(1999) 1 ΑΑΔ 1369
[*1369]16 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ PELMAKO DEVELOPMENT LTD,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 113,
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8966)
Εταιρείες — Καταπίεση μειοψηφίας από την πλειοψηφία — Αίτηση, εκ μέρους μετόχων μειοψηφίας, δυνάμει του Άρθρου 202 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, για αγορά των μετοχών της μειοψηφίας από την πλειοψηφία — Η επιδιωκόμενη θεραπεία δυνάμει του Άρθρου 202 του Κεφ. 113, πρέπει να καθορίζεται με σαφήνεια στην αίτηση και οι μέτοχοι της πλειοψηφίας να εμπλέκονται στη διαδικασία — Προϋποθέσεις για παροχή της εν λόγω θεραπείας.
Εταιρείες — Καταπίεση μειοψηφίας από την πλειοψηφία — Η μειοψηφία έχει εκ του νόμου τη δυνατότητα να ζητήσει τη διάλυση της εταιρείας δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 211(στ) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 — Η θεραπεία που προσφέρεται στην καταπιεζόμενη μειοψηφία δυνάμει του Άρθρου 202 του Κεφ. 113 (για αγορά των μετοχών της μειοψηφίας από την πλειοψηφία) συνιστά εναλλακτική θεραπεία, ως διαζευκτική της αναγκαστικής διάλυσης.
Δύο μέτοχοι της εφεσείουσας εταιρείας η οποία είναι οικογενειακή εταιρεία, με αίτηση τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο αξίωναν τις ακόλουθες θεραπείες:
(α) Θεραπεία ή διάταγμα με βάση το Άρθρο 202 του περί Εταιρειών Νόμου ως το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιο.
(β) Διαζευκτικά όπως η εταιρεία διαλυθεί υπό του Δικαστηρίου με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 113.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο ύστερα από ακρόαση της αίτησης διαπίστωσε ότι η μειοψηφία των μετόχων υφίσταται καταπίεση από την πλειοψηφία, κατάσταση η οποία κατ’ αρχήν δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος διάλυσης της εταιρείας. Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη [*1370]τις εκκρεμούσες υποθέσεις της εταιρείας και το στάδιο της εκκρεμότητας στο οποίο βρίσκονταν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έκδοση διατάγματος διάλυσης της εταιρείας θα ήταν επιζήμια και θα προκαλούσε μεγαλύτερη αδικία στους αιτητές. Με αυτό το σκεπτικό κρίθηκε ότι η πιο ενδεδειγμένη θεραπεία είναι η προβλεπόμενη από το Άρθρο 202 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο η πλειοψηφία διατάσσονταν όπως αγοράσουν τις μετοχές των αιτητών σε τιμή που θα καθορίσει ανεξάρτητος εκτιμητής.
Κατ’ έφεση η εταιρεία αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Μεταξύ των θεμάτων που εγέρθηκαν ήταν και τα ακόλουθα:
(α) Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 202 του Νόμου, κατά πόσο το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας την κατάλληλη υπό τις περιστάσεις θεραπεία στα πλαίσια των προνοιών του Άρθρου 202(2) του Νόμου ή κατά πόσο η θεραπεία που θα παρασχεθεί πρέπει να εξειδικεύεται στην αίτηση και το Δικαστήριο να αποφασίσει αν δικαιούται ο αιτητής στη θεραπεία που ζητά.
(β) Κατά πόσο με βάση το Άρθρο 202 του Νόμου οι μέτοχοι οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία πρέπει να καθίστανται διάδικοι και,
(γ) Κατά πόσο στη προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα αγοράς των μετοχών από τους μετόχους τους οποίους το Δικαστήριο θεώρησε ότι αποτελούν την πλειοψηφία χωρίς οι εν λόγω τρεις μέτοχοι να ήταν διάδικοι στη διαδικασία και χωρίς να αποτελούν στην πραγματικότητα την πλειοψηφία των μετόχων της εταιρείας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προκύπτει από την διατύπωση του αιτήματος των αιτητών ότι δεν εξειδικεύουν τη θεραπεία που ζητούν. Γενικά και αόριστα ζητούν θεραπεία με βάση το Άρθρο 202 του Νόμου χωρίς να εξειδικεύουν το ζητούμενο.
Πρόκειται για σοβαρή δικονομική πλημμέλεια η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της πρωτόδικης διαδικασίας. Οι επιπτώσεις από την πλημμέλεια φάνηκαν στο τέλος διά της εκδόσεως του διατάγματος αγοράς των μετοχών των αιτητών από μετόχους της εταιρείας οι οποίοι εσφαλμένα θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αποτελούσαν την πλειοψηφία των μετόχων της εταιρείας και οι [*1371]οποίοι ουδέποτε κατέστησαν διάδικοι στη διαδικασία ούτε και επιδόθηκε σ’ αυτούς αίτηση για να είχαν έτσι την ευκαιρία να αρθρώσουν το δικό τους λόγο επί θεμάτων που αφορούσαν και έθιγαν άμεσα προσωπικά οικονομικά τους συμφέροντα καθώς και την εν γένει συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας.
2. Η παράλειψη των αιτητών να εξειδικεύουν την επιδιωκόμενη από αυτούς θεραπεία με βάση το άρθρο 202 του νόμου καθώς και την εξ υπαιτιότητας των αιτητών μη εμπλοκή των μετόχων της πλειοψηφίας στη διαδικασία, σε συνάρτηση προς την εναντίον τους έκδοση του επίδικου διατάγματος, καθιστούν την πρωτόδικη διαδικασία νομικά μεμπτή.
Η έφεση επέτυχε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Scottish Co-operative Wholesale Society Ltd v. Mayer a.o. [1959] A.C. 324,
Antigen Laboratories Ltd [1951] 1 All E.R. 110,
Five Minute Carwash Service Ltd [1966] 1 All E.R. 242,
H.R. Harmer Ltd [1958] 3 All E.R. 689.
Έφεση.
Έφεση από την εταιρεία PELMAKO DEVELOPMENT LTD κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 26 Μαΐου, 1993 (Αίτηση Αρ. 313/88) με την οποία εκδόθηκε διάταγμα για αγορά των μετοχών της μειοψηφίας από την πλειοψηφία σε τιμή που θα καθορίσει ανεξάρτητος εκτιμητής.
Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Α. Κραμβή.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα PELMACO DEVELOPMENT LTD (στο εξής “η εταιρεία”) ενεγράφη στο μητρώο εταιρειών Κύπρου το 1981. Είναι οικογενειακή εταιρεία με ονομαστικό κεφάλαιο £10.000 διαιρεμένο σε 10.000 μετοχές της £1.- εκάστη. Μέτοχοι της εταιρείας είναι ο Χριστόφορος Πελεκάνος και Ανδρέας Πελεκάνος με 1750 μετοχές καθένας, οι Γεώργιος Πελεκάνος, Γιαννάκης Πελεκάνος και Αντώνης Πελεκάνος με 500 μετοχές ο καθένας· και η C. & A. PELECANOS ASSOCIATES LTD με 5000 μετοχές. Κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει, διευθυντές της εταιρείας ήταν οι Χριστόφορος Πελεκάνος, Ανδρέας Πελεκάνος, Γεώργιος Πελεκάνος και Γιαννάκης Πελεκάνος.
Μεταξύ των σκοπών της εταιρείας είναι η αγορά, αξιοποίηση και εμπορία γης, η ανέγερση πολυκατοικιών και η διεξαγωγή πάσης φύσεως οικοδομικών εργασιών κλπ.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ύστερα από ακρόαση αίτησης των μετόχων της εταιρείας Ανδρέα Πελεκάνου και Αντώνη Πελεκάνου, διαπίστωσε ότι η μειοψηφία των μετόχων υφίσταται καταπίεση από την πλειοψηφία, κατάσταση η οποία κατ’ αρχήν δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος διάλυσης της εταιρείας. Το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τις εκκρεμούσες υποθέσεις της εταιρείας και το στάδιο της εκκρεμότητας στο οποίο βρίσκονταν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έκδοση διατάγματος διάλυσης της εταιρείας θα ήταν επιζήμια και θα προκαλούσε μεγαλύτερη αδικία στους αιτητές. Με αυτό το σκεπτικό, κρίθηκε ότι η πιο ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις θεραπεία είναι η προβλεπόμενη από το άρθρο 202* του Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 επί του οποίου στηρίζεται η αίτηση και αποφάσισε:
“Οι εξουσίες του Δικαστηρίου που απορρέουν από το άρθρο αυτό είναι πλατιές. Στην αίτηση δεν εξειδικεύεται η θεραπεία που επιζητείται.
Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να εκδώσει οιονδήποτε διάταγμα θεωρεί ότι αρμόζει στις περιστάσεις και συνθήκες κάθε υπόθεσης. Από τα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση πιστεύουμε ότι πιο δίκαιη και ευεργετική θεραπεία για τους Αιτητές θα ήταν η έκδοση διατάγματος για αγορά των μετοχών της μειοψηφίας από την πλειοψηφία. (Βλ. Scottish Co-operative Wholesale Society Ltd v. Mayer a.o. [1959] A.C. 324 σελ. 339.)
Η τιμή αγοράς των μετοχών θα πρέπει να είναι λογική με βάση την αποτίμησή τους κατά τον χρόνο της αίτησης στην ελεύθερη αγορά, αν δεν υπήρχε καταπίεση. Επειδή δεν προσάχθηκε μαρτυρία για την αξία κατά μετοχή, η γνώμη μας είναι να εκτιμηθούν από ανεξάρτητο εκτιμητή.
Σαν αποτέλεσμα των όσων προσπαθήσαμε να εκθέσουμε πιο πάνω, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο η πλειοψηφία (Χριστόφορος, Γεώργιος και Γιαννάκης Πελεκάνος) διατάσσονται όπως αγοράσουν τις μετοχές των αιτητών σε τιμή που θα καθορίσει ανεξάρτητος εκτιμητής.
Τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον της εταιρείας τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν στο Δικαστήριο για έγκριση.”
Η εκδήλωση υπεροχής της πλειοψηφίας έναντι της μειοψηφίας εμφανίζεται συνήθως με τρόπο ο οποίος επηρεάζει δυσμενώς κατ’ ιδίαν δικαιώματα (individual rights) μετόχου ή μετόχων της εταιρείας ή τα ειδικώς διαφοροποιημένα δικαιώματα (qualified rights) της μειοψηφίας.
Όταν η πλειοψηφία καταπιέζει τη μειοψηφία, η μειοψηφία έχει εκ του νόμου τη δυνατότητα να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει τη διάλυση της εταιρείας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 211(στ)* του νόμου. Επειδή η διάλυση της εταιρείας προκαλεί, στις πιο πολλές περιπτώσεις, τέτοιες επιζήμιες επιπτώσεις επί των συμφερόντων της μειοψηφίας που υφίσταται την καταπίεση, ο νόμος παρέχει στην καταπιεζόμενη μειοψηφία μια άλλη εναλλακτική θεραπεία, αυτή του άρθρου 202 του νόμου, ως διαζευκτική της αναγκαστικής διάλυσης. Όπως έχει ειπωθεί, αυτή η διάταξη αποτέλεσε τη νομική βάση της αίτησης.
Η προβλεπόμενη από το άρθρο 202 του νόμου θεραπεία παρέχεται εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις οι οποίες, ακολουθούν μεταξύ τους σειρά λογικής αλληλουχίας ήτοι,
(α) ότι η διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας γίνεται κατά τρόπο καταπιεστικό για κάποιο από τους μετόχους ή για μερίδα των μετόχων,
(β) ότι το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να εκδώσει διάταγμα διάλυσης της εταιρείας με βάση το άρθρο 211(στ) του νόμου,
(γ) πλην όμως η έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος θα ήταν επιζήμια και θα επηρέαζε αδίκως τους ίδιους τους μετόχους που υφίστανται την καταπίεση.
Προκύπτει από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε πρώτα ότι συντρέχουν όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις και μετά προχώρησε στην έκδοση διατάγματος αγοράς των μετοχών των αιτητών από τους Χριστόφορο Πελεκάνο, Γεώργιο Πελεκάνο και Γιαννάκη Πελεκάνο, θεραπεία η οποία προβλέπεται από το άρθρο 202 του νόμου.
Με την παρούσα έφεση η εταιρεία αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Μεταξύ των θεμάτων που εγείρονται με την έφεση και θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια είναι και τα ακόλουθα:
(α) Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 202 του νόμου, κατά πόσο το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει εξ ιδίας πρωτοβουλίας την κατάλληλη υπό τις περιστάσεις θεραπεία στα πλαίσια των προνοιών του άρθρου 202(2) του νόμου ή κατά πόσο η θεραπεία που θα παρασχεθεί πρέπει να εξειδικεύεται στην αίτηση και το Δικαστήριο [*1375]να αποφασίσει αν δικαιούται ο αιτητής στην θεραπεία που ζητά.
(β) Κατά πόσο σε διαδικασία με βάση το άρθρο 202 του νόμου οι μέτοχοι οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία πρέπει να καθίστανται διάδικοι και,
(γ) Κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα αγοράς των μετοχών των αιτητών από τους Χριστόφορο Πελεκάνο, Γεώργιο Πελεκάνο και Γιαννάκη Πελεκάνο τους οποίους το Δικαστήριο θεώρησε ότι αποτελούν την πλειοψηφία χωρίς οι εν λόγω τρεις μέτοχοι να ήταν διάδικοι στη διαδικασία και χωρίς να αποτελούν στην πραγματικότητα την πλειοψηφία των μετόχων της εταιρείας εφόσον το ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ανήκει αποκλειστικά στην C & P PELEKANOS ASSOCIATES LTD.
Το άρθρο 202 του νόμου εκτός από κάποιες τυπικές και επουσιώδεις λεκτικές διαφορές αποτελεί αντιγραφή του άρθρου 210 του αγγλικού Company’s Act 1948. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση επί του θέματος από την αγγλική νομολογία. Ετσι, στην Re Antigen Laboratories Ltd [1951] 1 All E.R. 110 αποφασίστηκε ότι το παρακλητικό (prayer) της αίτησης πρέπει να περιέχει αρκετές λεπτομέρειες ώστε να μη δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για ό,τι ο αιτητής επιθυμεί να πράξει το Δικαστήριο. Αυτή η προσέγγιση συνάδει με τη λογική του πράγματος γιατί αν συνέβαινε το αντίθετο, το Δικαστήριο, θα ήταν υποχρεωμένο να αναζητεί λύσεις προσφερόμενες ως θεραπεία διά της εκδόσεως ενός εκ των τριών προβλεπομένων υπό του άρθρου 202(2) διαταγμάτων χωρίς να έχει ενώπιόν του οτιδήποτε το οποίο να αντανακλά την επιθυμία των αιτητών επί του πρακτέου. Είναι αυτονόητο πως μια τέτοια υποχρέωση θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο το έργο του Δικαστηρίου με κίνδυνο να μη απονεμηθεί σωστά η δικαιοσύνη.
Η εξουσία του Δικαστηρίου για παρέμβαση στις υποθέσεις της εταιρείας με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 202 του νόμου δεν είναι απεριόριστη. Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, δυνητικά μπορεί να προσλάβει διαστάσεις, ανάλογες του όγκου των υποθέσεων της εταιρείας που εκκρεμούν, της πολυπλοκότητας που παρουσιάζουν, κλπ. Αν μάλιστα η θεραπεία που τελικά πρόκειται να παρασχεθεί συνίσταται στην έκδοση διατάγματος “...... για τη ρύθμιση της μελλοντικής διεξαγωγής των υποθέσεων της εταιρείας ....” [*1376]όπως ο νόμος προβλέπει, καθίσταται εμφανής η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού της επιδιωκόμενης θεραπείας. Οριοθετείται έτσι το πεδίο συζήτησης και η διαδικασία περιορίζεται στα συγκεκριμένα επίδικα θέματα.
Στην προκείμενη περίπτωση το αίτημα των αιτητών διατυπώθηκε στην αίτηση ως εξής:
“α) Θεραπεία ή διάταγμα με βάση το άρθρο 202 του περί Εταιρειών Νόμου ως το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιο.
(β) Διαζευκτικά όπως η εταιρεία διαλυθεί υπό του Δικαστηρίου με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 113.”
Προκύπτει από την πιο πάνω διατύπωση ότι οι αιτητές δεν εξειδικεύουν τη θεραπεία που ζητούν. Γενικά και αόριστα ζητούν θεραπεία με βάση το άρθρο 202 του νόμου χωρίς να εξειδικεύουν το ζητούμενο.
Πρόκειται για σοβαρή δικονομική πλημμέλεια η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της πρωτόδικης διαδικασίας. Οι επιπτώσεις από την πλημμέλεια φάνηκαν στο τέλος διά της εκδόσεως του διατάγματος αγοράς των μετοχών των αιτητών από μετόχους της εταιρείας οι οποίοι εσφαλμένα θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αποτελούσαν την πλειοψηφία των μετόχων της εταιρείας και οι οποίοι ουδέποτε κατέστησαν διάδικοι στη διαδικασία ούτε και επιδόθηκε σ’ αυτούς η αίτηση για να είχαν έτσι την ευκαιρία να αρθρώσουν το δικό τους λόγο επί θεμάτων που αφορούσαν και έθιγαν άμεσα προσωπικά οικονομικά τους συμφέροντα καθώς και την εν γένει συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας. Βλ. επίσης Re Five Minute Carwash Service Ltd [1966] 1 All E.R. 242 και Re H.R. Harmer Ltd [1958] 3 All E.R. 689 όπου οι αποτελούντες την πλειοψηφία μέτοχοι κατέστησαν διάδικοι στις αιτήσεις που υποβλήθηκαν και που αντιστοίχως το αίτημα ήταν η αγορά των μετοχών των αιτητών από τους μετόχους της πλειοψηφίας.
Στην Scottish Co-operative Wholesale Society Ltd ν. Mayer [1959] A.C. 324 η οποία αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα των αιτητών για αγορά των μετόχων της καταπιεζόμενης μειοψηφίας από την πλειοψηφία. Το αίτημα ήταν συγκεκριμένο και εξειδίκευε ρητά το ζητούμενο. Στον Pennington’s Company Law, 4th ed., στη σελ. 606 αναφέρονται τα εξής επί του θέματος:
[*1377]“The petitioners must state in their petition what orders they wish the court to make, however and a petition will not be held if it merely asks the Court to make an order regulating the company’s affairs or such order as the Court thinks just.”
Η παράλειψη των αιτητών να εξειδικεύσουν την επιδιωκόμενη από αυτούς θεραπεία με βάση το άρθρο 202 του νόμου καθώς και την εξ υπαιτιότητας των αιτητών μη εμπλοκή των μετόχων της πλειοψηφίας στη διαδικασία σε συνάρτηση προς την εναντίον τους έκδοση του επίδικου διατάγματος καθιστούν την πρωτόδικη διαδικασία νομικά μεμπτή. Γι’ αυτούς και μόνο τους λόγους η έφεση πρέπει να επιτύχει. Παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης. Επειδή οι εφεσείοντες παρέλειψαν να λάβουν το κατάλληλο δικονομικό διάβημα προς άρση της δικονομικής πλημμέλειας αναφορικά με τη γενικότητα διατύπωσης της ζητηθείσας θεραπείας κρίνουμε δίκαιο να μη επιδικάσουμε έξοδα σε βάρος των εφεσιβλήτων παρά την επιτυχή κατάληξη της έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και η κάθε πλευρά να υποστεί τα δικά της έξοδα της έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο