Λοΐζος Λουκά & Yιοί Λτδ ν. Eθνικής Tράπεζας της Eλλάδος A.E. (1999) 1 ΑΑΔ 1316

(1999) 1 ΑΑΔ 1316

[*1316]10 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΛΟΪΖΟΣ ΛΟΥΚΑ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

ν.

ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9512)

 

Πολιτική Δικονομία — Παραμερισμός κλητηρίου εντάλματος για μη αποκάλυψη αγώγιμου δικαιώματος — Δ.27 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Προκαταρκτική εξέταση σχετικού αιτήματος — Υπό ποίες προϋποθέσεις το Δικαστήριο αποδέχεται αίτημα για απόρριψη αγωγής λόγω μη αποκάλυψης αγώγιμου δικαιώματος.

Δεδικασμένο — Ισχύει μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τόσο οι διάδικοι όσο και το αντικείμενο των αγωγών είναι τα ίδια.

Πολιτική Δικονομία — Αναστολή διαδικασίας — Βάρος αποδείξεως – Όπου η αναστολή της διαδικασίας αφήνεται στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, αντίθετα με την περίπτωση ύπαρξης ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας, το βάρος αποδείξεως υπέρ της αναστολής φέρει ο εναγόμενος — Κριτήρια προσδιορισμού του καταλληλότερου forum εκδίκασης της υπόθεσης.

Πολιτική Δικονομία — Αναστολή διαδικασίας – Καταχώρηση αγωγής σε Κυπριακό Δικαστήριο — Ισχυρισμός ότι το Ελληνικό Δικαστήριο ήταν το κατάλληλο forum — Προϋποθέσεις αναστολής της διαδικασίας — Παραγραφή της απαίτησης στην Ελλάδα — Δεν αποτελεί ανυπέρβλητο κώλυμα για εκδίκαση της αγωγής από το Κυπριακό Δικαστήριο ως το κατάλληλο forum.

Λέξεις και Φράσεις — “Privy” στον Spencer-Bower and Turner “The Doctrine of Res Judicata” (1969) 2η έκδοση.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα είναι τραπεζικός οργανισμός με έδρα την [*1317]Ελλάδα. Η εφεσείουσα-εναγομένη είναι κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας από την εφεσείουσα $52.000 περίπου με τόκο προς 9%, υπό μορφή αποζημιώσεων με βάση τις διατάξεις τουΆρθρου 57 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262.

Μετά την επίδοση της αγωγής, η εφεσείουσα, με ad hoc αίτησή της, ζήτησε τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και/ή της επίδοσης του ισχυριζόμενη ότι η αγωγή δεν αποκάλυπτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της.  Η αίτηση βασίσθηκε στη Δ.27 θ.3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, που επιτρέπει την εξέταση τέτοιου ζητήματος ως προκαταρκτικού.

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι εν συντομία τα εξής: Η ελληνική εταιρεία Owens A.E. πώλησε τον Ιούνιο του 1986 εμπορεύματα στην εφεσείουσα την αξία των οποίων πλήρωσε η εφεσίβλητη έναντι ενεχυρίασης των φορτωτικών προς όφελος της εφεσίβλητης.

Η εφεσίβλητη, ισχυρίζετο πως απέστειλε τις φορτωτικές με τα ειδικά διαβιβαστικά έγγραφα στην τράπεζα της εφεσείουσας, την Arab Bank Ltd, με ρητές οδηγίες να παραδοθούν οι φορτωτικές στην εφεσείουσα, αφού υπογράψει 3 γραμμάτια σε διαταγή της πιο πάνω ελληνικής εταιρείας για συνολικό ποσό $52.217,39 το οποίο αντιπροσώπευε την αξία των εμπορευμάτων.  Η εφεσείουσα πήρε τις φορτωτικές και τελικά παρέλαβε τα εμπορεύματα χωρίς όμως να καταβάλει το αντίτιμο.

Στα διαβιβαστικά έγγραφα υπήρχε όρος ότι το προϊόν εισπράξεως κάθε γραμματίου θα αποστέλλετο προς την εφεσίβλητη, αφού τα εμπορεύματα για την αξία των οποίων θα υπογράφοντο οι Υποσχετικές επιστολές είχαν ενεχυριαστεί από τους πωλητές δηλαδή την Owens A.E., στην εφεσίβλητη. Η εφεσείουσα αρνήθηκε να πληρώσει την αξία των γραμματίων, παρόλο που της τα επέστρεψε η Arab Bank Ltd. 

Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι η αγωγή δεν στοιχειοθετεί αγώγιμο δικαίωμα για τους ακόλουθους λόγους:

1.  Η Owens A.E. κίνησε αγωγή στα ελληνικά δικαστήρια εναντίον της εφεσείουσας για το ίδιο αντικείμενο η οποία απερρίφθη.  Έτσι η εφεσίβλητη δεν είναι δυνατό να βρεθεί σε καλύτερη μοίρα από τους δικαιούχους των γραμματίων, των οποίων η απαίτηση δεν έγινε δεκτή.

[*1318]2.    Η κοινοποίηση εγγράφων και η γνώση του περιεχομένου τους, την οποία επικαλείται η εφεσίβλητη, δεν συνιστά αφ’ εαυτής αγώγιμο δικαίωμα.

3.  Δεν προβλήθηκε ισχυρισμός στην έκθεση απαιτήσεως ότι τα γραμμάτια είχαν οπισθογραφηθεί προς όφελος της εφεσίβλητης και ως εκ τούτου δεν είναι holder in due course.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις της εφεσείουσας και αποφάνθηκε ότι “όπως έχει η έκθεση απαιτήσεως διαπιστώνουμε ότι η σχέση μεταξύ των διαδίκων δεν πηγάζει αποκλειστικά και άμεσα από τις υποσχετικές επιστολές αλλά και από πράξη ενεχυρίασης φορτωτικών και πληρωμής της αξίας εμπορευμάτων - αντικείμενο των φορτωτικών - από τους ενάγοντες στους προμηθευτές”.

Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι, ενόψει της φύσης της απαίτησης, τα ελληνικά δικαστήρια αποτελούν διαθέσιμο forum εκδίκασης της απαίτησης και είναι σαφώς καταλληλότερα από τα κυπριακά.  Μεταξύ των λόγων που προέβαλε για τεκμηρίωση της θέσης της, ήταν και η παραγραφή της απαίτησης μεταξύ της εφεσίβλητης κατά της εφεσείουσας ως εναγομένης στην Ελλάδα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση της εφεσείουσας ότι το Κυπριακό δικαστήριο δεν συνιστά το κατάλληλο forum προς εκδίκαση της αγωγής. Περαιτέρω κρίθηκε ότι η εφεσείουσα δεν απόσεισε το βάρος αποδείξεως σε σχέση με τα πλείστα κριτήρια της υπόθεσης Spiliada.

Οι κύριοι λόγοι της έφεσης στρέφονται κατά των ευρημάτων και των τοποθετήσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κοινή συνισταμένη των επιχειρημάτων της εφεσείουσας στρέφεται κατά του συμπεράσματος ότι υπάρχουν και άλλες βάσεις αγωγής πλην των γραμματίων. Αμφισβητείται επίσης η άποψη του δικαστηρίου ότι είναι δυνατή η υποβολή αιτήματος τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης έτσι ώστε να περιλαμβάνει και την αιτία αγωγής για την οποία η εφεσίβλητη τράπεζα έκαμε λόγο στην ένσταση της.

Η εφεσείουσα υπέβαλε επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέβλεψε ότι το κριτήριο σύμφωνα με τη Spiliada είναι “η απόδοση της δικαιοσύνης” και ότι δεν είναι έγκυρη η διαφοροποίηση που έγινε μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες υπάρχει ρήτρα επιλογής forum και σε εκείνες που δεν υπάρχει στη συμφωνία των μερών.  Τέλος το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την άποψη της εφεσείουσας, παρανόησε το θέμα της παραγραφής, που έπρεπε να λειτουργήσει υπέρ της.

[*1319]

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με τη νομολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στέργει σε ικανοποίηση αιτήματος για απόρριψη αγωγής για το λόγο που προβλήθηκε, παρά μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι: (1) πράγματι το δικόγραφο του ενάγοντα δεν περιέχει, χωρίς καμιά αμφιβολία, αιτία αγωγής και (2) η αγωγή δεν μπορεί να διασωθεί με τροποποίηση που μπορεί νόμιμα το δικαστήριο να επιτρέψει.

2.  Η κρινόμενη δεν συνιστά περίπτωση τόσο φανερή που θα δικαιολογούσε τερματισμό της διαδικασίας στο ξεκίνημά της.  Στην έκθεση απαιτήσεως μνημονεύονται αρκετά γεγονότα που θα στήριζαν τη βάση αγωγής που καθόρισε η πρωτόδικη απόφαση. Πέραν αυτού, υπάρχει σοβαρή δυνατότητα για τροποποίηση στη βάση απευθείας συμφωνίας των διαδίκων, όπως προεκτέθηκε.

3.  Δεν ισχύει η αρχή του δεδικασμένου λόγω της ανυπαρξίας ταυτότητας διαδίκων και αντικειμένου των αγωγών.

4.  Στην παρούσα περίπτωση, όπου η αναστολή της ημεδαπής διαδικασίας αφίεται στη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου, αντίθετα με ότι συμβαίνει όταν υπάρχει ρήτρα εκδίκασης από συγκεκριμένο δίκαιο, το βάρος αποδείξεως υπέρ της αναστολής φέρει ο εναγόμενος.

5.  Ο θεμελιώδης κανόνας σε θέματα αναστολής που έθεσε η υπόθεση Spiliada είναι ότι καταλληλότερο είναι το forum στο οποίο μπορεί να εκδικασθεί με μεγαλύτερη ευχέρεια μια υπόθεση “for the interest of all the parties and for the ends of justice”. Ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει ότι όχι μόνο το κυπριακό δικαστήριο δεν είναι, στην παρούσα υπόθεση, το κατάλληλο ή φυσικό forum, αλλά και ότι το εναλλακτικό forum είναι καθαρά ή ευδιάκριτα (clearly or distinctly) πιο πρόσφορο από το κυπριακό.

6.  Η εφεσείουσα δεν απέδειξε ότι υπήρχε άλλο διαθέσιμο forum προσφορότερο από το κυπριακό.  Εξ αιτίας του ευρήματος αυτού, δεν μετατοπίστηκε το βάρος αποδείξεως στην εφεσίβλητη για να αποδείξει τα πλεονεκτήματα που έχει προσφεύγοντας στην Κύπρο. Αν αποδείκνυε η εφεσείουσα ότι το καταλληλότερο forum είναι το ελληνικό, θα είχε και το πλεονέκτημα της παραγραφής της απαίτησης στην Ελλάδα.

[*1320]7.    Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δικαιολογούσαν τον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του εξουσία. Περαιτέρω, ορθά κατανόησε και εφάρμοσε τη νομολογία. Στόχος του δικαστηρίου, όπως φαίνεται στην αναλυτική και προσεκτική προσέγγιση του, ήταν η απονομή της δικαιοσύνης. Σημασία ως προς τα συνδετικά στοιχεία της απαίτησης με το ελληνικό forum, έχει και η προοπτική της διεύρυνσης της βάσης αγωγής με τυχόν μελλοντικές τροποποιήσεις του δικογράφου.

8.  Το θέμα παραγραφής δεν αποτελεί ανυπέρβλητο κώλυμα, όπως υπέβαλε η εφεσείουσα.  Αυτό προκύπτει καθαρά από τη Spiliada.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Pelmaco Development Ltd (1991) 1 A.A.Δ. 246,

Αναστασίου v. Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264,

Παπακόκκινου v. Glykys and Araouzos (Insurances) Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 513,

Τσουλόφτας v. Μιχαήλ (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228,

Emerson v. Grimsby Times and Telegraph Co. Ltd. XLII T.L.R. [1926] 238,

Papamichael v. Chaholiades (1970) 1 C.L.R. 305,

Pearce v. Ove Arup Partnership Ltd a.o. [1999] 1 All E.R. 769,

Dadsweel v. Jacops 34 Ch. D. 278,

Atlantic Star [1974] A.C. 436,

MacShannon v. Rockware Glass Ltd [1978] A.C. 795,

K.S.R. Commercio e Industria κ.α. v. Blue Coral Navigation Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 932,

Shehata v. Ellias κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 621,

Spiliada Maritime Corporation v. Consulex Ltd [1986] 3 All E.R. 843,

[*1321]Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168,

Hamburg Star [1994] 1 Lloyd’s Rep. 399,

Mitsui & Co. Ltd. a.o. v. Rockwell Marine Ltd a.o. (1989) 1 A.A.Δ. 112.

Έφεση.

Έφεση από την εναγομένη κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καλλής, Π.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 9 Αυγούστου, 1995 (Αγωγή Αρ. 10721/94) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της εφεσείουσας-εναγομένης για παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος γιατί η αγωγή δε στοιχειοθετεί αγώγιγο δικαίωμα εναντίον της.

Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα.

Α. Δικηγορόπουλος, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Θεωρούμε σκόπιμο να δώσουμε από την αρχή, σε αδρές γραμμές, το υπόβαθρο της υπόθεσης. Θα αναδυθεί έτσι πιο εύκολα το αντικείμενο της έφεσης. Η εφεσίβλητη/ενάγουσα (στο εξής η εφεσίβλητη ή η Τράπεζα) είναι τραπεζικός οργανισμός, που έχει την έδρα και το κέντρο των δραστηριοτήτων του στην Ελλάδα.  Η εφεσείουσα/εναγόμενη είναι τοπική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.  Με αγωγή της, που κατέθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η Τράπεζα αξιώνει εναντίον της εφεσείουσας απόφαση σε ξένο νόμισμα, δηλαδή, $52.000 Αμερικής περίπου.   Με τόκο προς 9%, υπό μορφή αποζημιώσεων, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 57 του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262.

Μετά την επίδοση της αγωγής, η εφεσείουσα, με ad hoc αίτηση της, ζήτησε τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και/ή της επίδοσης του γιατί η αγωγή δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της.  Κύριο έρεισμα του δικονομικού αυτού διαβήματος είναι ο Θ. 3 της Δ.27 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, που επιτρέπει την εξέταση τέτοιου ζητήματος ως προκαταρκτικού.  Αναπόφευκτα η έκθεση απαίτησης είναι το ου[*1322]σιαστικό, αν όχι το μόνο στοιχείο, για διερεύνηση του θέματος.  Και συνάμα το κλειδί για τη λύση του πρώτου ζητήματος που εγείρει η έφεση.

Φαίνεται από την έκθεση απαίτησης ότι πραγματοποιήθηκε, τον Ιούνιο του 1986, συγκεκριμένη πώληση εμπορευμάτων από την εταιρεία Ελληνικά Υαλουργεία Ελευσίνος - Owens A.Ε., που εδρεύει στην Ελλάδα, στην εφεσείουσα.  Η Τράπεζα έλαβε ως ενέχυρο τις φορτωτικές, που αφορούσαν τη μεταφορά των εμπορευμάτων αυτών στην Κύπρο, για εξασφάλιση απαίτησης της κατά της πιο πάνω ελληνικής εταιρείας, με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που έγινε με την υπ’αρ. 18911 Συμφωνία Ενεχυρίασης Φορτωτικών ημερ. 25/7/81.

Η εφεσίβλητη απέστειλε, όπως διατείνεται, τις φορτωτικές με τα ειδικά διαβιβαστικά έγγραφα στην Arab Bank Ltd.,  στη Λευκωσία, που ήταν η Τράπεζα της εφεσείουσας.  Με ρητές οδηγίες να παραδοθούν οι φορτωτικές στην εφεσείουσα, αφού υπογράψει 3 γραμμάτια σε διαταγή της παραπάνω ελληνικής εταιρείας (promissory notes) για συνολικό ποσό $52.217,39 Αμερικής.  Παρενθετικά, το ποσό των γραμματίων, που ήταν πληρωτέο σε διαφορετικές ημερομηνίες κατά το Μάιο και Ιούνιο του 1986, αντιπροσώπευε την αξία των εμπορευμάτων.  Έτσι και έγινε.  Η εφεσείουσα πήρε τις φορτωτικές και τελικά παρέλαβε τα εμπορεύματα χωρίς όμως να καταβάλει το αντίτιμο.  Ας σημειωθεί ότι τα παραπάνω έγγραφα, ανάμεσα στα οποία είναι οι φορτωτικές, τα γραμμάτια και τα διαβιβαστικά έγγραφα της εφεσίβλητης επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση της τελευταίας, η οποία κατατέθηκε προς υποστήριξη της ένστασης της στο αίτημα για απόρριψη ή αναστολή της αγωγής.

Περαιτέρω, στην έκθεση απαίτησης προβάλλεται ο όρος που περιλαμβάνεται στα διαβιβαστικά έγγραφα σύμφωνα με τον οποίο “..... το προϊόν εισπράξεως κάθε υποσχετικής επιστολής (γραμματίου), θα αποστέλλετο προς την Tράπεζα αφού όπως ρητά αναφέρεται στα Διαβιβαστικά Έγγραφα, τα εμπορεύματα για την αξία των οποίων θα υπογράφοντο οι Υποσχετικές επιστολές είχαν ενεχυριαστεί από τους πωλητές (δηλαδή την Owens A.E.) στην Τράπεζα.”  Υπάρχει, τέλος, ο ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της Τράπεζας, αρνήθηκε να πληρώσει την αξία των γραμματίων άνκαι η Arab Bank Ltd., τις τα επέστρεψε και τα κατέχει για αξία που έδωσε (είναι holder for value).

Ένας από τους ουσιωδέστερους ισχυρισμούς της εφεσείουσας είναι ότι η Owens A.E. κίνησε ήδη αγωγή στα ελληνικά δικαστήρια [*1323]εναντίον της εφεσείουσας για το ίδιο αντικείμενο.  Απορρίφθηκε όμως από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που είναι και το αρμόδιο δικαστήριο.  Έτσι, η εφεσίβλητη δεν είναι δυνατό να βρεθεί σε καλύτερη μοίρα από τους δικαιούχους των γραμματίων, των οποίων η απαίτηση δεν έγινε δεκτή.  Η εφεσίβλητη δε φαίνεται να αμφισβητεί την ενέργεια που της αποδίδεται καθώς και το δυσμενές γιαυτήν δικαστικό αποτέλεσμα.  Λεπτομέρειες για τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στις ένορκες δηλώσεις που στηρίζουν αντίστοιχα την αίτηση απόρριψης της αγωγής  και την ένσταση σ’ αυτήν.  Η εφεσίβλητη όμως ισχυρίζεται πως δεν κωλύεται νομικά να προχωρήσει σε αγωγή στην Κύπρο. Αντικρούοντας δε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας περί δεδικασμένου που έχει προκύψει από την απόρριψη της ελληνικής αγωγής, εξηγεί πως ελλείπει μια από τις προϋποθέσεις δημιουργίας δεδικασμένου, δηλαδή, ότι δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων.  Περαιτέρω αντέτεινε ότι η ελληνική αγωγή απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, δηλαδή, παραγραφή της απαίτησης χωρίς να εξετασθεί η ουσία.

Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος για τον οποίο, κατά την εφεσείουσα, η έκθεση απαίτησης δε στοιχειοθετεί αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της.  Πρόβαλε τον ισχυρισμό  ότι η κοινοποίηση εγγράφων και η γνώση του περιεχομένου τους, την οποία επικαλείται η εφεσίβλητη, δε συνιστά αφεαυτής αγώγιμο δικαίωμα. Περαιτέρω αμφισβητείται η θέση της εφεσίβλητης ότι είναι “holder for value” δοθέντος ότι δεν προβλήθηκε ισχυρισμός, στην έκθεση απαίτησης, ότι τα γραμμάτια είχαν οπισθογραφηθεί προς όφελος της.  Περαιτέρω τα γραμμάτια δεν παραδόθηκαν στην Owens A.E. για να αποτελέσουν, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 84 του Κεφ. 262, βάση αγωγής μεταξύ των διαδίκων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία που ερμήνευσε την αντίστοιχη προς τη Δ.27 Θ.3 αγγλική δικονομική πρόνοια (Δ.25 Θ.4), καταλήγοντας ότι το ζήτημα αντιμετωπίζεται και εδώ με το  ίδιο αυστηρό πνεύμα. Αναφέρθηκε, περαιτέρω, στην υπόθεση in Re Pelmaco Development Ltd. (1991) 1 A.A.Δ. 246, 255, στην οποία το ζήτημα συσχετίζεται με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια:

“Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο εφόσο το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο.  Διαφορετικά, η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου [*1324]στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1 του Συντάγματος.”

Η πρωτόδικη απόφαση απέρριψε τις θέσεις της εφεσείουσας.  Το σκεπτικό της αναπτύσσεται στις παρακάτω τρεις παραγράφους της απόφασης.  Είναι χρήσιμο να το έχουμε υπόψη γιατί οι κύριοι λόγοι της έφεσης στρέφονται κατά των ευρημάτων και των τοποθετήσεων που περιέχει:

“Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την Έκθεση Απαιτήσεως στην προσπάθεια μας να εντοπίσουμε από πού πηγάζει το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων.  Από την Έκθεση Απαιτήσεως δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων πηγάζει αποκλειστικά και μόνο από τις υποσχετικές επιστολές.  Όπως έχει η Έκθεση Απαιτήσεως, διαπιστώνουμε ότι η σχέση μεταξύ των διαδίκων δεν πηγάζει αποκλειστικά και άμεσα από τις υποσχετικές επιστολές αλλά και από πράξη ενεχυρίασης φορτωτικών και πληρωμής της αξίας εμπορευμάτων - αντικείμενο των φορτωτικών - από τους ενάγοντες στους προμηθευτές.

Έχοντας υπόψη την Έκθεση Απαιτήσεως, θεωρούμε ότι η υπόθεση αυτή δεν είναι τόσο απλή και φανερή που να επιτρέπει επίκληση της, δυνάμει της Δ.27 θ. 3, συνοπτικής διαδικασίας.  Δεν είναι απόλυτα καθαρό ότι η αγωγή δεν μπορεί να πετύχει.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις και συμπεράσματα μας σχετικά με το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης, καθιστούν αχρείαστη την εξέταση των εισηγήσεων που σχετίζονται με τις πρόνοιες του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262. Οι ίδιες διαπιστώσεις μας, συνηγορούν, επίσης, υπέρ της άσκησης της διακριτικής μας ευχέρειας εναντίον της απόρριψης της αγωγής δυνάμει της Δ.27 θ. 3.  Επομένως, η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει κατ’ επίκληση της Δ.27 θ.3.”

Πρέπει ακόμη να σημειωθεί η θέση της Τράπεζας ότι η εφεσείουσα της υποσχέθηκε να πληρώσει τα γραμμάτια.  Η εφεσείουσα όμως επεσήμανε πως ο ισχυρισμός αυτός για συμφωνία με την Τράπεζα δεν απαντάται στο δικόγραφο της.  Αντέτεινε πως αυτό αποτελεί ανεπίτρεπτη προσπάθεια τροποποίησης του δικογράφου, η οποία πρέπει να αγνοηθεί.  Το σκεπτικό της εκκαλουμένης συμπληρώνει ο παρακάτω συλλογισμός, που απαντά άμεσα τις επικρίσεις της εφεσείουσας στο σημείο αυτό, ότι δεν μπορεί να διασωθεί η αγωγή:

[*1325]

“Αναφορικά δε με την εισήγηση (1), σύμφωνα με την οποία οι ενάγοντες με το να επικαλούνται συμφωνία στην Ένορκη Δήλωση τους προσπαθούν να τροποποιήσουν τα δικόγραφα τους, κάτι που είναι ανεπίτρεπτο, πρέπει να πούμε ότι σύμφωνα με τη νομολογία, ένα δικόγραφο δεν διαγράφεται αν μπορεί να διασωθεί με μια εύλογη (“legitimate”) τροποποίηση (Βλ. Rep. of Peru v. Peruvian Guano Co. 36 CL.D. 496).  Eπομένως, έστω και αν η επίκληση της συμφωνίας δεν μπορούσε να γίνει στην ένορκη δήλωση των εναγόντων, θα μπορούσε να εισαχθεί στην Έκθεση Απαιτήσεως εάν ήθελε εγκριθεί σχετική αίτηση για τροποποίηση.  Κατά συνέπεια,  εάν η επίκληση συμφωνίας στο σχετικό δικόγραφο θα μπορούσε να το  διασώσει, αυτό είναι ακόμα ένας παράγοντας που συνηγορεί υπέρ της άσκησης της σχετικής διακριτικής μας ευχέρειας εναντίον της απόρριψης της αγωγής συνοπτικώς.”

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υιοθέτησε το περίγραμμα της αγόρευσης του.  Τούτο είναι ουσιαστική μεταφορά των λόγων έφεσης, που είναι διατυπωμένοι σε μεγάλη έκταση.  Η αντιμετώπιση αυτή δεν είναι ασφαλώς η ιδανικότερη.  Αναφορικά με τη σύνταξη του δικογράφου της έφεσης και ό,τι πρέπει να αποφεύγεται παραπέμπουμε στην Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264, Βερεγγάρια Παπακόκκινου ν. Glykys and Araouzos (Insurances) Ltd. και Άλλη  (1998) 1 Α.Α.Δ. 513.  Εν πάση περιπτώσει η κοινή συνισταμένη των επιχειρημάτων της εφεσείουσας στρέφεται κατά του συμπεράσματος ότι υπάρχουν και άλλες βάσεις αγωγής πλην των γραμματίων.  Και επίσης της άποψης του δικαστηρίου ότι είναι δυνατή η υποβολή αιτήματος τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης έτσι ώστε να περιλαμβάνει και την αιτία αγωγής για την οποία η Τράπεζα έκαμε λόγο στην ένσταση της.  Τα επιχειρήματα, όπως αναπτύσσονται στους λόγους της έφεσης, είναι τα ίδια με εκείνα που άκουσε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Ο δικηγόρος της Τράπεζας υιοθέτησε επίσης το περίγραμμα αγόρευσης του. Με αυτό ο συνήγορος υποστηρίζει τα συμπεράσματα της πρωτόδικης απόφασης. Πέραν τούτου τόνισε ότι η εξουσία του δικαστηρίου στο προκείμενο έχει διακριτικό χαρακτήρα.  Το δε βάρος απόδειξης, το οποίο η εφεσείουσα δεν έχει μετακυλήσει στην εφεσίβλητη, φέρει πρωταρχικά η ίδια.  Μας παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Τσουλόφτας ν. Μιχαήλ (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228, 232.  Και κατέληξε εισηγούμενος ότι δεν καταδείχθηκαν λόγοι για παρέμβαση στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου [*1326]δικαστηρίου, όπως ασκήθηκε.

Προκύπτει από την εξέταση της νομολογίας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν στέργει σε ικανοποίηση αιτήματος για απόρριψη αγωγής, για το λόγο που προβλήθηκε, παρά μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι:  (1) πράγματι το δικόγραφο του ενάγοντα δεν περιέχει, έξω από κάθε αμφιβολία, αιτία αγωγής. και (2) η αγωγή δεν μπορεί να διασωθεί ύστερα από τροποποιήσεις που μπορεί νόμιμα το δικαστήριο να επιτρέψει.  Διαφορετικά θα έμενε κενό γράμμα το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα εκάστου να προσφύγει στο δικαστήριο για διάγνωση των δικαιωμάτων του σε συγκεκριμένη διαφορά.  Από την επισκόπηση της νομολογίας διαφαίνεται μια σταθερή τάση φειδωλής χρήσης της εξουσίας για απόρριψη αγωγής που, όπως η παρούσα, βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.

Στην υπόθεση Emerson v. Grimsby Times and Telegraph Co. Ltd. XLII T.L.R. [1926] σελ. 238, ο ενάγων, στην ουσία, παραπονέθηκε για είδηση σε εφημερίδα ότι ο γάμος του, που ορίστηκε σε συγκεκριμένη ημερομηνία, έγινε την προτεραία της ημερομηνίας αυτής.  Η έκθεση απαίτησης σε αγωγή για λίβελλο που κίνησε εναντίον της εφημερίδας διαγράφηκε γιατί ήταν έκδηλα οχληρή.  Όμως και σε αυτήν ακόμη την καθαρή περίπτωση, ο δικαστής Lord Atkins, που συμφώνησε με το παραπάνω αποτέλεσμα, διατήρησε κάποιες αμφιβολίες και επιφυλάξεις για τη χρήση της εξουσίας αυτής του δικαστηρίου.  Η άποψη του συνοψίζεται στη σελ. 239:

“Lord Justice Atkin said that he did not disagree, but he thought it was a case in which he, sitting alone, would have had some doubt as to whether, where it was possible that some legal wrong had been committed, it was competent for the Court to strike out the statement of claim, even although the party alleging the wrong might only be entitled to small compensation.  The only question to be considered was whether the publication in question was capable of being defamatory.  He thought it was not defamatory of a man to say that he had been married on a Tuesday when in fact he was married the following Thursday.  At the same time he thought that in relation to the parties particular circumstances in connexion with the matter might make the statement defamatory.  The principle to which he should assent was not to strike out the statement of claim where it was possible that a legal wrong might have been committed.  He should have preferred that the matter should have proceeded to trial.  In the special circumstances of this case he did not disagree with the view of the Court that the [*1327]appeal must be dismissed.”

Βλέπε επίσης Michael Papamichael v. Klitos Chaholiades (1970) 1 C.L.R. 305.  Σε πολύ πρόσφατη απόφαση το Αγγλικό Εφετείο, στην υπόθεση Pearce v. Ove Arup Partnership Ltd. and Οthers [1999] 1 All E.R. 769, 782, παρατήρησε:

“The jurisdiction to strike out an action as an abuse ought to be very sparingly exercised (see eg Lawrance v. Lord Norreys [1890] 15 App Cas 210 at 219, [1886-90] All ER Rep 858 at 863), and should not be extended to become a trial of contentious matters on affidavit (see Wenlock v. Moloney [1965] 2 All ER 871, [1965] 1 W.L.R. 1238).”

Η κρινόμενη δε συνιστά περίπτωση τόσο φανερή που θα δικαιολογούσε τερματισμό της διαδικασίας στο ξεκίνημα της.  Η πρωτόδικη απόφαση έχει προσδιορίσει τα ερείσματα της αγωγής και δεν υπάρχει λόγος να τα επαναλάβουμε.  Στην έκθεση απαίτησης μνημονεύονται αρκετά γεγονότα που θα στήριζαν τη βάση αγωγής που καθόρισε η πρωτόδικη απόφαση.  Πέραν τούτου, υπάρχει σοβαρή δυνατότητα για τροποποίηση στη βάση απευθείας συμφωνίας των διαδίκων, όπως προεκτέθηκε.  Για τη δυνατότητα και τις θετικές διορθωτικές επιπτώσεις ενδεχομένων τροποποιήσεων  βλέπε Rep. of Peru, ανωτέρω, και Dadswell v. Jacobs 34 Ch. D. 278.  Με τα δεδομένα, όπως εξετέθησαν, δεν είναι νοητή η απόρριψη της αγωγής. Μια τέτοια ενέργεια θα υπερσκέλιζε το συνταγματικό δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο για παροχή θεραπείας.

Ως προς το δεδικασμένο, από τα σχετικά στοιχεία προκύπτει, όπως επισημαίνει η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων και αντικειμένου των αγωγών.  Η Owens A.E. άσκησε αγωγή κατά της εφεσείουσας ως εναγομένης. Με αυτήν αξίωσε την αξία πωληθέντων και παραδοθέντων εμπορευμάτων με βάση διαδοχική σύμβαση πώλησης αγαθών η οποία συνομολογήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1986 και την έκδοση τιμολογίων.  Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη είχε νόμιμο ενδιαφέρον ή δικαίωμα (την ιδιότητα δηλαδή του privy της εναγομένης εταιρείας) στην ελληνική αγωγή, στην οποία δεν είχε συμφέρο:  βλ. Spencer- Bower and Turner “The Doctrine of Res Judicata” (1969) 2η έκδοση, σελ. 209, 211 για τον ορισμό της λέξης privy και τις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργείται η σχέση του privy  και η εξαυτής δέσμευση.

Παραμένει ένα ακόμα ζήτημα που επίσης κρίθηκε δυσμενώς για [*1328]την εφεσείουσα πρωτόδικα.  Αφορά την κρίση ότι το κυπριακό δικαστήριο είναι προσφορότερο forum για εκδίκαση της αγωγής.  Στις σχετικές εισηγήσεις που υπέβαλε η εφεσείουσα στο πρωτόδικο δικαστήριο, τις οποίες το τελευταίο απέρριψε, βασίστηκαν και σχηματοποιήθηκαν οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης.

Σε γενικές γραμμές η άποψη της εφεσείουσας είναι ότι, ενόψει της φύσης της απαίτησης, τα ελληνικά δικαστήρια αποτελούν διαθέσιμο forum εκδίκασης της απαίτησης, και είναι σαφώς καταλληλότερα.  Για ποικίλους λόγους.  Η δικαιοπραξία είναι συνδεδεμένη με την Ελλάδα και η Owens A.E., που τώρα βρίσκεται υπό εκκαθάριση, έχει το κέντρο των δραστηριοτήτων της, όπως και η Tράπεζα, στην Ελλάδα.  Η επιλογή του κυπριακού δικαστηρίου είναι ευκαιριακή για να εισπραχθεί το ποσό εν αγνοία του εκκαθαριστή.  Αποτελεί τρόπον τινά η κατάθεση αγωγής εδώ άγραν δικαστηρίου (forum shopping), που είναι ανεπίτρεπτη.  Οι περισσότεροι (3 από 4 μάρτυρες) βρίσκονται στην Ελλάδα, το δίκαιο της οποίας διέπει την περίπτωση.  Πρόσθετα, εκεί η απαίτηση έχει παραγραφεί.  Και η εφεσείουσα θα στερηθεί του δικονομικού αυτού ευεργετήματος αν η κρινόμενη υπόθεση αφεθεί να συνεχίσει.  Κατά την εισήγηση είναι επιβεβλημένη η αναστολή της ημεδαπής αγωγής ή η απόρριψη της από την αρχή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στην απόφαση in re Pelmaco Development Ltd., ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι είναι εφικτός, εκ πρώτης όψεως, ο αποκλεισμός δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων με συμφωνία των μερών για διαφορές που προκύπτουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση. Το δικαστήριο όμως διέκρινε την περίπτωση που η αναστολή της ημεδαπής διαδικασίας αφίεται στη σχετική σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου.  Σε μια τέτοια περίπτωση (όπως είναι και η παρούσα) και αντίθετα με ότι συμβαίνει όταν υπάρχει ρήτρα εκδίκασης από συγκεκριμένο δίκαιο, το βάρος της απόδειξης υπέρ της αναστολής φέρει ο εναγόμενος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στη συνέχεια εξέτασε, μέσα από το πλούσιο νομολογιακό υλικό που υπάρχει στην Αγγλία, πότε το κυπριακό δικαστήριο αποποιείται τη δικαιοδοσία του.  Με άλλα λόγια, εξέτασε το πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση αυτή της αρχής γνωστής με το λατινικό όρο forum non conveniens.  Η μεταρρυθμιστική στροφή του δικαίου στον τομέα αυτό άρχισε με την υπόθεση The Atlantic Star [1974] A.C. 436, στην οποία αναστάληκε αγγλική αγωγή για να προωθηθεί άλλη στο Βέλγιο, στα χωρικά ύδατα του οποίου έλαβε χώρα η σύγκρουση ολλανδικού πλοίου με [*1329]δύο άλλα βελγικής και ολλανδικής εθνικότητας.

Οι νέες αντιλήψεις για το θέμα βρήκαν απήχηση και σε κατοπινή απόφαση του δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων MacShannon v. Rockware Glass Ltd. [1978] A.C. 795.  Σε αυτήν θεωρήθηκε ευχερέστερη η ακρόαση αγωγών για αποζημιώσεις λόγω ατυχήματος που έγινε σε εργοστάσιο αγγλικής εταιρείας στη Σκωτία.  Θεωρήθηκε δυνατή η αναστολή της αγωγής οσάκις αποδεικνύεται (α) ότι υπάρχει εναλλακτικό forum στο οποίο μπορεί να εξασφαλιστεί η απονομή της δικαιοσύνης με λιγότερες δυσχέρειες και έξοδα. και (β) ο ενάγων δεν στερείται πλεονεκτήματος ουσιαστικού ή δικονομικού, αν η υπόθεση του δικαζόταν από αγγλικό δικαστήριο.

Στην παραπάνω υπόθεση παραπέμπει η πρωτόδικη απόφαση, όπως και στην υπόθεση K.S.R. Commercio e Industria κ.α. v. Blue Coral Navigation Ltd. (1993) 1 Α.Α.Δ. 932 και Shehata v. Ellias κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 621 (αναφορικά με θέματα απόδειξης γεγονότων που περιστοιχίζουν μια τέτοια αίτηση).  Παραπέμπει επίσης στην υπόθεση Spiliada Maritime Corporation v. Consulex Ltd. [1986] 3 All E.R.843.  Χρήσιμη αναφορά, για την αρχή του forum non conveniens μπορεί να γίνει στην απόφαση της Ολομέλειας Cyprus Trading Corporation Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168.

Aς υπογραμμισθεί ότι ο θεμελιώδης κανόνας σε θέματα αναστολής που έθεσε η Spiliada, ανωτέρω, είναι ότι καταλληλότερο είναι το forum στο οποίο μπορεί να εκδικαστεί με μεγαλύτερη ευχέρεια μια υπόθεση “for the interest of all the parties and for the ends of justice”.  Aυτό εξυπακούει έρευνα αν άλλο forum είναι πράγματι καταλληλότερο και αν λόγοι δικαιοσύνης συνηγορούν υπέρ της εκδίκασης από αγγλικό δικαστήριο.  Περαιτέρω, βεβαίωσε τον κανόνα για το βάρος απόδειξης.  Ο εναγόμενος οφείλει να δείξει όχι μόνο ότι το αγγλικό (εδώ το κυπριακό) δικαστήριο δεν είναι το κατάλληλο ή φυσικό forum,  αλλά και ότι το εναλλακτικό forum είναι καθαρά ή ευδιάκριτα (clearly or distinctly) πιο πρόσφορο από το αγγλικό.

Για το σκοπό αυτό η παραπάνω υπόθεση έθεσε γενικά κριτήρια, που συναρτώνται με το εφαρμοστέο δίκαιο, τους μάρτυρες, την έδρα, πού είναι ο πιο βολικός τόπος διεξαγωγής της δίκης κ.λ.π., και διαγράφουν το forum με το οποίο η αγωγή έχει “το ρεαλιστικότερο και ουσιαστικότερο σύνδεσμο” (real and substantial connection).  Το θέμα, που δεν είναι μονοδιάστατο, αντιμετωπίζε[*1330]ται από το δικαστήριο με την απαιτούμενη σφαιρικότητα:  βλ. για παράδειγμα The Hamburg Star [1994] 1 Lloyd΄s Rep. 399, 407.

Αναφορικά με τα συνδετικά στοιχεία της απαίτησης με το ελληνικό forum, που εξέθεσε ο δικηγόρος της εφεσείουσας και ήδη παραθέσαμε, το δικαστήριο παρατήρησε ότι εκτός εκείνων που προκύπτουν από το φάκελο, υπήρχαν μόνο οι ισχυρισμοί του δικηγόρου της εφεσείουσας χωρίς την κατάλληλη μαρτυρική υποστήριξη. Έγινε για το σκοπό αυτό ρητή μνεία στα θέματα του ισχύοντος δικαίου και των μαρτύρων.  Η υπόδειξη του δικαστηρίου, που ενίσχυσε με αναφορά στην απόφαση Mitsui & Co. Ltd. & Others v. Rockwell Marine Ltd. & Another (1989) 1 A.A.Δ. 112, όντως υποστηρίζει τη νομική αυτή πρόταση.

Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η εφεσείουσα δεν απόσεισε το βάρος απόδειξης σε σχέση με τα πλείστα κριτήρια που καθιέρωσε η Spiliada, ανωτέρω, δηλαδή, τη δαπάνη ή την πιο εύκολη διεξαγωγή της διαδικασίας, τους μάρτυρες, και το δίκαιο που διέπει τη δικαιοπραξία.  Με μόνη εξαίρεση την έδρα της εναγομένης, που είναι η Ελλάδα.  Η απόφαση όμως εξηγεί ότι η εφεσίβλητη επέλεξε την Κύπρο.  Άρα ο τόπος διαμονής “δεν επενεργεί υπέρ του αιτήματος των εναγομένων”. Έτσι, συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν αποδείχθηκαν οι προϋποθέσεις MacShannon αναφορικά με το εναλλακτικό forum.  Κατά την απόφαση, η εφεσείουσα δεν απέδειξε ότι υπήρχε άλλο διάθεσιμο forum προσφορότερο από το κυπριακό.  Εξαιτίας του ευρήματος αυτού, συνεχίζει η πρωτόδικη απόφαση, δεν μετατοπίστηκε το βάρος απόδειξης στην εφεσίβλητη για να αποδείξει τα πλεονεκτήματα που έχει προσφεύγοντας στην Κύπρο.  Αν αυτό είχε συμβεί, θα έκρινε (το πρωτόδικο δικαστήριο) ότι η παραγραφή της αξίωσης συνιστούσε πράγματι πλεονέκτημα.

Το δικαστήριο σχολιάζει ως εξής το θέμα και υπό το φως των εισηγήσεων της εφεσείουσας:

“Το πλεονέκτημα αυτό δεν εξασθενεί επειδή, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων [(βλ. εισήγηση (6)], κατά τον χρόνο της καταχώρησης της αγωγής στην Κύπρο αυτή είχε ήδη παραγραφεί στην Ελλάδα.  Αυτή η αρχή τυγχάνει εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει ρήτρα δικαιοδοσίας (βλ. το πιο κάτω απόσπασμα από τον Dicey and Morris on the Conflict of Laws, 11th ed., sel. 414):.....”

H κατάληξη του δικαστηρίου στο όλο θέμα του forum non conveniens έχει ως εξής:

[*1331]“Στην κρινόμενη υπόθεση δεν υπάρχει ρήτρα δικαιοδοσίας και επομένως ούτε επιλεγέν ή σωστό forum (“chosen or correct forum”).  Ακολουθεί πως και η εισήγηση (6) δεν ευσταθεί.”

Επικρίθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο από το δικηγόρο της εφεσείουσας γιατί δεν εφάρμοσε σωστά τις νομολογιακές αρχές των υποθέσεων στις οποίες παρέπεμψε.  Κατά την αντίληψη του, εξέτασε ένα προς ένα τα κριτήρια χωρίς να προβεί σε συνολική στάθμιση τους, παραβλέποντας ότι το κριτήριο, σύμφωνα με τη Spiliada, ανωτέρω, είναι ένα και μοναδικό: “η απόδοση της δικαιοσύνης”.  Προβάλλει επίσης και τα συνδετικά στοιχεία της υπόθεσης με το άλλο forum.  Υποβλήθηκε περαιτέρω ότι δεν είναι έγκυρη ούτε υποστηρίζεται από το σύγγραμμα των Dicey & Morris, που παρέθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο, η διαφοροποίηση μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες υπάρχει ρήτρα επιλογής forum και περιπτώσεων που απουσιάζει τέτοια ρήτρα από τη συμφωνία των μερών.  Τέλος, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την άποψη πάντοτε της εφεσείουσας, παρανόησε το θέμα της παραγραφής, που έπρεπε να λειτουργήσει υπέρ της εφεσείουσας.

Έχουμε εξετάσει με περίσκεψη κάθε επιχείρημα του δικηγόρου της εφεσείουσας.  Κατά τη γνώμη μας δε συντρέχει λόγος παρέμβασης.  Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που εκθέσαμε, δικαιολογούσαν τον τρόπο με τον οποίο άσκησε τη διακριτική του εξουσία.  Περαιτέρω, σωστά κατανόησε και εφάρμοσε τη νομολογία, στις ορθές διαστάσεις της, και έκρινε με τη δέουσα βαρύτητα κάθε σχετικό παράγοντα.  Δεν ήταν λανθασμένη η προσέγγιση αναφορικά με τα κριτήρια γιατί είναι ισοδύναμα.  Η δε έγνοια του δικαστηρίου, στην αναλυτική και προσεκτική προσέγγιση του στο ζήτημα, δεν ήταν άλλη από του να απονεμηθεί δικαιοσύνη.  Θα προσθέταμε εδώ ότι σημασία ως προς τα συνδετικά στοιχεία έχει και η προοπτική της διεύρυνσης της βάσης αγωγής με τυχόν μελλοντικές τροποποιήσεις του δικογράφου.

Το θέμα παραγραφής δεν αποτελεί ανυπέρβλητο κώλυμα, όπως υπέβαλε η εφεσείουσα.  Αυτό προκύπτει καθαρά από τη Spiliada, ανωτέρω.  Παραθέτουμε την παράγραφο 4 από τη σύνοψη.  Ιδιαίτερη σημασία έχει ό,τι υπογραμμίζουμε:

“(4)  The fact that the granting of a stay of English proceedings or the refusal of leave under RSC Ord 11, r 1(1) to serve proceedings out of the jurisdiction might deprive the plaintiff of a legitimate personal or juridical advantage available to him under the English jurisdiction would not, as a general rule, deter the court from [*1332]granting a stay or refusing leave if it was satisfied that substantial justice would be done to all the parties in the available appropriate forum.  Accordingly, the fact that a foreign forum had a more limited system of discovery or lower awards of damages would not necessarily deter the court from granting a stay or refusing leave.  On the other hand, where the plaintiff’s claim was time-barred in the appropriate forum but he had not acted unreasonably in failing to commence proceedings within the limitation period applicable there, practical justice required the court not to deprive him of the benefit of having complied with the time-bar in England.”

Η κατάληξη μας είναι ότι ούτε αυτός ο λόγος μπορεί να πετύχει.  Με τις σκέψεις αυτές απορρίπτουμε την έφεση.  Με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο