Παναγιώτου Kυριάκος ν. Σταυρινής Kολλάτου (1999) 1 ΑΑΔ 1306

(1999) 1 ΑΑΔ 1306

[*1306]10 Σεπτεμβρίου,1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

ΣΤΑΥΡΙΝΗΣ ΚΟΛΛΑΤΟΥ,

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10274)

 

Πολιτική Δικονομία — Συντηρητικό διάταγμα που περιορίζει τη συναλλαγή σχετικά με γη — Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 6, Άρθρο 5 — Το γεγονός πως ο εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης και κινητής περιουσίας, δεν είναι απόλυτα σχετικό στη λειτουργία του Άρθρου 5 — Η μη αποκάλυψη στην αίτηση για έκδοση συντηρητικού διατάγματος δυνάμει της πιο πάνω διάταξης, ότι ο εναγόμενος είχε και κινητή περιουσία, δεν καθιστά άκυρο το διάταγμα.

Ο εφεσείων με την αγωγή του αξιώνει εναντίον της εφεσίβλητης £8.000 ως αποζημίωση για την απώλεια που υπέστη γιατί, κατά τον ισχυρισμό του, με προοπτική το γάμο τους αγόρασαν από κοινού διαμέρισμα, το οποίο όμως κατά τη μεταβίβαση ενεγράφη στο όνομα της εφεσίβλητης. Ο εφεσείων ισχυρίζεται πως συνεισέφερε στην αγορά του διαμερίσματος το ποσό το οποίο απαιτεί. Με μονομερή αίτησή του ζήτησε απαγορευτικό διάταγμα ώστε να εμποδίζεται η εφεσίβλητη να υποθηκεύσει, μεταβιβάσει, διαθέσει ή αλλως πως αποξενώσει το διαμέρισμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα και ακολούθησε η καταχώρηση ένστασης από την εφεσίβλητη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το κατά πόσο το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί, θα καθίστατο μόνιμο ή θα ακυρωνόταν. Οι δικηγόροι της εφεσίβλητης εισηγήθηκαν ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να τερματίσει τη διαδικασία και να ακυρώσει το διάταγμα, γιατί ο εφεσείων δεν αποκάλυψε ουσιώδες στοιχείο στην αίτηση του, ότι γνώριζε ότι η εφεσίβλητη ήταν ιδιοκτήτρια και ενός αυτοκινήτου, στοιχείο το οποίο αν ετίθετο υπόψη του Δικαστηρίου θα μετρούσε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας όταν εξέδιδε το προσωρι[*1307]νό διάταγμα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως αυτή η εισήγηση ήταν ορθή και τερμάτισε την περαιτέρω διαδικασία της ακρόασης της αίτησης και ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα που εξέδωσε.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η σκέψη που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του στηρίκτηκε σε νομικό σφάλμα.  Η αίτηση του εφεσείοντα για προσωρινό διάταγμα βασιζόταν και στο άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

2.  Η διάταξη αυτή έχει σκοπό να διασφαλίσει στον ενάγοντα την είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους που θα προκύψει από πιθανή επιτυχία του στην αγωγή. Οι διατάξεις του άρθρου κάνουν ουσιαστικά χρήση των ρυθμίσεων που προβλέπονται στον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμο, Κεφ. 224 αναφορικά με τη μεταβίβαση και τη διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας.

3.  Ενόψει των νομικών αυτών ρυθμίσεων, διάταγμα του Δικαστηρίου που απαγορεύει την αποξένωση ακίνητης ιδιοκτησίας εφαρμόζεται εύκολα και αποτελεσματικά. Αντίθετα δεν υπάρχει οποιαδήποτε παρόμοια διάταξη που να αφορά στην κινητή ιδιοκτησία γενικά. Το γεγονός, επομένως, πως ο εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης και κινητής περιουσίας, δεν είναι απόλυτα σχετικό στη λειτουργία του Άρθρου 5.

4.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, έστω και αν αναφερόταν στο Δικαστήριο πως η εφεσίβλητη είχε και ένα αυτοκίνητο τούτο δεν θα μπορούσε να επιδράσει στη διακριτική ευχέρεια, εφόσον η αίτηση στηριζόταν στις διατάξεις του Άρθρου 5 του Κεφ. 6.

Το εκδοθέν επομένως προσωρινό διάταγμα καθίσταται μόνιμο, μέχρι αποπερατώσεως της εκδίκασης της αγωγής, ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαδέλλα, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 26 Ιουνίου, 1998 (Αγωγή Αρ. 3409/97) με την οποία ακυρώθη[*1308]κε το προσωρινό διάταγμα που απαγόρευε στην εφεσίβλητη - εναγόμενη να υποθηκεύσει, μεταβιβάσει, διαθέσει ή άλλως πως αποξενώσει το διαμέρισμα που αγόρασαν από κοινού με προοπτική το γάμο τους, μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής.

Δ. Αριστείδου με Χρ. Αριστείδου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Χατζήπαπα για Α. Γιωρκάτζιη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, με την αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (3409/97) αξιώνει εναντίον της εναγόμενης-εφεσίβλητης £8.000 ως αποζημίωση για την απώλεια που υπέστη γιατί, κατά τον ισχυρισμό του, με προοπτική το γάμο τους αγόρασαν από κοινού διαμέρισμα στον Άγιο Τύχωνα Λεμεσού, το οποίο όμως κατά τη μεταβίβαση ενεγράφη στο όνομα της εφεσίβλητης. Στο διαμέρισμα αυτό συγκατοικούσαν από τον Μάϊο του 1995 μέχρι τις 29 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, όταν η εφεσίβλητη τον έδιωξε. 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται πως συνεισέφερε στην αγορά του διαμερίσματος ποσό £8.000, το οποίο και απαιτεί στην αγωγή του. Με μονομερή αίτηση του, ημερ. 21.5.97, ζήτησε από το Δικαστήριο απαγορευτικό διάταγμα ώστε να εμποδίζεται η εφεσίβλητη να υποθηκεύσει, μεταβιβάσει, διαθέσει ή άλλως πως αποξενώσει το διαμέρισμα, που έχει αριθμό εγγραφής 9922, Φ/Σχ.LIV/45 στο τεμάχιο 270, που βρίσκεται στην τοποθεσία Καυκάλλα (Renanda complex, Block D), στον Άγιο Τύχωνα Λεμεσού.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα. Ακολούθησε δε η καταχώριση της ένστασης από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης.

Το ζήτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο το προσωρινό διάταγμα, που είχε εκδοθεί, θα καθίστατο μόνιμο ή θα ακυρωνόταν. Κατά την ακρόαση  έγινε από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης η εισήγηση πως το Δικαστήριο θα’ πρεπε να τερματίσει τη διαδικασία και να ακυρώσει το διάταγμα, γιατί ο εφεσείων δεν αποκάλυψε ουσιώδες στοιχείο στην αίτηση του το οποίο, αν ετίθετο υπόψη του Δικαστηρίου τούτο θα μετρούσε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, όταν εξέδιδε το προσωρινό διάταγμα στη μονομερή αίτηση. Το στοιχείο αυτό ήταν πως ο εφεσείων γνώριζε ότι η εφεσίβλητη ήταν ιδιοκτήτρια και ενός αυτοκινήτου.  Κατά τη μαρτυρία που δόθηκε στην ακρόαση της αίτησης ο εφεσείων είπε πως η αξία του αυτοκινήτου τούτου ήταν μόλις [*1309]£800, και γι’ αυτό δεν σκέφτηκε πως ήταν απαραίτητο να το αναφέρει στην ένορκη του δήλωση.

Η πρωτόδικος δικαστής ασχολήθηκε σε έκταση στην απόφαση της με τη νομολογία που άπτεται του ζητήματος, που ήγειραν οι δικηγόροι της εφεσίβλητης, της μη αποκάλυψης δηλαδή από τον αιτούντα ουσιωδών στοιχείων που πιθανό να είχαν επίδραση στην κρίση της, όταν επιλαμβανόταν της ενδιάμεσης αίτησης, με αναφορά στις αγγλικές και τις δικές μας αποφάσεις.  Έκρινε δε πως η εισήγηση των δικηγόρων της εφεσίβλητης ήταν ορθή.  Γι’ αυτό και τερμάτισε την περαιτέρω διαδικασία της ακρόασης της αίτησης και ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα που εξέδωσε.

Δεν συμφωνούμε με το χειρισμό της υπόθεσης από την πρωτόδικο δικαστή. Η σκέψη, που την οδήγησε στην απόφαση της, στηρίκτηκε σε νομικό σφάλμα.  Η αίτηση του εφεσείοντα, για προσωρινό διάταγμα, βασιζόταν, με ρητή αναφορά σ΄αυτή, και στο άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, τα εδάφια 1 και 2 του οποίου λέγουν τα εξής:

«5.-(1)  Κάθε Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή αποζημίωση, δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έγερση της αγωγής, να διατάξει όπως ο εναγόμενος παρεμποδιστεί να απαλλοτριώσει τόσο μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του ή για την οποία δικαιούται κατά νόμο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης, ότι, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, είναι επαρκές να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα μαζί με τα έξοδα της αγωγής.

(2)  Το διάταγμα αυτό δεν εκδίδεται εκτός αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ο ενάγων έχει καλή βάση αγωγής, και ότι με την πώληση ή τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τρίτο είναι πιθανό να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του.»

Η πιο πάνω διάταξη σκοπόν έχει να διασφαλίσει στον ενάγοντα την είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους που θα προκύψει από πιθανή επιτυχία του στην αγωγή.  Οι προϋποθέσεις που εκδίδεται το διάταγμα διαγράφονται ρητά στο εδάφιο 2 του άρθρου.  Οι διατάξεις του άρθρου κάνουν ουσιαστικά χρήση των ρυθμίσεων που προβλέπονται στον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμο, Κεφ.224, αναφορικά με τη μεταβίβαση και διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας.  Ενόψει των νομικών αυτών ρυθμίσεων διάταγμα του Δικαστηρίου που απαγορεύει την αποξένωση ακίνητης ιδιοκτησίας εφαρμόζεται [*1310]εύκολα και αποτελεσματικά.  Αντίθετα, δεν υπάρχει οποιαδήποτε παρόμοια διάταξη που να αφορά  στην κινητή ιδιοκτησία γενικά, που, λόγω της φύσης της διατίθεται απρόσκοπτα, εκτός όπου αυτή είναι το αντικείμενο της αγωγής.  (άρθρο 4 του Κεφ.6).  Το γεγονός, επομένως, πως ο εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης και κινητής περιουσίας, δεν είναι απόλυτα σχετικό στη λειτουργία του άρθρου 5. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, έστω και αν αναφερόταν στο Δικαστήριο πως η εφεσίβλητη είχε και ένα αυτοκίνητο, τούτο, δεν θα μπορούσε να επιδράσει στη διακριτική ευχέρεια, εφόσον η αίτηση στηριζόταν στις διατάξεις του άρθρου 5 του Κεφ.6.

Ενόψει των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Από τα αναμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν παρουσιαστεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η αίτηση του εφεσείοντα πληρεί τις προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου του Νόμου.  Στην ένορκη δήλωση του δίδει πλήρεις και συγκεκριμένες λεπτομέρειες  της φύσης της αγωγής του, καθώς και επαρκή στοιχεία που καταδεικνύουν την πρόθεση της εφεσίβλητης να αποξενωθεί το επίδικο της αιτήσεως διαμέρισμα. Σχετικά ο εφεσείων αναφέρει πως η εφεσίβλητη έχει ήδη δώσει οδηγίες σε κτηματομεσιτικό γραφείο που κατονομάζει, για την εξεύρεση αγοραστή. Η εφεσίβλητη κατάγεται από την Ελλάδα, και ο εφεσείων αναφέρει πως η πρόθεση της είναι να αποστείλει εκεί το προϊόν της πώλησης. 

Το εκδοθέν επομένως προσωρινό διάταγμα καθίσταται μόνιμο,  μέχρι αποπερατώσεως της εκδίκασης της αγωγής, ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου.

Η έφεση γίνεται αποδεκτή με έξοδα εις βάρος της εφεσίβλητης, εδώ και στο κάτω Δικαστήριο.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο