Oικονομίδου Tασούλλα Φ. ν. Ph. Economides Estates Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1145

(1999) 1 ΑΑΔ 1145

[*1145]20 Ιουλίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛAΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΤΑΣΟΥΛΛΑ Φ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

PH. ECONOMIDES ESTATES LTD,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10017)

 

Πολιτική Δικονομία — Εκτέλεση δικαστικής απόφασης — Ένταλμα μεσεγγύησης περιουσίας (writ of sequestration) — Προϋπόθεση η έκδοση εντάλματος δέσμευσης (writ of attachment) και η εν συνεχεία αδυναμία εκτέλεσής του.

Αποφάσεις και Διατάγματα — Παρακοή διατάγματος — Αίτηση εξαναγκασμού συμμόρφωσης — Κατά πόσο οι διατάξεις του Δ.42Α της Πολιτικής Δικονομίας είναι εφαρμοστέες, παρά το ότι δεν επιζητείται φυλάκιση φυσικού προσώπου — Εξουσία για αντιμετώπιση περιπτώσεων παρακοής παρέχεται από το Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε).

Η έκδοση εντάλματος μεσεγγύησης, στην παρούσα υπόθεση, αφορούσε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας με την οποία διατάχθηκε η ειδική εκτέλεση συμφωνίας πώλησης από την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα ενός διαμερίσματος και δύο χώρων στάθμευσης.  Η εφεσίβλητη δεν είχε συμμορφωθεί και η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως με την οποία ζητούσε την επιβολή κυρώσεων προς την εφεσίβλητη δηλαδή πληρωμή προστίμου και/ή φυλάκιση και/ή μεσεγγύηση πραγμάτων (sequestration) για εξαναγκασμό σε υπακοή.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη ήταν πράγματι ένοχη συνεχιζόμενης παρακοής.  Σημείωσε ωστόσο ότι δεν μπορούσε να επιβληθεί ποινή φυλάκισης εφόσον με την αίτηση δεν επιδιωκόταν η φυλάκιση των διευθυντών της.  Αναφορικά με την έκδοση εντάλματος μεσεγγύησης, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν μπο[*1146]ρούσε να εκδοθεί, αφού δεν προηγήθηκε η έκδοση εντάλματος δέσμευσης (writ of attachment) και δεν καθίστατο δυνατή η ανεύρεση του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ένταλμα.  Γι’ αυτό επέβαλε πρόστιμο, ως τη μόνη εναπομείνασα λύση, καθορίζοντας το σε £800.-.

Προβλήθηκε ως μόνος λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε πρωτόδικα ότι, όπως το έθεσε ο συνήγορος της εφεσείουσας, “εάν δεν υπάρχει ως προϋπόθεση η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον της εταιρείας ή των διευθυντών της δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του εντάλματος μεσεγγύησης”.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Εξουσία για την αντιμετώπιση περιπτώσεων παρακοής παρέχεται από το Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε).

     Διαδικαστικώς το ζήτημα ρυθμίζεται από τη Δ.42Α.  Η οποία αφορά στην έκδοση ενταλμάτων (α) δέσμευσης και (β) μεσεγγύησης περιουσίας.

2.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι χωρίς την προηγούμενη έκδοση εντάλματος δέσμευσης δεν παρέχεται δυνατότητα έκδοσης εντάλματος μεσεγγύησης, είναι ορθή (βλ. θ.10 της Δ.42Α).  Και αυτό παρόλο που το Δικαστήριο εσφαλμένα ταύτισε το ένταλμα δέσμευσης με τη σύλληψη ή φυλάκιση.  Το ένταλμα δέσμευσης, υποδείχθηκε στην Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas καλύπτει και περιπτώσεις προστίμου.  Στην Αγγλία, η Ο.43 r.6, αντίστοιχη του δικού μας θεσμού επί του θέματος αυτού, προνοεί μια εντελώς διαφορετική ρύθμιση.

3.  Η εφεσείουσα έχει τη δυνατότητα εκτέλεσης της υπό αναφορά δικαστικής απόφασης με άλλο τρόπο.

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No. 2) [1897] W.N. 7,

Steiner Products Ltd v. Willy Steiner Ltd [1966] 2 All E.R. 387,

Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) 1(Ε) A.A.Δ. 750.

[*1147]Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Πούγιουρου, E.Δ.) που δόθηκε στις 18 Iουνίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 1987/90) με την οποία επιβλήθηκε στην εναγόμενη-εφεσίβλητη πρόστιμο £800 λόγω της μη συμμόρφωσής της στην απόφαση ημερ. 15 Oκτωβρίου, 1993 με την οποία διατάχθηκε ειδική εκτέλεση συμφωνίας πώλησης από την εναγόμενη-εφεσίβλητη προς την ενάγουσα-εφεσείουσα ενός διαμερίσματος.

Στ. Παύλου, για την Eφεσείουσα.

Kαμία εμφάνιση για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Σε αγωγή την οποία η εφεσείουσα κίνησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας, εκδόθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1993 απόφαση με  την οποία διατάχθηκε η ειδική εκτέλεση συμφωνίας πώλησης  από  την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα ενός διαμερίσματος και  δύο χώρων  στάθμευσης.  Έπειτα,  στις 7 Νοεμβρίου 1995, κατόπιν αίτησης της εφεσείουσας, το δικαστήριο με συμπληρωματικό διάταγμα προσδιόρισε τον χρόνο εκτέλεσης σε τριάντα, το αργότερο, ημέρες από την επίδοση των δύο διαταγμάτων.  Τέτοια επίδοση έγινε δεόντως στις 15 Μαρτίου 1996.  Αλλά η εφεσίβλητη δεν συμμορφώθηκε.

Στις 8 Οκτωβρίου 1996 η εφεσείουσα καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο αίτηση διά κλήσεως με την οποία ζητούσε όπως επιβληθούν στην εφεσίβλητη κυρώσεις ήτοι, “... την πληρωμή προστίμου και/ή τη φυλάκιση και/ή τη μεσεγγύηση πραγμάτων (sequestration) για εξαναγκασμό .... σε υπακοή .....”.  Οι νομικές διατάξεις στις οποίες βασιζόταν η αίτηση ήταν το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε) και η Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. 

Η αίτηση ορίστηκε για την 21 Νοεμβρίου 1996.  Κατ’ εκείνη την ημερομηνία η εφεσίβλητη εμφανίστηκε με συνήγορο και αντιτάχθηκε. Η αίτηση αναβλήθηκε για ακρόαση με πρόνοια για καταχώριση ένστασης. Το ίδιο συνέβηκε και στις επόμενες δύο εμφανίσεις.  Την τέταρτη φορά, που ήταν στις 14 Απριλίου 1997, ο συνήγορος της εφεσίβλητης αποσύρθηκε με άδεια του δικαστηρίου αφού, όπως [*1148]δήλωσε, η εφεσίβλητη δεν διατήρησε επικοινωνία μαζί του για σχετικές οδηγίες. Κατόπιν τούτου η αίτηση προχώρησε σε απόδειξη σε νέα ημερομηνία.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, με την απόφαση του στην εν λόγω αίτηση, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη ήταν πράγματι ένοχη συνεχιζόμενης παρακοής.  Σημείωσε ωστόσο ότι ποινή φυλάκισης δεν μπορούσε να επιβληθεί εφόσον με την αίτηση δεν επιδιωκόταν η φυλάκιση των διευθυντών της. Έπειτα υπέδειξε πως δεν προσφερόταν δυνατότητα για έκδοση εντάλματος μεσεγγύησης περιουσίας εφόσον δεν επρόκειτο για περίπτωση όπου είχε προηγουμένως εκδοθεί ένταλμα δέσμευσης (writ of attachment) και δεν καθίστατο δυνατή η ανεύρευση του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ένταλμα.  Γι’ αυτό επέβαλε πρόστιμο ως τη μόνη εναπομείνασα λύση.  Καθόρισε το ύψος του σε £800.-.

Προβλήθηκε ως μόνος λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε πρωτόδικα ότι, όπως το έθεσε ο συνήγορος της εφεσείουσας, “εάν δεν υπάρχει ως προϋπόθεση η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον της εταιρείας ή των διευθυντών της δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του εντάλματος μεσεγγύησης”. Η εφεσίβλητη δεν εμφανίστηκε ούτε στην έφεση για να αντιτάξει ο,τιδήποτε. 

Αναπτύσσοντας επιχειρηματολογία για τις προβλεπόμενες κυρώσεις σε περιπτώσεις παρακοής, ο συνήγορος της εφεσείουσας αναφέρθηκε σε νομολογία Κυπριακή και Αγγλική. Παρέπεμψε ιδιαίτερα στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδ. Τόμοι 9 και 17, στις παραγράφους 102 και 505-508 αντίστοιχα, για να υποστηρίξει ότι το ένταλμα για μεσεγγύηση περιουσίας μπορεί να εκδοθεί ανεξάρτητα από το αν εκδόθηκε ή όχι ένταλμα δέσμευσης και με ποιό αποτέλεσμα.  Επικαλέστηκε συναφώς και το εξής απόσπασμα από τη Fairclough & Sons v. Manchester Ship  Canal Co. (No. 2) [1897] W.N. 7 το οποίο επικροτήθηκε στη Steiner Products Ltd v. Willy Steiner Ltd [1966] 2 All  E.R. 387 (στη σελ. 390):

“The principles on which the court acts when it is asked to sequestrate the property of a company upon the ground of disobedience to one of its orders are the same as those applicable where it is sought to commit a private individual to prison for contempt.  In these cases, casual, or accidental and unintentional disobedience to an order of the court is not enough to justify either sequestration or committal: the court must be satisfied that a contempt of court has been committed - in other words, that its [*1149]order has been contumaciously disregarded.”

Ο συνήγορος ανέφερε επίσης ότι στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη παρέμεινε χωρίς συμβούλους: ο ένας απεβίωσε και οι άλλοι παραιτήθηκαν ώστε, κατά τον συνήγορο, “να μην αντιμετωπίσουν αυτή την αίτηση”.  Επομένως η εφεσείουσα δεν μπορούσε να προχωρήσει εναντίον συμβούλων της εφεσίβλητης. Πρόσθεσε εξ άλλου ότι, εφόσον νομικό πρόσωπο δεν φυλακίζεται, αν το ένταλμα δέσμευσης αποτελούσε και στην περίπτωση νομικού προσώπου προϋπόθεση για έκδοση εντάλματος μεσεγγύησης περιουσίας, τέτοιο ένταλμα δεν θα μπορούσε ποτέ να εκδοθεί. Ο συνήγορος ταύτισε, σε σχέση με αυτό, το ένταλμα δέσμευσης με την επιβολή φυλάκισης. 

Εξουσία για την αντιμετώπιση περιπτώσεων παρακοής παρέχεται από το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε).  Έχει ως εξής:

“42.  Τηρουμένου  οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού κάθε δικαστήριο θα έχει εξουσία να εξαναγκάζει σε υπακοή προς οποιοδήποτε διάταγμα που εκδόθηκε από αυτό, το οποίο διατάζει ή απαγορεύει την εκτέλεση οποιασδήποτε πράξης, με πρόστιμο ή φυλάκιση ή μεσεγγύηση πραγμάτων.  Και το δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα να επιδικάσει στο πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα τέτοιο ποσό υπό μορφή αποζημίωσης, όπως το δικαστήριο δύναται να θεωρήσει πρέπον.”

Διαδικαστικώς το ζήτημα ρυθμίζεται από τη Δ.42Α. Η οποία αφορά στην έκδοση  ενταλμάτων  (α) δέσμευσης( και (β) μεσεγγύησης περιουσίας. Για το πρώτο, υποδεικνύονται στην Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 750 σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει, τα ακόλουθα, αναφορικά με το τί περιλαμβάνει (στη σελ. 762):

“Το ένταλμα δέσμευσης αποβλέπει κυρίως στον περιορισμό του ατόμου.  Διασαφηνίζεται όμως στον κ. 6 της Δ.42Α ότι αυτή δεν είναι η μόνη κύρωση που μπορεί να επιβάλει το δικαστήριο. Παρέχεται διακριτική ευχέρεια για την τιμωρία του παραβάτη με πρόστιμο αντί της καταδίκης του σε φυλάκιση.  Συνεπώς η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος δέσμευσης συναρτάται κυρίως με τις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η φυλάκιση φυσικού προσώπου, είναι εσφαλμένη.  Το ένταλμα δέσμευσης αποτελεί το διαδικαστικό μέσο για την τιμωρία φυσικών και νομικών [*1150]προσώπων που παραβαίνουν διατάγματα του δικαστηρίου με την επιβολή προστίμου ή φυλάκισης. Και όταν επιδιώκεται η φυλάκιση των διευθυντών της εταιρείας η επίδοση της αίτησης για την έκδοση εντάλματος δέσμευσης στην εταιρεία αποτελεί προϋπόθεση για την τιμωρία τους.”

Ως προς το ένταλμα μεσεγγύησης περιουσίας, παραθέτουμε αμέσως το θ. 10 της Δ.42Α, όπου καθορίζεται το πότε μπορεί να εκδοθεί:

“In case the respondent against whom a writ of attachment has issued is not and cannot be found, the Court may make an order that a writ of sequestration be issued against his property.  The said writ shall bind his immovable property from the date of the order in the same manner, and to the same extent in every respect, as an order for sequestration in a civil action.”

Είναι νομίζουμε προφανές ότι ορθά κατέληξε το Επαρχιακό Δικαστήριο πως χωρίς την προηγούμενη έκδοση εντάλματος δέσμευσης δεν παρέχεται δυνατότητα έκδοσης εντάλματος μεσεγγύησης.  Κι αυτό παρόλον που το Δικαστήριο εσφαλμένα ταύτισε το ένταλμα δέσμευσης με τη σύλληψη ή φυλάκιση.  Το ίδιο άλλωστε επανέλαβε και ο συνήγορος της εφεσείουσας ενώπιον μας.  Όπως υποδείχθηκε στην Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (ανωτέρω), το ένταλμα δέσμευσης καλύπτει και περιπτώσεις προστίμου.  Τα ισχύοντα στην Αγγλία δεν χρειάζεται να τα συζητήσουμε.  Διότι εκεί, με την O. 43 r. 6, που σημειώνεται στο περιθώριο έναντι του δικού μας θεσμού ως η αντίστοιχη Αγγλική πρόνοια, βρίσκουμε μια εντελώς διαφορετική ρύθμιση.  Την παραθέτουμε για σύγκριση:

“Where any person is by any judgment or order directed to pay money into Court or to do any other act in a limited time, and after due service of such judgment or order refuses or neglects to obey the same according to the exigency thereof, the person prosecuting such judgment or order shall, at the expiration of the time limited for the performance thereof, be entitled, without obtaining any order for that purpose, to issue a writ of sequestration against the estate and effects of such disobedient person.  Such writ of sequestration shall have the same effect as a writ of sequestration in Chancery had immediately before November 1, 1875, and the proceeds of such sequestration may be dealt with in the same manner as the proceeds of writs of sequestration were before the same date dealt with by the Court [*1151]of Chancery.”

Στη δική μας πρόνοια, αντίθετα με ό,τι στην αντίστοιχη Αγγλική, η έκδοση εντάλματος μεσεγγύησης περιουσίας τίθεται σαφώς υπό την προϋπόθεση της έκδοσης εντάλματος δέσμευσης και της εν συνεχεία αδυναμίας εκτέλεσης του.  Δεν χωρεί παρέκκλιση.  Επομένως εδώ, αφού έλειπε αυτή η προϋπόθεση, δεν μπορούσε να εκδοθεί ένταλμα μεσεγγύησης.  Προσθέτουμε όμως και ότι, όπως αναγνώρισε ο συνήγορος κατά τη συζήτηση της έφεσης, η εφεσείουσα δεν στερείται δυνατότητας εκτέλεσης της υπό αναφορά δικαστικής απόφασης με άλλο τρόπο. Θα ήταν όμως άτοπο να επεκταθούμε.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

     

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο