(1999) 1 ΑΑΔ 995
[*995]25 Ιουνίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
HER BRITTANIC MAJESTY’S SECRETARY OF STATE FOR DEFENCE ΔΙΑ ΤΟΥ DEFENCE LAND AGENT,
DEFENCE LAND OFFICE, EPISKOPI,
Εφεσείοντες,
v.
A. P. LANITIS INVESTMENTS LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 10113)
Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για παραμερισμό κλητηρίου εντάλματος και/ή της άδειας για σφράγιση και επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας και/ή της επίδοσης του εκτός δικαιοδοσίας — Ισχυρισμός για απουσία εκ πρώτης όψεως καλής αιτίας αγωγής — Τεκμηριώθηκε, και οδήγησε σε επιτυχία της αίτησης κατ’ έφεση.
Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας — Καταχώρηση δύο αιτήσεων για παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας — Στη δεύτερη αίτηση προβλήθηκαν πρόσθετοι λόγοι προς υποστήριξη του αιτήματος — Κατά πόσο η δεύτερη αίτηση συνιστούσε κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας.
Οι εφεσίβλητοι, με μονομερή αίτηση τους ζήτησαν όπως επιτραπεί η σφράγιση γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος αγωγής εναντίον των εφεσειόντων και η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας με διπλοσυστημένη επιστολή. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση νομικού συμβούλου των εφεσίβλητων.
Το Δικαστήριο εξέδωσε σχετικό διάταγμα και επακόλουθα σφραγίστηκε το κλητήριο ένταλμα και ειδοποίηση αυτού επιδόθηκε στους εφεσείοντες οι οποίοι καταχώρησαν αίτηση για παραμερισμό ή ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος ή της επίδοσης της ειδοποίησης του λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Εκκρεμούσης της αίτησης αυτής οι εφεσείοντες, οκτώ μήνες αργότερα, καταχώρησαν νέα αίτηση με την οποία ζητούσαν διάταγμα με το οποίο να παραμερίζεται και/ή ακυ[*996]ρώνεται το διάταγμα του Δικαστηρίου και/ή η άδεια για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και/ή η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος. Στη δεύτερη αίτηση εκτός από το θέμα της δικαιοδοσίας προβάλλονταν πρόσθετοι λόγοι προς υποστήριξη του αιτήματος.
Ο πρώτος λόγος αφορούσε το κατά πόσο με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση όπως προνοείται στη Δ.6 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και ο δεύτερος κατά πόσο υπήρχε συμμόρφωση με τη διαδικασία επίδοσης που προβλέπεται στον περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί Κρατικού Προνομίου Ετεροδικίας και Πρόσθετο Πρωτόκολλο (Κυρωτικό) Νόμο του 1976 (Ν. 6/76).
Οι εφεσίβλητοι ενέστησαν, θέτοντας διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων ήταν και ο λόγος ότι η δεύτερη αίτηση των εφεσειόντων αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου ενόψει της συνύπαρξης της με την πρώτη και ότι υποβλήθηκε σε πολύ καθυστερημένο στάδιο και μάλιστα μετά που είχε καταχωριστεί η πρώτη αίτηση ως αποτέλεσμα της οποίας θα έπρεπε να εκληφθεί πως εγκαταλειπόταν το δικαίωμα να εγείρουν σημεία άλλα από εκείνο της δικαιοδοσίας.
Η δεύτερη αίτηση εκδικάσθηκε πριν την πρώτη. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε τα όσα οι εφεσίβλητοι προέταξαν ως εμπόδια για την εξέταση της αίτησης και αφετέρου απέρριψε τα όσα οι εφεσείοντες προώθησαν με την αίτηση για ακύρωση ή για παραμερισμό.
Με την έφεση τέθηκαν διάφορα ζητήματα και με την αντέφεση οι δύο πιο πάνω αναφερόμενοι λόγοι της ένστασης των εφεσιβλήτων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα την αντέφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η δεύτερη αίτηση έθετε πια στο περιθώριο την προηγούμενη, η οποία, παρότι παρέμεινε στο φάκελο του Δικαστηρίου μέχρι που αποσύρθηκε, μετά την έκδοση απόφασης στη δεύτερη, κατέστη αδρανής. Και εφόσον δεν είχε επιπτώσεις, δεν ήταν απαραίτητη η λήψη μέτρων. Η επιλογή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης αίτησης έγινε πρακτικά με την εν τέλει προώθηση της δεύτερης, της οποίας, επομένως η εξέταση δεν ήταν άτοπη.
Ως προς την κάποια καθυστέρηση στην καταχώρηση της δεύτερης αίτησης δεν θεωρήθηκε ότι θα έπρεπε απαραιτήτως αυτή η καθυ[*997]στέρηση να απέβαινε κρίσιμη έχοντας υπόψη ότι η πορεία της αγωγής είχε ήδη ανακοπεί συνεπεία της άμεσης έγερσης του ζητήματος δικαιοδοσίας με την πρώτη αίτηση. Επομένως η χρονική διάσταση δεν φαίνεται να είχε επιπτώσεις.
2. Τα όσα πρόσθετα τέθηκαν με τη δεύτερη αίτηση απλώς επεξέτειναν τους τομείς της αρχικής αμφισβήτησης και ποτέ δεν εκδηλώθηκε από τους εφεσείοντες οποιοδήποτε διάβημα από το οποίο να συνάγεται αποδοχή εγκυρότητας της αγωγής.
Στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τον πρώτο λόγο έφεσης ο οποίος στρέφεται κατά της πρωτόδικης κατάληξης ότι είχε, εκ πρώτης όψεως, αποκαλυφθεί καλή αιτία αγωγής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε τη μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων δεν υπήρξε ίχνος μαρτυρίας αναφορικά με τα γεγονότα. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τέθηκαν ενώπιον του πολλά στοιχεία θα πρέπει οπωσδήποτε να ελάμβανε υπόψη τα όσα παρουσιάστηκαν μεταγενέστερα μέσα στο πλαίσιο της αίτησης των εφεσειόντων για ακύρωση ή παραμερισμό. Αυτό όμως δεν ήταν επιτρεπτό. Το ζήτημα κρίνεται αποκλειστικά με βάση το υλικό που συνοδέυει την αρχική αίτηση για άδεια.
2. Δεν θα έπρεπε να είχε δοθεί άδεια για τη σφράγιση και την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας αφού έλειπε το αναγκαίο έρεισμα για την προϋπόθεση της εκ πρώτης όψεως καλής αιτίας αγωγής.
Η έφεση επιτράπηκε και η αντέφεση απορρίφθηκε, με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Reynolds v. Coleman [1887] 36 Ch 453,
Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co. (1965) 1 C.L.R. 58,
Chemische Fabrik vormals Sandoz v. Badische Anilin und Soda Fabriks [1904] 90 L.T. 733,
Sons of Afif Yamout κ.ά. v. Schiffahrts - Ges. Elbe M.B.H. & Co. (1994) [*998]1 A.A.Δ. 191,
Amathus Navigation Co. Ltd v. Concord Express Liners κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030.
Hmelryck v. William Lyall Shipbuilding Co. Ltd [1921] 1 A.C. 698,
Counnas & Sons Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 266,
Sevakin S.A. v. Ship “Platon Ch” (1987) 1 C.L.R. 297.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Eρωτοκρίτου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 13 Nοεμβρίου, 1997 (Aίτηση Aρ. 106/96) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται το διάταγμα ημερομηνίας 29 Mαρτίου, 1996 για σφράγιση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος αγωγής εναντίον τους και επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας με διπλοσυστημένη επιστολή.
Κ. Κακουλλή για Γ. Κακογιάννη, για τους Eφεσείοντες.
Μεν. Κυπριανού, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με μονομερή αίτηση, την υπ΄ αρ. 106 ημερ. 22 Μαρτίου 1996, οι εφεσίβλητοι - A.P. Lanitis Investments Ltd - ζήτησαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού όπως επιτραπεί η σφράγιση γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος αγωγής εναντίον των εφεσειόντων - Her Brittanic Majesty’s Secretary of State for Defence διά του Defence Land Agent, Defence Lands Office, Episkopi - και η εν συνεχεία επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας με διπλοσυστημένη επιστολή.
Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση, ημερ. 19 Μαρτίου 1996, του Στυλιανού Ησαΐα εκ Μόρφου, η ιδιότητα του οποίου εκτίθετο στην 1η παράγραφο ως εξής:
[*999]“1. Είμαι νομικός σύμβουλος της ως άνω αιτήτριας, γνωρίζω τα γεγονότα της παρούσας υποθέσεως και είμαι πλήρως εξουσιοδοτημένος από την αιτήτρια να προβώ στην ακόλουθη ένορκο δήλωση.”
Στη 2η παράγραφο της ένορκης δήλωσης του, ο κ. Ησαΐας αναπαρήγαγε το περιεχόμενο της γενικής οπισθογράφησης του προτεινόμενου κλητηρίου εντάλματος. Την παραθέτουμε:
“2. Η προτιθέμενη αγωγή αφορά απαίτηση της αιτήτριας, εναντίον των καθ’ ων η αίτηση για:
α) γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις για την αξία οικίας της αιτήτριας στις Πλάτρες την οποία η αιτήτρια κατεδάφισε συνεπεία γραπτής και/ή προφορικής συμφωνίας και/ή σιωπηρής συμφωνίας (implied contract) μεταξύ της αιτήτριας και/ή αντιπροσώπων της και τους καθ’ ων η αίτηση που συνήφθηκε μεταξύ της 29/6/90 και 24/9/92 και βάσει της οποίας η αιτήτρια θα έκτιζε και/ή θα ανήγειρε στην τοποθεσία που βρισκόταν η εν λόγω οικία, οικιστική μονάδα (community centre) που θα ενοικίαζε στους καθ’ ων η αίτηση, συμφωνία την οποία οι καθ’ ων η αίτηση παραβίασαν κατά/ή περί την 24/9/92.
β) Νόμιμο τόκο.
γ) Έξοδα.”
Έπειτα, στις παραγράφους 3 και 4, ο κ. Ησαΐας παρέθεσε τη διεύθυνση των εφεσειόντων στην Επισκοπή και εξέφρασε την πεποίθηση πως ο προτεινόμενος τρόπος υποκατάστατης επίδοσης θα απέβαινε αποτελεσματικός. Η ένορκος δήλωση τελείωνε με την 5η παράγραφο που είχε ως εξής:
“5. Αληθώς πιστεύω και ως με συμβουλεύει ο δικηγόρος μου (sic) είναι δίκαιον και εύλογον και υπάρχει καλόν αγώγιμο δικαίωμα και δέον όπως εκδοθεί το ζητούμενο διάταγμα.”
Στις 29 Μαρτίου 1996 που η αίτηση ήταν ορισμένη, το Δικαστήριο την ενέκρινε και εξέδωσε σχετικό διάταγμα. Επακόλουθα, σφραγίστηκε το κλητήριο ένταλμα και, στις 11 Ιουνίου 1996, ειδοποίηση αυτού επιδόθηκε στους εφεσείοντες. Οι οποίοι αντιτάχθηκαν. Στις 8 Ιουλίου 1996 υπέβαλαν αίτηση διά κλήσεως βάσει της Δ.16 θ. 9 για παραμερισμό ή ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος [*1000]ή της επίδοσης της ειδοποίησης του, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας διότι, καθώς το έθεσαν, “οι εναγόμενοι είναι ξένο κράτος και/ή κυβέρνηση σε σχέση με την Κύπρο και τυγχάνουν ασυλίας και/ή ετεροδικίας (immunity) από τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων”.
Εκκρεμούσης εκείνης της αίτησης, οι εφεσείοντες καταχώρισαν, περίπου οκτώ μήνες αργότερα, νέα αίτηση διά κλήσεως ζητώντας αυτή τη φορά διάταγμα με το οποίο “να παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται το διάταγμα και/ή η άδεια ημερ. 29.3.1996 για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ..... και/ή η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος”. Με αυτή τη δεύτερη αίτηση ετίθετο το ίδιο όπως και πριν ζήτημα δικαιοδοσίας αλλά προβάλλονταν συνάμα πρόσθετοι λόγοι προς υποστήριξη του αιτήματος. Ο ένας, ο πρώτος, αφορούσε το κατά πόσο με την ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων ημερ. 22 Μαρτίου 1996 στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση όπως προνοείται στη Δ.6 θ.4. Με τον άλλο εγειρόταν ζήτημα μη συμμόρφωσης με τη διαδικασία επίδοσης που προβλέπεται στον περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί Κρατικού Προνομίου Ετεροδικίας και Πρόσθετον Πρωτόκολλον (Κυρωτικό) Νόμο του 1976 (Ν. 6/76).
Οι εφεσίβλητοι ενέστησαν. Έθεσαν για εξέταση διάφορους λόγους, προτάσσοντας ανάμεσα σε άλλα και τα εξής δύο σημεία τα οποία έχουν παρούσα σημασία αφού τίθενται με την αντέφεση. Πρώτο ότι η υπό αναφορά αίτηση αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου ενόψει της συνύπαρξης της προηγούμενης αίτησης των εφεσειόντων επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας· και, δεύτερο, ότι η αίτηση υποβλήθηκε σε πολύ καθυστερημένο στάδιο και μάλιστα μετά που είχε καταχωριστεί η προηγούμενη αίτηση ως αποτέλεσμα της οποίας θα έπρεπε να εκληφθεί πως εγκαταλειπόταν το δικαίωμα να εγείρουν σημεία άλλα από εκείνο της δικαιοδοσίας.
Η εν λόγω δεύτερη αίτηση των εφεσειόντων, ημερ. 11 Μαρτίου 1997, προχώρησε σε ακρόαση πριν από την προηγούμενη κι αυτό, καθώς φαίνεται, χωρίς διατύπωση συγκεκριμένης αντίρρησης από μέρους της άλλης πλευράς. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 13 Νοεμβρίου 1997 με την οποία αφενός απέρριψε τα όσα οι εφεσίβλητοι προέταξαν ως εμπόδια για την εξέταση της αίτησης και αφετέρου απέρριψε και τα όσα οι εφεσείοντες προώθησαν με την αίτηση για ακύρωση ή παραμερισμό.
Με την έφεση τίθενται διάφορα ζητήματα. Και με την αντέφεση [*1001]τα δύο που ήδη αναφέραμε. Από την έφεση δεν θα παραστεί ανάγκη να μας απασχολήσει παρά μόνο ένα, ήτοι, εκείνο που αφορά το κατά πόσο στην αίτηση για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας υπήρχε υλικό που να δικαιολογούσε την έκδοση σχετικού διατάγματος. Προέχει όμως η εξέταση της αντέφεσης που αφορά στα προκαταρκτικά ζητήματα κατάχρησης διαδικασίας και υπέρμετρης καθυστέρησης που οι εφεσίβλητοι αποδίδουν στους εφεσείοντες.
Σχετικά με την προβαλλόμενη ως κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου, είναι αρκετό να υποδείξουμε τη δυνατότητα ελέγχου που διατηρεί το δικαστήριο είτε με την αναστολή είτε με την απόρριψη του όποιου διαβήματος, ανάλογα με την περίπτωση. Εδώ η αίτηση ημερ. 11 Μαρτίου 1997 - που είναι αυτή που ενδιαφέρει - υπερκάλυπτε όντως την πτυχή του θέματος δικαιοδοσίας που είχε ήδη τεθεί με την άλλη εκκρεμούσα αίτηση, ημερ. 8 Ιουλίου 1996. Αλλά οι εφεσίβλητοι δεν υπέβαλαν αίτηση με την οποία να προσβάλλουν ό,τι θεώρησαν ως κατάχρηση διαδικασίας εξ αιτίας πολλαπλότητας. Διατύπωσαν όμως στην ένσταση τους στην υπό κρίση αίτηση ημερ. 11 Μαρτίου 1997, αντίρρηση, επιδιώκοντας έτσι την απόρριψη της. Το Δικαστήριο στην απόφαση του συζήτησε το πρόβλημα. Σημείωσε ότι θα έπρεπε να είχε το ίδιο εξ αρχής θέσει τους εφεσείοντες προ εκλογής αναφορικά με ποιά από τις δύο αιτήσεις τους θα προωθούσαν. Πρόσθεσε όμως ότι ήταν πλέον αργά να το πράξει και επεσήμανε ότι εν προκειμένω η έκδοση της απόφασης θα καθιστούσε ανέφικτη την προώθηση της άλλης αίτησης αφού θα προέκυπτε τότε κατάχρηση την οποία οι εφεσίβλητοι θα μπορούσαν να προτάξουν.
Είναι νομίζουμε προφανές ότι η δεύτερη αίτηση έθετε πια στο περιθώριο την προηγούμενη. Η οποία, παρότι παρέμεινε στο φάκελο αντί να αποσυρθεί αμέσως - αποσύρθηκε εν τέλει στις 14 Νοεμβρίου 1997 μετά την έκδοση απόφασης στη δεύτερη - κατέστη εντούτοις αδρανής. Και εφόσον δεν είχε επιπτώσεις, δεν ήταν απαραίτητη η λήψη μέτρων. Η επιλογή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης έγινε πρακτικά με την εν τέλει προώθηση της δεύτερης. Της οποίας επομένως η εξέταση δεν ήταν, κατά τη γνώμη μας, άτοπη.
Ως προς την κάποια καθυστέρηση - διάρκειας οκτώ μηνών - στην καταχώριση της εν λόγω αίτησης, δεν θεωρούμε ότι θα έπρεπε απαραιτήτως αυτή η καθυστέρηση να απέβαινε κρίσιμη, έχοντας υπόψη ότι η πορεία της αγωγής είχε ήδη ανακοπεί συνεπεία της άμεσης έγερσης του ζητήματος δικαιοδοσίας με την πρώτη αίτηση. Επομένως, η χρονική διάσταση δεν φαίνεται να είχε επιπτώσεις. Ο [*1002]συνήγορος των εφεσιβλήτων μας παρέπεμψε στην υπόθεση Reynolds v. Coleman [1887] 36 Ch 453 στην οποία λέχθηκε ότι καθυστέρηση κάτι πέραν του έτους στην υποβολή αίτησης για παραμερισμό διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας δικαιολογούσε την απόρριψη της αίτησης. Επισημαίνουμε ότι σε εκείνη την υπόθεση ακολούθησε την επίδοση, που έγινε στις 19 Απριλίου 1886, η έκδοση τελικής απόφασης στις 26 Ιουνίου 1886 και ότι το αίτημα εκεί απέβλεπε ουσιαστικά στον παραμερισμό της εκδοθείσας τελικής απόφασης. Δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ εκείνης της υπόθεσης και της παρούσας. Αλλά ούτε και συμμεριζόμαστε την άποψη του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι η καταχώριση της πρώτης αίτησης αποτελούσε νέο διάβημα στην αγωγή ώστε να μπορούσε να εκληφθεί ότι οι εφεσείοντες παραιτήθηκαν από το δικαίωμα να εγείρουν άλλα ζητήματα σχετικά με την καταχώριση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Τα όσα πρόσθετα τέθηκαν με την υπό κρίση αίτηση απλώς επεξέτειναν τους τομείς της αρχικής αμφισβήτησης και ποτέ δεν εκδηλώθηκε από τους εφεσείοντες οποιοδήποτε διάβημα από το οποίο να συνάγεται αποδοχή εγκυρότητας της αγωγής. Η αντέφεση αποτυγχάνει.
Αποκτά επομένως σημασία ο πρώτος λόγος της έφεσης ο οποίος στρέφεται κατά της πρωτόδικης κατάληξης ότι είχε, εκ πρώτης όψεως, αποκαλυφθεί καλή αιτία αγωγής. Στην εκκαλούμενη απόφαση το Επαρχιακό Δικαστήριο ανέφερε σχετικά τα εξής:
“Βρίσκω επομένως ότι το Δικαστήριο είχε ενώπιον του πολλά στοιχεία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εκ πρώτης όψεως υπήρχε καλή αιτία αγωγής.”
Όπως υποδείχθηκε στην Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, στη σελ. 67, όπου σημειώθηκε ότι οι αρχές εφαρμογής της πανομοιότυπης Αγγλικής πρόνοιας στην Ο.11 r. 4 ήταν παρόμοιες με εκείνες που εφαρμόζονται στην περίπτωση του Καν. 24 των Κανονισμών Ναυτοδικείου (βλ. Δευτερογενή Νομοθεσία, Τόμος ΙΙ, σελ. 572 κ.ε.), εκείνο που απαιτείται είναι να καταδειχθεί ότι υπάρχει καλή συζητήσιμη υπόθεση. Υιοθετήθηκε εκεί το εξής απόσπασμα από την Chemische Fabrik vormals Sandoz v. Badische Anilin und Soda Fabriks [1904] 90 L.T. 733 στη σελ.735:
“This does not, of course, mean that a mere statement by any deponent who is put forward to make the affidavit that he believes that there is a good cause of action is sufficient. On the other hand, the court is not, on an application for leave to serve out of [*1003]jurisdiction ............... called upon to try the action or express a premature opinion on its merits..............”
Χρειάζεται πάντως εύλογη μαρτυρία από την οποία να προκύπτει η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος: βλ. Hemelryck v. William Lyall Shipbuilding Co Ltd [1921] 1 A.C. 698, στη σελ. 701. Και μάλιστα με πληρότητα. Όπως επεσήμανε ο Ιωσηφίδης, Δ. στη George D. Counnas and Sons Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd and Another (1963) 2 C.L.R. 266, 268: “the plaintiff has to state in the affidavit or affidavits in support of his application the entire set of facts founding the enforceable right”. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, με την έννοια ότι δεν αποφαίνεται το Δικαστήριο αναφορικά με την αξία της μαρτυρίας. Όπως λέχθηκε στη Sekavin S.A. v. Ship “Platon Ch” (1987) 1 C.L.R. 297, 300:
“..... the disclosure of a cause of action is solely dependent on the objective implications of the facts set forth in the affidavit and not on the examination on the merits of the factual situation. Belief in the existence of a cause of action is not of itself sufficient. The facts must give rise to the existence of a prima facie or arguable case in order for the Court to exercise its dicrection in favour of the proponent of service outside jurisdiction”.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε ίχνος μαρτυρίας από πλευράς των εφεσιβλήτων αναφορικά με τα γεγονότα. Αναφερόμαστε βέβαια στην ένορκο δήλωση ημερ. 19 Μαρτίου 1996 του κ. Σ. Ησαΐα, η οποία συνόδευε τη μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων για σφράγιση και επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Το εύρημα του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι τέθηκαν ενώπιον του πολλά στοιχεία θα πρέπει οπωσδήποτε να ελάμβανε υπόψη τα όσα παρουσιάστηκαν μεταγενέστερα μέσα στο πλαίσιο της αίτησης των εφεσειόντων ημερ. 11 Μαρτίου 1997 για ακύρωση ή παραμερισμό. Αυτό όμως δεν ήταν επιτρεπτό. Όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας στη Sons of Afif Yamout και Άλλοι ν. Schiffahrts - Ges. Elbe M.B.H. & Co. (1994) 1 Α.Α.Δ. 191, η οποία αφορούσε τον Καν. 24 των Κανονισμών Ναυτοδικείου σε σχέση με τον οποίο, όπως ήδη αναφέραμε, εφαρμόζονται οι ίδιες όπως και εδώ αρχές, το ζήτημα κρίνεται αποκλειστικά με βάση το υλικό που συνοδεύει την αρχική αίτηση για άδεια. Το εξής απόσπασμα από την Amathus Navigation Co. Ltd v. Concord Express Liners κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030, μια από τις δύο αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε εκεί η Ολομέλεια, εξηγεί με σαφήνεια την αναγκαιότητα αυτού του περιορισμού (στη σελ. 1033):
[*1004]“Το αντικείμενο της διαδικασίας παραμένει το ίδιο με εκείνο της μονομερούς αίτησης(δηλαδή, η διαπίστωση των προϋποθέσεων για την άσκηση δικαιοδοσίας σε σχέση με πρόσωπο το οποίο ευρίσκεται εκτός της επικράτειας. Γι’ αυτό, η μόνη μαρτυρία στην οποία ο ενάγων μπορεί να στηριχθεί, είναι εκείνη η οποία στοιχειοθέτησε την αίτησή του για την παροχή άδειας για επίδοση στο εξωτερικό.”
Καταλήγουμε ότι δεν θα έπρεπε να είχε δοθεί άδεια για τη σφράγιση και την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας στους εφεσείοντες αφού έλειπε το αναγκαίο έρεισμα για την προϋπόθεση της εκ πρώτης όψεως καλής αιτίας αγωγής. Ενόψει αυτής της κατάληξης δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 29 Μαρτίου 1996 με το οποίο επιτράπηκε η σφράγιση και η επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας στους εφεσείοντες, με αποτέλεσμα την εν συνεχεία καταχώριση της αγωγής αρ. 2435/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ακυρώνεται. Συνακόλουθα παραμερίζεται το κλητήριο ένταλμα και η επίδοση του στους εφεσείοντες.
Η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο