Steamer Shipping Co Ltd ν. Sibyl Trading & Shipping Ltd και Άλλων (1999) 1 ΑΑΔ 1069

(1999) 1 ΑΑΔ 1069

[*1069]13 Ιουλίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

STEAMER SHIPPING CO LTD,

Ενάγοντες,

ν.

1. SIBYL TRADING & SHIPPING LTD

2. EMED CHARTERING LTD,

Εναγομένων.

(Aίτηση για Aναθεώρηση στην Aγωγή Aρ. 128/97)

 

Δικονομία Ναυτοδικείου — Αιτήσεις για αναστολή διαδικασίας — Ρήτρα διαιτησίας — Άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 — Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου — Απαίτηση για οφειλόμενα ναύλα δυνάμει ναυλοσυμφώνων — Δεν συνιστούσε “dispute” ή “διαφορά” εμπίπτουσα στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας — Απόρριψη αιτήσεων για αναστολή της διαδικασίας.

Διαιτησία — Ρήτρα διαιτησίας — Ποίος ο σκοπός της — “Dispute” ή “διαφορά” — Ποία η έννοια της — Αδυναμία εκπληρώσεως συμβατικών υποχρεώσεων — Δεν συνιστά “dispute” ή “διαφορά” — Ρήτρα διαιτησίας μη εφαρμόσιμη.

Διαιτησία — Ρήτρα διαιτησίας — Το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει όλα τα ενώπιον του στοιχεία για να διαπιστώσει αν υπάρχει όντως διαφορά για να παραπεμφθεί η υπόθεση σε διαιτησία.

Η απαίτηση των εναγόντων εναντίον των εναγομένων αφορούσε τα ναύλα που οφείλοντο δυνάμει τριών ναυλοσυμφώνων. Οι εναγόμενοι καταχώρησαν αιτήσεις για αναστολή της διαδικασίας βασιζόμενες στο ότι τα επίδικα θέματα ενέπιπταν στις ρήτρες διαιτησίας που περιείχοντο στα επίδικα ναυλοσύμφωνα.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η απαίτηση των εναγόντων για την πληρωμή οφειλόμενου ναύλου, δεν συνιστούσε διαφορά ή αμφισβήτηση που ενέπιπτε στην παράγραφο 17 των ναυλοσυμφώνων και απέρριψε τις αιτήσεις.

Η αίτηση για αναθεώρηση αφορά την πιο πάνω απόφαση.

[*1070]Οι εναγόμενοι 1 αμφισβήτησαν την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου και υποστήριξαν ότι δεν ήταν καθαρό ότι η φύση της διαφοράς ήταν για οφειλόμενα ναύλα και επίσης ότι η αίτηση τους για αναστολή της διαδικασίας δεν εβασίζετο στον περί Διαιτησίας Νόμο, όπως εξέλαβε το Δικαστήριο, αλλά στο Αγγλικό Arbitration Act, προφανώς του 1950.

Οι εναγόμενοι 2 εισηγήθηκαν ότι οποιαδήποτε απαίτηση που έχει ως γενεσιουργό αιτία τη μη τήρηση των όρων της συμφωνίας συνιστά “dispute” ή “διαφορά”.  Το δε δικαστήριο, κατά τη διάγνωση του ερωτήματος αν υπήρχε διαφορά για παραπομπή σε διαιτησία, όφειλε να περιορισθεί στη διατύπωση της απαίτησης στο κλητήριο ένταλμα και να μην επεκταθεί σε οτιδήποτε άλλο.

Οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι η φύση της αντιδικίας δεν μπορούσε να προσδιορισθεί μόνο με αναφορά στο κλητήριο ένταλμα το οποίο πολύ συνοπτικά και περιορισμένα διατύπωνε την απαίτηση, δοθέντος ότι δεν υπήρξε στο στάδιο εκείνο ούτε έκθεση απαίτησης για να παρουσιασθεί πλήρως και λεπτομερώς η απαίτηση, και έτσι ορθά το Δικαστήριο στηρίχθηκε και στην ένορκη δήλωση των εναγόντων, η οποία καθιστούσε σαφές ότι η απαίτηση των εναγόντων αφορούσε οφειλόμενα ναύλα και μάλιστα ότι οι εναγόμενοι είχαν αναγνωρίσει την εν λόγω οφειλή τους, παραπέμποντας στα σχετικά τεκμήρια, ενώ καμμιά αναφορά σε αυτή δεν γίνεται για οποιαδήποτε άλλη πηγή της απαίτησης.  Παρατήρησαν δε και το ότι οι εναγόμενοι δεν ανέφεραν τίποτα για τη φύση της διαφοράς που λέγουν ότι πρέπει να παραπεμφθεί σε διαιτησία.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Με βάση τη σχετική νομολογία, η άποψη του πρωτόδικου δικαστή ότι απαίτηση για πληρωμή ναύλου δεν συνιστά “dispute” στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας, είναι ορθή.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν περιορίστηκε στην απαίτηση όπως διατυπώνετο στο κλητήριο ένταλμα για να διαγνώσει και διακριβώσει τη φύση της και κατά πόσο συνιστούσε διαφορά στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας.  Ιδιαίτερα στην προκείμενη περίπτωση, όπου το κλητήριο ένταλμα ήταν γενικά οπισθογραφημένο, αλλά και γενικότερα, το Δικαστήριο οφείλει να αναφερθεί σε όλα τα ενώπιον του στοιχεία για να διαπιστώσει τι είναι που απαιτούν οι ενάγοντες και αν, με βάση το τι απαιτούν, υπάρχει όντως διαφορά για να παραπεμφθεί σε διαιτησία.

[*1071]3.    Με βάση όλα τα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου, η διαπίστωση ότι η απαίτηση αφορούσε τα οφειλόμενα ναύλα είναι ορθή όπως ορθή είναι η κατάληξη του ότι, με βάση την αναφερθείσα νομολογία, η απαίτηση για οφειλόμενα ναύλα δεν συνιστά dispute εμπίπτουσα στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας.

H αίτηση για αναθεώρηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Nova (Jersey) Knit Ltd v. Kamungarn Spinnerie G.M.B.H. (H.L.) [1977] 1 Lloyd’s Rep. 463,

Colonial Bank (now Bank of Boston Connecticut) v. European Grain & Shipping Ltd (The “Dominique”) [1989] 1 Lloyd’s Rep. 431,

Bulfracht v. Third World Steel Co. Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 148,

Skaliotou v. Pelekanos (1976) 1 C.L.R. 251,

Investa Foreign Trade Co. Ltd v. Onisiforos Demetriades & Co. (1982) 1 C.L.R. 276,

Tradax v. Queensea Marine Co. (1986) 1 C.L.R. 559.

Aίτηση.

Aίτηση σε αγωγή Nαυτοδικείου με την οποία οι εναγόμενοι 1 ζητούν αναθεώρηση της απόφασης ημερ. 14 Σεπτεμβρίου, 1998 με την οποία απορρίφθηκαν συνεκδικασθείσες αιτήσεις των εναγομένων 1 και 2 για αναστολή της διαδικασίας βασιζόμενες στο ότι τα επίδικα θέματα ενέπιπταν στις ρήτρες διαιτησίας που περιέχονται στα επίδικα ναυλοσύμφωνα.

Στ. Μουσιούττα, για τους Aιτητές-εναγομένους 1.

Σ. Καραολής για Γ. Γιάγκου, για τους Kαθ’ ων η αίτηση-ενάγοντες.

Μ. Παπαδόπουλος για Π. Παύλου, για τους Eναγόμενους 2.

Cur. adv. vult.

[*1072]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής. 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αίτηση για Αναθεώρηση αφορά την απόφαση ημερομηνίας 14.9.1998 με την οποία απερρίφθησαν συνεκδικασθείσες αιτήσεις των δύο Εναγομένων για αναστολή της διαδικασίας βασιζόμενες στο ότι τα επίδικα θέματα ενέπιπταν στις ρήτρες διαιτησίας που περιείχοντο στα επίδικα ναυλοσύμφωνα.  Η Αίτηση υποβάλλεται από τους Εναγομένους 1, με τους οποίους οι Ενάγοντες είχαν συνάψει τρία ναυλοσύμφωνα αντίστοιχων πλοίων, οι Εναγόμενοι 2 ενεργούντες ως αντιπρόσωποι των Εναγομένων 1 και έχοντας αποδεχθεί και αναλάβει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των Εναγομένων 1.  Οι πανομοιότυπες ρήτρες διαιτησίας στα εν λόγω ναυλοσύμφωνα είχαν ως ακολούθως:

“... should any dispute arise between the Owners and the Charterers, the matter in dispute shall be referred to three persons at London, one to be appointed by each of the parties hereto, and the third by the two so chosen; their decision or that of any two of them, shall be final, and for the purpose of enforcing any award, this agreement shall be made a rule of the Court.  The Arbitrators shall be commercial men.”

Συναφώς, η απαίτηση των Εναγόντων εναντίον των Εναγομένων, σύμφωνα με το κλητήριο ένταλμα, έχει ως ακολούθως:

“Δολλάρια Αμερικής (USD) 150.461,58 ως οφειλόμενο ποσό και/ή αποζημιώσεις και/ή υπόλοιπο λογαριασμού δυνάμει συμβάσεων ναυλώσεως (Time Charters) καταρτισθέντων στην Κύπρο ημερομηνιών 24.4.96, 6.5.96 και 18.1.97 και 24.4.96 μεταξύ των εναγόντων ως ιδιοκτητών και των εναγομένων ως ναυλωτών σε σχέση με τα πλοία M/V “ST-1304”, M/V “ALEKSANDRA MARINESKO” και M/V BORIS KORNILOV.”

Ο ευπαίδευτος Δικαστής διαπίστωσε ότι από την ένορκη δήλωση των εναγόντων προέκυπτε ότι οι Εναγόμενοι είχαν σταματήσει τις πληρωμές των συμφωνηθέντων στα ναυλοσύμφωνα ναύλων, ότι επακολούθησαν διαπραγματεύσεις που οδήγησαν σε αποδοχή πληρωμής των ναύλων από τους Εναγόμενους και ότι όμως οι Εναγόμενοι δεν ετήρησαν τις υποσχέσεις τους με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η αγωγή.  Διεπίστωσε επίσης ότι οι εναγόμενοι αρνούντο ότι οι διαπραγματεύσεις κατάληξαν σε δεσμευτική συμφωνία, αλλά και ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι η απαί[*1073]τηση αφορούσε τα ναύλα που οφείλοντο δυνάμει των ναυλοσυμφώνων.  Αναφερθείς δε στις προϋποθέσεις που τίθενται για την παραπομπή σε διαιτησία, θεωρώντας ότι οι αιτήσεις βασίζοντο στο Άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, έθεσε το κρίσιμο ερώτημα ως:

“Είναι η απαίτηση των εναγόντων για την πληρωμή του ναύλου διαφορά ή αμφισβήτηση που εμπίπτει στην παράγραφο 17 των Ναυλοσυμφώνων;”

Με αναφορά στη νομολογία, και ιδιαίτερα στις υποθέσεις  (Nova (Jersey) Knit Ltd v. Kamungarn Spinnerie G.M.B.H., (H.L.) [1977] 1 Lloyd’s Rep. 463 (HL) και Colonial Bank (now Bank of Boston Connecticut) v. European Grain & Shipping Ltd (The “Dominique”) [1989] 1 Lloyd’s Rep. 431, ο ευπαίδευτος Δικαστής απεφάσισε ως ακολούθως:

“Με βάση τις πιο πάνω αυθεντίες κατέληξα, ασκώντας τη διακριτική μου εξουσία, ότι η απαίτηση των εναγόντων δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της παραγράφου 17 των ναυλοσυμφώνων.”

Οι Εναγόμενοι 1 αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης αυτής.  Παρατηρώντας ότι  η απαίτηση των Εναγόντων στο κλητήριο ένταλμα δεν είναι για παράλειψη πληρωμής οφειλόμενου ναύλου αλλά “ως οφειλόμενο ποσό και/ή αποζημιώσεις και/ή υπόλοιπο λογαριασμού δυνάμει συμβάσεων ναυλώσεως”, λέγουν ότι δεν ήταν ορθό για το δικαστήριο να εκλάβει ως δεδομένο, επί του οποίου και στηρίχθηκε η απόφαση του, ότι η απαίτηση ήταν για οφειλόμενα ναύλα.  Ούτε, παρατηρούν περαιτέρω, αναλύεται η απαίτηση για US$ 150,461.58 για να διαφανεί πώς προέκυψε.  Συναφώς δε, παραπέμπουν και στην ένορκη δήλωση των Εναγόντων στην οποία αναφέρεται ότι η απαίτηση περιλαμβάνει και δύο ποσά US$ 13,136 και US$ 16,614.89 για καύσιμα τα οποία χορηγήθησαν στα πλοία και τα οποία σύμφωνα με τα ναυλοσύμφωνα ήσαν πληρωτέα από τους ναυλωτές, όπως και ότι υπήρξαν διαπραγματεύσεις για διευθέτηση του θέματος.  Δεν είναι καθαρό, λέγουν, ότι η φύση της διαφοράς είναι για οφειλόμενα ναύλα.  Τέλος, οι Εναγόμενοι 1 σημειώνουν ότι η αίτηση τους για αναστολή της διαδικασίας δεν βασίζεται στον περί Διαιτησίας Νόμο, όπως εξέλαβε το δικαστήριο, αλλά στο Αγγλικό Arbitration Act, προφανώς του 1950.

Στις ίδιες ουσιαστικά γραμμές επιχειρηματολογούν και οι [*1074]Εναγόμενοι 2, παραπέμποντας και στην ετυμολογική ευρύτητα του όρου “disputes” για να εισηγηθούν ότι οποιαδήποτε απαίτηση που έχει ως γενεσιουργό αιτία τη μη τήρηση των όρων της συμφωνίας συνιστά “dispute” ή “διαφορά”. Το δε δικαστήριο, λέγουν οι Εναγόμενοι 2, κατά τη διάγνωση του ερωτήματος αν υπήρχε διαφορά για να παραπεμφθεί σε διαιτησία, όφειλε να είχε περιορισθεί στη διατύπωση της απαίτησης στο κλητήριο ένταλμα και να μην επεκταθεί σε οτιδήποτε άλλο.

Οι Ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η φύση της αντιδικίας δεν μπορούσε να προσδιορισθεί μόνο με αναφορά στο κλητήριο ένταλμα το οποίο πολύ συνοπτικά και περιορισμένα διατύπωνε την απαίτηση, δοθέντος ότι δεν υπήρξε στο στάδιο εκείνο ούτε Έκθεση Απαίτησης για να παρουσιασθεί πλήρως και λεπτομερώς η απαίτηση, και έτσι ορθά το δικαστήριο στηρίχθηκε και στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης των εναγόντων.  Η δε ένορκη τους δήλωση, λέγουν οι Ενάγοντες, καθιστά σαφές ότι η απαίτηση των Εναγόντων αφορά οφειλόμενα ναύλα και μάλιστα ότι οι Εναγόμενοι είχαν αναγνωρίσει την εν λόγω οφειλή τους, παραπέμποντας στα σχετικά τεκμήρια, ενώ καμμιά αναφορά σε αυτή δεν γίνεται για οποιαδήποτε άλλη πηγή της απαίτησης.  Παρατηρούν δε και το ότι οι Εναγόμενοι δεν αναφέρουν το παραμικρό για τη φύση της διαφοράς που λέγουν ότι πρέπει να παραπεμφθεί σε διαιτησία.

Πριν υπεισέλθουμε στην ουσία του θέματος, λίγα λόγια για την αναφορά που έγινε στη βάση των αιτήσεων για αναστολή της διαδικασίας.  Η αίτηση των Εναγομένων 1 δεν αναφέρει καθόλου πού στηρίχθηκε.  Κατά τη διάρκεια της αγόρευσης πρωτοδίκως όμως, η ευπαίδευτη συνήγορος τους αναφέρθηκε και στον περί Διαιτησίας Νόμο και στο Αγγλικό Arbitration Act σε στήριξη της αίτησης.  Δεν μπορεί λοιπόν τώρα ο ευπαίδευτος συνήγορος να ακούεται να λέγει ότι κακώς αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι η αίτηση βασιζόταν στον περί Διαιτησίας Νόμο.  Εν πάση περιπτώσει δε, καμμιά διαφορά δεν υποδεικνύεται που να υποδεικνύει διάσταση μεταξύ των δύο, που είναι και πανομοιότυπα, ενώ ο ευπαίδευτος δικαστής εξέτασε το θέμα με ιδιαίτερη αναφορά στο Arbitration Act 1950, που θα ήταν εφαρμοστέο δυνάμει των άρθρων 19(α) και 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, και της αγγλικής νομολογίας (ίδε: Bulfracht v. Third World Steel Co Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 148).  Εξ άλλου, στο επίκεντρο της απόφασης είναι το ουσιαστικό θέμα που είναι κοινό στην Κύπρο και στην Αγγλία, δηλαδή το αν υπήρχε διαφορά για να παραπεμφθεί σε διαιτησία, το οποίο το δικαστήριο το χαρακτήρισε ως το κρίσιμο ερώτημα και [*1075]το οποίο συνθέτει και το μόνο λόγο για τον οποίο ζητείται η αναθεώρηση.

Επ’ αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία για την ορθότητα της απόφασης πρωτόδικα.  Η ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας δεν αρκεί για να υπάρξει αναστολή της δικαστικής διαδικασίας. Το ίδιο το άρθρο 8, όπως και το αντίστοιχο και ουσιαστικά πανομοιότυπο άρθρο  4 του Αγγλικού Arbitration Act 1950 (και πριν από αυτό το άρθρο 4 του Arbitration Act 1889), αφορά μόνο αγωγή “in respect of any matter agreed to be referred”.  Η ρήτρα διαιτησίας, εκφράζοντας τη συμφωνία των μερών, έχει μόνο τέτοια και τόση έκταση όση της δίδουν οι όροι της και όχι άλλη ή περισσότερη.  Στην προκειμένη περίπτωση, η ρήτρα διαιτησίας καλύπτει “any dispute”, δηλαδή “οποιαδήποτε διαφορά”, και δεν είναι ακόλουθο ότι οποιαδήποτε απαίτηση συνιστά αναγκαστικά και dispute ή διαφορά, ούτε, όπως λέγουν οι Εναγόμενοι 2, ότι οποιαδήποτε απαίτηση έχει ως γενεσιουργό αιτία τη μη τήρηση των όρων της συμφωνίας συνιστά “dispute”. Ο ευπαίδευτος δικαστής ορθώς λοιπόν έθεσε τη βάση της προσέγγισης του λέγοντας ότι το κρίσιμο ερώτημα ήταν αν η απαίτηση των εναγόντων συνιστούσε διαφορά ή αμφισβήτηση που να ενέπιπτε στα πλαίσια του όρου 17 των ναυλοσυμφώνων.

Στην πολύ ανάλογη προς την προκειμένη υπόθεση Skaliotou v. Pelekanos (1976) 1 C.L.R. 251, το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε εκτεταμένη αναφορά στην Αγγλική όσο και στην Κυπριακή νομολογία, παρατηρώντας στις σελίδες 262-263:

“The first complaint of counsel was (a) that the finding of the trial Judge that there was no dispute was wrong in law once in the affidavit of the husband of the defendant there was a reference to the arbitration agreement indicating that the dispute was within the arbitration; and (b) that the trial Judge wrongly exercised his discretion in declining to grant a stay of the action.

The question is what is the present dispute about.  We think that the answer has to be gathered from the affidavits filed in the application to stay and from the endorsement of the writ and of the statement of claim, as well as the accounts.

It has not been alleged that when the claim was made by the plaintiff, there was a letter from the defendant rebutting or denying the said claim, and going through all the material which [*1076]was before the learned trial Judge, including the submissions of counsel, we find ourselves in agreement with the trial Judge that in spite of the reference to arbitration in the affidavit of the husband of the defendant, nevertheless, nowhere it is to be found what was the precise nature of the dispute which has arisen between the parties.  Indeed, we would go further and state that even the new counsel before us when arguing the appeal, was not in a position to state clearly what was the disagreement between the parties in this case or what was the precise nature of the dispute which had arisen between the parties to be referred in accordance with the arbitration agreement.

With respect to counsel’s argument, a mere reference to arbitration is not sufficient, and it was up to the affiant to point out clearly what was actually the dispute in more specific language, because once the plaintiff instituted proceedings, and the defendant was relying on paragraph 14(1)(c) containing the arbitration clause, it was up to him to pinpoint to the trial Judge the precise nature of dispute which was arisen between the parties in order to obtain a stay of proceedings.

We would, reiterate that, in such cases, there must be a dispute in fact, that is to say, there must be some issue joined between the parties which the arbitrator would have to try at the end. The effect of there being no dispute between the parties within an arbitration agreement is, of course, that the Court has no power to stay an action. See Monro v. Bongor U.D.C. [1915] 3 K.B. 167 at p. 171).”

Η υπόθεση Ιnvesta Foreign Trade Co Ltd v. Onisiforos Demetriades & Co. (1982) 1 C.L.R. 276, στην οποία οι εναγόμενοι είχαν βασισθεί ιδιαίτερα πρωτοδίκως, δείχνει ακριβώς την έκταση της έρευνας του δικαστηρίου για να διαπιστωθεί αν αποκαλύπτεται “dispute” στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας (που εκεί αποκαλύπτετο από την οπισθογράφηση, την έκθεση απαιτήσεως και τις ενόρκους δηλώσεις), με δεδομένη την αρχή της Skaliotou v. Pelekanos. Η δε υπόθεση Βulfracht v. Third World Steel Co. Ltd, ανωτέρω, στηρίζει την άποψη του ευπαίδευτου δικαστή ότι απαίτηση για πληρωμή ναύλου δεν συνιστά “dispute”  στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας.  Το θέμα ετέθη καθαρώτατα από τον Πική, Δ., ως ήτο τότε, στην υπόθεση Tradax v. Queensea Marine Co. (1986) 1 C.L.R. 559, στη σ. 562:

“A dispute presupposes disagreement about facts relevant to [*1077]liability of the parties or the implications of such facts in law. ............ The object of arbitration is not to provide a substitute for the coercive powers of the Court to order the discharge of contractual or other obligations. Arbitration is merely an alternative forum for the elucidation of the facts and establishment of the contractual liabilities of the parties.”

Οι Εναγόμενοι παραπονούνται ουσιαστικά για δύο πράγματα.  Πρώτο, ότι ο ευπαίδευτος δικαστής δεν περιορίσθηκε στην απαίτηση όπως αυτή διατυπώνετο στο κλητήριο ένταλμα για να διαγνώσει και διακριβώσει τη φύση της και έτσι το αν συνιστούσε διαφορά στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας.  Αυτό είναι σαφώς λανθασμένο, όπως προκύπτει και από τις ανωτέρω υποθέσεις. Ιδιαίτερα στην περίπτωση γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος όπως η προκειμένη, αλλά και γενικότερα, το δικαστήριο οφείλει να αναφερθεί σε όλα τα ενώπιον του στοιχεία για να διαπιστώσει τι είναι που απαιτούν οι Ενάγοντες και αν, με βάση το τι απαιτούν, υπάρχει όντως διαφορά για να παραπεμφθεί σε διαιτησία. Ήταν λοιπόν επιβεβλημένο όσο και επιτρεπτό για το δικαστήριο να αναφερθεί όπως και έκανε στις ενόρκους δηλώσεις και τα συνοδεύοντα αυτές τεκμήρια στη διερεύνηση του κρινόμενου θέματος.

Το δεύτερο θέμα που θέτουν οι εναγόμενοι είναι η ορθότητα αυτή καθ’ εαυτή της απόφασης ότι η απαίτηση των Εναγόντων δεν αφορούσε διαφορά για να παραπέμπετο σε διαδικασία παρά μόνο διεκδίκηση πληρωμής οφειλόμενων ναύλων.  Δεν βλέπουμε πως η θέση αυτή μπορεί να ευσταθεί. Στην ένορκη δήλωση των Εναγόντων γίνεται πλήρης και σαφής αναφορά, σε συσχετισμό και με τα συνοδεύοντα τεκμήρια, στο ότι η απαίτηση προήρχετο από οφειλόμενα ναύλα η πληρωμή των οποίων είχε καθυστερήσει, δίδοντας λεπτομέρειες των περιόδων οφειλής για κάθε πλοίο και επισημαίνοντας ότι τα ποσά είχαν υπολογισθεί βάσει των συμφωνηθέντων για κάθε σκάφος ναύλων στα ναυλοσύμφωνα.  Εγίνετο επίσης παραπομπή στο ότι οι Εναγόμενοι 1 αναγνώρισαν το οφειλόμενο ποσό και συνεχώς υπόσχοντο να προβούν σε πληρωμή και στο ότι πραγματοποιήθηκε συνάντηση των μερών για εξεύρεση συναινετικής λύσης η οποία απέτυχε ως εκ της άρνησης των εναγομένων να καταβάλουν τα οφειλόμενα ναύλα εκτός αν εμειώνοντο τα συμφωνηθέντα ναύλα από ορισμένη ημερομηνία, πρόταση που απερρίφθη από τους Ενάγοντες. Πέραν τούτων, οι ίδιοι οι Εναγόμενοι στις ενόρκους δηλώσεις που συνόδευαν τις αιτήσεις τους και γενικότερα δεν αμφισβήτησαν την απαίτηση ως έτσι προκύπτουσα ούτε εξειδίκευσαν [*1078]οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τους και των Εναγόντων παρά μόνο παράπεμψαν στις ρήτρες διαιτησίας ζητώντας την αναστολή της διαδικασίας ως εκ τούτων.  Είναι δε χαρακτηριστική η αναφορά στην ένορκη δήλωση των Εναγομένων 1 ότι ήσαν πρόθυμοι να κάνουν κάθε τι το αναγκαίο ώστε “whatever matters the plaintiffs say are in dispute” να αποφασίζοντο στη διαιτησία.  Μα οι Ενάγοντες ποτέ δεν αναφέρθησαν σε “dispute” παρά μόνο σε άρνηση καταβολής των οφειλομένων ναύλων, οι δε Εναγόμενοι ούτε κατ’ ελάχιστο δεν ισχυρίσθησαν οποιαδήποτε “dispute”, και ούτε ζήτησαν να αντεξετάσουν επί της ενόρκου δηλώσεως των Εναγόντων.  Με όλα αυτά τα δεδομένα, είναι απόλυτα δικαιολογημένη η διαπίστωση του ευπαίδευτου δικαστή ότι δεν είχε αμφισβητηθεί η θέση των Εναγόντων ότι η απαίτηση αφορούσε τα οφειλόμενα ναύλα, όπως ορθή ήταν και η κατάληξη του ότι, με βάση την αναφερθείσα νομολογία, η απαίτηση για οφειλόμενα ναύλα δεν συνιστά dispute εμπίπτουσα στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας.

Οι Εναγόμενοι 1 ιδιαίτερα επιχειρούν να στηρίξουν τη θέση τους ότι υπήρξε dispute στην αναφορά στην ένορκη δήλωση των Εναγόντων ότι το απαιτούμενο ποσό περιλάμβανε όχι μόνο οφειλόμενα ναύλα αλλά και την οφειλόμενη αξία καυσίμων.  Εκτός του ότι αυτό το θέμα δεν ετέθη και δεν συζητήθηκε έτσι πρωτοδίκως, δεν βοηθά τους Εναγόμενους ούτως ή άλλως:  ό,τι ελέχθη σε σχέση με τη βασική απαίτηση για οφειλόμενα ναύλα εφαρμόζεται και στην απαίτηση για οφειλόμενη αξία καυσίμων την οποία, όπως έλεγαν οι Ενάγοντες στην ένορκη δήλωση τους, ώφειλαν να καταβάλουν οι Εναγόμενοι δυνάμει των ναυλοσυμφώνων.  Και επ’ αυτού οι Ενάγοντες δείχνουν ότι πρόκειται για οφειλόμενο ποσό, το οποίο οι Εναγόμενοι δεν αμφισβήτησαν καθ΄οιονδήποτε τρόπο ούτε υπέδειξαν ότι υπάρχει οποιαδήποτε “dispute” επ΄αυτού ώστε να μπορεί να γίνει επίκληση της ρήτρας διαιτησίας σε αναφορά με αυτό.

Η Αίτηση για Αναθεώρηση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Οι Εναγόμενοι 1 θα καταβάλουν τα έξοδα των Εναγόντων.

H αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο