Cyrpus Trading Corporation Ltd ν. Zim Israel Navigation Co. Ltd και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 1168

(1999) 1 ΑΑΔ 1168

[*1168]21 Ιουλίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

CYPRUS TRADING CORPORATION LTD,

Ενάγοντες,

ν.

1.  ΖΙΜ ISRAEL NAVIGATION CO LTD,

2.  ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ “ZIM IBERIA”,

Εναγομένων.

(Aίτηση για Aναθεώρηση στην Aγωγή Nαυτοδικείου Aρ. 55/97)

 

Δικονομία Ναυτοδικείου — Αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δυνάμει του Καν. 24 των Θεσμών Ναυτοδικείου — Όλα τα αναγκαία στοιχεία πρέπει να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του διατάγματος.

Δικονομία Ναυτοδικείου — Αίτηση για ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος και παραμερισμό του διατάγματος για επίδοση στο εξωτερικό, λόγω μη αποκάλυψης καλής αιτίας αγωγής και ακαταλληλότητάς της για εκδίκαση στην Κύπρο — Η καλή αιτία αγωγής πρέπει να καταδεικνύεται από τη μαρτυρία και δεν αρκεί η έκφραση πίστης για ύπαρξη καλής αιτίας αγωγής στην ένορκη δήλωση.

Λέξεις και Φράσεις — “Καλή  συζητήσιμη υπόθεση” (good arguable cause) για χορήγηση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, στη σχετική νομολογία.

Λέξεις και Φράσεις — “Καλή αιτία αγωγής” (good cause of action) στο Άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 —Έχει την ίδια έννοια με τον όρο “υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκασιν” που τίθεται στην επιφύλαξη του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν. 14/60) — Και στις δύο περιπτώσεις επιβάλλεται η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης (arguable case).

Δικαστική απόφαση — Αιτιολογία —Γνωρίσματα δέουσας αιτιολογίας — Έκταση αιτιολογίας — Ανάλυση μαρτυρίας, δεν περιλαμβάνει [*1169]κατ’ ανάγκη συζήτηση κάθε πτυχής της με την εξωτερίκευση των επιμέρους συλλογισμών του Δικαστηρίου.

Δικονομία Ναυτοδικείου — Αναστολή διαδικασίας —Έλλειψη δικαιοδοσίας — Προϋποθέσεις — Μεταφορά αγαθών διά θαλάσσης – Αγωγή στην Κύπρο για απώλεια μέρους φορτίου — Φορτωτική —Ύπαρξη ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας — Το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει κατά πόσο η υπόθεση θα εκδικασθεί πιο ευχερώς στην Κύπρο για το συμφέρον όλων των διαδίκων και για τους σκοπούς της δικαιοσύνης.

Πολιτική Δικονομία — Ενδιάμεσα διατάγματα — Παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων — Οδηγεί στην ακύρωση διατάγματος που εκδίδεται σε μονομερή αίτηση — Η υποχρέωση πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο ουσιώδη γεγονότα τα οποία είναι γνωστά στον αιτητή αλλά και εκείνα που μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα.

Δικονομία Ναυτοδικείου — Αίτηση αναθεώρησης —Τα επίδικα θέματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο του διατάγματος το οποίο αναθεωρείται επανεξετάζονται και λύονται ανάλογα με τη θεώρησή τους από το Εφετείο.

Δικονομία Ναυτοδικείου — Αναστολή διαδικασίας — Με βάση το ότι η Κύπρος δεν είναι το forum conveniens — Αρχές που διέπουν το θέμα — Το βάρος αποδείξεως το έχει ο εναγόμενος, ενώ όταν οι διάδικοι με συμφωνία καθόρισαν άλλο από την Κύπρο κράτος ως το forum δικαιδοσίας, το βάρος αποδείξεως, γιατί να μη διαταχθεί αναστολή της διαδικασίας, το έχει ο ενάγων.

Οι ενάγοντες, οι οποίοι ήταν οι παραλήπτες τρίων εμπορευματοκιβωτίων με τσιγάρα Marlboro συνολικής αξίας 459.425 δολλαρίων Αμερικής (το φορτίο), καταχώρησαν αγωγή διεκδικώντας μεταξύ άλλων το ποσό των 327.500 δολλαρίων Αμερικής το οποίο αντιπροσώπευε μέρος του φορτίου που απωλέσθηκε και δεν παραδόθηκε σ’ αυτούς.  Το φορτίο φορτώθηκε στο εναγόμενο αρ. 2 πλοίο, δυνάμει φορτωτικής ημερ. 24.4.96 στο λιμάνι SAVANNAH των Η.Π.Α.  Το εναγόμενο αρ. 2 πλοίο μετέφερε το φορτίο στη Χάϊφα όπου εκφορτώθηκε και ακολούθως μεταφορτώθηκε στο πλοίο “Zim Odessa” το οποίο έφθασε στο λιμάνι Λεμεσού στις 27.5.96.

Οι ενάγοντες με μονομερή αίτησή τους εξασφάλισαν:

(α)   Διάταγμα για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας στους εναγομένους 1.

[*1170](β)  Διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στους εναγομένους 1 με διπλοσυστημένη επιστολή.

Οι εναγόμενοι 1 καταχώρησαν εμφάνιση υπό αίρεση.  Αργότερα υπέβαλαν αίτηση με την οποία ζητούσαν ακύρωση των πιο πάνω δύο διαταγμάτων.  Ζητούσαν, επίσης, διάταγμα που να ακυρώνει την έκδοση και επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και την ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος καθώς και διάταγμα “που να αναστέλλει την πιο πάνω αγωγή”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

Οι εναγόμενοι 1 επιδίωξαν την αναθεώρηση της πρωτόδικης απόφασης.  Υπέβαλαν ότι οι ενάγοντες δεν παρουσίασαν μαρτυρία που να ικανοποιεί την πρώτη προϋπόθεση του Καν. 24 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου), ότι δηλαδή έχουν καλή βάση αγωγής.  Περαιτέρω και με έρεισμα τον όρο 12 της φορτωτικής, εισηγήθηκαν ότι ο όρος αυτός ρητά απαλλάττει τον μεταφορέα για οποιοδήποτε έλλειμμα ή ζημιά στα εντός των εμπορευματοκιβωτίων εμπορεύματα, εκεί όπου δεν φορτώθηκαν από τον μεταφορέα όπως είναι η παρούσα περίπτωση.  Τέλος εισηγήθηκαν ότι “δεν απεδείχθη έστω και αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων εναντίον των εναγομένων”.

Οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι, δυνάμει της παραγράφου 4 της φορτωτικής - τεκμήριο Α - οι μεταφορείς καθίστανται εκ πρώτης όψεως υπεύθυνοι για τη μη παράδοση και συνεπώς οι ενάγοντες απέδειξαν ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλού αγώγιμου δικαιώματος.

Αναφορικά με τον όρο 12 της φορτωτικής, οι ενάγοντες υπέβαλαν ότι οι εναγόμενοι 1 ήταν υπεύθυνοι για τη ζημιά στο εμπορευματοκιβώτιο η οποία προκλήθηκε ενόσω αυτό ήταν στη φύλαξη τους, δυνάμει της δεύτερης εξαίρεσης του εν λόγω όρου.

Οι άλλοι λόγοι που προβλήθηκαν από τους εναγομένους είναι:

1.  Η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι δεόντως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη όπως ρητά ορίζει το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος.

2.  Κατάλληλο δικαστήριο για εκδίκαση της παρούσας αγωγής δεν είναι η Κύπρος αλλά το Ισραήλ.  Αναφορικά με το θέμα αυτό σημειώνεται ότι υπήρξαν αντιφατικές ρήτρες δικαιοδοσίας αναφορικά με την εκδίκαση διαφορών που εγείρονται δυνάμει της φορτωτι[*1171]κής.  Η φορτωτική, τεκμήριο Α και η φορτωτική τεκμήριο 1, τα οποία είναι τα πρωτότυπα (original) της φορτωτικής καθορίζουν η μεν πρώτη ως αρμόδιο Δικαστήριο το Δικαστήριο του Χονγκ-Κογκ, η δε δεύτερη το Δικαστήριο της Χάϊφα στο Ισραήλ.  Το τεκμήριο Α επισυνάφθηκε στην αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας από τους ενάγοντες και το τεκμήριο 1 επισυνάφθηκε από τους αιτητές – εναγομένους στην υπό εκδίκαση αίτηση.

3.  Οι ενάγοντες παρέλειψαν να κάμουν πλήρη και αληθή αποκάλυψη εγγράφων, γεγονότων και ισχυρισμών ως όφειλαν να πράξουν με τη μονομερή αίτησή τους.

Οι εναγόμενοι υποστήριξαν ότι η μόνη δεσμευτική για τους συμβαλλομένους φορτωτική είναι η φορτωτική τεκμήριο 1 που προνοεί όχι μόνο για αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Χάϊφα αλλά και για εφαρμογή του Ισραηλίτικου δικαίου.

Οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι οι αντιφατικές ρήτρες στα δύο πρωτότυπα της φορτωτικής φανερώνουν διαφωνία ως προς τη συμφωνία των μερών για ρήτρα δικαιοδοσίας και κατά συνέπεια οι εναγόμενοι 1 είναι αυτοί που πρέπει να πείσουν ότι, το Ισραήλ είναι ξεκάθαρα πιο βολική δικαιοδοσία έτσι ώστε να επιτύχουν αναστολή της αγωγής.

Οι ενάγοντες υπέβαλαν επίσης ότι ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα στην Κύπρο, σε περίπτωση που ανασταλεί, οι ενάγοντες δεν θα μπορούν να καταχωρήσουν αγωγή γιατί η αγωγή τους έχει παραγραφεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι “εάν άλλη είναι η συμφωνία των μερών, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι 1, τούτο είναι θέμα ουσίας το οποίο το Δικαστήριο θα αποφασίσει στο τέλος της ημέρας κατά την εκδίκαση της αγωγής”. 

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η επίδοση κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας διέπεται από τον Καν. 24 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) ο οποίος απαιτεί την προσαγωγή της πιο κάτω μαρτυρίας:

(α)          Μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ή τον Δικαστή ότι ο ενάγων έχει καλό αγώγιμο δικαίωμα.

[*1172](β)         Στοιχεία ότι η αγωγή είναι κατάλληλη για να εκδικαστεί στην Κύπρο.

(γ)          Μαρτυρία αναφορικά με τον τόπο ή τη χώρα που μπορεί να βρεθεί ο εναγόμενος και,

(δ)          Μαρτυρία για την ιθαγένεια του εναγομένου.

2.  Ο Καν. 24 πρέπει να ερμηνεύεται με τον τρόπο που έχει ερμηνευθεί ο θ. 1 της Δ.11 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών.  Παρόλο ότι ο αιτητής χρειάζεται να αποδείξει μόνο “εκ πρώτης όψεως υπόθεση” ή “καλή συζητήσιμη υπόθεση” η ένορκη δήλωση πρέπει να παρέχει πλήρεις λεπτομέρειες των γεγονότων επί των οποίων βασίζεται η αίτηση και οι οποίες δικαιολογούν την έκδοση του κλητηρίου εντάλματος, η δε δήλωση πρέπει να είναι ειλικρινής.

3.  Στην κρινόμενη υπόθεση, το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης των εναγόντων σε συνδυασμό με το παραδεκτό γεγονός ότι τα επίδικα εμπορεύματα δεν παραλήφθηκαν από τους δικαιούχους τους, ικανοποιούν το μέτρο απόδειξης που απαιτείται και το οποίο είναι αυτό της καλής συζητήσιμης υπόθεσης.  Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου στο παρόν στάδιο να εκδικάσει αμφισβητούμενα γεγονότα με βάση τις ένορκες δηλώσεις ή να εκφράσει πρόωρη άποψη επί της ουσίας της αγωγής.

4.  Με βάση τα γεγονότα τα οποία επικαλέσθηκαν οι δύο πλευρές προς υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεων τους, προκύπτει σαφώς ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια αποτελούν το βήμα με το οποίο η αγωγή έχει την πιο αληθινή και ουσιαστική σύνδεση (real and substantial connection) σε ότι αφορά βολικότητα, δαπάνη και διαθέσιμο μαρτύρων.  Οι εναγόμενοι δεν απέδειξαν - ως όφειλαν - ότι όχι μόνο το Κυπριακό Δικαστήριο δεν είναι το φυσικό ή κατάλληλο βήμα για την εκδίκαση της υπόθεσης αλλά και ότι υπάρχει διαθέσιμο βήμα το οποίο ξεκάθαρα και ευδιάκριτα θα ήταν πιο κατάλληλο από τα Κυπριακά Δικαστήρια.

     Από την άλλη οι ενάγοντες, με την ένορκη δήλωση τους που υποστήριζε την αίτηση τους για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, απέδειξαν - ως όφειλαν - ότι όχι μόνο τα Κυπριακά Δικαστήρια είναι το κατάλληλο βήμα για εκδίκαση της αγωγής αλλά και ότι ήταν ξεκάθαρα το κατάλληλο βήμα.

5.  Το γεγονός της παραγραφής της αγωγής αποτελεί ακόμα ένα λό[*1173]γο ο οποίος συνηγορεί υπέρ της απόρριψης της αίτησης των εναγομένων 1.

6.  Οι ενάγοντες αποκάλυψαν αυτό που είχαν στα χέρια τους - τη φορτωτική τεκμήριο Α.  Δεν είχαν λόγους να υποψιαστούν ότι υπήρχε άλλο πρωτότυπο της ίδιας φορτωτικής που να περιέχει διαφορετικές πρόνοιες.  Δεν υπήρχε, επομένως, λόγος να εμπλακούν στη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας για να ανακαλύψουν οτιδήποτε μπορούσε εύλογα να γίνει γνωστό.  Δεν είναι, ως εκ τούτου, υπεύθυνοι για παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.  Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Jadranska Slobodna Providba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58,

Sekavin S.A. v. Ship “Platon Ch” a.o. (1987) 1 C.L.R. 297,

Amathus Navigation Co. Ltd v. Concord Express Liners κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030,

Vouniotis Cold Stores κ.ά. v. Bulk Carriers Corporation κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 71,

Achelec Electronics Ltd v. Rostock κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 442,

Gircotis & Achilleos Ltd v. Chr. M. Sarlis & Co M.S. κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 360,

Fabrik vormals Sandoz v. Badische Anilin und Soda Fabriks [1904] 90 L.T. 733,

Her Brittanic Majesty’s Secretary of State for Defence v. A.P. Lanitis Investments Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 995,

Hmerlryck v. William Lyall Shipbuilding Co. Ltd [1921] 1 A.C. 698,

George D. Counnas and Sons Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 266,

[*1174]Brabo [1949] A.C. 326,

Horni v. Korner [1951] A.C. 869,

Siskina (Cargo Owners) v. Distos Compania Naviera S.A. [1979] A.C. 210,

Seaconsar Far East Ltd v. Bank markazi Jomhouri Islam Iran [1993] 3 W.L.R. 756,

Τσιολάκκη κ.ά. v. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782,

Vassiliko Cement Works Ltd v. World Tide Shipping Corporation (1996) 1(A) A.A.Δ. 389,

Βασιλείου v. Μάνουλλου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1359,

Cyprus Potato Marketting Board v. Primlaks (Pacific Violet) κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 219,

Guendjian v. Societe Tunisienne De Banque S.A. (1983) 1 C.L.R. 588,

MacShannon v. Rockware Glass Ltd [1978] 1 All E.R. 625,

Shehata κ.ά. v. Ellias (1995) 1 A.A.Δ. 621,

Dolphin Shipping Co. Ltd a.o. v. Cantieri Navali Ruiniti S.P.A. (1984) 1 C.L.R. 853,

Spiliada Maritime Corporation v. Cansulex Ltd [1986] 3 All E.R. 843,

Dampierre v. Dampierre [1987] 1 All E.R. 1,

Irish Shipping Ltd v. Commercial Union [1989] 3 All E.R. 853,

Butler v. Butler [1997] 2 All E.R. 822,

Caspi Shipping Ltd v. Πλοίου Saphire Seas, (1997) 1 (A) A.A.Δ. 561,

Williams & Glyn’s Bank PLC v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 674,

Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248.

 

[*1175]Aίτηση.

Aίτηση σε αγωγή Nαυτοδικείου με την οποία οι εναγόμενοι 1 ζητούν αναθεώρηση διατάγματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 14 Σεπτεμβρίου, 1998 ισχυριζόμενοι ότι το κατάλληλο Δικαστήριο για εκδίκαση της αγωγής είναι το Δικαστήριο του Iσραήλ και όχι της Kύπρου.

Κ. Κακουλλή για Γ. Κακογιάννη, για τους Eνάγοντες.

Μ. Μοντάνιος με Γρ. Λεοντίου, για τους Eναγομένους Aρ. 1.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα διαδικασία οι εναγόμενοι 1 ζητούν αναθεώρηση διατάγματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 14.9.98.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σχετίζονται με το διάβημα των εναγομένων 1, όπως τα έχει συνοψίσει το πρωτόδικο δικαστήριο, έχουν ως εξής:

Δυνάμει φορτωτικής ημερομηνίας 24.4.96 φορτώθηκαν στο εναγόμενο αρ. 2 πλοίο στο λιμάνι SAVANNAH  των Η.Π.Α. για λογαριασμό και ή προς όφελος των εναγόντων τρία εμπορευματοκιβώτια τα οποία περιείχαν 2,350 χαρτόνια με τσιγάρα Marlboro, συνολικής αξίας 459.425 δολλαρίων Αμερικής (το φορτίο).  Το εναγόμενο αρ. 2 πλοίο μετέφερε τα εμπορευματοκιβώτια στο λιμάνι της Χάϊφας όπου και εκφορτώθηκαν και ακολούθως μεταφορτώθηκαν στο πλοίο “Zim Odessa” το οποίο έφτασε στο λιμάνι Λεμεσού στις 27.5.96.  Κατά την άφιξη του πλοίου και την εκφόρτωση των εμπορευματοκιβωτίων διαπιστώθηκε ότι οι σφραγίδες που ήταν στα εμπορευματοκιβώτια, παρόλο που ήταν άθικτες, έφεραν διαφορετικούς αριθμούς από αυτούς που αναφέρονται στο σχετικό κατάλογο (Container Discharging List).  Στη συνέχεια όταν ανοίχθηκαν τα εμπορευματοκιβώτια, στην παρουσία τελωνειακού λειτουργού, αποκαλύφθηκε ότι τα δύο απ’ αυτά ήταν εντελώς κενά.  Έτσι απωλέσθηκαν και δεν παραδόθηκαν στους ενάγοντες 1,396 χαρτόνια, αξίας 327.500 δολαρίων Αμερικής.

Η πιο πάνω απώλεια αποτέλεσε την αιτία για την καταχώριση [*1176]της παρούσας αγωγής - στις 17.4.97 - με την οποία οι ενάγοντες αξιώνουν εναντίον των εναγομένων τις πιο κάτω θεραπείες:

(α)   Το ποσό των Δολλαρίων ΗΠΑ 327.500 το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία του φορτίου.

(β)   Το ποσό των Λ.Κ.2.620 που αποτελεί το ναύλο που πλήρωσαν οι ενάγοντες στους εναγομένους 1 για τη μεταφορά του φορτίου.

(γ)   Το ποσό των Λ.Κ.1.430,73 που αποτελεί το ναύλο που πλήρωσαν οι ενάγοντες για να εισάξουν άλλη ποσότητα τσιγάρων προς αντικατάσταση του απωλεσθέντος και/ή κλαπέντος και/ή μη παραληφθέντος φορτίου τσιγάρων αεροπορικώς, πλέον το ποσό των Λ.Κ.916 που αποτελεί τους δασμούς επί του πιο πάνω ναύλου και το οποίο αποτελεί επακόλουθη ζημιά και/ή απώλεια (consequential loss and/or damage).

Με μονομερή αίτηση τους της ίδιας ημερομηνίας οι ενάγοντες ζήτησαν και εξασφάλισαν:

(α)  Διάταγμα για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας στους εναγομένους 1 στο Ισραήλ.

(β)  Διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στους εναγομένους 1 με διπλοσυστημένη επιστολή στο Ισραήλ.

Στις 27.6.97 οι εναγόμενοι 1 καταχώρισαν εμφάνιση υπό αίρεση.  Στις 20.10.97 υπέβαλαν αίτηση με την οποία ζητούσαν ακύρωση των πιο πάνω δύο διαταγμάτων.  Ζητούσαν, επίσης, διάταγμα που να ακυρώνει την έκδοση και επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και την ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος καθώς και διάταγμα “που να αναστέλλει την πιο πάνω αγωγή”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

Οι εναγόμενοι 1 έχουν επιδιώξει την αναθεώρηση της πρωτόδικης απόφασης.  Υπέβαλαν ότι οι ενάγοντες δεν επαρουσίασαν στο πρωτόδικο δικαστήριο “ικανοποιητική μαρτυρία (αποδεκτή μαρτυρία) που να ικανοποιεί την πρώτη προϋπόθεση του Καν. 24 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου), ότι δηλαδή έχουν καλή βάση αγωγής ή καλό αγώγιμο δικαίωμα”.  Εισηγήθηκαν ότι η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναφερθεί στην παραδεκτή κλοπή των επίδικων εμπορευμάτων στη Χάιφα-Ισραήλ και στην έλλειψη ευθύνης των εναγομένων  για την κλοπή αυτή, οδηγεί σε ακύρωση της υπό αναθεώρηση απόφασης γιατί “δεν έχει αποδειχθεί αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων εναντίον των εναγομένων 1”.  Περαιτέρω, και με έρεισμα τον όρο 12* της φορτωτικής, εισηγήθηκαν ότι ο όρος αυτός ρητά απαλλάττει τον μεταφορέα για οποιοδήποτε έλλειμμα ή ζημιά στα εντός των εμπορευματοκιβωτίων εμπορεύματα εκεί όπου δεν φορτώθηκαν από τον μεταφορέα, όπως είναι εδώ η περίπτωση.  Από τα πιο πάνω - συνεχίζει η εισήγηση των εναγομένων 1 - αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ευθύνη του μεταφορέα προκειμένου για εμπορεύματα που μεταφέρονται κλειστά σε εμπορευματοκιβώτια είναι διαφορετική από την ευθύνη του για την μεταφορά άλλων εμπορευμάτων στα κήτη ενός πλοίου.

Τέλος οι εναγόμενοι εισηγήθηκαν ότι στην απουσία μαρτυρίας που να δείχνει ότι οι εναγόμενοι 1 είναι νομικά υπεύθυνοι για τις απαιτήσεις των εναγόντων το ορθό συμπέρασμα είναι ότι “δεν απεδείχθη έστω και αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων εναντίον των εναγομένων”.

Οι ενάγοντες έκαμαν αναφορά στην παραγ. 4 της φορτωτικής - τεκμήριο Α - στην οποία αναφέρεται ότι ο μεταφορέας ευθύνεται για τα εμπορεύματα (“shall be liable for the goods”).  Εισηγήθηκαν ότι “ο αναμφισβήτητος αυτός όρος της φορτωτικής σε συνδυασμό με το παραδεκτό γεγονός ότι, τα εμπορεύματα των οποίων αξιούται η αξία δεν παραλήφθηκαν, καθιστά εκ πρώτης όψεως υπεύθυνο το μεταφορέα για την μη παράδοση και συνεπώς οι ενάγοντες έχουν αποδείξει ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλού αγώγιμου δικαιώματος.  Η αιτία για την οποία δεν παραδόθηκαν τα εμπορεύματα, είναι κάτι που εμπίπτει στη σφαίρα επιρροής των εναγομένων 1 και εναπόκειται στους ίδιους ν’ αποδείξουν ότι οι περιστάσεις της απώλειας ήταν τέτοιες ώστε ενδεχομένως να μην ευθύνονται.   Οι ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση να επιχειρηματολογήσουν στα πλαίσια της μονομερούς τους αίτησης επί των όποιων υπερασπίσεων που ενδεχόμενα θα μπορούσαν οι εναγόμενοι να προβάλουν”.

Αναφορικά με τον όρο 12 της φορτωτικής οι ενάγοντες υπέβαλαν ότι ο όρος αυτός περιέχει δύο εξαιρέσεις, η δεύτερη* εκ των οποίων τυγχάνει εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση.  Οι ενδείξεις είναι ότι το έλλειμμα προκλήθηκε από διάρρηξη των σφραγίδων που έθεσαν οι εναγόμενοι 1 στο εμπορευματοκιβώτιο.  Συνεπώς πρόκειται για έλλειμμα που προκλήθηκε από ζημιά στο εμπορευματοκιβώτιο ενόσω αυτό ήταν στη φύλαξη των εναγομένων 1.  Ο ισχυρισμός της παραγ. 8 της ένορκης δήλωσης - παρατίθεται στη σελ. 7 - είναι ότι οι εναγόμενοι 1 παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους ως θεματοφύλακες και μεταφορείς και η αναφορά στις συνθήκες αυτής της παράβασης ήταν υπεραρκετή.  Είναι αρκετό - καταλήγει η εισήγηση των εναγόντων - για τους ενάγοντες να δείξουν ότι οι εναγόμενοι απέτυχαν να τους παραδώσουν τα εμπορεύματα, πράγμα που όχι μόνο το ισχυρίστηκαν, αλλά και το απέδειξαν.  Απο “εκεί και πέρα το βάρος απόδειξης ότι παρ’ όλα αυτά αυτοί δεν ευθύνονται βρίσκεται στους ώμους των εναγομένων 1”.

Η επίδοση κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας διέπεται από τον Καν. 24 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) ο οποίος απαιτεί την προσαγωγή της πιο κάτω μαρτυρίας:

“(α) Μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ή τον Δικαστή ότι ο ενάγων έχει καλό αγώγιμο δικαίωμα.

(β)Στοιχεία ότι η αγωγή είναι κατάλληλη για να εκδικαστεί στην Κύπρο.

(γ)   Μαρτυρία αναφορικά με τον τόπο ή τη χώρα που μπορεί να βρεθεί ο εναγόμενος, και

(δ)   Μαρτυρία για την ιθαγένεια του εναγομένου.”

(Βλ. Jadranska Slobodna Providba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, Sekavin S.A. v. Ship “Platon Ch” and Others [*1179](1987) 1 C.L.R. 297, Amathus Navigation Co. Ltd v. Concord Express Liners κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030, Vouniotis Cold Stores κ.ά. ν. Bulk Carriers Corporation κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 71, Achelec Electronics Ltd v. Rostock κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 442 και Gircotis & Achilleos Ltd v. Chr. M. Sarlis & Co M.S. κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 360).

Στην Jadranska (πιο πάνω) υποδεικνύεται ότι ο Καν. 24 πρέπει να ερμηνεύεται με τον τρόπο που έχει ερμηνευθεί ο θ. 1 της Δ.11 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών.  Έγινε αναφορά στην υπόθεση Chemische Fabrik vormals Sandoz v. Badische Anilin und Soda Fabriks [1904] 90 L.T. 733, 735 στην οποία υποδείχθηκε ότι απλή αναφορά του ωμόσαντος στην ένορκη δήλωση ότι πιστεύει ότι υπάρχει καλή βάση αγωγής δεν είναι αρκετή.  Από την άλλη, όμως, το δικαστήριο στη διαδικασία αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δεν καλείται να εκδικάσει την αγωγή ή να εκφράσει πρόωρα γνώμη επί της ουσίας της.

Αναφορά στην Jandranska (πιο πάνω) έχει γίνει και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Her Brittanic Majesty’s Secretary of State for Defence v. A.P. Lanitis Investments Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 995. Υποδείχθηκε ότι χρειάζεται εύλογη μαρτυρία από την οποία να προκύπτει η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος (Hemelryck v. William Lyall Shipbuilding Co. Ltd [1921] 1 A.C. 698, 701) και μάλιστα με πληρότητα (George D. Counnas and Sons Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd and Another (1963) 2 C.L.R. 266, 268).  Υποδείχθηκε, επίσης, ότι το κριτήριο είναι αντικειμενικό, με την έννοια ότι δεν αποφαίνεται το δικαστήριο αναφορικά με την αξία της μαρτυρίας (Sekavin, πιό πάνω, σελ. 300).   

Σύμφωνα με την επεξήγηση του θ.1 της Δ.11 από το Annual Practice 1960, σελ. 152:   “Παρόλο ότι ο αιτητής χρειάζεται να αποδείξει μόνο ‘εκ πρώτης όψεως υπόθεση’ ή ‘καλή συζητήσιμη υπόθεση’ η ένορκη δήλωση πρέπει να περιέχει πλήρεις λεπτομέρειες των γεγονότων επί των οποίων βασίζεται η αίτηση και οι οποίες δικαιολογούν την έκδοση του κλητηρίου εντάλματος, η δε δήλωση πρέπει να είναι ειλικρινής.  Η ένορκη δήλωση πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους επί των οποίων γίνεται η αίτηση, δηλαδή την φύση της προτεινόμενης βάσης αγωγής και τη θεραπεία που επιδιώκεται και επαρκή γεγονότα για να δυνηθεί το δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο η υπόθεση εμπίπτει εντός μιας από τις υποπαραγράφους του θεσμού”.

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την χορήγηση άδειας για επίδοση [*1180]εκτός δικαιοδοσίας έχουν εξεταστεί από την Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στις υποθέσεις The Brabo [1949] A.C. 326, Vitkovice Horni v. Korner [1951] A.C. 869, The Siskina (Cargo Owners) v. Distos Compania Naviera S.A. [1979] A.C. 210 και Seaconsar Far East Ltd v. Bank Markazi Jomhouri Islam Iran [1993] 3 W.L.R. 756.  Σύμφωνα με τις αρχές που έχουν διατυπωθεί στις πιο πάνω υποθέσεις το μέτρο απόδειξης είναι αυτό της καλής συζητήσιμης υπόθεσης (“good arguable case”).  Η έννοια αυτού του όρου έχει συζητηθεί στις υποθέσεις The Brabo και Vitkovice Horni (πιο πάνω).  Σημαίνει ότι ανκαι το δικαστήριο σ’ αυτό το στάδιο δεν θα χρειαστεί απόδειξη που να το ικανοποιεί, θα χρειαστεί κάτι καλύτερο από μια απλή εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Όπου εμπλέκονται πραγματικά ζητήματα η πρακτική είναι να εξεταστεί η υπόθεση του ενάγοντα και να μην γίνει προσπάθεια να εκδικαστούν αμφισβητούμενα γεγονότα με βάση τις ένορκες δηλώσεις.  Ο εναγόμενος, όμως, μπορεί να δείξει ότι  η μαρτυρία του ενάγοντα είναι ελλειπής και κατάδηλα εσφαλμένη.  Σε σχέση με νομικά ζητήματα το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει πλήρως τα επίδικα θέματα και να μη χορηγήσει την άδεια εάν θεωρεί ότι η υπόθεση του ενάγοντα πρόκειται να αποτύχει (Supreme Court Practice 1999, σελ. 93).

Στην Amathus Navigation (πιο πάνω) τονίζεται ότι: “Καλή υπόθεση συχνά ταυτίζεται με εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπόθεση”.   

Τον όρο “καλή βάση αγωγής” συναντούμε και στο άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Έχει δε επεξηγηθεί στην Τσιολάκκη κ.ά. ν. Στυλιανίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 782.  Υποδείχθηκε ότι “έχει την ίδια έννοια με τον όρο ‘υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκασιν’ που τίθεται στην επιφύλαξη του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν 14/60) και ότι και στις δύο περιπτώσεις επιβάλλεται η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης (arguable case) ως προϋπόθεση για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος”.

Στη συνέχεια θα παραθέσουμε την μαρτυρία που είχαν προσαγάγει οι ενάγοντες.

Με την παράγ. 4 της ένορκης δήλωσης τους οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι οι εναγόμενοι 1 ήταν και είναι ιδιοκτήτες του εναγόμενου 2 πλοίου και ήταν συμβαλλόμενοι στη σύμβαση μεταφοράς.   Η ουσία των ισχυρισμών τους περιέχεται στην παραγ. 8 της ένορκης δήλωσης τους.  Την παραθέτουμε:

[*1181]

“Οι καθ’ ων η αίτηση 1 ως ιδιοκτήτες του καθ’ ου η αίτηση πλοίου καθώς και το καθ’ ου η αίτηση πλοίο κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους ως μεταφορείς και θεματοφύλακες απέτυχαν να παραδώσουν όλα τα πιο πάνω εμπορεύματα στον τόπο προορισμού τους δηλαδή τη Λεμεσό.  Κατά την άφιξη του πλοίου στη Λεμεσό και την εκφόρτωση των εμπορευματοκιβωτίων, λειτουργός της Αρχής Λιμένων, στην παρουσία ελεγκτή της εταιρείας SHOHAM CYPRUS LTD, διενήργησε έλεγχο και διαπίστωσε ότι οι σφραγίδες που ήταν στα εμπορευματοκιβώτια παρόλο που ήταν άθικτες έφεραν διαφορετικούς αριθμούς από αυτούς που αναφέρονται στο σχετικό κατάλογο (Container Discharging List). Συγκεκριμένα έφεραν τους αριθμούς 1597780, 1604 και 661694 αντί των αριθμών 0006779, 0006768 και 0006774 αντίστοιχα.  Στις 29.5.1996 ένα από τα τρία εμπορευματοκιβώτια το οποίο έπρεπε να περιέχει 442 χαρτόνια τσιγάρα μεταφέρθηκε στις αποθήκες των Εναγόντων 1 όπου τελωνειακός λειτουργός στην παρουσία υπαλλήλου της SHOHAM CYPRUS LTD το άνοιξε και διαπίστωσε ότι ήταν κενό.  Στις 30.5.1996 στο Τελωνείο Λεμεσού έγινε έλεγχος και διαπιστώθηκε ότι δεύτερο εμπορευματοκιβώτιο, που έπρεπε να περιέχει 954 χαρτόνια ήταν κενό, ενώ το τρίτο εμπορευματοκιβώτιο περιείχε 954 χαρτόνια τσιγάρα όπως αναγραφόταν στα σχετικά έγγραφα.  Όλα τα πιο πάνω αναφέρονται στη σχετική έκθεση (που βασίστηκε σε έρευνα που διεξήγαγε η Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού) η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο ‘Γ’”.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την ένορκη δήλωση των εναγόντων και ιδιαίτερα τις παραγ. 4 και 8 πιο πάνω.  Έχουμε, επίσης, λάβει υπόψη το παραδεκτό γεγονός ότι τα επίδικα εμπορεύματα δεν παραλήφθηκαν από τους δικαιούχους τους.  Θεωρούμε ότι το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης των εναγόντων σε συνδυασμό με το πιο πάνω παραδεκτό γεγονός ικανοποιούν το μέτρο απόδειξης που απαιτείται και το οποίο είναι αυτό της καλής συζητήσιμης υπόθεσης.  Δεν είναι έργο του δικαστηρίου στο παρόν στάδιο να εκδικάσει αμφισβητούμενα γεγονότα με βάση τις ένορκες δηλώσεις ή να εκφράσει πρόωρη άποψη επί της ουσίας της αγωγής.

Αναφορικά με τον όρο 12 της φορτωτικής, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, “υπάχουν διϊστάμενες απόψεις μεταξύ των μερών ως προς την ερμηνεία του”.  Το κατά πόσο οι εναγόμενοι 1 μπορούν να επικαλεσθούν την εξαίρεση που προβλέπεται από τον όρο 12 είναι θέμα που έχει άμεση συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης. Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, στη διαδι[*1182]κασία χορήγησης άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, δεν εκδικάζονται αμφισβητούμενα γεγονότα.  Το αδιαμφισβήτητο γεγονός της μη παράδοσης των εμπορευμάτων στον τόπο προορισμού τους αποκαλύπτει καλή συζητήσιμη υπόθεση.  Οι ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση να παραθέσουν μαρτυρία για να αποδείξουν ότι οι εναγόμενοι δεν καλύπτονταν από την εξαίρεση του όρου 12. Ο σχετικός λόγος αναθεώρησης δεν ευσταθεί.

Έχει επίσης προβληθεί η θέση ότι από νομικής πλευράς η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι δεόντως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη ως το άρθρο 30(2) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ρητά ορίζει και ως έχει νομολογιακά καθιερωθεί.  

Καθώς έχει νομολογηθεί τα γνωρίσματα της δεόντως αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης είναι:

(α)   ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επιδίκων θεμάτων.

(β)   διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων, και

(γ)   σαφής δικαστική απόφανση (Vassiliko Cement Works Ltd v. World Tide Shipping Corporation, (1996) 1 A.A.Δ. 389 και Pioneer Candy Ltd v. Tryfon and Sons (1981) 1 C.L.R. 440).

Στην Vassiliko Cement Works Ltd (πιο πάνω) υποδεικνύεται ότι “η αιτιολόγηση στην όποια συγκεκριμένη περίπτωση συναρτάται με τις δικές της ανάγκες και λαμβάνει υπόψη τόσο τη φύση του θέματος όσο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του επ’ αυτού προσαχθέντος υλικού”.  Απόφαση η οποία προσδιορίζει με σαφήνεια τα επίδικα θέματα, εξηγεί, με αναφορά σε νομολογία, τις  αρχές που διέπουν την επίλυση τους, παρέχει σαφή ανάλυση της μαρτυρίας και προβαίνει σε σειρά ευρημάτων τα οποία στοιχειοθετούν την ετυμηγορία είναι αιτιολογημένη (Βασιλείου ν. Μάνουλλου, (1996) 1 A.A.Δ. 1359).

Εξέταση της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει ότι κάμνει αναφορά:

(α)   Στο περιεχόμενο του κλητηρίου εντάλματος και της αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

(β)   Στην επίδικη αίτηση των εναγομένων για παραμερισμό της επίδοσης κλπ.

[*1183]

(γ)   Στα γεγονότα της υπόθεσης.

(δ)   Στις εισηγήσεις των μερών.

Η πρωτόδικη απόφαση περιέχει, επίσης, με αναφορά σε νομολογία, την απαραίτητη δικαστική κρίση επί των σημείων που έχουν εγείρει οι διάδικοι.  Θεωρούμε, λοιπόν, ότι περιέχει όλα τα γνωρίσματα μιας αιτιολογημένης απόφασης.  Η σχετική περί του αντιθέτου εισήγηση των εναγομένων 1 δεν ευσταθεί.

Οι εναγόμενοι 1 παραπονούνται, επίσης, για την απόρριψη της εισήγησης τους ότι κατάλληλο δικαστήριο για εκδίκαση της παρούσας αγωγής δεν είναι η Κύπρος αλλά το Ισραήλ.

Ισχυρίσθηκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι η φορτωτική την οποία οι ενάγοντες έπρεπε με την αίτηση τους να προσκομίσουν στο πρωτόδικο δικαστήριο και πάνω στην οποία να στηριχθούν δεν είναι αυτή που προσκόμισαν (τεκμήριο Α) αλλά αυτή που επαρουσίασε σαν τεκμήριο 1 ο μάρτυρας των εναγομένων 1 στην ένορκη δήλωση του.

Όπως, σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν κοινώς αποδεκτό ότι έχουν εκδοθεί τρία πρωτότυπα (original) της φορτωτικής.  Το “first original” το οποίο επισύναψαν οι ενάγοντες στην αίτηση τους για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ως τεκμήριο Α και το “second original” το οποίο επισύναψαν οι αιτητές-εναγόμενοι αρ. 1 στην υπό εκδίκαση αίτηση, ως τεκμήριο 1.  Το τεκμήριο 1 είναι το έγγραφο της φορτωτικής που χρησιμοποίησαν οι εναγόμενοι αρ. 1 για να παραλάβουν τα εμπορευματοκιβώτια.  Κατά ανεξήγητο λόγο ενώ το εμπρόσθιο μέρος των δύο τεκμηρίων συμπίπτει απόλυτα, το οπίσθιο μέρος όπου αναφέρονται οι όροι, δεν συμπίπτει σε ουσιώδη σημεία.  Κατ’ αρχή το τεκμήριο Α περιέχει 25 όρους ενώ το τεκμήριο 1 περιέχει 27 όρους.

Η φορτωτική, τεκμήριο Α, προβλέπει ότι αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση διαφορών που εγείρονται δυνάμει της φορτωτικής είναι το δικαστήριο του Χόνγκ-Κόνγκ στο οποίο ο μεταφορέας έχει το κεντρικό του γραφείο.  Αντίθετα η φορτωτική, τεκμήριο 1, προβλέπει ότι αρμόδιο δικαστήριο είναι το δικαστήριο της χώρας όπου ο μεταφορέας έχει την έδρα του, δηλαδή στη Χάϊφα-Ισραήλ.

Οι πιο πάνω δύο φορτωτικές περιέχουν στο μπροστινό μέρος [*1184]τους την πιο κάτω πρόνοια:

“IN WITNESS whereof the Master or Agent of the said vessel has signed the number of original Bills of Lading stated below.  All of this tenor and date, one of which being accomplished, the others to stand void.”

“No. of ORIGINAL B/L ISSUED

                           3”

                                Σε μετάφραση στα Ελληνικά:

“ΣΕ ΜΑΡΤΥΡΙΑ τούτων, ο Πλοίαρχος ή ο Αντιπρόσωπος του εν λόγω πλοίου έχει υπογράψει τον αριθμό πρωτότυπων Φορτωτικών που αναφέρεται πιο κάτω.  Όλες με την ίδια φύση και ημερομηνία, η χρησιμοποίηση μιάς εκ των οποίων καθιστά τις άλλες άκυρες.”

“Αρ. ΕΚΔΟΘΕΙΣΩΝ ΠΡΩΤΟΤΥΠΩΝ ΦΟΡΤΩΤΙΚΩΝ:-

                                              3”

Με έρεισμα την πιο πάνω πρόνοια οι εναγόμενοι 1 εισηγήθηκαν ότι εφόσον εχρησιμοποίησαν την φορτωτική, τεκμήριο 1, για να παραλάβουν τα εμπορεύματα, η φορτωτική τεκμήριο Α, παύει να έχει οποιαδήποτε αξία και ισχύ.  Έκαμαν αναφορά στον Carver - Carriage by Sea, 12η έκδοση, Τόμος 2, σελ. 919-920.

Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω εισήγηση των εναγομένων. Έκρινε ότι: “Η αναφορά και στα δύο πρωτότυπα της φορτωτικής που είναι στο φάκελο της υπόθεσης ότι, η εκτέλεση της μιας απ’ αυτές καθιστά τις άλλες άκυρες, αναφέρεται στην ισχύ της φορτωτικής ως τίτλου με τον οποίο είναι δυνατό να διεκδικηθούν τα εμπορεύματα.  Η εκτέλεση της μιας απ’ αυτές απογυμνώνει τις άλλες από τη δυνατότητα χρησιμοποίησης τους ως τίτλου διεκδίκησης των εμπορευμάτων (Βλ. CARVER - Carriage by Sea, 12η έκδοση, Τόμος 2, σελ. 919-920).  Δεν καθίστανται όμως άκυρες οι άλλες πρωτότυπες φορτωτικές όσον αφορά την αποδεικτική τους αξία σε σχέση με την πραγματική συμφωνία μεταξύ των μερών.”

Είναι προφανές - συνεχίζει η εισήγηση των εναγομένων 1 - ότι, για να γίνει αναφορά στο ΧΟΝΓΚ-ΚΟΝΓΚ κάποιο λάθος υπήρξε κατά την έκδοση των φορτωτικών στον τόπο της φόρτωσης που δεν μπορεί να είναι κακόπιστο (όπως ισχυρίστηκαν οι ενάγοντες στην ένορκη δήλωση τους).  Η μόνη δεσμευτική για τους συμβαλ[*1185]λόμενους φορτωτική είναι κατά συνέπεια η Φορτωτική των εναγομένων 1 - τεκμήριο 1 - που προνοεί όχι μόνο για αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Χάϊφα αλλά και για εφαρμογή του Ισραηλίτικου δικαίου.

Ήταν η τελική εισήγηση των εναγομένων 1 ότι εκεί που οι διάδικοι συμφωνούν σε ρήτρα ξένης δικαιοδοσίας δεσμεύονται από αυτή (εκτός εάν υπάρχουν σοβαρότατοι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο ευρίσκει ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί) και κατά συνέπεια τα Δικαστήρια της Κύπρου δεν έχουν δικαιοδοσία διότι τέτοια δικαιοδοσία έχουν μόνο τα Δικαστήρια του Ισραήλ.  Τέτοιοι σοβαρότατοι λόγοι δεν απεδείχθησαν και δεν υπάρχουν.

Από την άλλη οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι στην προκείμενη περίπτωση οι αντιφατικές ρήτρες στα δύο πρωτότυπα της φορτωτικής φανερώνουν διαφωνία στο ποιά υπήρξε η συμφωνία των μερών.  Ως εκ τούτου εισηγήθηκαν ότι οι δύο όροι εξουδετερώνουν ο ένας τον άλλο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει, πραγματικά συμφωνία για ρήτρα δικαιοδοσίας.  Με δεδομένη την ανυπαρξία συμφωνημένης ρήτρας δικαιοδοσίας οι ενάγοντες υπέβαλαν ότι “οι εναγόμενοι 1 είναι αυτοί που πρέπει να πείσουν ότι, το Ισραήλ είναι ξεκάθαρα πιο βολική δικαιοδοσία έτσι ώστε να πετύχουν αναστολή της αγωγής.”

Τέλος οι ενάγοντες υπέβαλαν ότι ενώ η αγωγή έχει καταχωρισθεί εμπρόθεσμα στην Κύπρο, σε περίπτωση που ανασταλεί, οι ενάγοντες δεν θα μπορούν να καταχωρίσουν αγωγή αλλού γιατί η αγωγή τους έχει παραγραφεί. Υπάρχει επομένως διαδικαστικό πλεονέκτημα για τον ενάγοντα το οποίο επενεργεί κατά της αναστολής της αγωγής.  Για να ανασταλεί η δικαιοδοσία, υπέβαλαν οι ενάγοντες, θα πρέπει οι εναγόμενοι 1 να  αποδείξουν ότι υπάρχει άλλο βήμα στο οποίο να μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη με λιγότερη ταλαιπωρία και έξοδα και ότι η αναστολή δεν θα αποστερήσει τον ενάγοντα από ένα διαδικαστικό πλεονέκτημα που έχει στο βήμα που καταχωρίστηκε η αγωγή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στις υποθέσεις The Eleftheria [1969] 2 All E.R. 641, Amathus Navigation Co. (πιο πάνω), στις οποίες - όπως αναφέρει  - έχουν τεθεί οι προϋποθέσεις για την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.  Στη συνέχεια κατέληξε:

“Είναι γεγονός και αποδεκτό και από τις δύο πλευρές, ότι η κλοπή των εμπορευμάτων έγινε στο Ισραήλ, στο οποίο κατοι[*1186]κούν ορισμένοι μάρτυρες.  Άλλοι όμως τόσοι μάρτυρες, ίσως και περισσότεροι κατοικούν στην Κύπρο.  Πέραν αυτού οι ενάγοντες αρ. 1 είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο, η μαρτυρία για τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων κατά το πλείστο είναι στην Κύπρο, τα έγγραφα που αφορούν την εκφόρτωση των εμπορευμάτων βρίσκονται στην Κύπρο και στην περίπτωση που υποχρεωθούν να μεταβούν στο Ισραήλ και προσκομίσουν εκεί τους μάρτυρες τους και τα αποδεικτικά για την υπόθεση τους στοιχεία, έγγραφα κλπ. θα υποστούν υπέρμετρα έξοδα απ’ ότι θα υποστούν οι εναγόμενοι.

Δεν έχω πεισθεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία όσον αφορά το ‘forum conveniens’.

Κατά συνέπεια και το δεύτετο σκέλος της αίτησης για αναστολή της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί.”

Η νομολογία διακρίνει μεταξύ της περίπτωσης που διαπιστώθηκε ανυπερθέτως ότι υπάρχει δεσμευτική συμφωνία των μερών για παραπομπή των διαφορών στην αποκλειστική δικαιοδοσία ορισμένης χώρας και περίπτωσης που σχετίζεται με τη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου να αναστέλλει διαδικασία. Στην πρώτη το βάρος απόδειξης έχει, σύμφωνα με την υπόθεση Eleftheria (πιο πάνω) ο ενάγων, ενώ στη δεύτερη συμβαίνει το αντίθετο (Cyprus Potato Marketing Board v. Primlaks (Pacific Violet) κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 219, 231).

Στην παρούσα υπόθεση οι εναγόμενοι 1 διατείνονται ότι η μόνη δεσμευτική για τους συμβαλλόμενους φορτωτική είναι η φορτωτική τεκμήριο 1 που προνοεί όχι μόνο για αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Χάϊφα αλλά και για εφαρμογή του Ισραηλίτικου δικαίου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν συμφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση. Έκρινε ότι “εάν άλλη είναι η συμφωνία των μερών, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι 1, τούτο είναι θέμα ουσίας στο οποίο το Δικαστήριο θα αποφασίσει στο τέλος της ημέρας κατά την εκδίκαση της αγωγής”.

Η πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους.  Για το λόγο αυτό η περίπτωση αυτή θα εξεταστεί ως περίπτωση που σχετίζεται με τη σύμφυτη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να αναστέλλει διαδικασία.

Στην Guendjian v. Societe Tunisienne De Banque S.A. (1983) [*1187]1 C.L.R. 588 το Εφετείο υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα από την MacShannon v. Rockware Glass Ltd [1978] 1 All E.R. 625, 630:

“Για να δικαιολογείται η αναστολή μιας υπόθεσης πρέπει να ικανοποιηθούν δύο όροι, ένας θετικός και ένας αρνητικός.

(α)  Ο εναγόμενος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει άλλο βήμα (forum) στου οποίου τη δικαιοδοσία υπάγεται, στο οποίο μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη μεταξύ των διαδίκων, με ουσιαστικά λιγότερη δυσκολία ή έξοδα, και

(β)  Η αναστολή δεν πρέπει να αποστερεί από τον ενάγοντα οποιοδήποτε νόμιμο προσωπικό ή διαδικαστικό πλεονέκτημα, που θα ήταν διαθέσιμο σε αυτόν αν επικαλείτο τη δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου.”

Η προσέγγιση του Εφετείου στην Guendjian (πιο πάνω) υιοθετήθηκε από το Εφετείο στην Shehata κ.ά. ν. Ellias (1995) 1 Α.Α.Δ. 621, 627.  Στην ίδια απόφαση - Shehata - έγινε αναφορά στην απόφαση του Εφετείου στην Dolphin Shipping Co. Ltd and Another v. Cantieri Navali Ruiniti S.P.A. (1984) 1 C.L.R. 853 στην οποία αποφασίστηκε ότι “ένας ενάγοντας δεν πρέπει με ελαφρά καρδία να στερείται του δικαιώματος να κινήσει αγωγή σε Κυπριακά Δικαστήρια, αν η δικαιοδοσία του Κυπριακού Δικαστηρίου είναι ορθά θεμελιωμένη”.

Στη συνέχεια το Εφετείο - στην Shehata - έκαμε αναφορά στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην Spiliada Maritime Corporation v. Cansulex Ltd [1986] 3 All E.R. 843  στην οποία ο Λόρδος Goff βασιζόμενος στην μέχρι τότε νομολογία καθόρισε τις σχετικές νομικές αρχές που διέπουν το θέμα της αναστολής.  Το Εφετείο παράθεσε το σχετικό απόσπασμα - από τις σελ. 854-856 - και πρόσθεσε:

“Οι αρχές αυτές όπως διατυπώθηκαν από το Λόρδο Goff, ακολουθήθηκαν σε μεταγενέστερες υποθέσεις στην Αγγλία.  Αυτές τις αρχές τις υιοθετούμε και εμείς και τις θεωρούμε πως είναι παρά πολύ βοηθητικές και καθοδηγητικές για τα Δικαστήρια ως προς τον τρόπο που θα πρέπει να προσεγγίζουν το θέμα της αναστολής.”

Σύμφωνα με το Supreme Court Practice 1999 στην Spiliada, πιο πάνω, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έχει προβεί [*1188]σε επισκόπηση της Νομολογίας και έχει διατυπώσει τις σχετικές αρχές.  Τις παραθέτουμε σε δική μας μετάφραση από την σύνοψη της απόφασης [1986] 3 Αll E.R. 843, 844:

Σε ελληνική μετάφραση:

“1. Η θεμελιώδης αρχή η οποία εφαρμόζεται τόσο σε σχέση με την αναστολή διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων, για το λόγο ότι κάποιο άλλο βήμα (forum) ήταν το κατάλληλο βήμα  όσο και σε σχέση με τη χορήγηση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι ότι το δικαστήριο θα επιλέξει εκείνο το βήμα ενώπιον του οποίου η υπόθεση θα μπορούσε να εκδικαστεί πιο ευχερώς για το συμφέρον όλων των μερών και για τους σκοπούς της δικαιοσύνης.

2.  Στην περίπτωση αίτησης για αναστολή διαδικασίας το βάρος απόδειξης το έφερε ο εναγόμενος να δείξει ότι το δικαστήριο πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση αναστολής. Περιπλέον ο εναγόμενος έπρεπε να δείξει όχι απλώς ότι η Αγγλία δεν ήταν το φυσικό ή κατάλληλο βήμα για την εκδίκαση της υπόθεσης αλλά ότι υπήρχε άλλο διαθέσιμο βήμα το οποίο ήταν καθαρά ή ευδιάκριτα πιο κατάλληλο από το Αγγλικό βήμα. Στην εξέταση του κατά πόσο υπήρχε άλλο βήμα το οποίο ήταν πιο κατάλληλο το δικαστήριο θα αναζητούσε εκείνο το βήμα με το οποίο η αγωγή είχε την πιο αληθινή και ουσιαστική σύνδεση π.χ. σε σχέση με τη βολικότητα ή τη δαπάνη, το διαθέσιμο μαρτύρων, το δίκαιο που διέπει τη σχετική πράξη, και τον τόπο διαμονής και διεξαγωγής της επιχείρησης των μερών.  Εάν το δικαστήριο κατέληγε ότι δεν υπήρχε άλλο διαθέσιμο βήμα το οποίο ήταν πιο κατάλληλο από το Αγγλικό Δικαστήριο κατά κανόνα δεν θα χορηγούσε αναστολή. Αν, όμως, το δικαστήριο κατέληγε ότι υπήρχε άλλο βήμα το οποίο εκ πρώτης όψεως ήταν πιο κατάλληλο το δικαστήριο κατά κανόνα θα χορηγούσε αναστολή εκτός αν υπήρχαν περιστατικά που συνηγορούσαν εναντίον της αναστολής, π.χ. αν δεν θα απονεμόταν δικαιοσύνη στον ενάγοντα στην αλλοδαπή δικαιοδοσία.

3.  Αιτήσεις δυνάμει της Δ.11  θ.1(1) για άδεια επίδοσης της διαδικασίας εκτός δικαιοδοσίας έπρεπε να αποφασίζονταν σύμφωνα με τις ίδιες αρχές που εφαρμόζονται για την αναστολή της Αγγλικής διαδικασίας, τηρουμένου όμως, ότι το βάρος το έφερε ο ενάγοντας να δείξει ότι πρέπει να χορηγηθεί άδεια και ότι όταν το δικαστήριο θα αποφάσιζε κατά πόσο θα [*1189]ασκούσε τη διακριτική του ευχέρεια για να χορηγήσει άδεια, έπρεπε να εξετάσει τόσο τον τόπο διαμονής όσο και τον τόπο εργασίας του εναγομένου και τον σχετικό λόγο που είχε επικαλεσθεί ο ενάγοντας.  Ακολουθεί πως ο ενάγοντας έπρεπε να δείξει όχι απλώς ότι η Αγγλία ήταν το κατάλληλο βήμα για την εκδίκαση της αγωγής αλλά ότι ήταν ξεκάθαρα το κατάλληλο βήμα.  Ωστόσο κατά την απόσειση του βάρους που έφερε ο ενάγοντας δεν περιοριζόταν να δείξει ότι δεν θα μπορούσε να απονεμηθεί δικαιοσύνη στο εναλλακτικό βήμα  ή αν θα μπορούσε να απονεμηθεί, μόνο με υπερβολική δαπάνη, καθυστέρηση ή δυσχέρεια, αλλά είχε δικαίωμα να βασισθεί πάνω στη φύση της διαφοράς, τα εμπλεκόμενα νομικά και πρακτικά θέματα και ζητήματα τέτοια όπως η επιτόπια γνώση, διαθέσιμο μαρτύρων καθώς και η μαρτυρία τους και η δαπάνη.

4. Το γεγονός ότι η αναστολή της Αγγλικής διαδικασίας ή η άρνηση άδειας δυνάμει της Δ.11  θ.1(1) για επίδοση της διαδικασίας εκτός δικαιοδοσίας, δυνατόν να στερήσει τον ενάγοντα ενός νόμιμου προσωπικού ή διαδικαστικού πλεονεκτήματος το οποίο διαθέτει δυνάμει της Αγγλικής δικαιοδοσίας, κατά γενικό κανόνα, δεν θα εμπόδιζε το δικαστήριο από του να χορηγήσει αναστολή ή να αρνηθεί άδεια αν ικανοποιείτο ότι θα απονεμηθεί ουσιαστική δικαιοσύνη σε όλα τα μέρη στο διαθέσιμο κατάλληλο βήμα.  Ακολουθεί πως το γεγονός ότι ένα αλλοδαπό βήμα είχε ένα πιο περιορισμένο σύστημα αποκάλυψης ή χαμηλότερες επιδικάσεις αποζημιώσεων δεν θα εμπόδιζε, κατ΄ ανάγκη, το δικαστήριο από του να χορηγήσει αναστολή ή να αρνηθεί άδεια.  Από την άλλη, όπου η αξίωση του ενάγοντα έχει παραγραφεί ενώπιον του κατάλληλου βήματος αλλά δεν είχε ενεργήσει παράλογα με το να παραλείψει να αρχίσει διαδικασία εντός της περιόδου παραγραφής που εφαρμόζεται εκεί, η πρακτική δικαιοσύνη απαιτούσε από το δικαστήριο να μην του στερήσει το ευεργέτημα της συμμόρφωσης με την περίοδο της παραγραφής στην Αγγλία.”

Η απόφαση στην Spiliada έχει, ανάμεσα σ’ άλλα, τύχει εφαρμογής στις υποθέσεις De Dampierre v. De Dampierre [1987] 1 All E.R. 1, Irish Shipping Ltd v. Commercial Union [1989] 3 All E.R. 853 και Butler v. Butler [1997] 2 All E.R. 822.

Θα παραθέσουμε, στη συνέχεια, τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι αντίστοιχες εισηγήσεις των μερών.         

Οι ενάγοντες εισηγήθηκαν ότι τα πιο κάτω παραδεκτά περιστατικά καθιστούν φανερό ότι  η Κύπρος είναι η πιο βολική δικαιο[*1190]δοσία:

1.   Οι ενάγοντες βρίσκονται στην Κύπρο.

2.   Οι αντιπρόσωποι των εναγομένων Shoham Cyprus Ltd βρίσκονται στην Κύπρο.

3.   Η παράβαση της συμφωνίας έγινε στην Κύπρο (εδώ έγινε η ελλειματική παράδοση των εμπορευμάτων).

4.   Η διαπίστωση της παράβασης έγινε στην Κύπρο (από το Τελωνείο, την Αστυνομία, τους αντιπροσώπους των εναγομένων και τους ενάγοντες) και η σχετική μαρτυρία θα δοθεί από κάτοικους Κύπρου.

5.   Το γεγονός ότι η κλοπή έγινε στο Ισραήλ είναι παραδεκτό και συνεπώς τίποτε δεν χρειάζεται ν’ αποδειxτεί επ’ αυτού.  Άλλωστε, τους ενάγοντες δεν τους ενδιαφέρει και δεν θεωρούν σχετικό, το λόγο που δεν παραλήφθηκαν τα εμπορεύματα. Τους ενδιαφέρει μόνο η ίδια η μη παράδοση.

6.   Δεν τέθηκε μαρτυρία στην αίτηση παραμερισμού ότι το Ισραηλινό δίκαιο είναι διαφορετικό από το Κυπριακό (αν θεωρηθεί ισχυρή η ρήτρα δικαιοδοσίας του Ισραήλ).

Από την άλλη η εισήγηση των εναγομένων 1 ότι το κατάλληλο δικαστήριο είναι εκείνο της Χάϊφα βασίζεται πάνω στα πιο κάτω γεγονότα:

(1)  Ότι η απώλεια των 1396 χαρτονιών τσιγάρων έγινε στη Χάϊφα λόγω κλοπής.

(2)  Ότι το εγγεγραμμένο γραφείο των εναγομένων 1 και/ή κύρια έδρα των εργασιών τους είναι το Ισραήλ.

(3)  Ότι το πλοίο πάνω στο οποίο εφορτώθηκαν τα εμπορευματοκιβώτια στην Savannah των ΗΠΑ ανήκει στους εναγομένους 1 και έχει Ισραηλινή σημαία.

(4)  Ότι η Φορτωτική την οποία οι ενάγοντες έπρεπε με την αίτηση τους να προσκομίσουν στο πρωτόδικο δικαστήριο και πάνω στην οποία να στηριχθούν δεν είναι αυτή που προσκόμισαν (τεκμήριο “Α”) αλλά αυτή που επαρουσίασε σαν τεκμήριο “1” ο μάρτυρας των εναγομένων 1 Χριστάκης Παπαβασιλείου [*1191]στην  ένορκη του δήλωση.

Πρόκειται για διαδικασία αναθεώρησης. Τα επίδικα θέματα που απετέλεσαν το αντικείμενο του διατάγματος το οποίο αναθεωρείται επανεξετάζονται και λύονται ανάλογα με τη θεώρηση τους από το Εφετείο (Caspi Shipping Ltd v. Πλοίου Saphire Seas, (1997) 1 A.A.Δ. 561 και Williams & Glyn’s Bank PLC v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 674).

Αυτό που πρέπει να εξετάσουμε είναι κατά πόσο η υπόθεση θα εκδικαστεί πιο ευχερώς (more suitably) στην Κύπρο για το συμφέρον όλων των διαδίκων και για τους σκοπούς της δικαιοσύνης (Spiliada, πιο πάνω - η πρώτη αρχή).

Έχουμε λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που έχουν επικαλεσθεί οι δύο πλευρές προς υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεων τους (βλ. σελ. 15-16, πιο πάνω).  Από αυτά τα γεγονότα προκύπτει σαφώς ότι τα Κυπριακά δικαστήρια αποτελούν το βήμα με το οποίο η αγωγή έχει την πιο αληθινή και ουσιαστική σύνδεση (real and substantial connection) σε ότι αφορά βολικότητα, δαπάνη και διαθέσιμο μαρτύρων.  Αυτό το συμπέρασμα δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι μάρτυρες - τελωνείο, Αστυνομία, αντιπρόσωποι των εναγομένων και ενάγοντες - βρίσκονται στην Κύπρο.  Ακολουθεί πως οι εναγόμενοι δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρουν.  Έπρεπε να αποδείξουν όχι μόνο ότι το Κυπριακό δικαστήριο δεν είναι το φυσικό ή κατάλληλο βήμα για την εκδίκαση της υπόθεσης αλλά και ότι υπάρχει άλλο διαθέσιμο βήμα το οποίο ξεκάθαρα και ευδιάκριτα θα ήταν πιό κατάλληλο από τα Κυπριακά δικαστήρια (βλ. Αρχή 2 της Spiliada, πιο πάνω).

Από την άλλη οι ενάγοντες, με την ένορκη δήλωση τους που υποστήριζε την αίτηση τους για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, έχουν αποσείσει το αποδεικτικό βάρος το οποίο φέρουν.  Έχουν αποδείξει ότι όχι μόνο τα Κυπριακά δικαστήρια είναι το κατάλληλο βήμα για την εκδίκαση της αγωγής αλλά και ότι ήταν ξεκάθαρα το κατάλληλο βήμα (Βλ. Spiliada, η τρίτη αρχή).

Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι δεν είναι δυνατή η έγερση αγωγής στο Ισραήλ λόγω παραγραφής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων 1 δήλωσε ότι σε περίπτωση έγκρισης της επίδικης αίτησης τους και έγερσης αγωγής στο Ισραήλ οι εναγόμενοι δεν θα υποβάλουν υπεράσπιση παραγραφής.  Η δήλωση αυτή ικανοποίησε την ευπαίδευτη συνήγορο των εναγόντων.  Ωστόσο δεν την δέχθηκε.   Δήλωσε ότι δεν γνωρίζει το δίκαιο του Ισραήλ και έτσι δεν [*1192]γνωρίζει αν ισχύει εκεί η αρχή του κωλύματος (estoppel).

Υπό το φως της πιο πάνω θέσης των εναγόντων θεωρούμε ότι το γεγονός της παραγραφής αποτελεί ακόμη ένα λόγο ο οποίος συνηγορεί υπέρ της απόρριψης της αίτησης των εναγομένων 1.   

Ενόψει όλων των ανωτέρω η σχετική εισήγηση των εναγομένων 1 - ότι το κατάλληλο Δικαστήριο για εκδίκαση της παρούσας αγωγής - δεν είναι η Κύπρος αλλά το Ισραήλ απορρίπτεται.

Τέλος οι εναγόμενοι 1 παραπονούνται ότι οι ενάγοντες παρέλειψαν να κάμουν πλήρη και αληθή αποκάλυψη εγγράφων, γεγονότων και ισχυρισμών ως όφειλαν να πράξουν με την μονομερή αίτηση τους.  Με αναφορά στην νομολογιακή αρχή η οποία υπαγορεύει αποκάλυψη όλων των γεγονότων ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου οι εναγόμενοι 1 υποστήριξαν ότι τα πιο κάτω γεγονότα, τα οποία δεν έχουν αποκαλυφθεί, ήταν πάρα πολύ ουσιώδη και χωρίς αμφιβολία θα επηρέαζαν τη δικαστική κρίση:

1.  Η Φορτωτική που είχε επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση των εναγομένων 1 σαν τεκμήριο 1 και στην οποία έχει ήδη γίνει αναφορά.

2.  Ο όρος 12 της Φορτωτικής ο οποίος απαλλάττει τον μεταφορέα από οποιοδήποτε έλλειμμα ή ζημιά των φορτίων που δεν εφορτώθησαν (όπως στην παρούσα περίπτωση) από τον μεταφορέα.

3.  Ο όρος 27 της Φορτωτικής ο οποίος προνοεί για αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Χάϊφα και σύμφωνα με το δίκαιο του Ισραήλ.

Είναι νομολογημένο ότι η παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων οδηγεί στην ακύρωση διατάγματος που εκδίδεται σε μονομερή αίτηση.  Είναι, επίσης, νομολογημένο ότι η υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο ουσιώδη γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή αλλά και εκείνα που μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα (Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 266).

Στην κρινόμενη περίπτωση οι ενάγοντες αποκάλυψαν αυτό που είχαν στα χέρια τους - τη φορτωτική τεκμήριο Α.  Δεν είχαν λόγους να υποψιαστούν ότι υπήρχε άλλο πρωτότυπο της ίδια φορτωτικής που να περιέχει διαφορετικές πρόνοιες.  Δεν υπήρχε, επομένως, [*1193]λόγος να εμπλακούν στη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας για να ανακαλύψουν οτιδήποτε μπορούσε εύλογα να γίνει γνωστό.  Δεν μπορεί κατά συνέπεια να προσάπτεται μομφή εναντίον τους για παράλειψη αποκάλυψης ουσιώδων γεγονότων.   Ο σχετικός λόγος αναθεώρησης δεν ευσταθεί.

Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήξεων μας η αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται με έξοδα.

H αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο