Dolego Estates Ltd και Άλλοι ν. Θεόδωρου Φιλίππου και Άλλων (1999) 1 ΑΑΔ 1217

(1999) 1 ΑΑΔ 1217

[*1217]26 Ιουλίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1. DOLEGO ESTATES LTD.

   (ΠΡΩΗΝ MELITA MANUFACTURERS LTD.),

2. KΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

3. ΜΑΡΙΑ Κ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

2. BARCLAYS BANK PLC,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10068)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινά διατάγματα εκδοθέντα μετά από μονομερή αίτηση — Προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 —Ύπαρξη πιθανότητας ότι οι αιτητές δικαιούνται σε θεραπεία — Δεν ικανοποιήθηκε στην παρούσα υπόθεση και οδήγησε σε ακύρωση του προσωρινού διατάγματος.

Πολιτική Δικονομία — Ενδιάμεση αίτηση — Μαρτυρία — Ένορκες δηλώσεις — Αμφισβητούμενα γεγονότα — Βάρος αποδείξεως — Εφαρμοστέες αρχές.

Λέξεις και Φράσεις — “Πιθανότητα” (probability), στην επιφύλαξη του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

Οι εφεσείοντες - ενάγοντες ήγειραν αγωγή σε γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο με την οποία ζητούσαν (α) αποζημιώσεις £30.000 για ζημιές που προέκυψαν από την πώληση εμπορευμάτων από τον εφεσίβλητο 1 και/ή ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης 2, σε εξευτελιστική τιμή ως αποτέλεσμα αμέλειας και/ή παράβασης καθηκόντων (β) αποζημιώσεις £520.000 για ζημιές που υπέστησαν οι εφεσείοντες από την παράλειψη του εφεσίβλητου 1 να πωλήσει στην πρέπουσα τιμή το ακίνητο που η ενάγουσα αρ. 1 κατέχει βάσει μακροχρονίων μισθώσεων και (γ) διάταγμα που να απαγορεύει στους εναγομένους από του να πωλήσουν, εκχωρήσουν ή άλλως διαθέσουν το πιο πάνω ακίνητο [*1218]σε τιμή χαμηλότερη των £520.000.

Οι εφεσείοντες, με μονομερή αίτηση, πέτυχαν την έκδοση προσωρινού διατάγματος που να απαγορεύει στους εναγομένους από του να πωλήσουν, εκχωρήσουν ή άλλως διαθέσουν την πιο πάνω ακίνητη περιουσία.  Οι εφεσίβλητοι ήγειραν ένσταση.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα λόγω του ότι δεν ικανοποιήθηκε καμιά από τις τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60.

Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

Οι λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους και αμφισβητούν το σκεπτικό της απόφασης ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική μαρτυρία για θεμελίωση των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν. 14/60.

Οι εφεσείοντες παραπονούντο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το Άρθρο 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Υποστήριξαν επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτίμηση της μαρτυρίας και σε εξαγωγή συμπερασμάτων ως εάν επρόκειτο να εκδώσει τελική απόφαση επί της ουσίας της αγωγής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 4 αναφέρεται στις θεραπείες τις οποίες το Δικαστήριο δύναται να παραχωρήσει και ειδικά ότι είναι δυνατό να δεσμευθεί περιουσία η οποία αποτελεί αντικείμενο της αγωγής.  Οι προϋποθέσεις όμως που πρέπει να συντρέχουν για τη δέσμευση περιουσίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, είναι αυτές που προβλέπονται στο Άρθρο 32 του Ν. 14/60.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενδιέτριψε με επιμέλεια στο Άρθρο 32 του Ν. 14/60 γιατί αυτή τη διάταξη επικαλέσθηκαν οι δικηγόροι των διαδίκων.  Η κατ’ ισχυρισμό, παράλειψη του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με το Άρθρο 4(1) του Κεφ. 6 δεν επηρέασε καθόλου την κρίση του και την τελική κατάληξή του.

3.  Ο πρωτόδικος Δικαστής εξήγαγε τα συμπεράσματά του από τη μαρτυρία που ήταν ενώπιον του κι’ αυτή η μαρτυρία ήταν μόνο οι ένορκες δηλώσεις των διαδίκων που στα καίρια σημεία περιείχαν αντικρουόμενα πραγματικά γεγονότα.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η έκδοση προσωρινού διατάγματος μονομερώς δεν μεταθέτει το βάρος αποδείξεως κατά την ακρόαση και επομένως οι εφεσείοντες είχαν το βάρος να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι το διάταγμα [*1219]θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ.

4.  Οι εφεσείοντες παρουσίασαν αδυναμίες να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους, για να καταστεί απόλυτο το προσωρινό διάταγμα και ορθά το Δικαστήριο αποφάσισε να το ακυρώσει.  Η έννοια της “πιθανότητας” (probability) στην επιφύλαξη του Άρθρου 32(1) απαιτεί από τον αιτητή να καταδείξει ορατή ευκαιρία να επιτύχει.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ορθά συμπεράσματα με βάση τα γεγονότα και τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,

Odysseos v. Pieris Estates a.o. (1982) 1 C.L.R. 557.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμής, E.Δ.) που δόθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 6613//96) με την οποία ακύρωσε το παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα ημερ. 24 Iουλίου, 1996 με το οποίο εμποδίζονταν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι από την πώληση, εκχώρηση, μεταβίβαση ή διάθεση του επίδικου ακινήτου σε τιμή κάτω των £520.000.

Α. Χαβιαράς, για τους Eφεσείοντες.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τον Eφεσίβλητο 1.

Χ. Χ”Αναστασίου, για τους Eφεσίβλητους 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες στις 23.7.96 καταχώρησαν εναντίον των εφεσιβλήτων αγωγή με την οποία ζητούσαν τις πιο κάτω θεραπείες:-

[*1220]“(α)      £30.000 αποζημιώσεις για ζημίες και απώλειες που υπέστη η ενάγουσα αρ. 1 ως πρωτοφειλέτιδα και εκδότρια χρεωστικών ομολόγων προς την εναγομένη αρ. 2 και οι ενάγοντες αρ. 2 και 3 ως εγγυητές, ως αποτέλεσμα αμέλειας και/ή παράβασης των καθηκόντων του εναγομένου αρ. 1 προσωπικά και ως παραλήπτη και διαχειριστή της ενάγουσας αρ. 1 και/ή ως εμπιστευματοδόχου εμπορευμάτων και αντικειμένων τα οποία ανήκουν στην ενάγουσα αρ. 1 που ο εναγόμενος αρ. 1 επώλησε σε εξευτελιστική τιμή με την ως άνω ιδιότητα του και/ή ως αντιπρόσωπος της εναγομένης αρ. 2.

 (β) £520.000 ή το ποσό που θα διαπιστώσει το Δικαστήριο ως αποζημιώσεις για ζημίες και απώλειες που υπέστη η ενάγουσα αρ. 1 ως πρωτοφειλέτιδα και/ή εκδότρια χρεωστικών ομολόγων προς την εναγομένη αρ. 2 και/ή ως ενυπόθηκος οφειλέτιδα και οι ενάγοντες αρ. 2 και 3 ως εγγυητές ως αποτέλεσμα αμέλειας και/ή παράβασης των καθηκόντων του εναγομένου αρ. 1 προσωπικά και/ή ως παραλήπτη και διαχειριστή της ενάγουσας αρ. 1 και/ή ως εμπιστευματοδόχου του ακινήτου που βρίσκεται στη Βιομηχανική Περιοχή Στροβόλου, υπό τεμ. 309 Σύμπλεγμα L, Φυλ/Σχ. ΧΧΧ/6.Ε.2 που η ενάγουσα αρ. 1 κατέχει βάσει μακροχρονίων μισθώσεων ημ. 20.1.82 και 6.9.85, που ο εναγόμενος αρ. 1 παρέλειψε να πωλήσει στην πρέπουσα τιμή με την ως άνω ιδιότητα του και/ή ως αντιπροσώπου της ενάγουσας αρ. 2.

 (γ) Διάταγμα που ν’ απαγορεύει στους εναγομένους ή εκάτερον των εναγομένων από του να πωλήσουν, εκχωρήσουν, μεταβιβάσουν ή άλλως διαθέσουν την ακίνητη περιουσία που περιγράφεται στο αιτητικό (β) πιο πάνω σε τιμή που να είναι χαμηλότερη των £520.000.”.

Με μονομερή αίτησή τους της ίδιας ημερομηνίας οι εφεσείοντες αξίωσαν:-

“(α) Ενδιάμεσο Προσωρινό Διάταγμα που ν’ απαγορεύει στους εναγομένους και/ή εκάτερον των εναγομένων από του να πωλήσουν, εκχωρήσουν, μεταβιβάσουν ή διαθέσουν την ακίνητη περιουσία (αντικείμενο της παρούσης αγωγής) που βρίσκεται στη Βιομηχανική Περιοχή Στροβόλου, υπό τεμ. 309 Σύμπλεγμα L, Φυλ/Σχ. ΧΧΧ/6.Ε.2 σε τιμή κάτω των £520.000 μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την αποπεράτωση της παρούσης αγωγής.”.

[*1221]Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 24.7.96 παρεχώρησε το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα και το όρισε την 26.8.96 ως επιστρεπτέο.  Οι εφεσίβλητοι μετά την επίδοση του διατάγματος, ήγειραν ένσταση την οποία και κατεχώρησαν γραπτώς στις 21.10.96 ο πρώτος εφεσίβλητος και στις 20.12.96 η δεύτερη εφεσίβλητη  Εταιρεία.  Τόσο η αίτηση όσο και η ένσταση συνοδεύονται από μακροσκελείς ενόρκους δηλώσεις από τον εφεσείοντα 2 και τον εφεσίβλητο 1.

Τελικά το προσωρινό διάταγμα οδηγήθηκε σε ακρόαση. Καμιά άλλη μαρτυρία δεν παρουσιάσθηκε ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.  Οι δικηγόροι των μερών αρκέσθηκαν σε αγορεύσεις και νομική επιχειρηματολογία.

Την 18.9.97 το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε την ενδιάμεση απόφαση του με την οποία ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα.  Ως κύριο λόγο ακύρωσης το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του εξουσία απεφάνθη ότι δεν ικανοποιήθηκε καμιά από τις τρεις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60.  Η επιφύλαξη του άρθρου 32(1) έχει ως εξής:-

“Νοείται ότι παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός εάν το δικαστήριον ικανοποιηθή ότι υπάρχει σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκασιν κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασίαν, ότι υπάρχει πιθανότης ότι ο ενάγων δικαιούται εις θεραπείαν, και ότι εκτός εάν εκδοθή παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα, θα είναι δύσκολον ή αδύνατον να απονεμηθή πλήρης δικαιοσύνη εις μεταγενέστερον στάδιον.”.

Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.  Προβάλλονται δέκα λόγοι στην ειδοποίηση έφεσης που συνηγορούν, κατά τους εφεσείοντες, στην ανατροπή της απόφασης.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 5 της απόφασης ότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση έγινε από τον εναγόμενο 2 αντί από τον ενάγοντα 2.  Από το σύνολο όμως του κειμένου της απόφασης είναι σαφέστατο ότι η πιο πάνω αναφορά έγινε εκ παραδρομής και λόγω εκτυπωτικού λάθους.  Εξ’ άλλου στην ανάπτυξη και σχολιασμό της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την αίτηση το Δικαστήριο πλειστάκις αναφέρεται και ονομαστικά στον ενάγοντα 2-εφεσείοντα.

Ο λόγος αυτός κρίνεται ως ανεδαφικός και απορρίπτεται.

[*1222]Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους και περιστρέφονται γύρω από το σκεπτικό της αμφισβητούμενης, από τους εφεσείοντες, απόφασης ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική μαρτυρία που να θεμελιώνουν τις τρεις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 32 του Ν. 14/60.

Παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το άρθρο 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Το άρθρο 4(1) έχει ως εξής:-

“4.-(1)  Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο, ενώ εκκρεμεί σε αυτό αγωγή, να εκδίδει διάταγμα για τη μεσεγγύηση, διατήρηση, φύλαξη, πώληση, κατακράτηση ή επιθεώρηση περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής ή διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήπτοε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που δυνατό, αν δεν εκδοθεί το διάταγμα αυτό, να προξενηθούν σε πρόσωπο ή περιουσία, ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση σε ζήτημα που επηρεάζει το πρόσωπο αυτό ή περιουσία ή ενόσω εκκρεμεί η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης.”.

Το άρθρο 4 αναφέρεται στις θεραπείες τις οποίες το Δικαστήριο δύναται να παραχωρήσει και ειδικά ότι είναι δυνατό να δεσμευθεί περιουσία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής.  Οι προϋποθέσεις όμως που πρέπει να συντρέχουν για τη δέσμευση περιουσίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής είναι αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, ενδιέτριψε με επιμέλεια στο άρθρο 32 του Ν. 14/60 γιατί αυτή την διάταξη επικαλούνται τόσο στην αίτηση όσο και στην ένσταση οι δικηγόροι των διαδίκων και αυτήν ανέπτυξαν κατά τις αγορεύσεις τους.  Αναφέρει στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο:-

“Η αίτηση στην οποία εκδόθηκε το πιο πάνω διάταγμα, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του εναγομένου 2 και είναι βασισμένη, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.  Είναι η μοναδική διάταξη στην οποία έγινε αναφορά από τους συνήγορους των μερών κατά τις αγορεύσεις.”.

Σημειώνουμε ότι, ως αναφέρθηκε προηγούμενα, η αναφορά σε [*1223]“εναγόμενο 2” είναι λανθασμένη και υπονοεί τον “ενάγοντα 2”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το άρθρο 4 του Κεφ. 6 γιατί, όπως το ίδιο αναφέρει δεν ανεπτύχθη ενώπιον του οποιαδήποτε επιχειρηματολογία κατά την ακρόαση της αίτησης από τους δικηγόρους των διαδίκων.  Δεν απεφάνθη το Δικαστήριο ότι το διάταγμα αναφέρεται σε ακίνητο που δεν είναι αντικείμενο της αγωγής.  Το Δικαστήριο, φαίνεται από το σκεπτικό της όλης υπόθεσης, ότι έκρινε την αίτηση με βάση τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 για την έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος, όπως ήταν και το αιτούμενο στην αίτηση.  Η, κατ’ ισχυρισμό, παράλειψη του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με το άρθρο 4(1) του Κεφ. 6 δεν επηρέασε καθόλου την κρίση του και την τελική κατάληξή του.

Έχουμε παραθέσει στην αρχή της απόφασής μας τα τρία αιτητικά της αγωγής των εφεσειόντων στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο.  Με το (α) ζητούνται αποζημιώσεις £30.000 για ζημιές που προέκυψαν από την πώληση εμπορευμάτων από τον εφεσίβλητο 1 και/ή ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης 2, σε εξευτελιστική τιμή ως αποτέλεσμα αμέλειας και/ή παράβασης των καθηκόντων του.  Η απαίτηση αυτή δεν συνδέεται άμεσα με το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα.  Δεν ζητείται η δέσμευση περιουσίας για την εξασφάλιση πιθανής έκδοσης απόφασης υπέρ των εφεσειόντων στο αιτητικό (α). Τη μόνη σύνδεση του αιτητικού αυτού με το προσωρινό διάταγμα οι εφεσείοντες την επιχειρούν αναλογικά στο γεγονός ότι την ίδια αμέλεια θα επιδείξουν οι εφεσίβλητοι και για την πώληση του ακινήτου.  Αυτό μας οδηγεί στο αιτητικό (β).  Με αυτό ζητούνται αποζημιώσεις £520.000 ή το ποσό που θα διαπιστώσει το Δικαστήριο για ζημιές που υπέστησαν οι εφεσείοντες από την παράλειψη του εφεσίβλητου 1 να πωλήσει στην πρέπουσα τιμή το ακίνητο. Ουδεμία όμως μαρτυρία παρουσιάστηκε ούτε στην ένορκη δήλωση γίνεται ισχυρισμός για την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη του εφεσίβλητου 1 να πωλήσει στην πρέπουσα τιμή το ακίνητο.  Αυτό θα προϋπέθετε προσφορά από τρίτο την οποία και απέρριψε ο εφεσίβλητος 1. Το μόνο που προκύπτει είναι ότι η απαίτηση (β) είναι τουλάχιστον πρόωρη και καμιά σύνδεση δεν μπορεί να έχει με το υπό εκδίκαση προσωρινό διάταγμα.

Με το λόγο 4 της ειδοποίησης έφεσης παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε εκτίμηση της μαρτυρίας και σε εξαγωγή συμπερασμάτων ως εάν επρόκειτο να εκδώσει τελικήν απόφαση επί της ουσίας της αγωγής.

[*1224]Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή.  Ο πρωτόδικος Δικαστής εξήγαγε τα συμπεράσματά του από τη μαρτυρία που ήταν ενώπιόν του κι’ αυτή η μαρτυρία ήταν μόνο οι ένορκες δηλώσεις των διαδίκων που στα καίρια σημεία περιείχαν αντικρουόμενα πραγματικά γεγονότα.  Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος μονομερώς δεν μεταθέτει το βάρος της απόδειξης κατά την ακρόαση και επομένως οι εφεσείοντες είχαν το βάρος να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι το διάταγμα θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ. (Βλέπε: Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453).

Μια από τις τρεις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 είναι η ύπαρξη πιθανότητας ότι οι εφεσείοντες δικαιούνται σε θεραπεία.

Το προσωρινό διάταγμα που εζητείτο από τους εφεσείοντες είναι το ίδιο που ζητείται με την αγωγή τους, δηλαδή απαγορευτικό διάταγμα για πώληση του επίδικου ακινήτου σε τιμή κάτω των £520.000.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία κατέληξε στη σελίδα 10 της απόφασης ως εξής:-

“Όμως, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί, η υπόθεση των εναγόντων πάσχει ως προ τη δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η επιφύλαξη του άρθρου 32(1).  Η μαρτυρία η οποία προήλθε αποκλειστικά από τον κ. Στυλιανού, δεν αποκαλύπτει για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας ότι η υπόθεση των εναγόντων έχει πιθανότητες επιτυχίας στο τέλος της ημέρας, ώστε αυτοί να δικαιούνται στη νενομισμένη θεραπεία.

Αλλά και το αντίθετο να συνέβαινε, η οποιαδήποτε θεραπεία που μπορεί να δικαιούνται οι ενάγοντες, είναι χρηματικη και ασφαλώς δυνάμενη να υπολογισθεί.  Οι ίδιοι οι ενάγοντες υπολογίζουν ότι μπορεί να ανέλθει μέχρι και το ποσό των £520.000.  Όμως, δεν δίνουν οποιοδήποτε λόγο γιατί μια απόφαση υπέρ τους, δεν θα είναι δυνατό να εκτελεσθεί. Επομένως, ούτε και η τρίτη προϋπόθεση της επιφύλαξης του άρθρου 32(1) έχει ικανοποιηθεί.”.

Ορθά, κατά την άποψή μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο πάνω συμπεράσματα.  Οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν την αναγκαία μαρτυρία ότι η αξία του επίδικου ακινήτου ανήρχετο στο ποσό των £520.000.  Αντίθετα, έκθεση εκτίμησης του εμπει[*1225]ρογνώμονα τους υπελόγιζε την αξία του σε £330.000.  Δεν παρουσίασε πολεοδομική άδεια, παρά τους ισχυρισμούς τους, ότι το ακίνητο μπορούσε να διαχωρισθεί σε τρεις αυτοτελείς μονάδες η πώληση των οποίων ξεχωριστά θα απέφερε υψηλότερη τιμή.  Δεν παρουσίασαν επίσης σαφή μαρτυρία για την ισχυριζόμενη αμέλεια του εφεσίβλητου ή την πρόθεσή του να προβεί στην πώληση του ακινήτου σε τιμή χαμηλότερη της προσδοκούμενης από τους εφεσείοντες.

Οι εγγενείς αυτές αδυναμίες της απόδειξης των ισχυρισμών των εφεσειόντων, για τους σκοπούς της διαδικασίας απολυτοποίησης του προσωρινού διατάγματος, ορθά οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να ακυρώσει το προσωρινό διάταγμα.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557 στη σελίδα 569, η έννοια της “πιθανότητας” (probability) στην επιφύλαξη του άρθρου 32(1) απαιτεί από τον αιτητή να καταδείξει ότι έχει ορατή ευκαιρία να επιτύχει.  Αναφέρεται δε το εξής απόσπασμα στη σελίδα 569:-

“The standard required for the plaintiff to overcome the evidential hurdle is not very high; he is only required to establish “a probability” of success.  The concept of “a probability” imports something more than a mere possibility but something much less than the “balance of probabilities”, the standard required for proof of a civil action.  A legal probability is something different from a mathematical probability as the Court explained in Re J.S. (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061 (C.A.).

“A probability”, in the context of the proviso to s. 32(1), requires the applicant to demonstrate that he has a visible chance of success.”.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους και προσβάλλουν επί μέρους ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων με βάση τα οποία κατέληξε ότι η υπόθεση των εφεσειόντων δεν έχει “πιθανότητες επιτυχίας” όπως έχει αναπτυχθεί στις προηγούμενες παραγράφους της απόφασης αυτής, όσον αφορά το λόγο έφεσης 4.

Η όλη υπόθεση των εφεσειόντων βασίσθηκε στον ισχυρισμό τους ότι το ακίνητο μπορούσε να διαχωρισθεί σε τρεις ανεξάρτητες μονάδες που ήταν δυνατό να πωληθούν ξεχωριστά και να αποφέρουν συνολικό τίμημα £520.000.  Ήδη έχουμε αναφερθεί στα θέματα αυτά εξετάζοντας το λόγο έφεσης 4.  Δεν θα τα επαναλάβου[*1226]με.  Έχουμε καταλήξει ότι με τα γεγονότα και τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά και εύλογα κατέληξε στα συμπεράσματά του.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο