Tράπεζα Kύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1010

(1999) 1 ΑΑΔ 1010

[*1010]25 Iουνίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ

ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ

ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

(ΓΛ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ)

ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 14/7/1997

ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 8969/97 ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ

ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΤΙΣ 16/7/1997

ΚΑΙ

ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΕΣ ΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ

ΑΝΤΩΝΗΣ Χ”ΡΟΥΣΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΗΠΤΕΣ ΤΗΣ

ARIZONA TRADING CO. LTD.

(Πολιτικές Eφέσεις Aρ. 10129, 10131)

 

Προνομιακά εντάλματα — Έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος μετά από μονομερή αίτηση, το οποίο ορίσθηκε σε χρόνο πέραν του αναγκαίου για την επίδοση —Υπέρβαση εξουσίας που παρέχεται στο Δικαστήριο από το Άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 — Σφάλμα νομικό εμφανές στο πρακτικό — Ακύρωση επίδικου διατάγματος με Certiorari.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Πότε χωρεί έκδοση εντάλματος Certiorari — Ανάλυση αυθεντιών.

[*1011]Πολιτική Δικονομία — Προσωρινό διάταγμα — Εκδοθέν με μονομερή αίτηση — Η ισχύς του δεν μπορεί να υπερβαίνει τα χρονικά όρια που θέτει το Άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 —Διαφορετικά δεν είναι έγκυρο.

Οι σχέσεις της εφεσίβλητης εταιρείας και της εφεσείουσας, στην πολιτική έφεση 10131, Τράπεζας, διέπονταν από γραπτές συμβάσεις με παράλληλα γραμμάτια, υποθήκες και ομόλογα κυμαινόμενων επιβαρύνσεων.  Η Τράπεζα απαιτούσε ποσά τα οποία θεωρούσε οφειλόμενα από την εφεσίβλητη και τα οποία εκείνη δεν κατέβαλλε.  Η Τράπεζα επικαλέστηκε τότε τα διάφορα ομόλογα κυμαινόμενων επιβαρύνσεων για να προβεί στο διορισμό των δύο εφεσειόντων στην πολιτική έφεση 10129 ως παραληπτών και διαχειριστών του ενεργητικού της εφεσίβλητης.  Ο διορισμός έγινε με επιστολή ημερομηνίας 11/7/97 προς τα εν λόγω πρόσωπα.  Στις 14/7/97 η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή εναντίον της Τράπεζας με κεντρικό άξονα τη θέση ότι η Τράπεζα την είχε χρεώσει τόκους πέραν εκείνων που επέτρεπε ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν. 2/77).  Ταυτόχρονα καταχώρησε μονομερή αίτηση ζητώντας την έκδοση προσωρινού διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε την ίδια μέρα και με το οποίο διατασσόταν η Τράπεζα ή/και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργούσε  “με βάση τον προτεινόμενο από μέρους της διορισμό” των εν λόγω προσώπων, όπως:  (α) μη κοινοποιήσουν στον Έφορο Εταιρειών, ή δημοσιεύσουν τον εν λόγω διορισμό, (β) μη εμποδίσουν και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κοινοποιήσουν στην εφεσίβλητη τον εν λόγω διορισμό και (γ) μη εισέλθουν στα υποστατικά της εφεσίβλητης και/ή απαιτήσουν να παραλάβουν και/ή παραλάβουν έγγραφα και/ή άλλα περιουσιακά στοιχεία ..... και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο προκαλέσουν αναστάτωση στην ομαλή λειτουργία και διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της εφεσίβλητης.

Το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο στις 4/8/97.  Επιδόθηκε στην Τράπεζα και στους εφεσείοντες στην έφεση 10129 στις 16/7/97.

Στις 18/7/97 η Τράπεζα αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari, προβάλλοντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία και εξουσία του διότι αντίθετα με το Άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το προσωρινό διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο σε χρόνο μεγαλύτερο από όσο απαιτείτο για την επίδοση και την παροχή ευκαιρίας στους επηρεαζομένους να εμφανιστούν.  Η άδεια χορηγήθηκε και αναστάληκε η διαδικασία στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η αίτηση για το ένταλμα απέτυχε, αφού κρίθηκε ότι η περίοδος των τριών εβδομάδων που το Επαρχιακό Δικαστήριο όρισε το διάταγμα ως επιστρεπτέο δεν συνιστούσε υπέρβαση της δικαιοδοσίας του ούτε και πρόδηλη πλάνη ως [*1012]προς το νόμο.

Με τις εφέσεις αμφισβητείται αυτή η κατάληξη ενώ με αντέφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης σε επί μέρους ζητήματα μεταξύ των οποίων ήταν ότι δεν τέθηκε πρωτόδικα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ολόκληρο το “πρακτικό” αφού το υλικό που προσκομίστηκε περιοριζόταν σε μόνο το επίδικο διάταγμα, την αγωγή, την αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία επέτρεψε τις εφέσεις και απέρριψε την αντέφεση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Με το ένταλμα certiorari ελέγχεται η νομιμότητα της διαδικασίας στο κατώτερο Δικαστήριο.  Δεν προσφέρεται το ένταλμα για την αναθεώρηση της ορθότητας απόφασης.  Γι’ αυτό όπου το κατώτερο Δικαστήριο άσκησε διακριτική εξουσία, αυτή δεν ελέγχεται με certiorari αν την άσκησε μέσα στα όρια που την προδιαγράφουν, αλλιώς, αν υπερέβη τα όρια, προκύπτει παρανόηση ή πλάνη νόμου και τότε ελέγχεται εφόσον διακρίνεται στο πρακτικό.

2.  Το έργο του Δικαστηρίου αναφορικά με τον καθορισμό του χρόνου που είναι αναγκαίος ώστε να δοθεί ο λόγος και στην άλλη πλευρά, είναι, όπως σαφώς προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 9(3), διαπιστωτικό.  Το διάταγμα διατηρεί την ισχύ του μόνο εφόσον δεν εκτείνεται χρονικά πέραν του διαπιστωθέντος ως αναγκαίου χρόνου.  Η διαπίστωση γίνεται στη βάση των στοιχείων της κάθε περίπτωσης με αναφορά στο πόσο σύντομα μπορεί να γίνει η επίδοση και πόσο σύντομα μπορεί η άλλη πλευρά να εμφανιστεί και να ενστεί.  Μια τέτοια διαπίστωση είναι το αποτέλεσμα κρίσης.  Η οποία ωστόσο εντάσσεται σε στενά όρια αφού έχει ως μόνο κριτήριο το “αναγκαίο”.  H διάταξη δεν επιτρέπει τον ορισμό του διατάγματος επιστρεπτέου σε ό,τι το δικαστήριο θα θεωρούσε ως εύλογο χρόνο οπότε θα επιτρεπόταν να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες.

3.  Στην προκείμενη περίπτωση η ταυτότητα της Τράπεζας ως εναγομένης με έδρα τη Λευκωσία καθιστούσε αυτόδηλη τη δυνατότητα επίδοσης αμέσως.  Είναι φανερό ότι ο χρόνος των τριών εβδομάδων που το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο, υπερέβαινε, και κατά πολύ μάλιστα, τον προβλεπόμενο στο Άρθρο 9(3) ως αναγκαίο χρόνο αφού στο χρόνο επίδοσης δεν θα αναμέναμε να χρειαζόταν εδώ να προστεθεί χρόνος πέραν των τεσσάρων ημερών για να [*1013]μπορέσει να εμφανιστεί και να ενστεί η Τράπεζα.  Προέκυπτε λοιπόν σφάλμα νομικό και αυτό διακρινόταν στην όψη του παρουσιασθέντος πρακτικού το οποίο δεν χρειαζόταν να συνίσταται σε οτιδήποτε πέραν του διατάγματος και του κλητηρίου εντάλματος στο οποίο αναγραφόταν ο τίτλος της αγωγής, το όνομα και η διεύθυνση της τράπεζας.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν και η αντέφεση απορρίφθηκε, με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

Attorney General v. Christou (1962) C.L.R. 129.

Armah v. Government of Ghana a.o. [1966] 3 All E.R. 177,

Anisminic Ltd v. Foreign Compensation Commission a.o. [1969] 1 All E.R. 208,

Philippou (1986) 1 C.L.R. 568,

BP Cyprus Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ. 861,

Aeroporos a.o. (1988) 1 C.L.R. 302.

Barry v. Evangeli (1994) 1 A.A.Δ. 433.

Eφέσεις.

Eφέσεις από την εναγόμενη κατά της πρωτόδικης απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Kρονίδης, Δ.) που δόθηκε στις 10 Δεκεμβρίου, 1997 (Aίτηση Aρ. 89/97) με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της εναγομένης για την έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari για ακύρωση προσωρινού διατάγματος του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 14 Iουλίου, 1997 στην Aγωγή Aρ. 8969/97 το οποίο ορίστηκε επιστρεπτέο στις 4 Aυγούστου, 1997.

Γ. Tριανταφυλλίδης, για τους Eφεσείοντες στην Π.E. Αρ. 10129.

[*1014]Π. Πολυβίου, για τους Eφεσείοντες στην Π.E. Aρ. 10131.

Σπ. Ευαγγέλου με Θ. Ευαγγέλου, για την Eφεσίβλητη στις Π.E. Aρ. 10129 και 10131.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Η εφεσίβλητη Arizona Trading Co. Ltd (στα επόμενα η “Arizona”) κίνησε εναντίον της Τράπεζας Κύπρου Λτδ, (στα επόμενα  η  “Τράπεζα”),  εφεσείουσας στην Πολ. Έφ. 10131,  την αγωγή αρ. 8969/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Με κεντρικό άξονα τη θέση ότι η Τράπεζα την είχε χρεώσει με τόκους πέραν εκείνων που επέτρεπε ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν. 2/77).  Οι σχέσεις τους διέπονταν από γραπτές συμβάσεις με παράλληλα γραμμάτια, υποθήκες και ομόλογα κυμαινόμενων επιβαρύνσεων.  Η Τράπεζα απαιτούσε ποσά τα οποία θεωρούσε οφειλόμενα από την εφεσίβλητη και τα οποία εκείνη δεν κατέβαλλε.  Η Τράπεζα επικαλέστηκε τότε τα διάφορα  ομόλογα κυμαινόμενων επιβαρύνσεων για να προβεί στο διορισμό των Ντίνου Παπαδόπουλου και Αντώνη Χ”Ρούσου, εφεσειόντων στην Πολ. Έφ. 10129, ως παραληπτών και διαχειριστών του ενεργητικού της Arizona. Ο διορισμός έγινε με επιστολή ημερ. 11 Ιουλίου 1997 προς τα εν λόγω πρόσωπα τα οποία την παρέλαβαν αυθημερόν και αποδέχθηκαν αμέσως το διορισμό.  Ας σημειωθεί ότι προβλέπεται στο άρθρο 97 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, πως επακόλουθα του διορισμού δίδεται εντός επτά ημερών ειδοποίηση περί τούτου στον Έφορο Εταιρειών. Στην προκείμενη περίπτωση όμως δεν κατέστη  δυνατό να δοθεί τέτοια ειδοποίηση ενόψει της επίδοσης του δικαστικού προσωρινού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε στην αναφερθείσα αγωγή της Arizona και το οποίο αποτέλεσε την αιτία για την παρούσα διαδικασία.

Το διάταγμα εκδόθηκε στις 14 Ιουλίου 1997 σε μονομερή αίτηση της Arizona, της ίδιας ημερομηνίας με εκείνη κατά την οποία καταχωρίστηκε και η αγωγή.  Διατασσόταν η Τράπεζα ή/και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργούσε “με βάση τον προτεινόμενο από μέρους της διορισμό” των εν λόγω προσώπων:-

(α)  “όπως μη κοινοποιήσουν και/ή δημοσιεύσουν και/ή  με οποιοδήποτε τρόπο καταστήσουν γνωστό στον Έφορο Εταιρειών και/ή σε οποιαδήποτε άλλη Αρχή και/ή άλλο πρόσωπο και/ή [*1015]στον ημερήσιο και/ή άλλο τύπο” τον εν λόγω διορισμό·

(β)  “όπως  μη εμποδίσουν και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κοινοποιήσουν” στην εφεσίβλητη τον εν λόγω διορισμό·

(γ)  όπως μη εισέλθουν στα υποστατικά της εφεσίβλητης            “και/ή απαιτήσουν να παραλάβουν και/ή παραλάβουν έγγραφα και/ή άλλα περιουσιακά στοιχεία ...... και/ή επέμβουν, και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο προκαλέσουν αναστάτωση στην ομαλή λειτουργία και διεξαγωγή των δραστηριοτήτων” της Arizona.

Ας σημειωθεί ότι με την αγωγή η Arizona αξίωνε μεταξύ άλλων και δήλωση ότι “ο προτεινόμενος”, όπως τον χαρακτήριζε, διορισμός στις 11 Ιουλίου 1997 των κ.κ. Ντίνου Παπαδόπουλου και Αντώνη Χ”Ρούσου ως διαχειριστών και/ή παραληπτών ήταν “άκυρος και παράνομος”.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο όρισε το εν λόγω διάταγμα, ημερ. 14 Ιουλίου 1997, επιστρεπτέο στις 4 Αυγούστου 1997.  Επιδόθηκε τη μεθεπομένη της έκδοσης του, στις 16 Ιουλίου 1997, τόσο στην Τράπεζα όσο και στους Ντ. Παπαδόπουλο και Α. Χ”Ρούσο.

Στις 18 Ιουλίου 1997 η Τράπεζα αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια να καταχωρίσει αίτηση προς έκδοση εντάλματος certiorari, προβάλλοντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο “υπερέβη τη δικαιοδοσία του και εξουσία του” διότι, αντίθετα με ό,τι προβλεπόταν στο άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όρισε το προσωρινό διάταγμα επιστρεπτέο σε χρόνο μεγαλύτερο από όσο απαιτείτο για την επίδοση και την παροχή ευκαιρίας στους επηρεαζομένους να εμφανιστούν.  Διαλαμβάνεται στο άρθρο 9(3) ότι:

 “9. - (1)  ............................................................................................

        (2)  ..............................................................................................

 

(3)       Κανένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο για επίδοση ειδοποίησης γι’ αυτό σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτό και για παροχή δυνατότητας σε αυτούς να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενστούν σε αυτό( κάθε τέτοιο διάταγμα παύει να ισχύει, μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, [*1016]εκτός αν το Δικαστήριο, αφού ακούσει τους διαδίκους ή οποιοδήποτε από αυτούς, διατάξει διαφορετικά( και κάθε τέτοιο διάταγμα τυγχάνει μεταχείρισης κατά την αγωγή όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.”

Χορηγήθηκε η άδεια και αναστάληκε η διαδικασία στο Επαρχιακό.  Κατ’ ακολουθίαν  καταχωρίστηκε η αίτηση για το ένταλμα.  Στην οποία οι Ντ. Παπαδόπουλος και Α. Χ”Ρούσος ζήτησαν από το Δικαστήριο και τους επιτράπηκε η παρέμβαση υπέρ της αίτησης.  Αυτή την εξέλιξη δεν χρειάζεται να τη σχολιάσουμε.  Η αίτηση απέτυχε. Εν τέλει, με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 10 Δεκεμβρίου 1997, κρίθηκε ότι “η περίοδος των τριών εβδομάδων που το Επαρχιακό Δικαστήριο όρισε το διάταγμα ως επιστρεπτέο δεν συνιστά υπέρβαση της δικαιοδοσίας του ούτε και πρόδηλη πλάνη ως προς το Νόμο.”

Με τις εφέσεις αμφισβητείται αυτή η κατάληξη.  Ενώ με αντέφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης σε επί μέρους ζητήματα. Προβάλλονται στην αντέφεση τα εξής:  Πρώτο, ότι δεν τέθηκε πρωτόδικα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ολόκληρο το “πρακτικό” αφού το υλικό που προσκομίστηκε περιοριζόταν σε μόνο το επίδικο διάταγμα, την αγωγή, την αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε, ενώ τα όσα θα πρέπει να είχε σημειώσει το Επαρχιακό Δικαστήριο στις 14 Ιουλίου 1997 όταν εξέδωσε το διάταγμα παρέμεναν άγνωστα.  Δεύτερο, ότι δεν εδικαιολογείτο η πρωτόδικη άποψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι εκείνο που η Τράπεζα θεωρούσε ως νομικό σφάλμα διακρινόταν στο πρακτικό. Τρίτο, ότι  δεν λήφθηκε πρωτόδικα υπόψη η εισήγηση της εφεσίβλητης ότι η Τράπεζα δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη στοιχείων όταν αποτάθηκε για άδεια.  Τέταρτο, ότι εσφαλμένα ήταν που πρωτόδικα το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία αφού το ζήτημα αφορούσε την άσκηση, από το Επαρχιακό Δικαστήριο, διακριτικής εξουσίας που δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα. Πέμπτο, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο πρωτόδικα έσφαλε που δεν προχώρησε να εξετάσει και “.... άλλους λόγους που συνηγορούν επίσης στην απόρριψη της αίτησης ....” - όπως το ίδιο τους χαρακτήρισε - και εσφαλμένα θεώρησε, καθώς το ίδιο εξήγησε, ότι “δεν προβλήθηκαν ούτε αναπτύχθηκαν σε έκταση” ενώπιον του. Έκτο, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, πρωτόδικα, εσφαλμένα ήταν που επέτρεψε απαντητική αγόρευση στο συνήγορο της Τράπεζας.

Ένταλμα certiorari χωρεί, όπως υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 “είτε [*1017]όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του “πρακτικού” της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας” (σελ. 701).   Περιπτώσεις όπως η προκατάληψη ή το συμφέρον στη λήψη της απόφασης και γενικότερα η μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης όπως και η λήψη απόφασης με ψευδορκία, για τις οποίες επίσης χωρεί certiorari - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 (στη σελ. 46) στην οποία γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη Attorney General v. Christou (1962) C.L.R. 129 (Ιωσηφίδη, Δ.) - θεωρούνταν στην Αγγλική νομολογία ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας και έτσι εντάσσονται στα όρια που εξηγήθηκαν στην Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (ανωτέρω).  Με το ένταλμα certiorari  ελέγχεται η νομιμότητα της διαδικασίας στο κατώτερο δικαστήριο. Δεν προσφέρεται το ένταλμα για την αναθεώρηση της ορθότητας απόφασης.  Γι’ αυτό, όπου το κατώτερο δικαστήριο άσκησε διακριτική εξουσία, αυτή δεν ελέγχεται με certiorari αν την άσκησε μέσα στα όρια που την προδιαγράφουν( αλλιώς, αν υπερέβη τα όρια, προκύπτει παρανόηση ή πλάνη νόμου και τότε ελέγχεται εφόσον διακρίνεται στο πρακτικό: βλ. τις Armah v. Government of Ghana & Another [1966] 3 All E.R. 177 και Anisminic Ltd v. The Foreign Compensation  Commission and Another [1969] 1 All E.R. 208.

Οι συνήγοροι των εφεσειόντων υποστήριξαν ότι το υπό εξέταση ζήτημα χρόνου απέληξε σε νομικό αφού η πρόνοια στο άρθρο 9(3) ότι το διάταγμα “δεν θα παραμένει σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο από τον αναγκαίο” είναι επιτακτική, όπως υπογραμμιζόταν στις υποθέσεις In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568 (Α. Λοΐζου) και Ανθίμου (ανωτέρω).  Και όχι εν πάση περιπτώσει πλήρως διακριτική. Αλλά, και στην έκταση που μπορεί να αφορούσε την άσκηση διακριτικής εξουσίας, με  δεδομένη την ταυτότητα και την έδρα της Τράπεζας στη Λευκωσία, εξέφευγε προδήλως των ορίων   της, το ίδιο όπως εκ πρώτης όψεως θεώρησε ο Κωνσταντινίδης,  Δ. στην BP Cyprus Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 861.

Στην In re Philippou (ανωτέρω), το προσωρινό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση δεν έγινε επιστρεπτέο. Ως εκ τούτου εκδόθηκε ένταλμα certiorari λόγω προφανούς νομικού λάθους το οποίο, καθώς σημειώθηκε, επηρέαζε το δικαίωμα ακρόασης.  Στην Ανθίμου (ανωτέρω) λέχθηκε, στη σελ. 49, ότι: 

“Το εδάφιο (3) του Άρθρου 9 περιορίζει χρονικά την ισχύ του διατάγματος που εκδίδεται σε μονομερή αίτηση και καθορίζει [*1018]τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται μετά την έκδοσή του.  Τούτο παραμένει σε ισχύ για χρόνο όχι μακρύτερο από όσο είναι αναγκαίος για την επίδοση ειδοποίησής του στον επηρεαζόμενο και την παροχή της δυνατότητας σ’ αυτό να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να ενστεί. Διάταγμα που προβλέπει ισχύ μακρύτερη από όση περιοριστικά ο νομοθέτης έθεσε με το εδάφιο (3) δεν είναι έγκυρο.”

Τέλος, στην BP Cyprus Ltd (ανωτέρω) δόθηκε άδεια για καταχώριση αίτησης για certiorari επειδή προσωρινό διάταγμα, που αφορούσε εταιρεία με έδρα τη Λευκωσία και που εκδόθηκε στις 25 Ιουλίου 1996 σε μονομερή αίτηση, έγινε επιστρεπτέο στις 26 Αυγούστου 1996, δηλαδή σε ένα μήνα.

Το έργο του δικαστηρίου αναφορικά με τον καθορισμό του χρόνου που είναι “αναγκαίος” ώστε να δοθεί ο λόγος και στην άλλη πλευρά, είναι, όπως σαφώς προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 9(3),  διαπιστωτικό.  Το διάταγμα διατηρεί την ισχύ του μόνο εφόσον δεν εκτείνεται χρονικά πέραν του διαπιστωθέντος ως αναγκαίου χρόνου.  Η διαπίστωση γίνεται στη βάση των στοιχείων της κάθε περίπτωσης με αναφορά στο πόσο σύντομα μπορεί να γίνει η επίδοση και πόσο σύντομα μπορεί η άλλη πλευρά να εμφανιστεί και να ενστεί.  Μια τέτοια διαπίστωση είναι βέβαια το αποτέλεσμα κρίσης.  Η οποία ωστόσο εντάσσεται σε στενά όρια αφού έχει ως μόνο κριτήριο το “αναγκαίο”.  Η διάταξη δεν επιτρέπει τον ορισμό του διατάγματος επιστρεπτέου σε ό,τι το δικαστήριο θα θεωρούσε ως εύλογο χρόνο οπότε θα επιτρεπόταν να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως το ενδεχομένως βαρύ δικαστικό πρόγραμμα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διατάγματος.

Στην προκείμενη περίπτωση η ταυτότητα της Τράπεζας ως εναγομένης με έδρα τη Λευκωσία καθιστούσε αυτόδηλη τη δυνατότητα επίδοσης αμέσως. Για την ετοιμασία του διατάγματος θα χρειαζόταν βέβαια χρόνος. Ενόψει όμως της φύσης του διατάγματος και των δραστικών του επιπτώσεων  θα πρέπει να εκληφθεί πως το δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να μεριμνήσει ώστε να ετοιμαστεί το διάταγμα αμέσως.  Το ότι εν τέλει επιδόθηκε σε δύο ημέρες δεν ήταν τυχαίο( αντικατόπτριζε αυτή την πραγματικότητα. 

Είναι φανερό ότι ο χρόνος των τριών εβδομάδων που το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο, υπερέβαινε, και κατά πολύ μάλιστα, τον προβλεπόμενο στο άρθρο 9(3) ως αναγκαίο χρόνο αφού στο χρόνο επίδοσης δεν θα αναμέναμε να χρειαζόταν εδώ να προστεθεί χρόνος πέραν των τεσσάρων ημερών για να μπορέσει να εμφα[*1019]νιστεί και να ενστεί η Τράπεζα.  Προέκυπτε λοιπόν σφάλμα νομικό κι αυτό διακρινόταν  στην όψη του παρουσιασθέντος πρακτικού το οποίο δεν χρειαζόταν να συνίσταται σε ο,τιδήποτε πέραν του διατάγματος και του κλητηρίου εντάλματος στο οποίο αναγραφόταν ο τίτλος της αγωγής, το όνομα και η διεύθυνση της Τράπεζας.  Αυτά τέθηκαν εξ αρχής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Τα όσα ήδη αναφέραμε σε σχέση με την έφεση απαντούν και τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγο αντέφεσης, που παραθέσαμε ενωρίτερα και που αφορούν αντίστοιχα το αν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου το “πρακτικό”( το αν διακρίνεται το όποιο σφάλμα σε αυτό( και το αν επρόκειτο για άσκηση διακριτικής εξουσίας.

Ο τρίτος λόγος, που αφορά το ζήτημα αποκάλυψης όλων των σχετικών στοιχείων, παραμένει χωρίς ουσία αφού ό,τι ενδιαφέρει ήταν μόνο τα στοιχεία ότι εναγόμενη ήταν η Τράπεζα Κύπρου με έδρα τη Λευκωσία.  Που σήμαινε ότι  καθίστατο δυνατή η επίδοση αμέσως.

Ως προς τον πέμπτο λόγο αντέφεσης, ότι δηλαδή δεν εξετάστηκαν και άλλοι λόγοι που προβλήθηκαν ως συνηγορούντες στην απόρριψη της αίτησης, επισημαίνουμε ότι εξειδικεύθηκαν μόνο δύο πρόσθετοι λόγοι: (α) ότι δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δικαιολογήσουν τη διαδικασία για certiorari και τούτο γιατί προσφέρονταν άλλα ένδικα μέσα, όπως η καταχώριση αίτησης “για τροποποίηση του διατάγματος ημερ. 14/7/1997 για να τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου σε συντομότερο χρόνο ...”( και (β) ότι “η όλη αίτηση και οι ενέργειες των Εφεσειόντων αποτελούσαν κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου ....”.  Δεν παραγνωρίζουμε πάντως ότι είχαν τεθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο και άλλοι λόγοι, ήτοι, ότι η Τράπεζα είχε ενεργήσει κακόπιστα( ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για την παροχή άδειας( και ότι δεν φαινόταν καθαρά η νομική βάση της αίτησης.

Είναι νομίζουμε αρκετό να αναφέρουμε συνοπτικά ότι κανένας από όλους εκείνους τους λόγους δεν ήταν βάσιμος ή ορθός.  Ωστόσο, σχετικά με τον ένα από τους δύο εξειδικευθέντες, ότι εν προκειμένω προσφέρονταν άλλα ένδικα μέσα, όπως η καταχώριση αίτησης για να καθοριστεί άλλη συντομότερη ημερομηνία, προσθέτουμε ότι αυτός δεν λάμβανε υπόψη ότι μια τέτοια αίτηση δεν θα χρειαζόταν λιγότερο χρόνο από εκείνο που εξ αντικειμένου ήταν αναγκαίος για το επιστρεπτέο διάταγμα και επομένως, προστιθεμένου και του χρόνου που στο μεταξύ διέρρευσε, το διάταγμα εν τέλει θα υπερέβαινε τον αναγκαίο χρόνο.  Με αποτέλεσμα, μέχρι [*1020]να ακουστεί η νέα αίτηση, το διάταγμα να έπαυε να είναι έγκυρο.  Και,  ως εκ τούτου, η όποια περαιτέρω διαδικασία σε σχέση με αυτό να μην έχει πια νόημα.  Αναφερόμαστε βέβαια στην καλύτερη περίπτωση.  Γιατί ο χρόνος μιας τέτοιας αίτησης θα ήταν ακόμα μεγαλύτερος σε περίπτωση ένστασης ή ακρόασης.

Απομένει ο έκτος λόγος αντέφεσης ο οποίος αφορά το ότι το Ανώτατο Δικαστήριο πρωτόδικα επέτρεψε στο συνήγορο της Τράπεζας απαντητική αγόρευση.  Ο συνήγορος της Arizona επικαλέστηκε την υπόθεση Barry Evangeli (1994) 1 Α.Α.Δ. 433 στην οποία ένας από τους λόγους για τους οποίους ζητήθηκε άδεια για ένταλμα certiorari ήταν και  το ότι στην ακρόαση αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν επιτράπηκε στον αιτητή να αγορεύσει απαντητικά.  Το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι βάσει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας τέτοιο δικαίωμα δεν υπήρχε.  Όμως, η διαδικασία για προνομιακά εντάλματα δεν διέπεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.  Και εφόσον δεν εκδόθηκαν στην Κύπρο Κανονισμοί, ακολουθούνται, ως ζήτημα πρακτικής, οι σχετικοί Αγγλικοί. Δεν δεσμεύουν, παρόλον που όπως παρατήρησε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε), στην In re Aeroporos & Others (1988) 1 C.L.R. 302 (στη σελ. 311) σε πτυχές όπου οι Κανονισμοί είναι στενά συνυφασμένοι με τη φύση της δικαιοδοσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο θα ήταν απρόθυμο να μην εφαρμόσει τον τότε ισχύοντα Αγγλικό.  Εν πάση όμως περιπτώσει δεν επρόκειτο εδώ για τέτοιου είδους πτυχή.

Οι εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα. 

Η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Εκδίδεται ένταλμα certiorari για ακύρωση του προσωρινού διατάγματος ημερ. 14 Ιουλίου 1997.

Oι εφέσεις επιτρέπονται και η αντέφεση απορρίπτεται, με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο