Kορέλλης Aχιλλέας (1999) 1 ΑΑΔ 1122

(1999) 1 ΑΑΔ 1122

[*1122]19 Ioυλίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ

ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ

ΥΠ. ΑΡ. 10227 Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 24.9.1998

Η ΟΠΟΙΑ ΥΠΕΒΛΗΘΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ ΑΧΙΛΛΕΑ ΚΟΡΕΛΛΗ

ΚΑΙ

ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ ΑΙΤΗΜΑ (PETITION) ΤΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ

ΑΧΙΛΛΕΑ ΚΟΡΕΛΛΗ ΣΤΗΝ ΩΣ ΑΝΩ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΥΠ. ΑΡ. 10227.

(Aίτηση Aρ. 53/99)

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων — Ανώτατο Δικαστήριο — Αίτηση προς την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για ακύρωση και/ή παραμερισμό δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε πολιτική έφεση λόγω ισχυριζόμενης κακής σύνθεσης του Εφετείου που επελήφθη της έφεσης — Κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να ακυρώνει ή τροποποιεί προηγούμενη απόφασή του — Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι δεν παρέχεται τέτοια εξουσία από το Σύνταγμα ή το νόμο — Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που προβλέπονται στον Κ. 25 Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για διόρθωση γραφικών λαθών ή λαθών που προκύπτουν από τυχαίο σφάλμα ή παράλειψη.

Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου — Ανώτατο Δικαστήριο — Συμφυείς ή εγγενείς εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου — Δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους — Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του — Δικαστήριο της δικαιοσύνης — Χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών.

Δικαστική απόφαση — Γραφικά λάθη ή παραλείψεις σε απόφαση ή διάταγμα — Μπορούν να διορθωθούν από το Δικαστήριο με αίτηση χωρίς έφεση — Κ. 25 Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

[*1123]Το Κακουργιοδικείο, κατά τη διάρκεια εκδίκασης δίκης για βιασμό, εξέδωσε διατάγματα με τα οποία υποχρεωνόταν η εισαγγελική αρχή να παραδώσει στην υπεράσπιση ορισμένα τεκμήρια για εξέταση και επισκόπηση.  Τα εν λόγω διατάγματα ακυρώθηκαν με ένταλμα certiorari, μετά από αίτηση της εισαγγελικής αρχής.  Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο με πλειοψηφία επτά από τους εννιά Δικαστές της διευρυμένης σύνθεσης του Εφετείου (Πολιτική Έφεση Aρ. 10227).  Ο κατηγορούμενος, αιτητής, κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση.  Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Υπαστυνόμος Στ. Ιωαννίδης, μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή, κατά την αντεξέταση του είπε πως ο κ. Ρ. Γαβριηλίδης, τότε Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, συμβούλευσε τους εξεταστές της υπόθεσης για τη νομικά ορθή πορεία των ερευνών.  Ο κ. Γαβριηλίδης διορίστηκε μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 6.10.97 και μετείχε της διευρυμένης σύνθεσης του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση Aρ. 10227.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο.

Ο εφεσείων καταχώρησε με εναρκτήρια κλήση αίτημα το οποίο απευθύνετο στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία εκαλείτο να ακυρώσει ή παραμερίσει την απόφαση που εκδόθηκε στην Πολιτική Έφεση 10227.

Το ουσιαστικό στοιχείο για στήριξη του αιτήματος, ήταν η ανάμειξη του δικαστή κ. Γαβριηλίδη στην πορεία των ερευνών της καταγγελίας εις βάρος του αιτητή, και, που κατ’ ισχυρισμόν ήλθε σε φως όταν κατέθεσε στο Κακουργιοδικείο ο υπαστυνόμος Στ. Ιωαννίδης.  Κατά την εισήγηση των δικηγόρων του αιτητή εγείρετο ζήτημα κακής σύνθεσης του Εφετείου που επελήφθη της Πολιτικής Έφεσης 10227.

Ο δικηγόροι του αιτητή, υποστήριξαν ότι η νομική βάση του αιτήματος παρέχεται από την απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων στη γνωστή υπόθεση R. v. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrates and Others, ex parte Pinochet Ugarte (No. 2),  που εκδόθηκε στις 15.1.1999.

Η εισαγγελική αρχή έφερε ένσταση στην αίτηση αμφισβητώντας την ύπαρξη δικαιοδοσίας του Εφετείου να ακυρώνει ή παραμερίζει απόφασή του.  Υποστήριξε ότι η όποια ανάμειξη του κ. Γαβριηλίδη, ως Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην πορεία των Ερευνών της καταγγελίας ήταν γνωστή στον πρώτο δικηγόρο του κατηγορουμένου – αιτητή, που είχε επικοινωνία με το νομικό τμήμα αναφορικά με την υπόθεση.  Το υπό συζήτηση αίτημα καταχωρήθηκε μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου και όχι αμέσως μετά τη συμπλήρωση της μαρτυ[*1124]ρίας του υπαστυνόμου Στ. Ιωαννίδη.

Οι δικηγόροι του αιτητή εισηγήθηκαν πως αν το αίτημά του γίνει αποδεκτό, τότε ολόκληρη η διαδικασία που αφορά στην ποινική κατηγορία εναντίον του αιτητή, κατηγορουμένου θα πρέπει να θεωρηθεί ως άκυρη, και ο κατηγορούμενος να αθωωθεί.

Αποφασίσθηκε κατά πλειοψηφία η απόρριψη του αιτήματος.

Α: Υπό Αρτεμίδη, Δ., συμφωνούντων και των Αρτέμη, Δ., Νικολαΐδη, Δ., Καλλή, Δ., Κρονίδη, Δ. και Ηλιάδη, Δ.:

1.  Το υπό εξέταση θέμα δικαιοδοσίας, έχει ανεπιφύλακτα και καθαρά αποφασιστεί στην πρόσφατη υπόθεση Α. Αντωνίου v. Δημοκρατίας.  Η απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων της Αγγλίας, που άπτεται της δικής του δικαιοδοσίας, δεν εφαρμόζεται στην πολιτεία μας.  Η απόφαση στην υπόθεση Pinochet έτυχε ευρείας κριτικής από έγκυρους νομικούς κύκλους της χώρας, όπου και βεβαίως ισχύει.

2.  Στην απόφαση Αντωνίου στην οποία υιοθετείται και προηγούμενη νομολογία επί του ζητήματος, επαναλαμβάνεται ότι οι συμφυείς ή εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου, δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκταση τους.  Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιον του διαδικασιών.

3.  Η διαφοροποίηση στην οποία επιχείρησαν να προβούν οι δικηγόροι του αιτητή της απόφασης Αντωνίου από το δικό τους διάβημα δεν επιτρέπεται από το δικό μας νομικό καθεστώς.  Είτε επιζητείται τροποποίηση της απόφασης του Δικαστηρίου του τελευταίου βαθμού, ή ακύρωσή της, τούτο θα απέληγε σε επέμβαση στη ληφθείσα εις τελευταίο βαθμό απόφαση, χωρίς να υπάρξει τέτοια εξουσία από το Σύνταγμα ή το νόμο.

4.  Αν, θεωρητικά, το Εφετείο μας είχε τη συμφυή εξουσία να ακυρώνει ή τροποποιεί προηγούμενη απόφασή του, όπως εισηγούνται οι δικηγόροι του αιτητή, και την εφάρμοζε, αυτό θα σήμαινε πως μπορεί να επεμβαίνει για να τροποποιεί ή ακυρώνει όχι μόνο μια φορά την απόφασή του αλλά και περισσότερες για διάφορους λόγους, που πιθανό να ανακύπτουν μετά την έκδοσή της.  Η ουσία [*1125]της σκέψης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Αντωνίου είναι η εφαρμογή του Συντάγματος και των νόμων, ειδικώτερα του Άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, που καθορίζουν τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Εφετείου όπως προβλέπει το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος.  Υπέρβαση των νομικών αυτών ορίων θα οδηγούσε το Δικαστήριο σε έκνομη πορεία.

Β. Υπό Κωνσταντινίδη, Δ., συμφωνούντων και των Νικολάου, Δ. και Κραμβή, Δ.:

1.  Το κεφαλαιώδες ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για ακύρωση ή παραμερισμό εφόσον διαπιστώνεται ανεπίτρεπτη, λόγω φαινομένης προκατάληψης, συμμετοχή Δικαστή στη σύνθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

2.  Οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν πως αποδοχή του αιτήματος θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, χωρίς αυτή να υφίσταται ως θεσμός στο νομικό σύστημα της Κύπρου.  Η απόφαση στην Ex p. Pinochet Ugarte (No. 3),  στην οποία η απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής πράγματι παραμερίσθηκε, λόγω του δεσμού δικαστή προς ουσιαστικό διάδικο, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην Κύπρο, πολύ λιγότερο αφού τρεις αποφάσεις του Εφετείου ή της Ολομέλειας ευθέως αποκλείουν τη δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας τέτοιας φύσης, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

3.  Το δικαίωμα για εκδίκαση από αμερόληπτο δικαστήριο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 39/62.  Κατοχυρώνεται επίσης με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.  Η δίκη από αμερόληπτο δικαστήριο δεν είναι συνταγματική απαίτηση που αφορά μόνο τα κατώτερα Δικαστήρια.  Ισχύει και για το Ανώτατο Δικαστήριο.  Είναι σαφές και αυτό είναι παραδεκτό από όλους, πως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να παραμερίσει απόφαση κατώτερου δικαστηρίου για λόγους αναγόμενους σε φαινομένη μεροληψία.

4.  Η απόφαση στην υπόθεση Pinochet, εκδόθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, η οποία αποτελεί τον τελικό βαθμό απονομής της δικαιοσύνης στην Αγγλία, όχι κατ’ ενάσκηση δικαιοδοσίας σε περαιτέρω βαθμό.  Ενάσκησε σύμφυτη δικαιοδοσία το ίδιο το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ενόψει θεμε[*1126]λιώδους κωλύματος συμμετοχής ενός από τους δικαστές του.  Στην παρούσα περίπτωση δεν τίθεται θέμα επανακρόασης ή εξέτασης, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα της απόφασης που εκδόθηκε, από απόψεως περιεχομένου της.  Η παρούσα περίπτωση διακρίνεται από εκείνες που συζητήθηκαν ως τώρα από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Το αίτημα απευθύνεται και πράγματι αφορά στο ίδιο το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση.  Περιεχόμενό του είναι η αναίρεση του αποτελέσματος δίκης η οποία δεν έφερε τα εχέγγυα αμεροληψίας, με την έννοια που προσδιορίστηκε.  Και αυτό όχι για να διαταχθεί δεύτερη δίκη αλλά για να διεξαχθεί η μια δίκη στην οποία δικαιούται κάθε πρόσωπο.

5.  Οι σύμφυτες εξουσίες, οι οποίες ασκούνται από όλα τα Δικαστήρια δεν είναι θεσμοθετημένες, ούτε εξαντλητικά προσδιορισμένες.  Αναγνωρίζονται όμως ως αυτονόητο στοιχείο της ύπαρξής τους και ως εγγενές εφόδιο για την εκπλήρωση της αποστολής τους ως φορέα για την απονομή της δικαιοσύνης.

6.  Η αγγλική νομολογία, σε σχέση τόσο με την αναγνώριση όσο και με το περιεχόμενο ή την έκταση των σύμφυτων εξουσιών του Δικαστηρίου, εφαρμόζεται και στην Κύπρο.  Άλλωστε η απονομή της δικαιοσύνης στην Κύπρο, έχει ως πρότυπο την απονομή της δικαιοσύνης κατά το δικαστικό σύστημα του Κοινοδικαίου, με τη διαφορά ότι εδώ η αυτονομία και το ξεχωριστό της δικαστικής εξουσίας κατοχυρώνονται με γραπτό Σύνταγμα.

7.  Πέρα από τα πιο πάνω, δεν είναι καν άγνωστος στο σύστημά μας ο παραμερισμός απόφασης από το ίδιο το Δικαστήριο που την εξέδωσε, όπως συνέβηκε στην υπόθεση Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ v. Ουστά (Αρ. 1).  Το Εφετείο έχει διακριτική εξουσία και δύναται να απορρίψει ή να χειριστεί την έφεση με άλλο τρόπο, όπως θα έκρινε ορθό. Το νόημα είναι πως δικονομικές ρυθμίσεις ή κενά σ’ αυτές δεν εξουδετερώνουν τις συνταγματικές διατάξεις ούτε αφήνουν το Δικαστήριο ανίσχυρο.

Η αίτηση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

R. v. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrate and Others, ex parte Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All E.R. 577,

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 339,

[*1127]Pinochet Ugarte (No.3) [1999] 2 All E.R. 97,

Orphanides v. Vyron Michaelides (1968) 1 C.L.R. 295,

Αγαθοκλέους v. Εδαξύλ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ κ.ά (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302,

Ορφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44,

Χαραλαμπίδης v. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 724,

Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691,

Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 1) (1996) 1 A.A.Δ. 49,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας της Κένυας v. Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft AG (1999) 1 A.A.Δ. 585,

Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ v. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,

Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 415,

Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,

Kορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέας (1998) 1 A.A.Δ. 1718.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Oλομέλειας του Aνωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση Aρ. 10227 ημερ. 24 Σεπτεμβρίου, 1998 λόγω κακής σύνθεσης του Eφετείου που επιλήφθηκε της έφεσης.

Ε. Ευσταθίου και Μ. Πικής, για τον Aιτητή.

Μ. Μαλαχτού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για την Kαθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

APTEMIΔHΣ, Δ.:  Θα δοθούν δύο αποφάσεις. Με την απόφαση της πλειοψηφίας, που θα δώσω εγώ, συμφωνούν οι Δικαστές [*1128]Αρτέμης, Νικολαΐδης, Καλλής, Κρονίδης και Ηλιάδης.

Ο Δικαστής Κωνσταντινίδης, θα δώσει την άλλη απόφαση με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Νικολάου και Κραμβής

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Θα αναφερθούμε στο ιστορικό που οδήγησε στην Αίτηση που συζητούμε, παραθέτοντας μόνο τα απολύτως αναγκαία γεγονότα, έτσι που να υπάρχει ολοκληρωμένη αντίληψη του θέματος.  Στις 23.3.98 δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε, μετά από αίτηση της Εισαγγελικής Αρχής, ένταλμα certiorari με το οποίο ακυρώθηκαν ενδιάμεσα διατάγματα που εξέδωσε στις 19.3.98 το Κακουργιοδικείο, που συνεδρίαζε στη Λευκωσία, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης, ποινικής κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο αιτητής για βιασμό.

Η πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε στις 24.9.98 με πλειοψηφία επτά, από τους εννιά Δικαστές, της διευρυμένης σύνθεσης του Εφετείου.  (δες: Kορέλλης ν. Γενικού Eισαγγελέα (1998) 1 A.A.Δ. 1718, Αναφορικά με το άρθρο 155(4) του Συντάγματος και Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος CERTIORARI και Αναφορικά με το διάταγμα που εκδόθηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση 36434/97, στις 19.3.98).  Η δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου συνεχίστηκε.  Ο κατηγορούμενος, αιτητής, κρίθηκε ένοχος στις 10.3.99 και καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση.  Κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, και συγκεκριμένα στις 27.1.99, ο Υπαστυνόμος Στ. Ιωαννίδης, μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή, κατά την αντεξέταση του έκανε αναφορά στην πορεία των αστυνομικών ερευνών, που γίνονταν γύρω στον Αύγουστο του 1966 για τη διερεύνηση της καταγγελίας και είπε πως ο κ. Ρ. Γαβριηλίδης, τότε Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, συμβούλευσε επί ορισμένων θεμάτων τους εξεταστές της υπόθεσης για τη νομικά ορθή διαδικασία των ερευνών. Ο κ. Γαβριηλίδης διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 6.10.97, και μετείχε της διευρυμένης σύνθεσης του Εφετείου στην πολιτική έφεση 10227.  Να σημειώσουμε πως το επίδικο θέμα της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και στην έφεση, ήταν καθαρά νομικό και άπτετο της δικαιοδοσίας του κακουργιοδικείου να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα, με τα οποία υποχρεωνόταν η εισαγγελική αρχή να παραδώσει στην υπεράσπιση ορισμένα τεκμήρια για εξέταση και επισκόπηση.

Το υπό συζήτηση ένδικο διάβημα, που καταχωρίστηκε με Εναρ[*1129]κτήρια Κλήση ως: «ΑΙΤΗΜΑ (PETITION) ΤΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΟΣ Α.ΚΟΡΕΛΛΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚH ΕΦΕΣΗ ΥΠ. ΑΡ. 10227, και με τίτλο «Σε ότι αφορά ΑΙΤΗΜΑ (PETITION) του εφεσείοντα Αχιλλέα Κορέλλη στην άνω αναφερόμενη Πολιτική Έφεση υπ. αρ. 10227», απευθύνεται στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία και καλείται να «ακυρώσει και ή παραμερίσει» την απόφαση που εκδόθηκε στην Πολιτική Έφεση 10227. 

Το ουσιαστικό στοιχείο που προβάλλεται στα γεγονότα για να στηριχθεί το αίτημα, είναι η ανάμειξη του δικαστή κ.Γαβριηλίδη στην πορεία των ερευνών της καταγγελίας εις βάρος του αιτητή, και που, κατ’ ισχυρισμόν, ήλθε σε φως όταν κατέθεσε στο Κακουργιοδικείο ο υπαστυνόμος Στ. Ιωαννίδης.  Εγείρεται, επομένως, κατά την εισήγηση των δικηγόρων του αιτητή, ζήτημα κακής σύνθεσης του Εφετείου που επελήφθη της Πολιτικής Έφεσης 10227, εφόσον ο δικαστής, ο οποίος, ως εκ της φύσεως των καθηκόντων του ως Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είχε ανάμειξη στην πορεία των ερευνών της καταγγελίας εις βάρος του αιτητή, καθίστατο εξαιρετέος από τη σύνθεση του Δικαστηρίου.  Οι δικηγόροι του αιτητή διευκρίνησαν πως δεν έθεταν υπό αμφισβήτηση της ακεραιότητα του Δικαστή Γαβριηλίδη, αλλά υποστήριξαν πως το ζήτημα ανάγεται σε καλώς γνωστή αρχή του δικαίου πως το αδέκαστο και η αμεροληψία του Δικαστηρίου πρέπει να είναι αυταπόδεικτη,  άμεμπτη, και έτσι να φαίνεται στο κοινό.

Η νομική βάση του αιτήματος παρέχεται, όπως διατείνονται οι δικηγόροι του αιτητή, από την απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων στη γνωστή υπόθεση R. v. Bow Street Metropolitan Stipendiary Magistrate and Others, ex parte Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All E.R. p.577), που εκδόθηκε στις 15.1.1999.  Θα παραθέσουμε από την πιο πάνω υπόθεση μόνο τη νομική αρχή, βάσει  της οποίας το Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων ανέλαβε δικαιοδοσία και ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση του, με οδηγίες να επανεκδικαστεί η υπόθεση από άλλη σύνθεση, επιτροπή, του Δικαστηρίου (σελ.585, από την απόφαση του Λόρδου Browne-Wilkinson)

«(1)  Jurisdiction

As I have said the respondents to the petition do not dispute that your Lordships have jurisdiction in appropriate cases to rescind or vary an earlier order of this House.  In my judgment, that concession was rightly made both in principle and on authority.

[*1130]In principle it must be that your Lordships, as the ultimate court of appeal, have power to correct any injustice caused by an earlier order of this House. There is no relevant statutory limitation on the jurisdiction of the House in this regard and therefore its inherent jurisdiction remains unfettered.  In Cassell & Co Ltd v. Broome (No.2) [1972] AC 1136 your Lordships varied an order for costs already made by the House in circustances where the parties had not had a fair opportunity to address argument on the point.

However, it should be made clear that the House will not reopen any appeal save in circumstances where, through no fault of a party, he or she has been subjected to an unfair procedure.  Where an order has been made by the House in a particular case there can be no question of the decision being varied or resinded by a later order made in the same case just because it is thought that the first order is wrong.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας.  Έχει σημασία γι’ αυτά που ακολουθούν).

(1)  Δικαιοδοσία.

Όπως έχω πει οι καθ’ ων στην αίτηση δεν αμφισβητούν πως οι Λορδίες σας έχουν δικαιοδοσία σε κατάλληλες υποθέσεις να ακυρώνουν ή τροποποιούν προηγούμενη διαταγή αυτού του Δικαστηρίου.  Στην κρίση μου ορθά έγινε τούτο παραδεκτό και ως θέμα αρχής αλλά που βασίζεται και σε αυθεντία.

Ως θέμα αρχής πρέπει οι Λορδίες σας, ως το τελευταίο Δικαστήριο έφεσης, να έχουν εξουσία να διορθώνουν οποιαδήποτε αδικία που δημιουργήθηκε από προηγούμενη διαταγή του Δικαστηρίου.  Δεν υπάρχει καμιά σχετική νομοθετική διάταξη περιοριστική της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου σε αυτό το ζήτημα και επομένως η σύμφυτη εξουσία του παραμένει αδέσμευτη.  Στην Cassell & Co Ltd v. Broome (No.2) [1972] AC 1136 οι Λορδίες σας τροποποίησαν διαταγή για έξοδα που είχε γίνει από το Δικαστήριο, κάτω από περιστάσεις όπου οι διάδικοι δεν είχαν εύλογη ευκαιρία να επιχειρηματολογήσουν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.

Εντούτοις, πρέπει να γίνει καθαρό, πως το Δικαστήριο δεν θα επανανοίξει καμιά έφεση εκτός σε περιπτώσεις όπου, χωρίς οποιοδήποτε σφάλμα κάποιου διάδικου, εκείνος ή εκείνη έχουν [*1131]υποβληθεί σε άδικη διαδικασία.  Όπου έχει γίνει διαταγή από το Δικαστήριο σε συγκεκριμένη υπόθεση, δεν μπορεί να εγερθεί ζήτημα τροποποίησης ή ακύρωσης του διατάγματος, με άλλο που ακολουθεί στην ίδια υπόθεση απλώς επειδή πιστεύεται πως το πρώτο είναι εσφαλμένο.»

(Σημ.:  Μεταφράζουμε τη λέξη «Ηouse» ως «Δικαστήριο»).

Η Eισαγγελική Aρχή ενίσταται στην αίτηση.  Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα  η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστηρίζει στην ένσταση της πως η όποια ανάμειξη του κ.Γαβριηλίδη, ως Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην πορεία των ερευνών της καταγγελίας ήταν γνωστή στον πρώτο δικηγόρο του κατηγορούμενου, αιτητή,  κ. Λ. Παπαφιλίππου, που είχε επικοινωνία με το νομικό τμήμα αναφορικά με την υπόθεση. Το υπό συζήτηση αίτημα καταχωρίστηκε στις 20.5.99, μετά τη καταδίκη του κατηγορουμένου στις 10.3.99 από το κακουργιοδικείο, και όχι αμέσως μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του υπαστυνόμου Στ.Ιωαννίδη.  Εν πάση περιπτώσει  παρά την απόφαση του Εφετείου, με την οποία ακυρώθηκαν τα διατάγματα του, συνεχίζει η δικηγόρος της Δημοκρατίας, η ίδια απέστειλε αντίγραφα των εγγράφων, αντικείμενα εκείνης της διαδικασίας, στους δικηγόρους του κατηγορουμένου.

Δεν θα μας απασχολήσουν τα γεγονότα της υπόθεσης. Εγείρεται από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας προκαταρκτική ένσταση πως το Εφετείο δεν έχει δικαιοδοσία να ακυρώνει ή παραμερίζει απόφαση του, γιατί τούτο αποτελεί τον τελευταίο βαθμό κρίσεως της υπόθεσης κατά το Σύνταγμα και τους Νόμους.  Εισηγείται επομένως, πως το επίδικο διάβημα πρέπει να απορριφθεί ως άτυπο, γιατί μ’ αυτό επιζητείται θεραπεία άγνωστη στο νόμο.

Ασχοληθήκαμε με το ζήτημα της δικαιοδοσίας προκαταρκτικά.  Οι δικηγόροι ανέπτυξαν τις θέσεις τους, προβάλλοντας νομικά επιχειρήματα. Προτού προχωρήσουμε να αιτιολογήσουμε τη δική μας κρίση, να αναφέρουμε πως οι δικηγόροι του αιτητή κατέστησαν σαφές πως δεν ζητούν την ακύρωση ή τον παραμερισμό της απόφασης του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση 10227, Kορέλλης ν. Γενικού Eισαγγελέα με σκοπό την επανεκδίκαση της, αλλά την ακύρωση της, χωρίς να επακολουθήσει οτιδήποτε άλλο.  Σε υποθετική μάλιστα ερώτηση από την έδρα, κατά πόσο το αποτέλεσμα της ακύρωσης της απόφασης του Εφετείου, θα ήταν να παραμείνει ανέπαφη η πρωτόδικη απόφαση, η απάντηση των δικηγόρων του αιτητή ήταν αρνητική.  Εισηγήθηκαν πως αν το αίτημα τους γίνει αποδεκτό, τότε ολόκληρη η διαδικασία που αφορά στην ποινική κατηγορία εναντίον του αιτητή, κατηγορούμενου θα πρέπει να θε[*1132]ωρηθεί ως άκυρη, και ο κατηγορούμενος να αθωωθεί.  Να παρατηρήσουμε εδώ πως εκκρεμεί έφεση του κατηγορουμένου, εναντίον της καταδίκης του από το κακουργιοδικείο.

Έχουμε τη γνώμη πως το θέμα δικαιοδοσίας, που εξετάζουμε, έχει  ανεπιφύλακτα και καθαρά αποφασιστεί στην πρόσφατη υπόθεση Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 339, όπου διευρυμένη σύνθεση του Δικαστηρίου συζήτησε τη δικαιοδοσία του Εφετείου της πολιτείας μας. Θα ήταν αρκετό αν παραπέμπαμε στην πιο πάνω απόφαση, χωρίς οποιοδήποτε άλλο σχόλιο.  Το ζήτημα εξετάζεται στην υπόθεση Αντωνίου με αναφορά στο Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας μας. Η απόφαση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων της Αγγλίας, που άπτεται της δικής του δικαιοδοσίας, δεν έχει καμιά εφαρμογή στην πολιτεία μας. Η απόφαση στην υπόθεση Pinochet έτυχε ευρείας κριτικής από έγκυρους νομικούς κύκλους της χώρας, όπου και βεβαίως ισχύει.

Ενθέτουμε παρακάτω τις πιο σημαντικές περικοπές από την απόφαση Αντωνίου στην οποία υιοθετείται και προηγούμενη νομολογία επί του ζητήματος.

«Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν  την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο.  Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή μας στην Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) (σελ.56):

«Για την ολοκλήρωση της εικόνας η οποία διαγράφεται από τη νομολογία ως προς το δικαιοδοτικό πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρέπει να αναφερθούμε και στις Attorney General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251, και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη και Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, όπου αναγνωρίστηκε ότι το σύνταγμα δεν καθιερώνει δικαίωμα έφεσης και ότι η θεσμοθέτηση του ανάγεται στη νομοθετική λειτουργία.  Εξάλλου, έχει αναγνωρισθεί ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται από την επιφύλαξη του Άρθρου 11(2) (πρόβλεψη για έφεση), είναι δευτεροβάθμια και ασκείται βάσει και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που προβλέπουν και καθορίζουν οι σχετικοί διαδικαστικοί θεσμοί (βλ., μεταξύ άλλων, Republic v. Vassiliades (1967) 3 C.L.R. 82, Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213, και Δημοκρατία ν. Βιολάρη και Άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456).»

Δε θα επεκταθούμε στη συζήτηση του θέματος, εκτός από [*1133]του να διαπιστώσουμε ότι το αίτημα, το οποίο έχει υποβληθεί, είναι άγνωστο στο νόμο και, εκ προοιμίου, καταδικασμένο σε αποτυχία. Ο νόμος προβλέπει ένα στάδιο έφεσης, το οποίο, στην προκείμενη υπόθεση, έχει διανυθεί με την ακρόαση της έφεσης και εξαντληθεί με την έκδοση της απόφασης.»

(Σημ.:  Το Άρθρο 11(2), είναι από τον Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμο του 1964, 33/64).

Σημαντικό είναι και αυτό που επαναλαμβάνεται στην απόφαση Αντωνίου, για τις συμφυείς ή εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή:

« .... δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους.  Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται  από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών.»

           

Οι δικηγόροι του αιτητή προσπάθησαν να διαφοροποιήσουν την απόφαση Αντωνίου από το δικό τους διάβημα.  Εισηγούνται πως στην Αντωνίου υποβλήθηκε αίτημα επανακρόασης της Αναθεωρητικής Έφεσης από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου με τίτλο: «Αναθεωρητική Έφεση», ενώ εδώ γίνεται «ΑΙΤΗΜΑ» (PETITION) ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ακυρώσει ή αναθεωρήσει την απόφαση του Εφετείου στην έφεση 10227, όπως δηλαδή έγινε στην υπόθεση Pinochet.  Σε άλλο, υποθετικό πάλιν ερώτημα από την έδρα, κατά πόσο αν γινόταν το ίδιο διάβημα στην Αντωνίου, «Αίτηση» (Petition) δηλαδή,  τούτο θα μετέβαλλε το σκεπτικό της απόφασης, η απάντηση των δικηγόρων του αιτητή ήταν καταφατική.

Έχουμε τη γνώμη πως το δικό μας νομικό καθεστώς δεν επιτρέπει τέτοια διαφοροποίηση.  Είτε επιζητείται  τροποποίηση της απόφασης του Δικαστηρίου του τελευταίου βαθμού, ή ακύρωση της, τούτο θα απέληγε σε επέμβαση στη ληφθείσα εις τελευταίο βαθμό απόφαση, χωρίς να υπάρχει τέτοια εξουσία από το Σύνταγμα ή το νόμο.

Χωρίς να θέλουμε να προσθέσουμε, ή με οποιοδήποτε τρόπο να αλλοιώσουμε, το καθοριστικό μέρος της αιτιολογίας της απόφασης στην υπόθεση Αντωνίου, ας μας επιτραπεί να κάνουμε τα πιο [*1134]κάτω σχόλια.  Όταν το Σύνταγμα (άρθρο 155.1) καθορίζει τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας ταυτόχρονα ορίζεται και ο τρόπος που άγεται σε τελεσιδικία η υπόθεση, όταν διανυθεί και αυτό το στάδιο.  Δεν παρέχεται από το Σύνταγμα ή το νόμο εξουσία στο ίδιο το Εφετείο να αλλοιώσει με οποιοδήποτε τρόπο απόφαση του, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον Κ.25 Δ.6, για διόρθωση δηλαδή γραφικών λαθών ή λαθών που προκύπτουν από τυχαίο σφάλμα ή παράλειψη.  Αν υφίστατο τέτοια εξουσία δεν θα χρειαζόταν να καθοριστεί στο Σύνταγμα η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείο. 

Μας είπαν οι δικηγόροι του αιτητή πως το Εφετείο της Κύπρου, που ασκεί τη δευτεροβάθμια και τελευταία δικαιοδοσία στη δίκη, έχει συμφυή εξουσία να ακυρώνει ή τροποποιεί προηγούμενη απόφαση του.  Μα αν, θεωρητικά, το Εφετείο μας είχε τέτοια εξουσία, και την εφάρμοζε, αυτό θα σήμαινε πως μπορεί να επεμβαίνει για να τροποποιεί ή ακυρώνει όχι μόνο μια φορά την απόφαση του αλλά και περισσότερες για διάφορους λόγους, που πιθανό να ανακύπτουν μετά την έκδοση της.  Τέλος, να πούμε και το εξής. Η ουσία της σκέψης του Δικαστηρίου μας στην υπόθεση Αντωνίου είναι η εφαρμογή του Συντάγματος  και των νόμων, ειδικώτερα του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, που καθορίζουν τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Εφετείου όπως προβλέπει το άρθρο 155.1 του Συντάγματος.  Υπέρβαση των νομικών αυτών ορίων θα οδηγούσε το Δικαστήριο μας, κατά την ταπεινή μας βέβαια άποψη, γιατί υπάρχει και η σεβαστή αντίθετη γνώμη των συναδέλφων μας, σε έκνομη πορεία.

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.

ΔIKAΣTHPIO: Αυτή είναι η απόφαση των Δικαστών Κωνσταντινίδη, Νικολάου και Κραμβή. (διϊστάμενη)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Με προνομιακό ένταλμα certiorari ακυρώθηκε διάταγμα που εκδόθηκε από Κακουργιοδικείο και ασκήθηκε έφεση. Η έφεση ακούστηκε από την Ολομέλεια που απάρτιζαν εννέα δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και απορρίφθηκε.  Κρίθηκε πως το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία έκδοσης του διατάγματος.

Η ποινική δίκη σε σχέση με την οποία εκδόθηκε το διάταγμα συμπληρώθηκε, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για βιασμό και άσκησε έφεση.  Με παράλληλο γραπτό αίτημα ζητά την ακύρωση  ή τον παραμερισμό της απόφασης της Ολομέλειας.  Απευθύνεται, [*1135]όπως διευκρινίζει, στο ίδιο Δικαστήριο που εκδίκασε την έφεση και επικαλείται τις συμφυείς του εξουσίες.  Προβάλλει ως πραγματικό έρεισμα τον ισχυρισμό πως, όπως διαπίστωσε μετά την έκδοση της απόφασης, ήταν ανεπίτρεπτη η συμμετοχή του δικαστή Ρ. Γαβριηλίδη στη σύνθεση της Ολομέλειας, εξ αιτίας της κατ’ ισχυρισμόν ανάμειξής του, υπό την τότε ιδιότητά του ως Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην ανακριτική διαδικασία.

Το θέμα τέθηκε εντελώς αποπροσωποιημένα.  Δεν είναι ο ισχυρισμός του αιτητή πως ο Δικαστής ήταν πράγματι προκατειλημμένος.  Ό,τι προτείνεται είναι φαινομένη προκατάληψη ως αντικειμενική κατάσταση στη βάση της εμφάνισης των πραγμάτων.  Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται και εξετάσαμε, ως πρόκριμα, το δικαιοδοτικό ζήτημα που έθεσαν.  Δεν μας απασχόλησαν τα γεγονότα και δεν συζητήθηκαν, με αναφορά προς τα γεγονότα, επί μέρους ζητήματα ενδεχομένως και αυτά δικαιοδοτικής σημασίας.  Το κεφαλαιώδες ερώτημα που τίθεται, κατ’ ανάγκην εκλαμβάνει ως δοσμένη, για σκοπούς συζήτησης, την πραγματική βάση του αιτήματος.  Συνίσταται στο κατά πόσο έχουμε δικαιοδοσία για ακύρωση ή παραμερισμό εφόσον διαπιστώνεται ανεπίτρεπτη, λόγω φαινομένης προκατάληψης, συμμετοχή δικαστή στη σύνθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο αιτητής στηρίχτηκε στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Εx p. Pinochet Ugarte (No. 2) [1999] 1 All ER 577.  Κρίθηκε πως δικαστής της Επιτροπής, λόγω του δεσμού του προς ουσιαστικό διάδικο, δεν μπορούσε να είχε συμμετάσχει στη σύνθεση της. Αποκλειόταν αυτομάτως κατ΄εφαρμογήν της αρχής πως κανένας δεν μπορεί να λειτουργεί ως δικαστής δικού του θέματος (nemo judex in sua causa) και συζητήθηκαν οι επιπτώσεις της διαπίστωσης, η οποία στηρίχτηκε σε γεγονότα που ήλθαν στην επιφάνεια μετά, πάνω στην απόφαση που εκδόθηκε.

Το κώλυμα στην παρούσα υπόθεση δεν ταξινομείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αλλά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει η διάκριση μεταξύ της πιο πάνω αρχής με την παράλληλη της φαινομένης προκατάληψης και των προϋποθέσεών για τη θεμελίωσή της.  Ό,τι κυρίως είναι σημαντικό για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, είναι η πτυχή της απόφασης ως προς το δικαιοδοτικό ζήτημα.  Είχε τεθεί και εκεί θέμα παραμερισμού της απόφασης της Δικαστικής Επιτροπής και εξετάστηκε ως πρώτο, το κατά πόσο η Δικαστική Επιτροπή είχε τέτοια δικαιοδοσία.  Η απάντηση ήταν καταφατική και η απόφαση πράγματι παραμερίστηκε.  Σημειώνουμε πως [*1136]η υπόθεση εκδικάστηκε στη συνέχεια εκ νέου. (βλ. Ex p. Pinochet Ugarte (No. 3) [1999] 2 All E.R. 97).  Παραθέτουμε από τη σελίδα 585 και 586 της απόφασης του Lord Browne-Wilkinson το απόσπασμα ως προς τη δικαιοδοσία.

“As I have said, the respondents to the petition do not dispute that your Lordships have jurisdiction in appropriate cases to rescind or vary an earlier order of this House.  In my judgment, that concession was rightly made both in principle and on authority.

In principle it must be that your Lordships, as the ultimate court of appeal, have power to correct any injustice caused by an earlier order of this House.  There is no relevant statutory limitation on the jurisdiction of the House in this regard and therefore its inherent jurisdiction remains unfettered.  In Cassel & Co Ltd v. Broome (No. 2) [1972] 2 All ER 849, [1972] ΑC 1136 your Lordships varied an order for costs already made by the House in circumstances where the parties had not a fair opportunity to address argument on the point.

However, it should be made clear that the House will not reopen any appeal save in circumstances where, through no fault of a party, he or she has been subjected to an unfair procedure.  Where an order has been made by the House in a particular case there can be no question of that decision being varied or rescinded by a later order made in the same case just because it is thought that the first order is wrong.”

Σε μετάφραση:

“Όπως έχω πει, οι καθ’ ων η αίτηση στο αίτημα δεν αμφισβητούν ότι έχετε δικαιοδοσία σε κατάλληλες περιπτώσεις να ακυρώσετε ή να τροποποιήσετε προηγούμενη διαταγή αυτού του Σώματος.  Κατά την κρίση μου, ορθά έγινε η αναγνώριση τόσο ως θέμα αρχής όσο και στη βάση αυθεντίας.  Πρέπει να ισχύει κατ’ αρχήν ότι έχετε, ως το τελικό εφετείο, εξουσία για αποκατάσταση οποιασδήποτε αδικίας που προκαλείται από προηγούμενη διαταγή αυτού του Σώματος.  Δεν υπάρχει σχετικός νομοθετικός περιορισμός της δικαιοδοσίας του σώματος ως προς αυτό και, επομένως, η σύμφυτη δικαιοδοσία της παραμένει απεριόριστη.  Στην Cassel & Co Ltd v. Broome (No. 2) [1972] 2 All E.R. 849 [1972] AC 1136 τροποποιήσατε διαταγή για έξοδα που είχε ήδη εκδοθεί από το Σώμα κάτω από περιστάσεις όπου οι διάδικοι δεν είχαν εύλογη ευκαιρία να διατυπώσουν επιχει[*1137]ρήματα επί του σημείου.  Εν τούτοις, θα πρέπει να γίνει καθαρό ότι το Σώμα δεν θα επανανοίγει έφεση παρά μόνο κάτω από περιστάσεις στις οποίες, χωρίς σφάλμα του, διάδικος έχει υποβληθεί σε άδικη διαδικασία.  Όταν εκδίδεται διάταγμα από τον Σώμα σε ορισμένη υπόθεση δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα τροποποίησης ή ακύρωσης αυτής της απόφασης με μεταγενέστερη διαταγή στην ίδια υπόθεση απλώς επειδή θεωρείται ότι η πρώτη διαταγή είναι λανθασμένη.”

Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγήθηκαν πως, στο πλαίσιο του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο, δεν υπάρχει τέτοια δικαιοδοσία.  Η Ολομέλεια άσκησε κατά τελευταίο βαθμό δικαστική δικαιοδοσία στην υπόθεση και κάθε ζήτημα της έληξε τελεσίδικα.  Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου δεν διευρύνουν την εξουσία ή τη δικαιοδοσία του ούτε αποτελούν πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το Νόμο και τους Θεσμούς.  Αποδοχή του αιτήματος θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, χωρίς αυτή να υφίσταται ως θεσμός στο νομικό σύστημα της Κύπρου. Όπως υποστήριξαν, η πιο πάνω απόφαση δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην Κύπρο, πολύ λιγότερο αφού τρεις αποφάσεις του Εφετείου ή της Ολομέλειας ευθέως αποκλείουν τη δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας τέτοιας φύσης, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.  Θα δούμε τί ακριβώς συζητήθηκε και τί αποφασίστηκε σ’ αυτές.

Η πρώτη απόφαση δόθηκε στην υπόθεση Stelios P. Orphanides v. Vyron Michaelides (1968) 1 C.L.R. 295.  Mετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου υποβλήθηκε αίτηση για την παροχή δυνατότητας ανάπτυξης περαιτέρω επιχειρημάτων επί της ουσίας επειδή, κατά την αντίληψη των αιτητών, η απόφαση που εκδόθηκε ήταν λανθασμένη. Απασχόλησε η ύπαρξη δικαιοδοσίας αλλά με αναφορά σε περιορισμένη έκφανση του ζητήματος.  Δεν ήταν η θέση των αιτητών πως παρεχόταν γενικά δυνατότητα παραμερισμού τελικής απόφασης του Εφετείου.  Η άποψή τους ήταν πως παρεχόταν στην περίπτωση τέτοια δυνατότητα επειδή η απόφαση δεν είχε ακόμα συνταχθεί και καταχωρηθεί. Αυτό, όπως υποστήριξαν, άφηνε περιθώρια για επαναθεώρηση του θέματος.  Το Εφετείο δεν πείστηκε.  Η απόφαση την οποία εξέδωσε ο Τριανταφυλλίδης Π., καταλήγει ως εξής:

“Τherefore, once, in Cyprus, a judgment has been delivered, signed and filed, there can be no possibility for the Court which has delivered it to rehear argument and to change it, or set it aside, except, of course, to the extent to which it has, always, been [*1138]possible to correct an error in a judgment under the provisions of Order 25, rule 6................and under the inherent jurisdiction of the Court.  No question of correcting such an error arises in the present case.”

Σε μετάφραση:

“Επομένως, στην Κύπρο, από τη στιγμή που μια απόφαση απαγγέλλεται, υπογράφεται και τοποθετείται στο φάκελο δεν μπορεί να υπάρξει δυνατότητα για το Δικαστήριο που την απαγγέλλει να ακούσει εκ νέου επιχειρήματα και να την τροποποιήσει ή να την ακυρώσει εκτός, βέβαια, στην έκταση κατά την οποία ήταν πάντα δυνατό να διορθωθεί λάθος στην απόφαση κάτω από τις πρόνοιες της Διαταγής 25, Θεσμός 6......................... και δυνάμει της σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Δεν προκύπτει θέμα διόρθωσης τέτοιου λάθους στην παρούσα υπόθεση”.

H δεύτερη απόφαση εκδόθηκε στην υπόθεση Ανδρέας Αγαθοκλέους ν. Εδαξύλ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ κ.ά. (1997) 1 A.A.Δ. 302. Μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, υποβλήθηκε αίτηση για παραμερισμό της και επανασυζήτηση της υπόθεσης επειδή, κατά την αντίληψη του αιτητή, ήταν εσφαλμένη. Το Εφετείο απέρριψε την αίτηση ως αβάσιμη.  Έκρινε πως το ζήτημα που επιλύθηκε στην υπόθεση Οrphanides (ανωτέρω) ήταν όμοιο και πως, όπως εξηγείται στην απόφαση που εξέδωσε ο Δικαστής Αρτεμίδης, το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη “υιοθέτησε ουσιαστικά τη θεμελιακή αρχή, που ενυπάρχει στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης που ακολουθούμε, της διασφάλισης δηλαδή της τελεσιδικίας”.  Όπως τονίστηκε,

“δεν έχει το Δικαστήριο σύμφυτη εξουσία να παραμερίζει εκδοθείσα απόφασή του με σκοπό την επανασυζήτηση της”.

H τρίτη απόφαση εκδόθηκε στην υπόθεση Ανδρέας Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 339.  Ο αποτυχών εφεσείων υπέβαλε αίτηση για την επανακρόαση της υπόθεσης από την Ολομέλεια. Η αίτηση απερρίφθη.  Με αναφορά στην υπόθεση Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44 και Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 A.A.Δ. 724 τονίστηκαν τα ακόλουθα από τον Πική Π. που εξέδωσε την απόφαση της Ολομέλειας:

Από τη σελίδα 340:

[*1139]“Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο.”

Από τη σελίδα 341:

Δε θα επεκταθούμε στη συζήτηση του θέματος, εκτός από του να διαπιστώσουμε ότι το αίτημα, το οποίο έχει υποβληθεί, είναι άγνωστο στο νόμο και, εκ προοιμίου, καταδικασμένο σε αποτυχία.  Ο νόμος προβλέπει ένα στάδιο έφεσης, το οποίο, στην προκείμενη υπόθεση, έχει διανυθεί με την ακρόαση της έφεσης και εξαντληθεί με την έκδοση της απόφασης.

.............................................................................................................

Βέβαιο είναι ότι η αίτηση δεν μπορούσε να υποβληθεί κάτω από τον τίτλο της έφεσης.  Η έφεση τέλειωσε.  Πρόκειται για άτυπο διάβημα, ιδιάζοντος χαρακτήρα, με το οποίο επιζητείται θεραπεία (επανακρόαση της έφεσης) άγνωστη στο νόμο.”

Η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση συμπληρώθηκε με επίκληση της υπόθεσης Μελωδία (ανωτέρω) σε σχέση με το εύρος των σύμφυτων εξουσιών του Δικαστηρίου. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής Π:

“Διατηρούμε τις επιφυλάξεις μας για το παραδεχτό της αίτησης ενόψει του μέσου με το οποίο υποβάλλεται.  (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παναγιώτη Ανδριανού και 1.  Του πλοίου “Mavroudis”, Κυπριακής Σημαίας, τώρα ευρισκομένου στο Λιμάνι Λεμεσού, 2. P.P. Winds Shipping Co., Limited, Πολιτική Έφεση αρ. 9408 - 19.5.1995· Γερασάκη ν. Waft Shipping (1989) 1 A.A.Δ. (Ε) 393.  Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις αυτές καμιά από τις συνταγματικές ή νομοθετικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται η αίτηση δεν παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση του διατάγματος το οποίο επιδιώκεται.  Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & Άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150 και Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, δεν παρέχεται εξουσία για τη χορήγηση θεραπείας μέσω εναρκτήριας πρωτογενούς αίτησης ή οποιουδήποτε άλλου διαβήματος έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Δικαστηρίου.  Οι “εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου”, τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους.  Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρί[*1140]ου είναι εκείνες που εξυπακούονται από της φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών.  (Βλ. μεταξύ άλλων, Αίτηση Τζεννάρο Περέλλα, Ιταλία, για την έκδοση εντάλματος της φύσεως Ηabeas Corpus Πολιτική Έφεση αρ. 9173 - 16.3.1995.)”

Η πλειοψηφία καταλήγει πως δεν έχουμε δικαιοδοσία  για παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε.  Με όλο το σεβασμό, αγόμεθα σε αντίθετη κατάληξη.  Θεωρούμε πως η απάντηση στο ερώτημα, όπως αυτό τίθεται στο στάδιο αυτό, πρέπει να είναι καταφατική.

Ακρογωνιαίος λίθος είναι η απαίτηση για τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ένας από τους οποίους είναι και η απαίτηση για εκδίκαση από αμερόληπτο δικαστήριο.  Είναι σ’ αυτή την υπέρτατη ανάγκη που και στην υπόθεση Pinochet υπάχθηκε η διαπίστωση πως ο δικαστής όφειλε να είχε αποκλειστεί, με αναφορά και στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελειωδών Ελευθεριών.  Στην Κύπρο έχουμε κυρώσει τη σύμβαση (Βλ. Ν. 39/62) αλλά την αρχή την έχουμε ενσωματωμένη και στο Άρθρο 30.2. του Συντάγματος:

“Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου.”

Η δίκη από αμερόληπτο δικαστήριο δεν είναι συνταγματική απαίτηση που αφορά μόνο στα κατώτερα Δικαστήρια.  Ισχύει και για το Ανώτατο Δικαστήριο.  Είναι σαφές, και αυτό είναι παραδεκτό από όλους, πως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να παραμερίσει απόφαση κατώτερου δικαστηρίου για λόγους αναγόμενους σε φαινομένη μεροληψία. Δεν νομίζουμε πως χρειάζεται να επεκταθούμε ως προς αυτό αλλά ίσως θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε την υπόθεση Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691.

Το ζήτημα, λοιπόν, είναι αν είμαστε ανίσχυροι όταν διαπιστώνεται ότι δεν τηρήθηκε ο κανόνας για αμερόληπτη δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το θέτουμε έτσι γιατί στην ουσία, όπως εξηγήθηκε, αυτή είναι η προϋπόθεση υπό την οποία συζητή[*1141]σαμε το θέμα.  Η απάντηση πως είμαστε ανίσχυροι σημαίνει πως τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις ή η ποινική ευθύνη προσώπου, όσο και αν κρίθηκαν στο πλαίσιο τέτοιας δίκης, θα παραμείνουν οριστικά διαγνωσμένα.  Θα υπάρχει ίσως δυνατότητα για αναζήτηση άλλης θεραπείας αλλού, αλλά η ουσία της κρίσης θα είναι αναλλοίωτη και ισχυρή.  Αυτή η απάντηση, όπως προτάθηκε, έχει στη ρίζα της το νομικό μας σύστημα.  Δεν υπάρχει άλλος βαθμός δικαιοδοσίας.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Άρθρου 155.1 του Συντάγματος, “είναι το ανώτατον δευτεροβάθμιον δικαστήριον εν τη Δημοκρατία”.  Η αποδοχή τέτοιας αίτησης θα σήμαινε καθιέρωση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, έξω από τις πρόνοιες του Συντάγματος, του περι Δικαστηρίων Νόμου το 1960 (Ν. 14/60) αλλά και των Θεσμών.

Όμως είναι σε κάθε κράτος που υπάρχει τελικός βαθμός απονομής της δικαιοσύνης και, στην περίπτωση της Αγγλίας, αυτή απονέμεται από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων.  Διάκριση μεταξύ των δυο συστημάτων από αυτή την άποψη δεν χωρεί.  Η απόφαση στην Pinochet δεν εκδόθηκε κατ΄ενάσκηση δικαιοδοσίας σε περαιτέρω βαθμό.  Ενάσκησε σύμφυτη δικαιδοσία το ίδιο το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ενόψει θεμελιώδους κωλύματος συμμετοχής ενός από τους δικαστές του.  Δεν έχουμε εδώ αίτημα για επανακρόαση ή εξέταση, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα, της απόφασης που εκδόθηκε, από την άποψη του περιεχομένου της.  Δεν έχουμε περίπτωση όμοια ή έστω ανάλογη προς εκείνες που ως τώρα συζητήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Η παρούσα περίπτωση διακρίνεται.  Δεν στοχεύει και δεν απολήγει σε αναγνώριση περαιτέρω βαθμού απονομής της δικαιοσύνης. Το αίτημα απευθύνεται και πράγματι αφορά στο ίδιο το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση. Περιεχόμενό του είναι η αναίρεση του αποτελέσματος δίκης η οποία δεν έφερε τα εχέγγυα αμεροληψίας, με την έννοια που προσδιορίσαμε.  Και αυτό, όχι για να διαταχθεί δεύτερη δίκη αλλά για να διεξαχθεί η μια δίκη στην οποία δικαιούται κάθε πρόσωπο.

Τα Δικαστήρια, όλα τα Δικαστήρια, ασκούν και εξουσίες που δεν είναι θεσμοθετημένες. Ασκούν δηλαδή σύμφυτες εξουσίες.  Αυτές δεν είναι εξαντλητικά προσδιορισμένες. Αναγνωρίζονται όμως ως αυτονόητο στοιχείο της ύπαρξής τους και ως εγγενές εφόδιο για την εκπλήρωση της αποστολής τους ως του φορέα για την απονομή της δικαιοσύνης. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από τη νομολογία μας, δεν είναι θεσμοθετημένη η αναστολή της έφεσης που διατάχθηκε στην υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348. Έκρινε όμως το Εφετείο πως δεν ήταν ανίσχυρο [*1142]μπροστά στη συμπεριφορά του εφεσείοντα και πως οι σύμφυτες του εξουσίες επέτρεπαν τη λήψη αυτού του δραστικού μέτρου.

Έχουμε παραθέσει το απόσπασμα από την υποθεση Μελωδία (ανωτέρω) σε σχέση με τις σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου.  Πρέπει, όμως, να έχουμε υπόψη και τα πιο κάτω από την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής Π. στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 A.A.Δ. 49 σελ 59:

“Οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου συναρτώνται με τη διασφάλιση του χαρακτήρα του ως του φορέα απονομής της δικαιοσύνης - (βλ. Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, 295 (απόφαση του Λόρδου Diplock) και Corby DC v. Holst & Co. Ltd [1985] 1 All E.R. 321).  Aποτελούν (οι συμφυείς εξουσίες) τους εφεδρικούς κανόνες για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας του δικαστηρίου και την εκπλήρωση της αποστολής του να απονέμει το δίκαιο εις πάντας σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους.”

Είναι σημαντική αυτή η οριοθέτηση αλλά θεωρούμε εξ ίσου σημαντική για τους σκοπούς του θέματος που συζητούμε, τη στήριξή της.  Εννοούμε την αναφορά στο περιεχόμενο ή στην έκταση της σύμφυτης εξουσίας, με στήριξη στην αγγλική νομολογία.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, όχι μόνο στην πιο πάνω υπόθεση, (βλ. μεταξύ άλλων, και Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας της Κένυας ν. Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft AG (1999) 1 A.A.Δ. 585) ανέτρεξε στην αγγλική νομολογία σε σχέση τόσο με την αναγνώριση όσο και με το περιεχόμενο ή την έκταση των σύμφυτων εξουσιών των Δικαστηρίων.  Δεν είναι, λοιπόν, ορθό να δηλώσουμε τώρα πως ο τρόπος με τον οποίο αναγνωρίζεται το ζήτημα στην Αγγλία είναι ξένος και δεν εναρμονίζεται με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο.  Ούτε δικαιολογείται να προσδιορίζουμε τις παραμέτρους του θέματος με αναφορά στις αποφάσεις των αγγλικών Δικαστηρίων και να διαγράφουμε την πιο πρόσφατη από αυτές, προερχόμενη από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων και ευθέως αναφερόμενη στο επίδικο ζήτημα.  Άλλωστε, όπως τονίστηκε στην απόφαση του εφετείου στην Constantinides v. Vima Ltd (ανωτέρω) που εκδόθηκε από τον Πική Δ., όπως ήταν τότε, η απονομή της δικαιοσύνης στην Κύπρο έχει ως πρότυπο την απονομή της δικαιοσύνης κατά το δικαστικό σύστημα του Κοινοδικαίου, με τη διαφορά ότι εδώ η αυτονομία και το ξεχωριστό της δικαστικής εξουσίας κατοχυρώνονται με γραπτό Σύνταγμα.

[*1143]Πέρα από τα πιο πάνω, δεν είναι καν άγνωστος στο σύστημά μας ο παραμερισμός απόφασης από το ίδιο το Δικαστήριο που την εξέδωσε.  Το σημειώνουμε αυτό όχι για να αναφέρουμε τις επί μέρους πρόνοιες των θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας αφού, αν το ζήτημα είχε πράγματι τη συνταγματική διάσταση που τoυ αποδίδεται, ενδεχομένως δεν θα υπήρχε περιθώριο για τέτοιες ρυθμίσεις. Το σημειώνουμε για να υπενθυμίσουμε την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ. ν Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109.  Στην υπόθεση εκείνη, η έφεση, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απερρίφθη λόγω παράλειψης του εφεσείοντα να εμφανιστεί κατά την ακρόαση της έφεσης.  Το ζήτημα διεπόταν από τη Δ.35 θ13 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας.  Όπως προβλέπεται, η απόρριψη σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αναπόφευκτη. Το Εφετείο έχει διακριτική εξουσία και δύναται να απορρίψει ή να χειριστεί την έφεση με άλλο τρόπο, όπως θα έκρινε ορθό.  (Βλ. συναφώς Μαρία Χρυσάνθου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 415).  Υποβλήθηκε αίτηση για επαναφορά της έφεσης η οποία, όπως την αντιλαμβανόμαστε, υποχρεωτικά διέρχεται μέσα από τον παραμερισμό της απόφασης για την απόρριψή της.  Διαπιστώθηκε πως ενώ οι Θεσμοί περί Πολιτικής Δικονομίας περιέχουν διατάξεις για επαναφορά, ηθελημένα δεν κάλυψαν την περίπτωση.  Αποφασίστηκε πως θα ήταν ασυμβίβαστη προς το άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος η θεσμοθέτηση αδυναμίας επαναφοράς στην περίπτωση κατά την οποία η μή επαναφορά θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση του δικαιώματος υποστήριξης της έφεσης ενώπιον του Εφετείου.  Κρίθηκε ότι οι θεσμοί υπόκεινται κατά την εφαρμογή τους σε εναρμονισμό προς το Σύνταγμα δυνάμει του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος. Αναγνωρίστηκε, συνεπώς, δυνατότητα επαναφοράς της έφεσης. Αναλήφθηκε δηλαδή δικαιοδοσία για παραμερισμό της απορριπτικής απόφασης και επαναφορά της έφεσης, πουθενά θεσμοθετημένη ρητά, ακριβώς για να διασφαλιστεί η τήρηση κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που κατοχυρώνεται από συνταγματική διάταξη. Το νόημα είναι πως δικονομικές ρυθμίσεις ή κενά σ΄αυτές δεν εξουδετερώνουν τις συνταγματικές διατάξεις ούτε αφήνουν το Δικαστήριο ανίσχυρο.  Επισημαίνουμε πως ακόμα και η εξουσία για διόρθωση λάθους σε δικαστική απόφαση, όπως την παρέχει η Δ.25 θ.6 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας,  αποτελεί εξουσία που θα μπορούσε να ασκηθεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη ειδικής δικονομικής διάταξης (βλ. Οrphanides (ανωτέρω) και Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583).

Καταλήγουμε πως υπάρχει σύμφυτη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να παραμερίσει απόφασή του αν εκ των υστέρων διαπι[*1144]στωθεί πως αυτή εκδόθηκε με συμμετοχή στη σύνθεση του Δικαστηρίου Δικαστή ο οποίος, κατά τις αρχές της φαινομένης προκατάληψης, θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί.

H αίτηση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο