αποζημιώσεων — Η απολογία δεν συνίσταται σε πρόταση να γίνει, και στην περίπτωση που απορρίπτεται να θεωρείται ότι έγινε.

Αστικά αδικήματα — Λίβελλος — Αποζημιώσεις — Δικαίωμα ενάγοντα σε αποζημιώσεις — Γεννάται με τη διάπραξη του αδικήματος — Τρόπος υπολογισμού αποζημιώσεων.

Συνταγματικό Δίκαιο — Δικαίωμα διαδίκου για διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εντός ευλόγου χρόνου — Άρθρο 30.2 του Συντάγματος — Εύρος εφαρμογής και επιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων του.

Στις 23/10/85 ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή ζητώντας αποζημιώσεις για δυσφήμηση που περιέχεται σε άρθρο του εφεσείοντα 1 [*923]που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αλήθεια” η οποία εκδίδεται από την εφεσείουσα 2.  Το εν λόγω άρθρο είχε τίτλο “O CAPO ΚΑΙ Η ΜΠΕΣΑ σύντομο πορτραίτο του κ. Τάσου Παπαδόπουλου”.

Στις 28/1/97 το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε την απόφαση του και έκρινε πως το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημηστικό για τον εφεσίβλητο και επεδίκασε σ’ αυτόν £12000 ως αποζημιώσεις.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση ισχυριζόμενοι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την αγωγή γιατί υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος τους για διάγνωση της αστικής διαφοράς μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και ότι το ποσό των επιδικασθεισών αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό.  Εισηγήθηκαν ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως οι εφεσείοντες δεν πρόσφεραν απολογία στον εφεσίβλητο κάτι που οι ίδιοι ισχυρίζονται πως έπραξαν, ο εφεσίβλητος όμως την απέρριψε.

Ο εφεσίβλητος με ειδοποίηση αντέφεσης ισχυρίστηκε ότι το ποσό το οποίο επιδικάστηκε ως αποζημιώσεις είναι έκδηλα ανεπαρκές.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Έφεση:

1.  Δεν παρατηρήθηκε καμία ολιγωρία από το ίδιο το Δικαστήριο στη διεκπεραίωση της υπόθεσης, το οποίο και δεν άφησε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ανενεργό.  Η καθυστέρηση, που αντικειμενικά πράγματι υπήρξε, οφείλεται στους χειρισμούς που έκαναν οι ίδιοι οι διάδικοι και κυρίως οι δικηγόροι των εφεσειόντων.

2.  Η θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, προκάλεσε ζημιά στους πελάτες του, γιατί στο μεταξύ εκδόθηκε η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι ΔΙΑΣ ΛΤΔ κ.α. v. Στ. Ναθαναήλ με την οποία αυξήθηκαν οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται σε υποθέσεις δυσφήμησης και λιβέλλου, είναι νομικά εσφαλμένη. Το δικαίωμα του ενάγοντος σε αποζημιώσεις, που προκύπτουν από αστικό αδίκημα, γεννάται με τη διάπραξη του. Ο υπολογισμός των αποζημιώσεων γίνεται, κατά πάγια νομολογία, την ημέρα της δίκης οπόταν και λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες που μεσολάβησαν και επηρεάζουν τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, που, όποιες και να είναι, ανάγονται στο χρόνο γένεσης του δικαιώματος.

[*924]Β.     Αντέφεση:

1.  Ο αναγνώστης του επίδικου άρθρου πνίγεται σε μια πλημμυρίδα κακόγουστης ειρωνίας, χλεύης και χυδαιολογίας εις βάρος του εφεσίβλητου.

2.  Οι εφεσείοντες θα μπορούσαν, αν ειλικρινά επιθυμούσαν, να δημοσιεύσουν ρητή και ανεπιφύλακτη απολογία.  Σ’ αυτή την περίπτωση η απολογία θα λαμβανόταν υπόψη στον καθορισμό των αποζημιώσεων. Οι εφεσείοντες ουδέποτε έπραξαν κάτι τέτοιο.  Προσφέρονταν απλώς να το κάνουν και τούτο οδηγεί στο πουθενά.  Η απολογία δεν συνίσταται σε πρόταση να γίνει, και στην περίπτωση που απορρίπτεται να θεωρείται ότι έγινε:  Απολογία σημαίνει έμπρακτη δημοσίευση ρητής και ανεπιφύλακτης προσφοράς συγνώμης προς τον βλαφθέντα, ανεξάρτητα αν αυτός την αποδέχεται ή όχι.

3.  Η χρησιμοποίηση του υπαινικτικού όρου “O Capo και η Μπέσα”, που για τη σημασία των λέξεων ο μέσος αναγνώστης πρέπει να απευθυνθεί σε λεξικό ή στις γνώσεις άλλων, καθιστά πιο επιλήψιμο το δημοσίευμα και μεγεθύνει την κακοπιστία του συντάκτη.  “Capo”, παρεμπιπτόντως, όπως εξηγήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά ταιριάζει και με το γενικό νόημα του άρθρου, σημαίνει “ευνουχισμένος πετεινός”.

4.  Στην εξεταζόμενη υπόθεση, ένα σημαίνον στέλεχος της δημόσιας ζωής του τόπου λοιδωρήθηκε και χλευάστηκε με αχαρακτήριστη κακοήθεια και χυδαιότητα, που προκαλεί αποστροφή.  Τέτοιου είδους τραυματισμός της ψυχής, του ήθους και της υπόληψης ενός πολίτη πρέπει να βρίσκει αντιμέτωπο το νόμο, στην πλήρη του έκταση, για να αποκατασταθεί και να εμπεδωθεί η δικαιοσύνη.

Το επιδικασθέν ποσό των £12.000 αυξάνεται σε £20.000.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η αντέφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,

Σιακόλας και Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1 A.A.Δ. 1338,

Αστυνομία v. Φάντη κ.α. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160,

[*925]Δημοκρατία v. Alan Ford κ.ά. (Aρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά. v. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893.

Έφεση και Aντέφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους 1 και 2 κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Iωαννίδης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Iανουαρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 9796/85) υπέρ του ενάγοντα-εφεσίβλητου και εναντίον των εναγομένων 1 και 2 - εφεσειόντων για ποσό £12.000 πλέον έξοδα ως αποζημιώσεις για δυσφημιστικό δημοσίευμα. Aντέφεση από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο με την οποία ισχυρίζεται ότι το ποσό των £12.000 είναι έκδηλα ενεπαρκές.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Eφεσείοντες.

Ν. Παπαευσταθίου, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Στις 22.10.85 στην εφημερίδα «Αλήθεια», που εκδίδεται από την «Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ.», εφεσείουσα 2, δημοσιεύθηκε άρθρο του αρχισυντάκτη της, εφεσείοντα 1, με τίτλο «Ο CAPO ΚΑΙ Η ΜΠΕΣΑ σύντομο πορτραίτο του κ.Τάσου Παπαδόπουλου». Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε ολόκληρο το περιεχόμενο του άρθρου.

«Σύμφωνα με τον «Κήρυκα», το εκφραστικό όργανο του κ.Τάσου Παπαδόπουλου, «ο πρόεδρος Κυπριανού προορίζει σαν επικεφαλής του συνδυασμού άλλον, εξωκομματικό παράγοντα, έξω από τις τάξεις του ΔΗΚΟ». (Κήρυκας», 20 Οκτωβρίου 1985).  Και όπως ορθά, νομίζω, συμπεραίνει η «Χαραυγή» ο «Κήρυκας» προτείνει μ’ αυτόν τον τρόπο τον «αποτυχόντα πολιτευτή» της ανύπαρκτης πια Ένωσης Κέντρου για να τεθεί επικεφαλής του ψηφοδελτίου του ΔΗΚΟ.  Με άλλα λόγια ο Τάσος Παπαδόπουλος, διότι αυτός είναι ο «Κήρυκας», προτείνει το όνομα του επικεφαλής του ψηφοδελτίου του ΔΗΚΟ.

Δεν ξέρω αν η ανιδιοτελής αυτή πρόταση του κ. Τάσου Παπαδόπουλου έχει συγκινήσει τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΔΗΚΟ κ.Αλέξη Γαλανό και τους άλλους βουλευτές του κόμματος που βρήκαν επιτέλους στο πρόσωπο του τον capo [*926]τους.  Διότι εμένα η χειρονομία του κ.Τάσου Παπαδόπουλου με συγκίνησε πολύ.

Το γεγονός ότι ο κ. Τάσος Παπαδόπουλος φλερτάρει αυτή τη στιγμή αβέρτα με τον Σπύρο Κυπριανού και προσφέρεται μάλιστα αφιλοκερδώς να τεθεί επικεφαλής του συνδυασμού του κόμματός του, αποτελεί κι’ αυτό, όπως και η εκμίσθωση του Σοφιανού, δείγμα της αναξιοπρέπειας μιας ομάδας ανθρώπων, που έπαιξαν κάποτε κάποιο ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου, πάντα ρόλο κομπάρσου, ή ογλανίου, όπως πολύ προσφυώς παρατηρεί η Νίτσα Χριστοδούλου, για χρόνια ιδιαιτέρα του Μακαρίου, στο ημερολόγιο της, σε μια αναφορά της στον Τάσο Παπαδόπουλο.

Όταν ο Κυπριανού απεκάλυπτε το καλοκαίρι του 1978 τη Μεγάλη Συνωμοσία και το σατανικό Εγκέφαλο, έπαυε συγχρόνως τον κ.Τάσο Παπαδόπουλο καταγγέλλοντάς τον εμμέσως ότι αυτός ήταν ο Εγκέφαλος.  Ο κ. Τ. Παπαδόπουλος ήταν τότε ο στόχος μιας αρκετά βάναυσης εκστρατείας εναντίον του και ο καθένας περίμενε ότι ο τολμηρός πολιτευτής θα υπεράσπιζε τουλάχιστον τον εαυτό του και την αξιοπρέπειά του.  Άφησε, όμως, ο κ. Παπαδόπουλος εμάς να τον υποστηρίζουμε και ο ίδιος πήγε και κρύφτηκε από το φόβο του στη σκουληκότρυπά του, από την οποία βγήκε μετά από δύο-τρία χρόνια.

Θυμάμαι, μάλιστα ότι τότε, μετά την αποκάλυψη της Μεγάλης Συνωμοσίας και ορισμένες δηλώσεις του Κυπριανού εναντίον του Τάσου Παπαδόπουλου, ο τελευταίος μας τηλεφώνησε στις εφημερίδες για να μας πει, ότι την επομένη θα έδινε δημοσιογραφική διάσκεψη για ν’ απαντήσει στις εναντίον του κατηγορίες.  Την επομένη το πρωϊ, όμως, μας πήρε στο τηλέφωνο για να μας πει ότι η διάσκεψη είχε ακυρωθεί.  Ο κ. Τάσος Παπαδόπουλος φοβήθηκε και προτίμησε να κρυφτεί και να σιωπήσει.

Χρειάστηκε να περάσουν τρία ολόκληρα χρόνια για να ξαναβρεί ο κ. Τάσος Παπαδόπουλος τη λαλιά του και να μιλήσει για το θέμα, δημοσιεύοντας μάλιστα στον «Κήρυκα» αποσπάσματα από την περίφημη μαγνητοταινία του Κυπριανού, στην οποία γινόταν λόγος για τον ντόπιο και τον ξένο εγκέφαλο και τη Συνωμοσία.  («Κήρυκας» 28 Απριλίου 1981).

Ένας πολιτευτής, όμως, που δεν έχει την τόλμη να υπερασπίσει τον εαυτό του και τη στιγμή που πρέπει να υπερασπίσει [*927]τον εαυτό του πάει και κρύβεται, δεν αποτελεί ασφαλώς παράδειγμα και σε μια, έστω, χαμηλής ηθικοπολιτικής υποστάθμης, κοινωνία.

Ο κ. Τάσος Παπαδόπουλος ξεθάρρεψε και βγήκε από την κρύπτη του όταν πια, χάρη σε άλλους, είχε καταρρεύσει η σαπουνόφουσκα της Μεγάλης Συνωμοσίας και του Εγκεφάλου και ο Κυπριανού δεν ενέπνεε πια το φόβο αλλά προκαλούσε απλώς τη θυμηδία.  Αυτή τη στιγμή, ο Τάσος Παπαδόπουλος άρχισε να μιλά για την τρελή μαγνητοταινία και να χαρακτηρίζει τον Κυπριανού σαν θεομηνία, ενώ η εφημερίδα του δημοσιεύει την ημέρα των προεδρικών εκλογών φωτοτυπία συνταγής στ’ όνομα του κ.Κυπριανού για χίλια χάπια ατιβάν.

Τώρα, καταπίνοντας και τα χίλια αττιβάν, ολόκληρο τον εγκέφαλο, κι ολόκληρη τη μαγνητοταινία, ο Τάσος Παπαδόπουλος εκλιπαρεί τον Κυπριανού να τον βάλει επικεφαλής του συνδυασμού του, για να του προσφέρει, τις ψήφους των ζιγκολό, των ογλανίων και των ηλικιωμένων  δεσποινίδων, που αντιπροσωπεύει.

Ο Τάσος Παπαδόπουλος αποτελεί το κλασσικό δείγμα του πολιτικού καιροσκοπισμού και του πολιτικού ογλανισμού, κι ανήκει στη σειρά εκείνων των πολιτικάντηδων που με την αναξιοπρέπειά τους, τη δουλοφροσύνη τους και τον αλλοπροσαλλισμό τους συνέβαλαν στο ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.  Το 1967 ο Τάσος  Παπαδόπουλος, στο ρόλο του ογλανίου του αφεντικού του, είχε πρωτοστατήσει στο να εκδιωχθεί από την Κύπρο η ελληνική μεραρχία, μετά την αποχώρηση της οποίας έτριβε από ικανοποίηση τα χέρια του.  Τώρα, μετά από μια σχεδόν εικοσαετία, ζητά την επιστροφή της μεραρχίας.

Εκείνο, όμως που στερείται ο κ.Τάσος Παπαδόπουλος, περισσότερο κι από την αξιοπρέπεια (την πολιτική βέβαια) ειναι αυτό που λέμε μπέσα. Ο Τ. Παπαδόπουλος ήταν για χρόνια σύμβουλος, φίλος συνεργάτης του κ.Γλαύκου Κληρίδη.  Μόλις ο κ.Κληρίδης απομακρύνθηκε από τη θέση του διαπραγματευτή, ο κ. Παπαδόπουλος απαρνήθηκε το φίλο και συνεργάτη του για να αρπάξει αυτός τη θέση του διαπραγματευτή, από την οποία επρόκειτο να τον εκδιώξει κακήν κακώς ο Κυπριανού, τον οποίο τώρα εκλιπαρεί να τον βάλει στο ψηφοδέλτιο του.

ΑΛ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ»

[*928]Και μετά ακολουθεί ένθετο άρθρο με τον τίτλο «Αρχεία. Ζιγκολό, κομπιούτερ, και δείγματα γραφής» και έχει ως εξής:

«Το εκφραστικό όργανο των ηλικιωμένων ζιγκολό και των ογλανίων («Κήρυκας») αναδημοσιεύει στη χθεσινή του έκδοση ένα σημείωμα μου, που δημοσιεύθηκε σ΄αυτή τη στήλη την περασμένη βδομάδα υπό τον τίτλο «Καταγραφή στα αρχεία με την παρατήρηση «δείγμα γραφής».

Δεν κατάλαβα, αλήθεια, τι το κακό ή το επιλήψιμο βρήκαν τα παιδιά του «Κ» στο εν λόγω σημείωμά μου, στο οποίο δεν υπήρχε, τους διαβεβαιώνω, κανένα κακό υπονοούμενο.

Διότι δεν είναι, ούτε κακό ούτε επιλήψιμο να ενημερώνει κανείς, κάθε τόσο, τα αρχεία του.  Αντίθετα θα θέλαμε την ευκαιρία αυτή να πληροφορήσω τους ηλικιωμένους ζιγκολό ότι εκσυγχρονίζω το σύστημα αρχειοθέτησης τοποθετώντας το σε κομπιούτερ.

ΑΛ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ»

Ο εφεσίβλητος καταχώρισε στις 23.10.85 αγωγή σε γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο, όπως ειδικά προβλέπεται στη Δ.2 Κ.6(4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας για τέτοιας φύσης αξίωση, ζητώντας αποζημιώσεις πέραν των £10.000, την υψηλότερη τότε κλίμακα που πρόβλεπαν οι Κανονισμοί για σκοπούς καθορισμού της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων, τελών, δαπανών και δικηγορικών εξόδων.  Η αγωγή στρεφόταν και εναντίον της Εταιρείας Κεντρικής Διανομής Τύπου «Πάπυρος Λτδ», κατά τη διάρκεια της πορείας όμως της υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αποσύρθηκε.

Το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έξέδωσε την απόφαση του στις 28.1.97. Έκρινε πως το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο, και αφού έλαβε υπόψη τη φύση και έκταση του περιεχομένου του, την προσωπικότητα του εφεσίβλητου και τη συμπεριφορά των εφεσειόντων, επεδίκασε σ’ αυτόν £12.000 ως αποζημιώσεις.

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση.  Ο δικηγόρος τους έθεσε ενώπιον μας δυο βασικά προτάσεις.  Με την πρώτη εισηγείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την αγωγή γιατί υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος των εφεσειόντων, όπως τούτο διασφαλίζεται στο άρθρο 30.2 του Συνταγμάτος, για διάγνωση της αστικής διαφοράς μέσα σε εύλογο [*929]χρονικό διάστημα. Με τη δεύτερη, πρότεινε πως το ποσό των επιδικασθέντων αποζημιώσεων είναι έκδηλα υπερβολικό.  Και τούτο γιατί, σύμφωνα με το δικηγόρο, το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως οι εφεσείοντες δεν πρόσφεραν απολογία στον εφεσίβλητο, κάτι που οι ίδιοι ισχυρίζονται πως έπραξαν με την πρώτη ευκαιρία και συνέχισαν την προσφορά τους κατά τη διάρκεια της δίκης.  Ο εφεσίβλητος όμως την απέρριψε. 

Ο εφεσίβλητος, με ειδοποίηση αντέφεσης σύμφωνα με τη Δ.35 θ.10,  διατείνεται με τη σειρά του, πως το ποσό των £12.000 που του επεδίκασε το Δικαστήριο ως αποζημιώσεις είναι έκδηλα ανεπαρκές για να αποκαταστήσει την τρωθείσα αξιοπρέπεια, τιμή και υπόληψη του, από τη  βάναυση προσβολή που υπέστησαν.

Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα που εγείρεται, έχουμε τη γνώμη πως η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων είναι αβάσιμη.  Διαβάσαμε με πολλή προσοχή τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και διαπιστώσαμε πως η μεγαλύτερη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης οφειλόταν στις αιτήσεις αναβολής που υπέβαλλαν οι δικηγόροι των εφεσειόντων.  Εκείνο που καταλογίζεται εις βάρος του εφεσίβλητου είναι η πραγματικά μεγάλη αργοπορία στην καταχώριση της έκθεσης απαίτησης, για περίπου 28 μήνες, που οφειλόταν στις συχνές απουσίες του στο εξωτερικό. Μετά την καταχώριση της όμως η υπόθεση παρουσιάζεται να πορεύεται όπως πιο κάτω σημειώνουμε, και στεκόμαστε μόνο επιλεκτικά στα βασικότερα της στάδια.  Στις 16.9.88 καταχωρίστηκε εκ μέρους των εφεσειόντων αίτηση για διαγραφή της έκθεσης απαίτησης, και ιδιαίτερα της παραγράφου 1.  Όταν η αίτηση αυτή ήταν ορισμένη για ακρόαση οι δικηγόροι των εφεσειόντων δεν εμφανίστηκαν, και το Δικαστήριο την απέρριψε.  Καταχώρισαν όμως άλλη παρόμοια, η οποία και διευθετήθηκε.  Ακολούθησε αίτημα των εφεσειόντων για παράταση του χρόνου καταχώρισης της έκθεσης υπεράσπισης, που εγκρίθηκε από το Δικαστήριο, για να καταχωριστεί  στις 12.9.89.  Είναι γεγονός πως η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε μερικές φορές από το ίδιο το Δικαστήριο για λόγους που αναφέρονται στο πρακτικό, κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου.  Στις 23.8.91 οι δικηγόροι των εφεσειόντων αποσύρθηκαν, και στις 11.11.91 ο νέος δικηγόρος που  ανέλαβε την υπόθεση, ο κ. Χρ. Πουργουρίδης, ζήτησε αναβολή της ακρόασης, που ήταν ορισμένη στις 15.11.91, γιατί εκείνη την ημέρα θα ήταν απασχολημένος σε συνεχιζόμενη ακρόαση ποινικής υπόθεσης.  Η ακρόαση ορίστηκε την 1.3.95, αλλά δεν εμφανίστηκε κανένας εκ μέρους των εφεσειόντων.  Το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση για τις 18.9.95, και έδωσε οδηγίες στους δικηγόρους του εφεσίβλητου [*930]να ειδοποιήσουν εγγράφως το συνάδελφο τους.  Στις 13.9.95 ο δικηγόρος τους ζήτησε εγγράφως από το Δικαστήριο αναβολή της ακρόασης, γιατί θα ήταν απασχολημένος και πάλιν σε συνεχιζόμενη ακρόαση ενώπιον του κακουργιοδικείου Λάρνακας. Η ακρόαση της αγωγής άρχισε τελικά στις 14.3.96 και περατώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, στις 13.6.96. Η απόφαση εκδόθηκε, όπως είπαμε πιο πάνω, στις 28.1.97.  Η αναφορά μας στην εξέλιξη της πορείας της υπόθεσης δεν είναι πλήρης. Έγινε όμως για να δείξουμε πως δεν παρατηρήθηκε καμιά ολιγωρία από το ίδιο το Δικαστήριο στη διεκπεραίωση της υπόθεσης, το οποίο και δεν άφησε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ανενεργό. Η καθυστέρηση, που αντικειμενικά πράγματι υπήρξε, και την κατακρίνουμε, οφείλεται στους χειρισμούς που έκαναν οι ίδιοι οι διάδικοι, και κυρίως, όπως από τα πιο πάνω καταδεικνύεται, οι δικηγόροι των εφεσειόντων.  Επί του προκειμένου να παρατηρήσουμε ακόμη πως στις 22.4.96 ο δικηγόρος τους ζήτησε αναβολή της υπόθεσης, που θα συνεχιζόταν την επόμενη μέρα, γιατί ο ίδιος λόγω της κομματικής του ιδιότητας είχε σοβαρή συνεδρία του εκλογικού επιτελείου του κόμματος του.  Επίσης, ο διευθυντής της εφημερίδας κ.Χάσικος ήταν υποψήφιος βουλευτής, καθώς και ο κ.Πουργουρίδης, που ζήτησε να αναβληθεί η υπόθεση σε ημερομηνία μετά τις 26.5.96, όταν θα τέλειωναν οι εκλογές.  Μαζί με την παράκληση του αυτή ο δικηγόρος πληροφόρησε το Δικαστήριο πως υπέβαλε παρόμοιο αίτημα και σε εκκρεμούσες υποθέσεις ενώπιον του Εφετείου. Δεν υπήρξε ένσταση στο αίτημα, το οποίο και έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο, που προφανώς έδειξε κατανόηση, κάτι που πράγματι έκανε και το Εφετείο σε αριθμό υποθέσεων, ώστε να  διευκολυνθούν οι δικηγόροι-υποψήφιοι βουλευτές να ασκήσουν το συνταγματκό τους δικαίωμα προώθησης της υποψηφιότητας τους. 

Με την πιο πάνω παράθεση του ιστορικού της πορείας της υπόθεσης, καταδεινύεται πως το παράπονο των εφεσειόντων για καθυστέρηση της εκδίκασης της αγωγής είναι και άδικο και αβάσιμο.  Να προσθέσουμε τέλος πως οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας περιέχουν λεπτομερείς διατάξεις τις οποίες ο διάδικος μπορεί να επικαλεστεί όταν πράγματι επιθυμεί γρήγορη δικαστική πορεία.

Το εύρος εφαρμογής, και οι επιπτώσεις παραβίασης σε συγκεκριμένη υπόθεση των διατάξεων του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, εξετάστηκαν σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες έκαναν αναφορά οι συνήγοροι.  Στην υπόθεση Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση γιατί είχε εκδοθεί 5 χρόνια και 3 μήνες μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης, χωρίς οποιαδή[*931]ποτε δικαιολογία του δικάσαντος Δικαστηρίου.  Γι’ αυτό και το Εφετείο έκρινε πως η καθυστέρηση ήταν επιζήμια στα δικαιώματα των διαδίκων, και συνεπώς υπήρξε παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.  Στην υπόθεση βέβαια που εξετάζουμε δεν συνέβη κάτι τέτοιο.  Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Νίκος Σιακόλας και Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1 A.A.Δ. 1338 γίνεται εκτεταμένη αναφορά στην πιο πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίουμε με ιδιαίτερη μνεία στις υποθέσεις Αστυνομία ν. Άκη Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και Δημοκρατία ν. Alan Ford και Άλλου (Aρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποστήριξε πως από την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης οι πελάτες του υπέστησαν ζημιά, γιατί στο μεταξύ, στις 19.11.93, εκδόθηκε η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά. ν. Σταύρου Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893, με την οποία αυξήθηκαν οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται σε υποθέσεις δυσφήμισης και λιβέλλου. Ανεξάρτητα απ΄αυτά, που έχουμε ήδη αναφέρει, η πιο πάνω εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων είναι νομικά εσφαλμένη. Το δικαίωμα του ενάγοντος σε αποζημιώσεις, που προκύπτουν από αστικό αδίκημα, γεννάται με τη διάπραξη του.  Ο υπολογισμός των αποζημιώσεων γίνεται,  κατά πάγια νομολογία, την ημέρα της δίκης οπόταν και λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες που μεσολάβησαν και επηρεάζουν τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, που, όποιες και να είναι, ανάγονται στο χρόνο γένεσης του δικαιώματος.  Θεωρητικά οι αποζημιώσεις μπορεί και να μειωθούν με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Προχωρούμε στην εξέταση του άλλου ζητήματος στην έφεση και αντέφεση, το ύψος δηλαδή των αποζημιώσεων.  Θα είμαστε σύντομοι. Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε μακρυγορώντας γιατί κρίνουμε πως με το επίδικο δημοσίευμα γίνεται μια αήθης, και με χυδαίο περιεχόμενο, επίθεση εναντίον του εφεσίβλητου, κάτι που νομίζουμε πως διαπιστώνει ο καθένας που διαβάζει το άρθρο. Ο εφεσείων, αρχισυντάκτης της εφημερίδας και συγγραφέας του επίδικου, λέει βέβαια και τα εξής, στο επίδικο άρθρο:

«Ένας πολιτευτής, όμως, που δεν έχει την τόλμη να υπερασπίσει τον εαυτό του και τη στιγμή που πρέπει να υπερασπίσει τον εαυτό του πάει και κρύβεται, δεν αποτελεί ασφαλώς παράδειγμα και σε μια, έστω, χαμηλής ηθικοπολιτικής υποστάθμης, κοινωνία.»

Η πιο πάνω παράγραφος είναι γραμμένη με πονηράδα, ώστε να [*932]αφήνεται διφορούμενη. Να είναι δηλαδή ανοικτό να υποτεθεί  πως «η χαμηλής ηθικοπολιτικής υποστάθμης κοινωνία» δεν αναφέρεται στη δική μας κοινωνία, αλλά σε κάποια άλλη.  Ακριβώς όμως αυτός ο τρόπος γραφής καθιστά την αναφορά πιο προκλητική, γιατί ένας αναγνώστης μπορεί βάσιμα να θεωρήσει πως αναφέρεται στη δική μας κοινωνία.  Αυτήν που ο διευθυντής της εφεσείουσας 2 εκπροσωπεί στη Βουλή της πολιτείας μας. 

Εμείς βέβαια θεωρούμε πως ο κύπριος πολίτης ανήκει σε μια καλά συγκροτημένη κοινωνία με παραδειγματικό επίπεδο ήθους και αξιοπρέπειας.

Ο αναγνώστης του επίδικου άρθρου πνίγεται, κατά τη γνώμη μας, σε μια πλημμυρίδα κακόγουστης ειρωνείας, χλεύης και χυδαιολογίας εις βάρος του εφεσίβλητου. Πραγματικά προκαλεί εντύπωση πώς είναι δυνατό εφημερίδα, με ευρεία κυκλοφορία, να εκφράζεται κατά τέτοιο τρόπο για οποιονδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα βέβαια για ένα δημόσιο πρόσωπο του τόπου μας, μεταξύ των πέντε πιο σημαινόντων πολιτικών, όπως ο ίδιος ο δικηγόρος των εφεσειόντων χαρακτήρισε τον εφεσίβλητο.

Λυπούμαστε που θα αγγίξουμε μερικές λεπτομέρειες του δημοσιεύματος, που αναγκαστικά παραθέσαμε πιο πάνω αυτούσιο.  Οφείλουμε να  το κάνουμε για να αιτιολογήσουμε την απόφαση μας.

Δικαιολογημένα ο εφεσίβλητος αισθάνθηκε από το δημοσίευμα πικρία και βαθύ πόνο.  Αισθήματα που μεγεθύνονται γιατί, εκτός από δημόσιο πρόσωπο, είναι οικογενειάρχης, νυμφευμένος και έχει 4 παιδιά.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων στηρίζει την εισήγηση του, για μείωση του ποσού των αποζημιώσεων, στον ισχυρισμό πως προσφέρθηκε απολογία στον εφεσίβλητο την οποία όμως απέρριψε. Έχουμε τη γνώμη πως τέτοια προσφορά, όπως την αναγνωρίζει ο νόμος, δεν έγινε.  Εκδηλώθηκε φραστική προσφορά απολογίας.  Ο χειρισμός όμως της υπόθεσης κατά τη δίκη, η αντεξέταση του εφεσίβλητου και η μαρτυρία που έδωσε ο ίδιος ο διευθυντής της εφημερίδας κ. Σ. Χάσικος, αποδεικνύουν πως οι εφεσείοντες μέχρι τέλους δεν παραδέχονται πως δυσφήμισαν τον εφεσίβλητο.  Διατείνονται πως το δημοσίευμα περιείχε κριτική, η οποία όμως ξέφυγε από τα επιτρεπόμενα όρια.

Αρχίζοντας από την έκθεση υπεράσπισης των εφεσειόντων, [*933]βλέπουμε πως σ’ αυτή γίνεται η γνωστή στις υποθέσεις δυσφήμισης «rolled up plea», προβάλλονται δηλαδή διαζευκτικά οι ισχυρισμοί πως, το άρθρο δεν ήταν δυσφημιστικό, δεν είχε σκοπό να πλήξει την καλή φήμη του εφεσίβλητου, πως αποτελούσε έκφραση γνώμης και εύλογο σχόλιο πάνω σε αληθή γεγονότα δημοσίου συμφέροντος και τέλος ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν σκοπό ή πρόθεση να τον δυσφημίσουν και γι’ αυτό ήσαν έτοιμοι και πρόθυμοι να προσφέρουν κατάλληλη απολογία. 

Κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του κ. Τ. Παπαδόπουλου, επανέλαβε ο κ. Πουργουρίδης προς αυτόν την προθυμία των εφεσειόντων να δημοσιεύσουν στην εφημερίδα τους κατάλληλη απολογία, την οποία θα ενέκρινε ο ίδιος ο κ. Παπαδόπουλος. Ο τελευταίος απάντησε πως η προσφορά δεν συνήδε με το νόμο, και  εν πάση περιπτώσει, κατά τη γνώμη του, η δημοσίευση απολογίας θα  αποτελούσε ουσιαστικά επανάλειψη του λιβέλλου. 

Η προσωπική γνώμη του κ. Παπαδόπουλου, αναφορικά με τις επιπτώσεις δημοσίευσης απολογίας σε υποθέσεις λιβέλλου, δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση. Οι εφεσείοντες θα μπορούσαν, αν ειλικρινά επιθυμούσαν, να δημοσιεύσουν ρητή και ανεπιφύλακτη απολογία. Σ’ αυτή την περίπτωση η απολογία θα λαμβανόταν υπόψη στον υπολογισμό των αποζημιώσεων.  Οι εφεσείοντες ουδέποτε έπραξαν κάτι τέτοιο.  Προσφέρονταν απλώς να το κάνουν, και τούτο οδηγεί στο πουθενά.  Η απολογία δεν συνίσταται σε πρόταση να γίνει, και στην περίπτωση που απορρίπτεται, να θεωρείται ότι έγινε.  Απολογία σημαίνει έμπρακτη δημοσίευση ρητής και ανεπιφύλακτης προσφοράς συγγνώμης προς τον βλαφθέντα, ανεξάρτητα του αν αυτός την αποδέχεται ή όχι.

Στην υπόθεση που εξετάζουμε, ακόμη και η φραστική προσφορά της απολογίας, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε ο κ. Παπαδόπουλος, αλλά και με τη μαρτυρία του κ. Χάσικου. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων προσπάθησε στην αντεξέταση να αποδείξει ως αληθή τα γεγονότα, στα οποία στηριζόταν το δυσφημιστικό άρθρο, κάνοντας ειδική αναφορά στις σχέσεις του κ. Παπαδόπουλου με τον κ. Κυπριανού και το κόμμα του, στη στενή συνεργασία που είχε με τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, για να δείξει και δικαιολογήσει την αναφορά στο άρθρο πως ήταν πιστός ακόλουθος του τελευταίου, «ογλάνι» δηλαδή. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως τα προβαλλόμενα στο επίμαχο σχόλιο ως γεγονότα, είναι αναληθή.

[*934]

Αναφέρεται επίσης στο επίδικο άρθρο πως ο κ. Παπαδόπουλος είναι άνθρωπος χωρίς «μπέσα», γιατί δεν επέδειξε το δέοντα σεβασμό προς τον κ. Κληρίδη, που ήταν τότε εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα (και για δεύτερη θητεία τώρα Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας), με τον οποίο ήταν φίλος και συνεργάτης. 

Ο κ. Χάσικος,  όταν ρωτήθηκε από το δικηγόρο του εφεσίβλητου αν θεωρεί το επίμαχο δημοσίευμα υβριστικό απάντησε:  «δεν θα ήθελα να μπω σε χαρακτηρισμούς.  Δεν το υιοθετούμε.  Δεν νομίζω να είναι λιβελλογράφημα. Είναι κριτική που υπερέβη τα όρια». 

Ο εφεσείων, συγγραφέας του άρθρου, δεν έδωσε μαρτυρία στη δίκη. 

Έχουμε ήδη πει πως το επίμαχο άρθρο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα χυδαίο υβρεολόγιο εις βάρος του εφεσίβλητου.  Η χρησιμοποίηση του υπαινικτικού τίτλου «Ο Capo και η Μπέσα», που για τη σημασία των λέξεων ο μέσος αναγνώστης πρέπει να απευθυνθεί σε λεξικό ή στις γνώσεις άλλων, καθιστά πιο επιλήψιμο το δημοσίευμα και μεγεθύνει την κακοπιστία του συντάκτη.  «Capo», παρεμπιπτόντως, όπως εξηγήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και ταιριάζει με το γενικό νόημα του  άρθρου, σημαίνει «ευνουχισμένος πετεινός».

Οι εφεσείοντες συνέχισαν τα υβριστικά δημοσιεύματα εναντίον του εφεσίβλητου και μετά την εμφάνιση του επίμαχου άρθρου, δημοσιεύοντας ειρωνικές φωτογραφίες - μοντάζ με παρόμοιο περιεχόμενο.  Αυτά αποδεικνύουν για μια ακόμη φορά πως δεν υπήρξε ούτε καν ειλικρινής πρόθεση απολογίας εκ μέρους των εφεσειόντων.  Στο τέλος της απόφασης στην υπόθεση Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά. ν. Σταύρου Ναθαναήλ, που αναφέρεται πιο πάνω, το Εφετείο είπε τα εξής:

«Η υπόληψη του πολίτη, ως ανεξάρτητη και αυτοτελής ανθρώπινη ύπαρξη, απέκτησε σήμερα, και πολύ ορθά, αυξημένη εκτίμηση που διασφαλίζεται και στο γραπτό δίκαιο.  Τραυματισμός αυτής της υπόληψης επιφέρει ανάλογη  αποκατάσταση».

Στην υπόθεση που εξετάζουμε ένα σημαίνον στέλεχος της δημόσιας ζωής του τόπου λοιδωρήθηκε και χλευάστηκε με αχαρακτήριστη κακοήθεια και χυδαιότητα, που προκαλεί αποστροφή.  Τέτοιου είδους τραυματισμός της ψυχής, του ήθους και της υπόληψης [*935]ενός πολίτη πρέπει να βρίσκει αντιμέτωπο το νόμο, στην πλήρη του έκταση, για να αποκατασταθεί και εμπεδωθεί η δικαιοσύνη.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνουμε πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί, ενώ η αντέφεση  να επιτύχει.  Το ποσό των £12.000 που επεδίκασε στον εφεσίβλητο το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι έκδηλα ανεπαρκές και αυξάνεται σε £20.000. Οι εφεσείοντες θα πληρώσουν επίσης τα έξοδα της ενώπιον μας διαδικασίας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα. H αντέφεση επιτυγχάνει.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο