Lombard Natwest Ltd ν. Παναγιώτη Λαζαρίδη (1999) 1 ΑΑΔ 1465

(1999) 1 ΑΑΔ 1465

[*1465]28 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

LOMBARD NATWEST LTD,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΑΖΑΡΙΔΗ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου Aρ. 2.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10380)

 

Συμβάσεις — Σύμβαση εγγυήσεως τραπεζικού δανείου ή πιστωτικών διευκολύνσεων μέσω τρεχούμενου λογαριασμού προς όφελος του πρωτοφειλέτη — Στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη να καταβάλει το χρέος αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκτηση του από τον εγγυητή — Όρος στη σύμβαση μεταξύ πρωτοφειλέτη και τραπέζης για τερματισμό του λογαριασμού στην περίπτωση παραλείψεως του πρωτοφειλέτη να ανταποκριθεί προς τις υποχρεώσεις του — Η μη τήρηση του απέβη μοιραία στην απαίτηση της τράπεζας κατά του εγγυητή — Η παροχή ειδοποίησης προς τον εγγυητή δεν είναι αναγκαία, εκτός αν προνοείται στη σύμβαση εγγυήσεως — Αλλά και σ’ εκείνη την περίπτωση αποτελεί δευτερεύοντα όρο για την ευχέρεια ανάκτησης του χρέους από τον εγγυητή.

Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 2, ήταν ένας εκ των δύο εγγυητών, οι οποίοι εγγυήθηκαν το χρέος του πρωτοφειλέτη-εναγόμενου 1 προς την ενάγουσα τράπεζα, τους εφεσείοντες.  Ο πρωτοφειλέτης και ο άλλος εγγυητής δεν εμφανίστηκαν και δεν αμφισβήτησαν την απαίτηση και οι εφεσείοντες εξασφάλισαν απόφαση εναντίον τους ίση με το διεκδικούμενο ποσό εναντίον εκατέρου ως η απαίτηση.  Ο εφεσίβλητος στην υπεράσπισή του, αρνήθηκε το χρέος και τον ισχυρισμό ότι προσυπέγραψε τη συμφωνία εγγυήσεως.  Η μαρτυρία που δόθηκε από τις δύο πλευρές περιστράφηκε κατά κύριο λόγο γύρω από το αν πράγματι ο εφεσίβλητος εγγυήθηκε το χρέος του πρωτοφειλέτη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή για λόγους που συναρτώνται άμεσα με το κείμενο της συμφωνίας εγγυήσεως και το υπόβαθρο της, τη συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων και του πρωτο[*1466]φειλέτη στον οποίο παραχώρησαν δάνειο ή πιστωτικές διευκολύνσεις μέσω τρεχούμενου λογαριασμού από τον οποίο μπορούσαν να γίνουν αναλήψεις μέχρι του καθοριζόμενου ποσού.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση και υποστήριξαν ότι οι όροι της συμφωνίας μεταξύ εφεσειόντων και πρωτοφειλέτη καθιστούσαν το χρέος απαιτητό ανεξάρτητα από την παροχή ειδοποίησης στον πρωτοφειλέτη για την αποπληρωμή του. Το ίδιο, υποστήριξαν, προέκυπτε και σε σχέση με τον εγγυητή.  Προσβλήθηκε επίσης η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο όρος 14 της συμφωνίας εγγυήσεως απέκλειε την απόδειξη της απαίτησης με μέσα άλλα από το προβλεπόμενο πιστοποιητικό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από το περιεχόμενο του όρου 14 προκύπτει ότι αντικείμενο του δεν είναι ο αποκλεισμός ή η υποκατάσταση των μέσων αποδείξεως του χρέους, αλλά η δημιουργία τεκμηρίου για την ύπαρξη και το ύψος του και αντίστοιχου κωλύματος του εγγυητή να το αμφισβητήσει.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δυνάμει του πιο πάνω όρου, το χρέος μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με τον τρόπο που ο εν λόγω όρος προνοούσε, είναι εσφαλμένη και ο σχετικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

2.  Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, η στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη να καταβάλει το χρέος, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκτηση του από τον εγγυητή.  Η υποχρέωση του εγγυητή είναι επάλληλη προς εκείνη του πρωτοφειλέτη.  Καθίσταται υπόχρεος να καταβάλει το χρέος εφόσον αυτό καταστεί απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη.

3.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ελλείπει μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι ο λογαριασμός τερματίστηκε ή ότι υποβλήθηκε οποιαδήποτε αξίωση είτε προς τον πρωτοφειλέτη ή τον εγγυητή για την αποπληρωμή του χρέους, είναι ορθή.

4.  Ο όρος 3 της συμφωνίας μεταξύ εφεσειόντων και πρωτοφειλέτη, αποκαλύπτει ότι κυρίαρχο στοιχείο στη στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης αποπληρωμής είναι μόνο ο τερματισμός του λογαριασμού, όχι όμως και η υποχρέωση ειδοποίησης προς τον πρωτοφειλέτη για αποπληρωμή.  Η έλλειψη μαρτυρίας για τον τερματισμό του λογαριασμού, συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο στην στοιχειοθέτηση της υπόθεσης των εφεσειόντων.  Ο τερματισμός του λογαριασμού, σύμφωνα με τη σύμβαση των μερών, προσέδιδε συγκεκριμέ[*1467]νη μορφή στο χρέος και το καθιστούσε απαιτητό.

5.  Εφόσον στοιχειοθετείται η υποχρέωση του πρωτοφειλέτη για την αποπληρωμή του χρέους καθίσταται παράλληλα υπόλογος και ο εγγυητής για την αποπληρωμή του, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, εκτός αν γίνεται πρόνοια περί του αντιθέτου, υποβολής αξίωσης από τον δανειστή προς τον εγγυητή να το αποπληρώσει.  Και σε εκείνη την περίπτωση η παροχή ειδοποίησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση του δικαιώματος, αλλά δευτερεύοντα όρο για την ευχέρεια ανάκτησης του χρέους.

6.  Στην παρούσα υπόθεση, η αναγκαιότητα της ειδοποίησης για τον προσδιορισμό της εκτελεστότητας της υποχρέωσης του εγγυητή να καταβάλει το χρέος προνοείται με τον όρο 2 της συμφωνίας.  Υπογραμμίζεται επίσης από τις πρόνοιες του όρου 10 του εγγράφου εγγυήσεως, οι οποίες ρυθμίζουν τα της “γραπτής ζήτησης” και πότε θεωρείται ότι γραπτή ειδοποίηση φτάνει στον εγγυητή μετά την αποστολή της “με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση του εγγυητή”.

     Η αποτυχία των εφεσειόντων να ζητήσουν την αποπληρωμή του χρέους από τον εφεσίβλητο συνιστούσε δεύτερο ανεξάρτητο λόγο για τον οποίο η απαίτηση τους ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Η έφεση απορρίθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Soleimany v. Soleimany [1999] 3 All E.R. 847,

Bradford Old Bank v. Sutcliffe [1918] 2 K.B. 833,

United Dominion Trust (Commercial) Ltd v. Eagle Aircraft Services Ltd [1968] 1 W.L.R. 74,

Savvides v. Christofides (1978) 1 C.L.R. 303,

Brown’s Estate [1893] 2 Ch. 300,

Thomas v. Notts Inc Football Club [1972] 1 All E.R. 1176,

Stimpson v. Smith [1999] 2 All E.R. 833.

 

[*1468]Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Eφραίμ, Προσ. E.Δ.) που δόθηκε στις 26 Oκτωβρίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 494/96) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των εφεσειόντων-εναγόντων εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου αρ. 2 για ποσό £1.000 λόγω συμφωνίας εγγύησης που αυτός υπέγραψε για το χρέος του εναγομένου αρ. 1.

Γ. Φ. Πιττάτζης, για τους Eφεσείοντες.

N. Γερολέμου, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Παρόλο που το Επαρχιακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η οφειλή του πρωτοφειλέτη στους εφεσείοντες ήταν υπαρκτή και ότι ο εφεσίβλητος όντως είχε εγγυηθεί την αποπληρωμή του, παρά τους ισχυρισμούς του περί του αντιθέτου, απέρριψε την αγωγή  των εφεσειόντων εναντίον του για τρεις ξεχωριστούς λόγους συνυφασμένους με τo συμβατικό πλαίσιο των σχέσεων των διαδίκων, ιδιαίτερα του μέρους που αφορούσε τη γένεση υποχρέωσης για την αποπληρωμή του χρέους.  Οι λόγοι είναι οι ακόλουθοι:  (α) Το χρέος δεν κατέστη απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη που συνιστά προϋπόθεση για την ανάκτησή του τόσο από τον ίδιο όσο και τον εγγυητή.  (β) Επιπρόσθετα το χρέος δεν κατέστη απαιτητό έναντι του εγγυητή λόγω παράλειψης υποβολής της προβλεπόμενης από τη σύμβαση εγγύησης   απαίτησης για την καταβολή του.  Η αξίωση για την αποπληρωμή του χρέους από τον εγγυητή συνιστούσε προϋπόθεση για τη γένεση αγώγιμου δικαιώματος για την ανάκτησή του. (γ) Μη τήρηση των υποχρεώσεων που θέτει ο όρος 14 της συμφωνίας εγγύησης οι οποίες περιορίζουν τη στοιχειοθέτηση αγωγής εναντίον του εγγυητή στις περιπτώσεις όπου η οφειλή πιστοποιείται με τον προβλεπόμενο από τις πρόνοιες του τρόπο (από δύο εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους).

Η αγωγή στρεφόταν τόσο εναντίον του πρωτοφειλέτη όσο και των δύο εγγυητών του, του εφεσίβλητου και τρίτου προσώπου που συνεγγυήθηκε το χρέος του εναγομένου 1.  Ο πρωτοφειλέτης και ο ένας από τους δύο εγγυητές δεν εμφανίστηκαν και δεν αμφισβήτησαν την απαίτηση.  Μετά από μονομερή αίτηση των εφεσειόντων εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους ίση με το διεκδικούμενο ποσό [*1469]εναντίον εκατέρου ως η απαίτηση.  Υπεράσπιση πρόβαλε ο εφεσίβλητος ο οποίος  αρνήθηκε το χρέος και εμφαντικά τον ισχυρισμό  ότι προσυπέγραψε τη συμφωνία εγγυήσεως.  Η μαρτυρία που δόθηκε από τις δύο πλευρές περιστράφηκε κατά κύριο λόγο γύρω από το αν πράγματι ο εφεσίβλητος εγγυήθηκε το χρέος του πρωτοφειλέτη. 

Και οι τρεις λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αγωγή συναρτώνται άμεσα με το κείμενο της συμφωνίας εγγυήσεως και το υπόβαθρο της, τη συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων, οργανισμού με τραπεζικό κύκλο εργασιών, και του πρωτοφειλέτη στον οποίο παραχώρησε δάνειο ή πιστωτικές διευκολύνσεις μέσω τρεχούμενου λογαριασμού από τον οποίο μπορούσαν να γίνουν αναλήψεις μέχρι του καθοριζόμενου ποσού. 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση και με ξεχωριστούς λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα καθενός από τους τρεις λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αγωγή τους. Υπέβαλαν ότι οι όροι της συμφωνίας μεταξύ εφεσειόντων και πρωτοφειλέτη καθιστούσαν το χρέος απαιτητό ανεξάρτητα από την παροχή ειδοποίησης στον πρωτοφειλέτη για την αποπληρωμή του.  Το ίδιο κατά την εισήγησή τους προκύπτει και σε σχέση με τον εγγυητή.  Ειδοποίηση προς οποιοδήποτε από αυτούς για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού δεν αποτελούσε, κατά την εισήγησή τους, προϋπόθεση για τη γένεση αγώγιμου δικαιώματος για την ανάκτησή του.  Ωσαύτως υποστήριξαν ότι ο όρος 14 της συμφωνίας εγγυήσεως δεν απέκλειε την απόδειξη της απαίτησης με μέσα άλλα από το προβλεπόμενο πιστοποιητικό. 

Ο εφεσίβλητος συντάχθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και υποστήριξε την ορθότητα της και στα τρία σημεία. 

Εισαγωγικά της εξέτασης του λόγου 3 της έφεσης, παραθέτουμε το κείμενο του όρου 14 (συμφωνία εγγύησης) η ερμηνεία και εφαρμογή του οποίου αποτελεί το σημείο αντιδικίας αυτής της πτυχής της έφεσης.

“14. Συμφωνώ ότι σε περίπτωση δικαστικών ή άλλων μέτρων εναντίον μου, θα θεωρείται σαν τελεσίδικη μαρτυρία, όσον αφορά το ποσό των υποχρεώσεων του Πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα, πιστοποιητικό της Τράπεζας υπογραμμένο από δύο εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της Τράπεζας. Επιπρόσθετα συμφωνώ να δεσμεύομαι από οποιαδήποτε παραδοχή και/ή αναγνώριση χρέους και/ή υποχρέωσης που τυχόν θα δώσει ο Πρωτοφειλέτης προς την Τράπεζα.”

Καθίσταται πρόδηλο από το περιεχόμενο του όρου 14 ότι αντικείμενο του δεν είναι ο αποκλεισμός ή η υποκατάσταση των μέσων αποδείξεως του χρέους αλλά η δημιουργία τεκμηρίου για την ύπαρξη και το ύψος του και αντίστοιχου κωλύματος (estoppel) του εγγυητή να το αμφισβητήσει.  Εάν ο όρος 14 απέβλεπε στον παραγκωνισμό των μέσων του δικαίου προς απόδειξη του αγώγιμου δικαιώματος ευθέως μπορεί να λεχθεί ότι θα ήταν παράνομος ως αντικείμενος προς το νόμο.  Ας σημειωθει ότι δεν είναι παραδεκτή η διάσπαση της ακεραιότητας της διαδικασίας μέσω της συμφωνίας των διαδίκων.  Στην πολύ πρόσφατη απόφαση Soleimany v. Soleimany [1999] 3 All E.R. 847, 859, επισημαίνεται χαρακτηριστικά:  “The Court is in our view concerned to preserve the integrity of its process, and to see that it is not abused.  The parties cannot override that concern by private agreement.”  Το αντικείμενο του όρου 14 είναι η δημιουργία αποδεικτικού τεκμηρίου και παράλληλα κωλύματος παρεμποδίζοντος τον εγγυητή να αμφισβητήσει το περιεχόμενο του προβλεπόμενου πιστοποιητικού.  Για το κατά πόσο θα ήταν δυνατό να δημιουργηθεί μέσω συμβατικών ρυθμίσεων τέτοιο κώλυμα δεν εκφέρουμε γνώμη.  Το θέμα δεν εγείρεται στην έφεση.  Το βέβαιο είναι, αντίθετα προς τα κριθέντα από το Δικαστήριο ότι ο όρος 14 δεν παρενέβαλλε εμπόδια ή περιορισμούς  στην απόδειξη του χρέους με τα μέσα του δικαίου όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση.  Η βάση της πρωτόδικης απόφασης στον βαθμό που στηρίζεται στον όρο 14 της συμφωνίας εγγύησης είναι ακροσφαλής.  Ο λόγος 3 της έφεσης γίνεται δεκτός.  Η αποδοχή του δεν προδηλώνει την έκβαση της έφεσης.   παραμένει η εξέταση των λόγων 1 και 2 οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από το απαιτητό του δανείου που οι εφεσείοντες παραχώρησαν στον πρωτοφειλέτη την αποπληρωμή του οποίου ο εφεσίβλητος είχε εγγυηθεί.

Στην υπό έφεση απόφαση υποστηρίζεται με παραπομπές σε συγγράμματα* που πραγματεύονται τις σχετικές αρχές της νομολογίας ότι η στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη να καταβάλει το χρέος  αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκτησή του από τον εγγυητή.  Οπου σαφώς η υποχρέωση του εγγυητή είναι επάλληλη προς εκείνη του πρωτοφειλέτη.  Καθίσταται υπόχρεος  να καταβάλει το χρέος εφόσον αυτό καταστεί απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη.  Η σημασία και συνέπειες συμβατικών όρων για την παροχή ειδοποίησης στον χρεώστη ή εγγυητή να προβεί στην αποπληρωμή του χρέους εξετάσθηκαν σε κάποια έκταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το φως σχετικής νομολογίας*.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος 3 της συμφωνίας για την παροχή του δανείου καθιστούσε (α) τον τερματισμό του λογαριασμού και (β) την προβολή αξίωσης για την αποπληρωμή του δανείου προς τον πρωτοφειλέτη, προϋποθέσεις για τη γένεση αγώγιμου δικαιώματος για την ανάκτησή του.  Περαιτέρω έκρινε ότι για την ανάκτηση του χρέους από τον εγγυητή έπρεπε να ικανοποιηθεί και τρίτη προϋπόθεση, εκείνη που τίθεται από τον όρο 2 της εγγυητικής συμφωνίας ο οποίος προβλέπει την υποβολή αξίωσης από τους δανειστές προς τον εγγυητή για την αποπληρωμή του (χρέους).  Η απαίτηση των εφεσειόντων έναντι του πρωτοφειλέτη και εγγυητών θεμελιώνεται σύμφωνα με τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την απαίτηση στις δύο συμφωνίες και την παραβίασή τους σχετικά με την αποπληρωμή του δανείου. 

Στην υπεράσπισή του ο εφεσίβλητος αρνείται κάθε πτυχή της απαίτησης καθιστώντας την απόδειξη κάθε ουσιώδους γεγονοτος στοιχείο απαραίτητο για τη δικαίωσή τους.  Οι δύο συμφωνίες κατατέθηκαν από την πρώτη μάρτυρα των εναγόντων την κα Σταυρούλα Καλαθά και σημειώθηκαν αντίστοιχα ως τεκμήρια 1 και 2.  Το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της προαναφερθείσας μάρτυρος και του δεύτερου μάρτυρα των εναγόντων κ. Γιώργου Παπαγιάννη, επίσης υπαλλήλου των εφεσειόντων, περιστράφηκε γύρω από την προσυπογραφή της συμφωνίας εγγυήσεως από τον εφεσίβλητο.  Και η μαρτυρία του ίδιου του εφεσίβλητου περιστράφηκε γύρω από το τελευταίο θέμα.  Τα ευρήματα του Δικαστηρίου τεκμηριώνουν ότι ο εφεσίβλητος ήταν μέρος και προσυπόγραψε τη συμφωνία εγγύησης.  Απουσιάζει ολοσχερώς μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι ο λογαριασμός τερματίστηκε ή ότι υποβλήθηκε οποιαδήποτε αξίωση είτε προς τον πρωτοφειλέτη ή τον εγγυητή για την αποπληρωμή του χρέους.  Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ελλείπει μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει τον τερματισμό του λογαριασμού ή την παροχή ειδοποίησης προς οποιοδήποτε από τα δυο μέρη πρωτοφειλέτη ή εγγυητή είναι ορθή.

Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι το κενό δεν είναι μοιραίο για [*1472]την υπόθεσή τους ενώ ο εφεσίβλητος υπέβαλε ότι το κενό συνιστά ανυπέρβλητο κώλυμα στις διεκδικήσεις τους.  Στα θέματα αυτά θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας.

Ο όρος 3 της δανειοδοτικής συμφωνίας  προβλέπει:

“3. Η Τράπεζα δικαιούται οποτεδήποτε θελήσει και άνευ προειδοποιήσεως προς τον πελάτην να τερματίση την λειτουργίαν οιουδήποτε λογαριασμού και/ή καταστήση απαιτητόν ή απαιτητά οιονδήποτε δάνειον και/ή πίστωσιν και/ή άλλας Τραπεζικάς ή πιστωτικάς διευκολύνσεις γενομένας ή γενησομένας προς τον πελάτην και ζητήση αμέσως παρά του πελάτου την πληρωμήν όλων των ποσών, τα οποία ο πελάτης οφείλει εις την Τράπεζαν συμπεριλαμβανομένου κεφαλαίου, τόκου, προμηθείας και οιουδήποτε άλλου οφειλομένου ποσού εν σχέσει προς οιαδήποτε έξοδα, χρεώσεις και δαπάνας.”

Σύμφωνα με την πρωτόδικο Δικαστή τόσο ο τερματισμός όσο και η αξίωση αποπληρωμής του χρέους από τον εφεσίβλητο συνιστούσαν προϋποθέσεις για την ανάκτησή του.  Δικαίωμα ανάκτησης θα αναφυόταν εάν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις αυτές.  Κατά την εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η υποβολή αξίωσης για την καταβολή του χρέους προς τον πρωτοφειλέτη αποτελούσε προϋπόθεση προς στοιχειοθέτηση δικαιώματος για την ανάκτησή του.  Η θέση αυτή δε φαίνεται να υποστηρίζεται από τη νομολογία στην οποία παραπέμπει. Στην Bradford Old Bank v. Sutcliffe γίνεται επιδοκιμαστικά παραπομπή στην In re Brown’s Estate [1893] 2 Ch. 300 ότι συμβατική πρόνοια για την αποπληρωμή χρέους άμα ζητηθεί (upon demand) δεν καθιστά την αξίωση προϋπόθεση για τη γένεση δικαιώματος για την ανάκτησή του.  Όπως αναφέρει ο Scrutton L.J. στην απόφασή του στην Bradford Old Bank v. Sutcliffe:

“Even if the word “demand” is used in the case of a present debt, it is meaningless, and express demand is not necessary, as in the case of a promissory note payable on demand:  Norton v. Ellam. (5)

Ανάλογη θέση υιοθετείται από τον Goff J. στην Thomas v. Notts Inc Football Club [1972] 1 All E.R. 1176.  Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

“.... and it is well settled that in the case of a direct creditor-debtor relationship, as distinct from a surety, the provision that the [*1473]money shall be payable on demand does not import the necessity of giving a demand before action.”

Θεώρηση του κειμένου του όρου 3 της συμφωνίας μεταξύ εφεσειόντων και πρωτοφειλέτη αποκαλύπτει ότι το κυρίαρχο στοιχείο στη στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης αποπληρωμής είναι ο τερματισμός του λογαριασμού ενώ η ειδοποίηση προς τον πρωτοφειλέτη για αποπληρωμή επωδός της υποχρέωσης αυτής και όχι προϋπόθεση για τη γένεση του δικαιώματος ανάκτησης του χρέους. Στην προκείμενη περίπτωση το ανυπέρβλητο κώλυμα στη στοιχειοθέτηση της υπόθεσης των εφεσειόντων είναι η απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας για τον τερματισμό του λογαριασμού, της ενέργειας η οποία σύμφωνα με τη σύμβαση των μερών προσέδιδε συγκεκριμένη μορφή στο χρέος και το καθιστούσε απαιτητό.  Μπορεί να προβληθεί η θέση ότι η αξίωση αποπληρωμής του χρέους εξυπακούει και τον τερματισμό του λογαριασμού και όπως στην περίπτωση δανείου για προκαθορισμένο ποσό πληρωτέου “on demand” - “σε πρώτη ζήτηση” μπορεί να ανακτηθεί άνευ  ετέρου με αγωγή στο Δικαστήριο.  Το θέμα δεν συζητήθηκε ούτε έγιναν εισηγήσεις επί του προκειμένου.  Εν τούτοις μας φαίνεται ότι οι δύο μορφές απαιτήσεων διακρίνονται. Στην περίπτωση τρεχούμενου λογαριασμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων ο τερματισμός του λογαριασμού συνιστά πράξη προσδιοριστική του χρέους και συναφώς των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων.  Επομένως ο τερματισμός του και ο καθορισμός του ποσού αποτελούν πράξη προσδιοριστική του ποσού το οποίο καθίσταται απαιτητό. Η απουσία μαρτυρίας επί του προκειμένου έχει καταλυτικές συνέπειες για την αξίωση των εφεσειόντων.

Στην Savvides v. Christofides (1978) 1 C.L.R. 303 διαπιστώνεται ότι εφόσον το χρέος καταστεί πληρωτέο από τον πρωτοφειλέτη ο εγγυητής καθίσταται παράλληλα υπόλογος για την αποπληρωμή του χωρίς να παρίσταται ανάγκη  εκτός αν γίνεται πρόνοια περί του αντιθέτου υποβολής αξίωσης από τον δανειστή προς τον εγγυητή να το αποπληρώσει.  Και τούτο γιατί σύμφωνα με την αγγλική νομολογία την οποία το Δικαστήριο πραγματεύεται σε έκταση η υποχρέωση του εγγυητή έγκειται κατά πρώτο λόγο στη διασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη.  Εφόσον στοιχειοθετείται η υποχρέωσή του καθίσταται υπόλογος και ο εγγυητής να εξασφαλίσει την αποπληρωμή της οφειλής του.  Μπορεί όμως όπως αναγνωρίζεται και στην Savvides v. Christofides όπως και στην Bradford Old Bank v. Sutcliffe (ανωτέρω) τα μέρη να καταστήσουν την παροχή ειδοποίησης από [*1474]το δανειστή στον εγγυητή να αποπληρώσει το χρέος μέρος της συμφωνίας για την ανάκτησή του.  Και σε εκείνη την περίπτωση η παροχή ειδοποίησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την γένεση του δικαιώματος αλλά δευτερεύοντα όρο για την εκτελεστότητα του χρέους δηλαδή της ευχέρειας ανάκτησής του. Αυτό εξηγείται με σαφήνεια στην πολύ πρόσφατη απόφαση του αγγλικού εφετείου στην Stimpson v. Smith [1999] 2 All E.R. 833.  Ο όρος για την παροχή ειδοποίησης προς τον εγγυητή να καταβάλει το χρέος του πρωτοφειλέτη σηματοδοτεί, όπως αναφέρει ο Tuckey L.J. στην απόφασή του “...the time from which the liablitity can be enforced”.  Και στην προκείμενη υπόθεση ο όρος 2 της συμφωνίας μεταξύ εφεσειόντων και εφεσίβλητου είχε αυτή τη συνέπεια.  Ο όρος  προβλέπει:

“2. Εγώ, ο πιο κάτω υπογεγραμμένος, με την παρούσα εγγυούμαι όλες τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα, είτε οι υποχρεώσεις αυτές είναι παρούσες ή μελλοντικές, είτε κατέστησαν ή που πιθανό να καταστούν απαιτητές, είτε αυτές είναι προσωπικές ή κοινές με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα και είτε είναι άμεσοι ή έμμεσοι, αναλαμβάνω δε να σας πληρώσω μόλις μου το ζητήσετε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων ήθελε καταστεί πληρωτέο σε σας σε σχέση με τις ρηθείσες υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη ή οποιοδήποτε από αυτές, συμπεριλαμβανομένων τόκων, τραπεζικών δικαιωμάτων, δικηγορικών και άλλων εξόδων.”

Η αναγκαιότητα της ειδοποίησης για τον προσδιορισμό της εκτελεστότητας της υποχρέωσης του εγγυητή να καταβάλει το χρέος υπογραμμίζεται και από τις πρόνοιες του άρθρου 10 το οποίο ρυθμίζει τα της “γραπτής ζήτησης” και πότε θεωρείται ότι γραπτή ειδοποίηση φτάνει στον εγγυητή μετά την αποστολή της “με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση του εγγυητή”.

Η αποτυχία των εφεσειόντων να ζητήσουν την αποπληρωμή του χρέους από τον εφεσίβλητο συνιστούσε δεύτερο ανεξάρτητο λόγο για τον οποίο η απαίτησή τους ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο