Kρασισμένου Δέσπω ν. Όμηρου Σωφρονίου (1999) 1 ΑΑΔ 1152

(1999) 1 ΑΑΔ 1152

[*1152]20 Iουλίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΔΕΣΠΩ ΚΡΑΣΙΣΜΕΝΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΌΜΗΡΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10007)

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Αποκοπή πορείας οχήματος σε διασταύρωση κύριου δρόμου με πάροδο, ελεγχόμενη με φώτα τροχαίας, από εξ αντιθέτου ερχόμενο όχημα το οποίο επιχείρησε να στρίψει δεξιά στην πάροδο ακολουθώντας διαγώνια πορεία — Οδηγός οχήματος που επιχείρησε τη στροφή κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Μαρτυρία — Πραγματική μαρτυρία — Τροχαίο ατύχημα — Τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την πραγματική μαρτυρία αποτελούν συνάρτηση της κοινής λογικής όπως και η εξήγηση γεγονότων που ανάγονται σε στοιχειώδεις κανόνες της φυσικής.

Αμέλεια — Επιμερισμός ευθύνης — Μόνο όπου ο επιμερισμός αντιστρατεύεται τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή είναι έκδηλα εσφαλμένος παρέχεται πεδίο επέμβασης από το Εφετείο.

Σε τροχαίο ατύχημα που έγινε στο δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού, στη διασταύρωση της με την οδό Καλαμών, το όχημα του εφεσίβλητου - εναγόμενου, συγκρούστηκε με το όχημα της εφεσείουσας - ενάγουσας, το οποίο ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, επιχειρώντας στροφή δεξιά.  Ο εφεσίβλητος κατευθυνόταν προς Λευκωσία.  Η διασταύρωση ελεγχόταν από φώτα τροχαίας.  Τα οχήματα συγκρούστηκαν περίπου στο κέντρο του δρόμου.

Η εφεσείουσα απέδωσε τη σύγκρουση σε παράλειψη του εφεσίβλητου να σταματήσει στα φώτα όταν, για τη δική του κατεύθυνση, είχε ανάψει κόκκινο ή έστω κίτρινο φως, ενώ εκείνη είχε αρχίσει να στρίβει με πράσινο.  Αντίθετα, ο εφεσίβλητος προέβαλε ότι προχώρησε στη [*1153]διασταύρωση με πράσινο φως και ότι η εφεσείουσα επιχείρησε να στρίψει δεξιά όταν η απόσταση που τους χώριζε ήταν τόσο μικρή ώστε του ήταν αδύνατο να σταματήσει για να αποφύγει τη σύγκρουση, παρόλο που, φρέναρε δυνατά όταν αντιλήφθηκε να του αποκόπτεται η πορεία.

Ο μάρτυρας Γ. Αναστασίου ο οποίος ακολουθούσε το όχημα της εφεσείουσας έδωσε μαρτυρία ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος η οποία διϊστατο από τη μαρτυρία της εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του Γ. Αναστασίου.  Αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως πειστική και υποστηριζόμενη από την πραγματική μαρτυρία σε σχέση με την οποία προέβη σε ορισμένους συλλογισμούς.  Υπέδειξε πως στο μήκος των ιχνών τροχοπέδησης, που ήταν 20 μέτρα και άρχιζαν 3.30 μέτρα πριν από τη γραμμή των φώτων θα έπρεπε να προστεθεί και κάποια απόσταση μέχρι που, με την εμφάνιση του κινδύνου, η σκέψη του εφεσίβλητου θα μπορούσε να μετατραπεί σε ενέργεια και πως αυτό βρισκόταν σε αρμονία με την εκδοχή του εφεσίβλητου.  Έπειτα υπέδειξε πόσο απίθανο θα ήταν να μη κάλυπτε η εφεσείουσα περισσότερο από 2½ μέτρα καθέτως αν πράγματι, όταν ανέλαβε το εγχείρημα, ο εφεσίβλητος βρισκόταν τόσο μακρυά όσο η εφεσείουσα τον εμφάνισε ενώ, αντιθέτως η από μέρους της διαγώνια πορεία όταν ο εφεσίβλητος βρισκόταν κοντά, όπως εκείνος την περιέγραψε, παρείχε εξήγηση για την πρόκληση της σύγκρουσης.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα είχε η εφεσείουσα και απέρριψε την αγωγή.

Υποστηρίχθηκε στην έφεση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:

(α)   Ανέλαβε το ρόλο εμπειρογνώμονα και δεν περιορίστηκε σε ότι επέτρεπε η κοινή εμπειρία και η λογική κατά παράβαση των αρχών της υπόθεσης Ιορδάνου & Άλλες v. Κυριάκου & Άλλων.

(β)   Δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία καταλήγοντας σε λανθασμένα και παράλογα συμπεράσματα και

(γ)   Έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προηγούμενες δηλώσεις της εφεσείουσας, οι οποίες μάλιστα, στην περίπτωση της ποινικής υπόθεσης, τέθηκαν αποσπασματικά ενώπιόν του.

Αποφασίστηκε ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ευσταθούσε.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*1154]Αναφερόμενη υπόθεση:

Ιορδάνου κ.ά. v. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1364.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mεττούρης, E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Mαΐου, 1997 (Aγωγή Aρ. 81/95) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της ενάγουσας εφεσείουσας εναντίον του εναγομένου-εφεσίβλητου γιατί κρίθηκε ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος δεν έφερε καμιά ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα.

Θ. Ιωαννίδης, για την Eφεσείουσα.

Δ. Παπαχρυσοστόμου με Δέσ. Παπαχρυσοστόμου, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Σε αγωγή που η εφεσείουσα κίνησε εναντίον του εφεσιβλήτου, απασχόλησε ως μόνο εναπομείναν θέμα η ευθύνη για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος.  Το οποίο συνέβηκε το βράδυ της 15 Σεπτεμβρίου 1993 στη διασταύρωση του νέου δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού με την οδό Καλαμών.  Η ζημιά της εφεσείουσας καθορίστηκε εκ συμφώνου σε ποσό £865.=.

Ο εφεσίβλητος κατευθυνόταν με το αυτοκίνητο του προς Λευκωσία ενώ, κατά τον ίδιο χρόνο, η εφεσείουσα που οδηγούσε το δικό της με αντίθετη κατεύθυνση, επιχείρησε να στρίψει δεξιά.  Η διασταύρωση ελεγχόταν από φώτα τροχαίας.  Τα οποία λειτουργούσαν κανονικά.  Τα οχήματα συγκρούστηκαν περίπου στο μέσο της διασταύρωσης.

Η εφεσείουσα απέδωσε τη σύγκρουση σε παράλειψη του εφεσιβλήτου να σταματήσει στα φώτα όταν, για τη δική του  κατεύθυνση, είχε ανάψει κόκκινο ή έστω κίτρινο φως το οποίο προηγείται του κόκκινου, ενώ εκείνη είχε ήδη αρχίσει να στρίβει με  πράσινο.  Αντίθετα, ο εφεσίβλητος προέβαλε ότι προχώρησε στη διασταύρωση με πράσινο φως και ότι η εφεσείουσα επιχείρησε να στρίψει δεξιά όταν η απόσταση που τους χώριζε ήταν τόσο [*1155]μικρή ώστε να του ήταν αδύνατο να σταματήσει για να αποφύγει τη σύγκρουση, παρόλον που, μόλις αντιλήφθηκε να του αποκόπτεται η διάβαση, φρέναρε δυνατά.

Η εφεσείουσα ανέφερε στη μαρτυρία της πως προχώρησε με πράσινο. Στην κύρια εξέταση άφησε να εννοηθεί ότι ήταν σταματημένη στα φώτα όταν άναψε το πράσινο. Προχώρησε, όπως είπε, “όταν το φως έγινε πράσινο”.  Στην αντεξέταση όμως είπε πως το φως ήταν πράσινο όταν πλησίασε τη διασταύρωση και γι’ αυτό, κρατώντας τη δεξιά λωρίδα, προχώρησε στο κέντρο.  Πάντως, όπως περαιτέρω κατέθεσε, όταν αυτή σταμάτησε στο μέσο του δρόμου και αφού περίμενε μέχρι που πέρασαν τα αυτοκίνητα που έρχονταν εξ αντιθέτου  και είδε ότι “ο δρόμος ήταν καθαρός”, ξεκίνησε να στρίψει δεξιά. Το φως, όπως εξήγησε, ήταν τότε πορτοκαλί.  Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με άλλη μαρτυρία την οποία η εφεσείουσα προσήγαγε, το πορτοκαλί - ή κίτρινο - άναβε αμέσως μετά που έσβηνε το πράσινο, διαρκούσε για μόνο τρία δευτερόλεπτα και ακολούθως, αφού έσβηνε, άναβε το κόκκινο.  Η εφεσείουσα επίσης εξήγησε στη μαρτυρία της πως, όταν άρχισε να στρίβει με το πορτοκαλί, το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου ήταν “σε μακρινή απόσταση”, δηλαδή “πολλά πίσω από τη διασταύρωση”. Έδειξε στο δικαστήριο απόσταση που υπολογίστηκε να ήταν περίπου εκατό μέτρα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο εφεσίβλητος πέρασε με κόκκινο φως.  Ας σημειωθεί ότι από τα φώτα της δικής της πλευράς μέχρι το κέντρο της διασταύρωσης όπου έγινε η σύγκρουση η απόσταση ήταν, σε ευθεία γραμμή στη δεξιά λωρίδα, 20 μέτρα και  ότι από εκεί ως το σημείο σύγκρουσης προς τα δεξιά η απόσταση ήταν 2½ μέτρα.  Με τη δική της εκδοχή λοιπόν, ότι η πορεία της στη διασταύρωση σχημάτιζε ορθή γωνία, η απόσταση που κάλυψε από τη στιγμή που άρχισε να στρίβει και προτού επέλθει η σύγκρουση ήταν μόνο 2½ μέτρα. Ας σημειωθεί επίσης ότι την ορατότητα και προς τις δύο κατευθύνσεις ο αστυνομικός εξεταστής τη χαρακτήρισε μεγάλη, πέρα από εκατό μέτρα αλλά δεν προέβη σε καταμετρήσεις για να την προσδιορίσει με περισσότερη ακρίβεια.  Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές.

Για να ελεγχθεί η αξιοπιστία της, η εφεσείουσα αντεξετάστηκε σε σχέση τόσο με τα όσα είχε αναφέρει σε γραπτή κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία στις 18 Σεπτεμβρίου 1993, ήτοι τρεις ημέρες μετά το ατύχημα, αλλά και με τα όσα κατέθεσε σε ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσιβλήτου.  Στην κατάθεση της στην Αστυνομία είχε αναφέρει πως όταν πλησίασε τη διασταύρωση τα φώτα έδειχναν πράσινο και έτσι συνέχισε και έφτασε στο μέ[*1156]σο της διασταύρωσης. Επειδή δε από απέναντι δεν έρχονταν οχήματα άλλα από εκείνο του εφεσιβλήτου, το οποίο ήταν σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων, προχώρησε να στρίψει δεξιά.  Τη στιγμή που άρχισε να στρίβει δεν είδε αν το φως συνέχιζε να ήταν πράσινο.  Μόλις έστριψε, το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου μπήκε στη διασταύρωση και το μπροστινό του μέρος συγκρούστηκε με την αριστερή πλευρά του δικού της.

Στην ποινική υπόθεση, η εικόνα που η εφεσείουσα έδωσε με τη μαρτυρία της - κατατέθηκε το σχετικό πρακτικό - ήταν, μέσα από πολλή ασάφεια, βασικά ότι αυτή προχώρησε στη διασταύρωση με πράσινο φως και εν συνεχεία, χωρίς να σταματήσει, άρχισε να στρίβει δεξιά χωρίς προηγουμένως να δει το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου αλλά μετά, έχοντας αναλάβει το εγχείρημα, το είδε να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα. Πόσο μακρυά ήταν το αυτοκίνητο, δεν μπορούσε να πει.  Η ίδια συνέχισε να προχωρεί γιατί μια και άρχισε να στρίβει δεν μπορούσε, όπως εξήγησε, να πράξει αλλιώς.  Ερωτήθηκε για το χρώμα των φωτών την ώρα που προχώρησε για να στρίψει.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Ε:  Τί χρώμα ήταν το φως στην πορεία του κατηγορούμενου;

 Α:  Εμένα ήταν πράσινο, δικαιολογημένα θα ήταν κόκκινο.

 Ε:  Το είδες το φως;

 Α:  Όχι.”

Κατέθεσε προς υποστήριξη της υπόθεσης της εφεσείουσας και ένας ανεξάρτητος μάρτυρας, ο κ. Γ. Αναστασίου, οδηγός αυτοκινήτου η πορεία του οποίου ήταν η ίδια με εκείνη της εφεσείουσας. Αυτός ανέφερε ότι σταμάτησε το αυτοκίνητο του στα φώτα, πίσω από το αυτοκίνητο της εφεσείουσας, προφανώς επειδή τα φώτα έδειχναν κόκκινο.  Όταν άναψε το πράσινο, η εφεσείουσα προχώρησε στο μέσο της διασταύρωσης και σταμάτησε αφού περνούσαν αυτοκίνητα που έρχονταν από απέναντι.  Προχώρησε και ο ίδιος αλλά ελάχιστο διότι, ένεκα της κίνησης, δεν ήθελε να βρεθεί στο κέντρο της διασταύρωσης χωρίς δυνατότητα να ακολουθήσει κι αυτός δεξιά μετά που θα έστριβε η εφεσείουσα.  Όταν, όπως του φάνηκε, το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου ήταν σε απόσταση περίπου 50 με 60 μέτρα από τα φώτα, η εφεσείουσα άρχισε να στρίβει δεξιά.  Ο  μάρτυρας δεν ενθυμόταν τί χρώμα έδειχναν τα φώτα σε εκείνο ακριβώς το στάδιο αλλά είδε πως την ώρα που το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου τα περνούσε, το χρώμα ήταν κίτρινο.  Όταν του υποβλήθηκε ότι η εφεσείουσα προχώρησε στη διασταύρωση και επιχείρησε να στρίψει χωρίς [*1157]ποτέ να σταματήσει, ο μάρτυρας εξέφρασε αβεβαιότητα.  Είπε: “Νομίζω είχε σταματήσει ή είχε ελαττώσει ταχύτητα.”  Και σε υποβολή ότι η εφεσείουσα προχώρησε με διαγώνια κατεύθυνση, ο μάρτυρας απάντησε:  “Δεν θυμάμαι.  Τα γεγονότα έγιναν σε σύντομο χρονικό διάστημα”. 

Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι προσέγγιζε τα φώτα τροχαίας κρατώντας τη μεσαία λωρίδα γιατί θα προχωρούσε ευθείαν προς Λευκωσία όταν, σε απόσταση 10 με 12 μέτρα πριν από αυτά, είδε από απέναντι το αυτοκίνητο της εφεσείουσας να παίρνει τη δεξιά λωρίδα και αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο επρόκειτο να στρίψει δεξιά. Περιέγραψε τα επακολουθήσαντα ως εξής:

“Μπήκε σιωνοτό στη μέση των φώτων, μου έκλεισε χιαστί το δρόμο μου και κτύπησε το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου μου ακριβώς στις δύο πόρτες της αριστερής πλευράς του άλλου αυτοκινήτου.  Προσπάθειά μου, μόλις το είδα, πάτησα stopper αλλά ήταν αναπόφευκτη η σύγκρουση. Εγώ αποφάσισα και έπιασα τα stopper τη στιγμή που την είδα (την ενάγουσα) και έμπαινε σιωνοτή στο δρόμο μου.”

Αυτοκίνητο πίσω από εκείνο της εφεσείουσας - του μάρτυρα Γ. Αναστασίου - ο εφεσίβλητος δεν πρόσεξε.  Του υποβλήθηκε, ως προς τις περιστάσεις πρόκλησης του ατυχήματος ότι ο ίδιος πέρασε με κόκκινο φως( ότι και η εφεσείουσα με κόκκινο ήταν που άρχισε να στρίβει( και ότι όταν έγινε η σύγκρουση, το αυτοκίνητο της εφεσείουσας ήταν σταματημένο. Αφήνουμε αυτές τις υποβολές με μόνο την παρατήρηση ότι δεν συνάδουν με τη λεπτομέρεια της εκδοχής που η εφεσείουσα είχε προβάλει και με τη μαρτυρία που είχε ήδη προσάξει. 

Το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσείουσας.  Παρατήρησε πως στη μαρτυρία της ιδίας έλειπε ή σταθερότητα και η βεβαιότητα, με εμφανή την ασάφεια, τη σύγχυση αλλά και την αντιφατικότητα τόσο με την υπόλοιπη μαρτυρία, προφορική και πραγματική, την οποία προσήγαγε, όσο και με προηγούμενες δηλώσεις της για τις οποίες αντεξετάστηκε.  Το δικαστήριο εξήγησε δε με λεπτομέρεια - με σχολαστικότητα ακόμα θα λέγαμε - το γιατί.  Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας της εφεσείουσας με εκείνη του κ. Γ. Αναστασίου και σχολίασε ό,τι εν τέλει τέθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας στον εφεσίβλητο κατά την  αντεξέταση του. Το δικαστήριο εξήγησε γιατί δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του κ. Γ. Αναστασίου.  Τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου την αποδέχθηκε ως πειστική και [*1158]υποστηριζόμενη από την πραγματική μαρτυρία σε σχέση με την οποία προέβη σε ορισμένους συλλογισμούς.  Υπέδειξε πως στο μήκος των ιχνών τροχοπέδησης, που ήταν 20 μέτρα και άρχιζαν 3.30 μέτρα πριν από τη γραμμή των φώτων, θα έπρεπε να προστεθεί και κάποια απόσταση μέχρι που, με την εμφάνιση του κινδύνου, η σκέψη του εφεσιβλήτου θα μπορούσε να μετατραπεί σε ενέργεια, και πως αυτό βρισκόταν σε αρμονία με ό,τι ο εφεσίβλητος εξήγησε ότι είχε συμβεί. Έπειτα υπέδειξε πόσο απίθανο θα ήταν να μην κάλυπτε η εφεσείουσα περισσότερο από 2½ μέτρα καθέτως αν πράγματι, όταν ανέλαβε το εγχείρημα, ο εφεσίβλητος βρισκόταν τόσο μακρυά όσο εκείνη τον εμφάνισε ενώ, αντιθέτως, η από μέρους της διαγώνια πορεία όταν ο εφεσίβλητος βρισκόταν εντελώς κοντά, όπως εκείνος την περιέγραψε, παρείχε εξήγηση για την πρόκληση της σύγκρουσης.  Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα.  Ως αποτέλεσμα απέρριψε την αγωγή.

Αμφισβητείται με την έφεση η ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης. Προβάλλεται, πρώτα, ότι με τους συλλογισμούς στους οποίους το δικαστήριο προέβη ως προς το τί συνέβηκε, δεν περιορίστηκε σε ό,τι  σύμφωνα με την απόφαση στην Ειρήνη Ιορδάνου και Άλλες ν. Γιάγκου Κυριάκου και Άλλων (1996) 1 A.A.Δ. 1364, επέτρεπε η κοινή εμπειρία και η λογική, αλλά ανέλαβε ρόλο εμπειρογνώμονα που ήταν απαράδεκτο( δεύτερο, ότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε συμπεράσματα εξ ολοκλήρου λανθασμένα και αντίθετα με την κοινή λογική( και, τρίτο, ότι το δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη σημασία στις προηγούμενες δηλώσεις της εφεσείουσας, οι οποίες μάλιστα, στην περίπτωση της ποινικής υπόθεσης, αποσπασματικά ήταν που τέθηκαν ενώπιον του. 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με καμιά από αυτές τις επικρίσεις.  Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Οι συλλογισμοί τους οποίους διατύπωσε  δεν αποτελούσαν παρά μόνο την αντίκρυση των διαθέσιμων στοιχείων υπό το φως της κοινής λογικής.  Τα συμπεράσματα στα οποία ήχθη ήταν αναπόφευκτα. Απέβλεπαν άλλωστε στην επεξήγηση μιας πραγματικότητας στην οποία το δικαστήριο είχε ήδη καταλήξει με σχετικά ευρήματα.  Οι προηγούμενες δηλώσεις της εφεσείουσας για τις οποίες αντεξετάστηκε ώστε η εκδοχή που προωθούσε να ελεγχθεί υπό το φως αντιφάσεων ή ασυνέπειας δικαιολογούσαν πλήρως την πρωτόδικη άποψη ότι αφαιρούσαν από την αξιοπιστία της. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν λεπτομερής και κάλυπτε επαρκώς τις ανά[*1159]γκες της περίπτωσης.  Το αποτέλεσμα ήταν δε εύλογο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο