Landbroke Group Plc (Eταιρεία) και Άλλοι ν. Aλέκας Π. Παπακόκκινου και Άλλης (1999) 1 ΑΑΔ 1535

(1999) 1 ΑΑΔ 1535

[*1535]29 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΕΤΑΙΡΕΙΑ LANDBROKE GROUP PLC,

2. ΕΤΑΙΡΕΙΑ HILTON INTERNATIONAL,

3. IONIKI HOTEL ENTERPRISES S.A.,

4. ΣΩΤΗΡΗΣ (ΑΛΛΩΣ ΣΤΗΒ) ΓΕΩΡΓΙΟΥ

    (ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΓΕΝΙΚΟΥ

    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΧΙΛΤΟΝ ΑΘΗΝΩΝ),

5. ΣΙΜΟΣ ΚΑΤΣΑΝΤΟΥ (ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ

   ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΧΙΛΤΟΝ ΑΘΗΝΩΝ)

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΑΛΕΚΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

(Εφεσίβλητης-Eνάγουσας στην Πολιτική Έφεση Αρ. 9602)

ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

(Εφεσίβλητης-Eνάγουσας στην Πολιτική Έφεση Αρ. 9603)

(Πολιτικές Eφέσεις Aρ. 9602, 9603)

 

Πολιτική Δικονομία — Παρατυπία — Τυπογραφικό λάθος αναφορικά με δικονομική διάταξη σε ενδιάμεσες αιτήσεις — Συνιστούσε παρατυπία θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995 — Κατάργηση διάκρισης μεταξύ άκυρου και αντικανονικού δικονομικού μέτρου — Δυνατότητα αναδρομικής εφαρμογής της νέας Δ.64 — Απόρριψη αίτησης για διόρθωση της παρατυπίας — Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα.

Στις 21.10.93 και στις 25.10.93 οι εναγόμενοι-εφεσείοντες, όλοι κάτοικοι εξωτερικού, καταχώρησαν δύο ενδιάμεσες αιτήσεις διά κλήσεως σε δύο αγωγές, ζητώντας διάταγμα ακύρωσης της έκδοσης και επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος λόγω του ότι:

Α. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία.

Β. Οι εναγόμενοι 1, 2, 3 και 4 ήταν άσχετα πρόσωπα τα οποία δεν ευθύνοντο για τις πράξεις και/ή παραλείψεις του εναγομένου 5.

Στις 6.10.94 οι εφεσείοντες καταχώρησαν δύο πανομοιότυπες αιτήσεις με αίτημα τη διόρθωση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας επί [*1536]των οποίων εβασίζοντο οι πιο πάνω αιτήσεις ούτως ώστε να αναγράφεται Order 16 rule 9 και όχι Order 10 rule 9.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις ημερ. 6.10.94 ως εξ υπαρχής άκυρες.

Εναντίον των ενδιάμεσων αυτών αποφάσεων καταχωρήθηκαν οι επίδικες εφέσεις οι οποίες και συνεκδικάστηκαν λόγω της ταυτοσημίας τους.  Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία παραβαίνοντας τη νέα Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 24.2.95, αρκετούς μήνες πριν την εκδίκαση των αιτήσεων και η οποία όμως είχε αναδρομική ισχύ.

Οι εφεσίβλητες υποστήριξαν ότι οι λόγοι έφεσης δεν ήταν αιτιολογημένοι και επίσης ότι οι εφέσεις αυτές παρέμειναν άνευ αντικειμένου, καθότι στις 2.12.95 οι κύριες αιτήσεις ημερ. 21.10.93 και 25.10.93 είχαν εκδικασθεί και απορριφθεί.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο πρωτόδικος Δικαστής ακολουθώντας, εσφαλμένα την προηγούμενη νομολογία και αγνοώντας τη νέα Δ.64, αποφάσισε ότι τόσο οι κύριες αιτήσεις ημερ. 21.10.93 και 25.10.93 όσο και οι αιτήσεις που ζητούσαν την τροποποίηση τους ημερ. 6.10.94 ήταν εξ υπαρχής άκυρες και δεν ήταν δυνατό να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία.

2.  Το αιτούμενο στις δύο αιτήσεις ήταν η τροποποίηση της Δ.10 θ.9 που αναφέρεται με τη Δ.16 θ.9.  Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε τις αιτήσεις ενόρκως εδηλώνετο ότι επρόκειτο περί τυπογραφικού λάθους.  Καμιά αδικία ή δυσχέρεια δεν θα προέκυπτε στις εφεσίβλητες με την τροποποίηση αυτή.

3.  Οι λόγοι έφεσης είναι αιτιολογημένοι.  Η αιτιολογία που δίδεται συνίσταται στην εσφαλμένη, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμογή της νέας Δ.64.

4.  Οι πρωτόδικες αποφάσεις βασίζονται σε εσφαλμένη καθοδήγηση και πρέπει να παραμεριστούν.  Η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να υποκατασταθεί με απόφαση βάσει της οποίας επιτρέπεται η τροποποίηση ως οι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

[*1537]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 317,

Γιάννη ν. Αναπληρωτή Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων (1995) 3 Α.Α.Δ. 334,

Δημοκρατία v. Lion Insurance Agency Ltd (1995) 3 A.A.Δ. 338,

F. Kassab Gold Solar France Ltd v. Yiacoumis Bros (Construction) Co. Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 510,

Λοΐζου ν. Χαραλάμπους κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 167.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τους εναγόμενους κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mιχαηλίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 12 Δεκεμβρίου, 1995 (Aγωγή Aρ. 9628/93) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των εφεσειόντων-εναγομένων ημερομηνίας 6 Oκτωβρίου, 1994 για διόρθωση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας επί των οποίων βασίζονταν οι αιτήσεις τους ημερ. 21 Oκτωβρίου, 1993 και 25 Oκτωβρίου, 1993.

Χρ. Χατζηαναστασίου, για τους Eφεσείοντες.

Aυτοπρόσωπη εμφάνιση εφεσίβλητης στην Έφεση Aρ. 9602.

Α. Παπακόκκινου, για την Eφεσίβλητη στην Έφεση Aρ. 9603.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

KPONIΔHΣ, Δ.: Την 7.10.1993 η ενάγουσα-εφεσίβλητη Βερεγγάρια Παπακοκκίνου, καταχώρησε αγωγή εναντίον πέντε προσώπων όλων κατοίκων εξωτερικού, τρία από τα οποία είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, απαιτώντας αποζημιώσεις για προφορική δυσφήμιση της που διαπράχθηκε από τον εναγόμενο αρ. 5 Σίμο Κατσάντο σε δημόσιο χώρο, στην ισόγεια αίθουσα αναμονής [*1538](lobby) του ξενοδοχείου Χίλτον Αθηνών.

Την ίδια ημερομηνία η ενάγουσα-εφεσίβλητη Αλέκα Παπακοκκίνου καταχώρησε την ίδια πανομοιότυπη αγωγή ενώπιον των ιδίων προσώπων, αξιώνοντας τις ίδιες θεραπείες όπως στην άλλη αγωγή της Βερεγγάριας Παπακοκκίνου.

Στις 21.10.1993 και στις 25.10.1993 οι εναγόμενοι-εφεσείοντες καταχώρησαν δύο αιτήσεις διά κλήσεως στις δύο αγωγές, ζητώντας πανομοιότυπο διάταγμα ακύρωσης της έκδοσης και επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος στις αγωγές για τους ακόλουθους λόγους:-

Α. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία.

Β. Οι εναγόμενοι 1, 2, 3 και 4 είναι άσχετα πρόσωπα τα οποία δεν ευθύνονται για τις πράξεις και/ή παραλήψεις του εναγομένου αρ. 5.

Και στις δύο πιο πάνω ενδιάμεσες αιτήσεις καταχωρήθησαν από τις εφεσίβλητες οι σχετικές ενστάσεις.

Στις 6.10.1994 οι εφεσείοντες και ενώ οι πιο πάνω αιτήσεις ήσαν ακόμα σε εκκρεμότητα, κατεχώρησαν δύο πανομοιότυπες αιτήσεις στις δύο αγωγές με ίδιο αίτημα το εξής:-

“Διόρθωση των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας επί των οποίων βασίζονται οι αιτήσεις ημερ. 21.10.93 και 25.10.93 των ως άνω εναγομένων-αιτητών και/ή αντικατάσταση θεσμού ούτως ώστε να αναγράφεται Order 16 rule 9 και όχι Order 10 rule 9.”.

Οι ενάγουσες-εφεσίβλητες και στις δύο αγωγές πρόβαλαν ένσταση και οι δύο πανομοιότυπες αιτήσεις ημερ. 6.10.94 οδηγήθησαν σε ακρόαση.  Οι δύο αυτές αιτήσεις ακούσθησαν ξεχωριστά και εκδόθησαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο δύο πανομοιότυπες αποφάσεις, απορριπτικές των αιτήσεων.

Εναντίον των ενδιάμεσων αυτών αποφάσεων οι εναγόμενοι-εφεσείοντες κατεχώρησαν τις εφέσεις 9602 και 9603.  Οι δύο εφέσεις εκδικάστηκαν και ακούστηκαν μαζί λόγω της ταυτοσημίας του.

Και στις δύο εφέσεις προβάλλονται δύο ταυτόσημοι λόγοι έφεσης, οι εξής:-

[*1539]“1.       Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάσισε ότι δεν μπορούσε να επιτρέψει την Αίτηση των Εφεσειόντων της 6.10.1994 με την οποία εζητείτο να διορθωθούν ο Νόμος και οι Θεσμοί που εκ παραδρομής αναγράφοντο εις την Αίτηση της 21.10.1993 ενώ είχε την ευχέρεια να επιτρέψει την αιτούμενη τροποποίηση διά να διορθωθεί η εσφαλμένη αναφορά εις την “Διάταξην 10 Κανονισμός 9” η οποία ανεγράφει από δακτυλογραφικό λάθος, εις “Διάταξη 16 Κανονισμός 9”.

 2.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάσισε ότι δεν μπορούσε να διορθώσει την παρατυπία επί της Αιτήσεως της 21.10.1993 και έτσι απέρριψε την Αίτηση των Εφεσειόντων της 6.10.1994 κατά παράβαση της Διατάξεως 64 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών ως αυτοί ετροποποιήθησαν με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Διαδικαστικό Κανονισμό αρ. 2 του 1995 ενώ είχε την ευχέρεια να επιτρέψει την αιτούμενη τροποποίηση και ακόμη και εξ ιδίας πρωτοβουλίας να προβεί εις την διόρθωση του λάθους, δηλαδή της εσφαλμένης αναφοράς εις τον “Περί Αστικών Δικαιωμάτων Νόμο” αντί εις τον “Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο” και εις την διάταξη Διαταγή 16 Rule 9 η οποία από δακτυλογραφικό λάθος ανεγράφει Διαταγή 10 Rule 9.”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μακροσκελή απόφασή του ασχολείται σε έκταση με τις αρχές που προέκυψαν από τη νομολογία διαχρονικά πριν τη θέσπιση της νέας Δ.64 η οποία τέθηκε σε εφαρμογή στις 24.2.1995, αρκετούς μήνες πριν την εκδίκαση των αιτήσεων.  Είναι δεδομένη η αρχή και νομολογιακά αναμφισβήτητη ότι οι δικονομικοί κανόνες έχουν αναδρομική ισχύ.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 13 της απόφασης του καταλήγει ως εξής:-

“Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διαπιστώνω ότι τόσο η αρχική αίτηση, ημερομηνίας 21/10/1993 όσο και η παρούσα αίτηση, ημερομηνίας 6/10/1994 με την οποία γίνεται προσπάθεια διόρθωσης της πρώτης βασίζονται σε εντελώς εσφαλμένους δικονομικούς κανόνες. Όπως γίνεται αντιληπτό από το περιεχόμενο της νέας Δ.64, και συγκεκριμένα τη Δ.64 θ.2, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να επιτρέψει τροποποιήσεις, εάν χρειάζονται, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα όπως κρίνει πρέπον. Παρέχεται δηλαδή στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια για να διορθώσει την παρατηρηθείσα παρατυπία. Εφόσον, όμως, παρέχεται διακριτική ευχέρεια [*1540]άσκησης μιας θεραπείας, προκύπτει ότι η εν λόγω θεραπεία μπορεί να δοθεί, αλλά μπορεί και να μην δοθεί.”.

Αφού δε αναλύει τις αρχές που διέπουν την άσκηση διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου καταλήγει ως εξής:-

“Στην προκειμένη περίπτωση, η διαπίστωση που έγινε είναι ότι οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να επιτρέψει τροποποίηση της αίτησής τους, χωρίς να είναι σύμφωνη με τους Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας.  Πιστεύω ότι σε καμιά περίπτωση, έχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες νομικές αρχές, δεν μπορεί το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να “διορθώσει” μια εξυπαρχής άκυρη αίτηση.”.

Δεν συμφωνούμε με την τελική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Είναι φανερό από το πιο πάνω απόσπασμα των εφεσιβαλλόμενων πρωτόδικων αποφάσεων ότι, ο πρωτόδικος Δικαστής, ακολουθώντας, εσφαλμένα, την προηγούμενη νομολογία και αγνοώντας τελείως τη νέα Δ.64, απεφάσισε ότι τόσο οι κύριες αιτήσεις ημερ. 21.10.93 και 25.10.93 όσο και οι αιτήσεις που ζητούσαν την τροποποίηση τους ημερ. 6.10.95 ήσαν εξ υπαρχής άκυρες και δεν ήταν δυνατό να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία.

Η νέα Δ.64 που τέθηκε σε ισχύ στις 24.2.95 έχει ως εξής:-

“1.-(1)  Η μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή τη φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία και δε θα καθιστά άκυρη τη διαδικασία, οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή.

(2)  Τηρουμένης της παραγράφου (3), το Δικαστήριο δύναται, εφόσο διαπιστώσει τέτοια μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (1), και υπό τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, όπως κρίνει δίκαιο, να παραμερίσει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη διαδικασία στην οποία επεσυνέβη η μη συμμόρφωση, οποιοδήποτε διάταγμα σε αυτή, ή ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι παρόντες Κανονισμοί, να επιτρέψει τέτοιες τροποποιήσεις, εάν χρειάζονται, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, εάν χρειάζεται, αναφορικά με τη [*1541]διαδικασία γενικά, όπως κρίνει πρέπον.”.

Η νέα Δ.64 έχει ερμηνευθεί η δε εμβέλειά της έχει οριοθετηθεί στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην απόφαση Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd. κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 A.A.Δ. 323. Έχουν λεχθεί από τον Πική, Π. στις σελίδες 336 και 337 τα εξής:-

“Το δεύτερο ερώτημα αφορά ουσιαστικά τη δυνατότητα διάσωσης άκυρου δικονομικού μέτρου ενόψει της τροποποίησης της Δ.64. Με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1995 (εκδόθηκε 24.2.1995), καταργείται η διάκριση μεταξύ άκυρου και αντικανονικού δικονομικού μέτρου.  Οι επιπτώσεις που επέφερε ο τροποποιητικός διαδικαστικός κανονισμός σε υφιστάμενες άκυρες εφέσεις έχουν εξεταστεί σε σειρά αποφάσεων της ολομέλειας και του εφετείου. Στην Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 317, κρίθηκε ότι με τη νέα Δ.64 καταργείται η διάκριση μεταξύ άκυρου και αντικανονικού δικονομικού μέτρου.  Εξισώνεται κάθε μορφή παρέκκλισης από τους θεσμούς με αντικανονικότητα δυνάμενη να θεραπευθεί. (Βλέπε Γιάννη  ν. Αναπληρωτή Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων (1995) 3 A.A.Δ. 334, Δημοκρατία ν. Lion Insurance Agency Ltd. (1995) 3 A.A.Δ. 338, F. Kassab Gold Solar France Ltd. v. Yiacoumis Bros (Construction) Co. Ltd. (1990) 1 A.A.Δ. 510, Λοΐζου ν. Χαραλάμπους και Άλλοι (1996) 1 A.A.Δ. 167. Προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις ότι το στοιχείο της ακυρότητας ή του θνησιγενούς κατά το χρόνο καταχώρησης των εφέσεων αμβλύνεται και μετατρέπεται σε στοιχείο αντικανονικότητας. Εξυπακούεται η αναδρομική εφαρμογή της νέας Δ.64. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατη η τροποποίηση άκυρης, κατά το χρόνο της καταχώρησης της, έφεσης.  Στη Γιάννη (ανωτέρω) επισημάναμε ότι: “Εάν δεν επρόκειτο για τον πρόσφατα εκδοθέντα διαδικαστικό κανονισμό, η έφεση θα εκηρύττετο ως εξ υπαρχής άκυρη και ως μή ενεργοποιούσα τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.”  Κρινόμενη υπό το πρίσμα του νέου δικονομικού κανόνα που εισάγεται με τη νέα Δ.64, η έφεση αποτιμάται ως αντικανονική και όχι ως άκυρη.  Η αναδρομικότητα της εφαρμογής του διαδικαστικού κανόνα του 1995, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η Δ.64, συνάδει με τη γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι τροποποιήσεις των θεσμών έχουν αναδρομική ισχύ.  Η αρχή η οποία υποστυλώνει τον κανόνα αυτό είναι ότι οι θεσμικές αλλαγές αποβλέπουν στον επαναπροσδιορισμό των κατάλληλων μέσων για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων.  Η καταλ[*1542]ληλότητα δικονομικών μέτρων έχει διαχρονικό χαρακτήρα και επενεργεί στο παρόν και στο παρελθόν.”.

Το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνίστατο, κατά συνέπεια, ότι θεώρησε τόσο τις πρώτες κύριες αιτήσεις, οι οποίες εν πάση περιπτώσει δεν ήσαν ενώπιον του για εκδίκαση, ως εξ υπαρχής άκυρες και μη θεραπεύσιμες και ως εκ τούτου οι επίδικες αιτήσεις της 6.10.94 ήσαν απαράδεκτες.  Άσκησε, λοιπόν, λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια την οποία και δεν προσδιορίζει παραγνωρίζοντας παντελώς τις πρόνοιες της νέας Δ.64.

Το θέμα όμως ήταν απλό.  Το αιτούμενο στις δύο αιτήσεις ήταν η τροποποίηση της Δ.10 θ.9 που αναφέρεται με τη Δ.16 θ.9.  Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει τις αιτήσεις ενόρκως δηλώνεται ότι επρόκειτο περί τυπογραφικού λάθους.  Καμιά αδικία ή δυσχέρεια δεν θα προέκυπτε για τις εφεσίβλητες με την τροποποίηση αυτή.

Στο περίγραμμα αγόρευσης τους οι εφεσίβλητες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι οι λόγοι έφεσης δεν είναι αιτιολογημένοι και κατά συνέπεια, με βάση τη νομολογία δεν μπορούν να εξετασθούν.  Ισχυρίζονται ότι οι δύο λόγοι έφεσης είναι επάλληλοι.

Πράγματι οι δύο λόγοι έφεσης είναι επάλληλοι και ο ένας συμπληρώνεται από τον άλλο.  Θεωρούμε ότι στην ουσία ένας λόγος έφεσης προβλήθηκε και δίδεται επαρκής αιτιολογία του.  Η αιτιολογία όπως δίδεται συνίσταται στην εσφαλμένη, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμογή της νέας Δ.64.  Κατά συνέπεια η θέση αυτή των εφεσιβλήτων δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Δεν ευσταθεί επίσης η θέση των εφεσίβλητων ότι οι εφέσεις αυτές παρέμειναν άνευ αντικειμένου, καθότι στις 2.12.95 οι κύριες αιτήσεις ημερ. 21.10.93 και 25.10.93 έχουν εκδικασθεί και απορριφθεί.  Παρατηρούμε όμως ότι οι εφεσιβαλλόμενες αποφάσεις, που εκδόθησαν μετά την απόρριψη των κύριων αιτήσεων, προνοούν για έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.  Το θέμα τέθηκε και από το Εφετείο αλλά οι δικηγόροι των διαδίκων επέμειναν, έχοντας κατά νου την επιδίκαση των εξόδων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως προχωρήσουν στην ακρόαση της έφεσης. Το θέμα παρέμεινε ως εδώ και δεν αναπτύχθηκε ενώπιόν μας όποια περαιτέρω επιχειρηματολογία επί του θέματος αυτού.

Θεωρούμε ότι οι εφέσεις δεν απώλεσαν το αντικείμενό τους και το Εφετείο δεσμεύεται να προχωρήσει στην εξέταση των εφέσεων.  Και η θέση αυτή των εφεσιβλήτων δεν ευσταθεί.

[*1543]

Όπως έχουμε διαπιστώσει οι πρωτόδικες αποφάσεις βασίζονται σε εσφαλμένη καθοδήγηση και πρέπει να παραμεριστούν.  Εφόσον κρίνεται ότι οι αιτήσεις για τροποποίηση έπρεπε να επιτραπούν, δεν θεωρούμε ορθό να περιοριστούμε στην έκδοση διαταγής για επανεκδίκασή τους, αλλά θεωρούμε επιβεβλημένη την υποκατάσταση της πρωτόδικης απόφασης με απόφαση βάσει της οποίας επιτρέπεται η τροποποίηση ως οι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί.

Οι εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων.

Οι εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο