(1999) 1 ΑΑΔ 1566
[*1566]30 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Eφεσείων,
ν.
ΒΑΣΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 10136)
Αγωγή — Αποζημιώσεις για αστικό αδίκημα που συνιστά και κακούργημα — Καταχώρηση αγωγής, προϋποθέτει έγγραφη γνωστοποίηση προς το Γενικό Εισαγγελέα σύμφωνα με το Άρθρο 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 — Παράλειψη, καθιστά άκυρη ολόκληρη τη μετέπειτα δικαστική διαδικασία — Ποινική δίωξη η οποία προηγήθηκε της έγερσης της αγωγής δεν επιφέρει άρση της προϋπόθεσης του Άρθρου 67 του Κεφ. 148.
Δημόσια τάξη — Θέματα δημόσιας τάξης — Εξετάζονται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Ερμηνεία νόμων — Όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη — Εφόσον το νόημα ενός νόμου είναι απλό το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει τη σοφία του.
Δεδικασμένο — Επίδικο θέμα το οποίο εγέρθηκε και αποφασίσθηκε σε μια αγωγή, στην οποία αντιπροσωπεύονται τα μέρη, είναι άδικο και παράλογο να επιτραπεί εκ νέου η εκδίκαση του ίδιου επίδικου θέματος μεταξύ των ιδίων μερών ή των διαδόχων τους.
Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμου — Συνταγματικότητα Άρθρου 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 — Έπρεπε να είχε εγερθεί εξειδικευμένα και με πλήρη λεπτομέρεια [*1567]στο δικόγραφο ή έπρεπε να είχε διατυπωθεί με λεπτομερές υπόμνημα.
Έξοδα — Επιδίκαση εξόδων — Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου — Γνώμονα για άσκησή της αποτελούν τα γεγονότα της υπόθεσης κυρίως το αποτέλεσμα — Όταν δεν συντρέχουν ικανοί λόγοι προς το αντίθετο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες που του προκάλεσε η επίθεση του εφεσίβλητου στο χώρο στάθμευσης του Ξενοδοχείου Χίλτον.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχε εγερθεί θέμα μη συμμόρφωσης του εφεσείοντα με το Άρθρο 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, γεγονός παραδεκτό και από τις δύο πλευρές. Σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου όταν ένα αστικό αδίκημα είναι και κακούργημα δεν μπορεί να καταχωρηθεί αγωγή χωρίς να δοθεί προηγουμένως γραπτή γνωστοποίηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα δεν αμφισβήτησε ότι τα γεγονότα στα οποία εστηρίζετο η αγωγή συνιστούσαν αδίκημα αλλά υποστήριξε ότι δεν εχρειάζετο να δοθεί γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα γιατί είχε προηγηθεί ποινική δίωξη και καταδίκη του εφεσίβλητου.
Το Δικαστήριο εξέτασε αρχικά το θέμα ως προς το κατά πόσο το αδίκημα του εφεσίβλητου συνιστούσε και κακούργημα και διαπίστωσε ότι η αγωγή “αφορά βαριά σωματική βλάβη”. Στη συνέχεια εξέτασε τις συνέπειες της παράλειψης του εφεσείοντα να δώσει την απαιτούμενη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα και αποφάσισε ότι η διατύπωση στο νόμο είναι σαφής και δεν αφήνει περιθώρια για την ερμηνεία που είχε εισηγηθεί ο συνήγορος του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή ήταν εξ υπαρχής άκυρη.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση και υποστήριξε ότι:
1. Η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν παράλογη.
2. Το Δικαστήριο ήταν δεσμευμένο από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου με την οποία ο εφεσίβλητος καταδικάσθηκε για τη διάπραξη πλημμελήματος και εμποδίζετο να χαρακτηρίσει διαφορετικά το αδίκημα γιατί το θέμα αυτό συνιστούσε δεδικασμένο.
[*1568]3. Το μέτρο της γνωστοποίησης αντίκειται προς τα Άρθρα 30 και 152 του Συντάγματος, εφόσο “δέον να ληφθεί ενώπιον μη δικαστικής αρχής”.
4. Η επιδίκαση του ήμισυ των εξόδων υπέρ του εφεσίβλητου είναι εσφαλμένη λαμβανομένου υπόψη ότι (α) το θέμα της παράλειψης της γνωστοποίησης του εφεσείοντα προς τον Γενικό Εισαγγελέα δεν εγέρθηκε με την υπεράσπιση του και (β) ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε την επίθεση μέσω του δικηγόρου του. Ο κάθε διάδικος έπρεπε να υποστεί, ενόψη των ανωτέρω, τα έξοδα του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση εφαρμόζοντας στα γεγονότα της υπόθεσης αυτής τις νομικές αρχές που σκιαγραφούνται στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αδάμου v. Αργυρού (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295,
I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1273,
Somrani alias Gaber Elelyan v. Ship “Peseidonia” (1990) 1 C.L.R. 990,
Eleftheriades a.o. v. Mavrellis a.o. (1985) 1 C.L.R. 436,
Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531,
Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429,
Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1,
Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637,
Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191,
New Brunswick Rail Co. v. British and French Trust Corporation Ltd [1939] A.C. 1,
Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167,
Κυριακίδης κ.ά. v. Εφόρου Φ.Π.Α. (1999) 2 A.A.Δ. 75,
[*1569]Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 862,
Δημοκρατία κ.ά. v. Βαρναβίδη κ.ά. (1998) 3 A.A.Δ. 851,
Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 910,
Eleftheriou v. Rousou a.o. (1958) 23 C.L.R. 191,
Αρέστη v. Λαδόκονου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646,
Ζαβρού v. Μιχαηλίδη (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 477,
Χαψή κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1403.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Iωαννίδης, E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Nοεμβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 11744/95) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα-ενάγοντα για αποζημιώσεις λόγω επίθεσης προκαλούσας βαριά σωματική βλάβη, επειδή θεωρήθηκε άκυρη η διαδικασία κατά την οποία δεν τηρήθηκε η προϋπόθεση του άρθρου 67 του περί Aστικών Aδικημάτων Nόμου, Kεφ. 148 για αποστολή έγγραφης γνωστοποίησης προς το Γενικό Eισαγγελέα πριν την καταχώριση αγωγής.
Αντ. Παντελίδης, για τον Eφεσείοντα.
Γ. Καζαντζής, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με κλητήριο “ειδικώς οπισθογραφημένον” ο εφεσείων αξίωσε εναντίον του εφεσίβλητου “(α) Λ.Κ.4,000 γενικές αποζημιώσεις και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για επίθεση, (β) Λ.Κ.520 ειδικάς αποζημιώσεις”.
Τα γεγονότα τα οποία έδωσαν αφορμή στην πιο πάνω αξίωση φαίνονται στην έκθεση απαιτήσεως. Τα παραθέτουμε:
[*1570]Το επίδικο επεισόδιο της επίθεσης έλαβε χώραν στις 12.6.93 στο χώρο σταθμεύσεως του Ξενοδοχείου Χίλτον. Ο εφεσίβλητος ζήτησε από τον εφεσείοντα να οδηγήσει το αυτοκίνητο του “όπισθεν” για να εισέλθει και σταθμεύσει το αυτοκίνητο του στον πιο πάνω χώρο σταθμεύσεως. Ο εφεσείων δεν ανταποκρίθηκε. Ακολούθησε μια αισχρή χειρονομία του εφεσίβλητου και η χρησιμοποίηση αισχρών λέξεων. Στη συνέχεια ο εφεσίβλητος επετέθη και εκτύπησε τον εφεσείοντα “εις την κροταφικήν χώραν” με δύο γρονθοκοπήματα. Ο εφεσείων έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε εις το έδαφος. Ενώ βρισκόταν στο έδαφος δέχθηκε και άλλα κτυπήματα από τον εφεσίβλητο. Ο εφεσείων έτυχε περίθαλψης στο Γενικό Νοσοκομείο όπου παρέμεινε για 6 μέρες. Μετά την έξοδο του από το Νοσοκομείο παρέμεινε για ένα μήνα “περιορισμένος εις το κρεββάτι”. Συνεπεία των κτυπημάτων που του επέφερε ο εφεσίβλητος ο εφεσείων υπέστη τα πιο κάτω τραύματα:
“(α) Το δεξιόν μάτι του εφούσκωσεν, εκοκκίνισεν και έκλεισεν και παρέμεινε κλειστό επί ένα μήνα.
(β) Το δεξιόν κροταφικόν μέρος της κεφαλής του εφούσκωσεν και εξακολουθεί να είναι φουσκωμένο μέχρι σήμερον.
(γ) 4 οδόντες του έσπασαν (2 εις την άνω σιαγόνα έπροσθεν και δύο εις την κάτω σιαγόνα εις τους γομφούς)”.
Η ακρόαση της αγωγής άρχισε στις 17.2.97. Προτού αρχίσει η παρουσίαση της μαρτυρίας ο συνήγορος του εφεσίβλητου έκαμε την πιο κάτω δήλωση:
“Θέλω στο στάδιο αυτό να προβώ σε ορισμένες παραδοχές όπως:
(α) ότι το δεξιό μάτι του Ενάγοντα εκοκκίνησε συνέπεια της επίθεσης,
(β) ότι επαραπονείτο για πόνο στη δεξιά κροταφική χώρα, άλγος,
(γ) ότι υπήρχε απώλεια της άκρης των δύο άνω κοπτήρων οδόντων και των δύο κυνοδόντων κάτω.
Δηλώνω επίσης ότι υπάρχει παραδοχή από τον εναγόμενο ότι στις 12.6.93 επετέθη κατά του ενάγοντος αφού προεκλήθη. Παραδέχομαι ευθύνη για τις πιο πάνω σωματικές βλάβες του ενάγοντα.”
Ακολούθησε η μαρτυρία του εφεσείοντα. Στη συνέχεια ο συνήγορος του εφεσίβλητου δήλωσε:
“Δέχομαι επίσης ότι το δεξιό μάτι του ενάγοντα εφούσκωσε”.
Η ακρόαση συνεχίσθηκε στις 24.6.97. Είχε μεσολαβήσει έγκριση αίτησης του εφεσείοντα για τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως και καταχώριση τροποποιημένων εγγράφων προτάσεων και από τις δύο πλευρές. Είχε επίσης μεσολαβήσει επιστολή του συνήγορου του εφεσείοντα ημερ. 29.5.97 με την οποία ζητούσε από τον εφεσίβλητο να παραδεχθεί τα πιο κάτω γεγονότα:
“Ότι ο εναγόμενος κατηγορήθη δια την επίδικον επίθεσιν εναντίον του ενάγοντος εις την ποινικήν υπόθεσιν 18872/94, παρεδέχθη ενοχήν και του επεβλήθη ποινή την 16.1.95 και ότι η κατηγορία ήτο δια επίθεσιν η οποία επροκάλεσε πραγματικήν σωματικήν βλάβην”.
Με δήλωση του ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 29.5.97 ο συνήγορος του εφεσίβλητου παραδέχθηκε τα πιο πάνω γεγονότα.
Η ακρόαση συνεχίσθηκε στις 24.6.97 και 2.7.97. Κατέθεσαν ακόμη δύο μάρτυρες εκ μέρους του εφεσείοντα. Ο εφεσίβλητος δεν έδωσε μαρτυρία και δεν κάλεσε μάρτυρες.
Καθώς φαίνεται από την πρωτόδικη απόφαση κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχε εγερθεί θέμα μη συμμόρφωσης με το άρθρο 67* του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων δεν είχε συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου. Οι δύο πλευρές επιχειρηματολόγησαν επί του θέματος στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι δεν χρειαζόταν να σταλεί η σχετική γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας γιατί είχε προηγηθεί η ποινική δίωξη και καταδίκη του εφεσίβλητου. Με τον τρόπο αυτό ο σκοπός του άρθρου 67 του Κεφ. 148 έχει επιτευχθεί, αφού με την ποινική δίωξη ο Γενικός Εισαγγελέας έλαβε γνώση για την επίθεση. Από την άλλη ο συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε ότι ανεξάρτητα από την ποινική δίωξη η γνωστοποίηση ήταν επιβεβλημένη βάσει ρητής νομοθετικής διάταξης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε σε πρώτο στάδιο κατά πόσο η αγωγή βασίζεται σε επίθεση προκαλούσα πραγματική βλάβη (άρ. 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) ή σε επίθεση προκαλούσα βαριά σωματική βλάβη* (Aρ. 231 του Κεφ. 154). Έκαμε αναφορά στην Αδάμου ν. Αργυρού (1996) 1 A.A.Δ. 1295 στην οποία τονίσθηκε ότι “προτού ληφθεί η απόφαση για απόρριψη της αγωγής πρέπει να καταδειχθεί, είτε από τη μαρτυρία που άκουσε το δικαστήριο ή στην περίπτωση που δεν άρχισε η δίκη από την έκθεση απαιτήσεως ή άλλο υλικό που προσκομίστηκε, ότι η αγωγή βασίζεται σε κακούργημα”. Κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η αγωγή “αφορά βαριά σωματική βλάβη”. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης:
“Μελετώντας προσεκτικά την έκθεση απαίτησης και την προσαχθείσα μαρτυρία διαπιστώνω ότι η Αγωγή βασίζεται στο κακούργημα της βαριάς σωματικής βλάβης. Το σπάσιμο των τεσσάρων δοντιών του ενάγοντα συνεπεία της επίθεσης θα μπορούσε το λιγότερο να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη σωματικού οργάνου (Δες ορισμό βαριάς σωματικής βλάβης). Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες σωματικές βλάβες του ενάγοντα στον οφθαλμό και κροταφικό μέρος της κεφαλής του. Περαιτέρω έχοντας ενώπιον μου το σύνολο των σωματικών [*1573]βλαβών του ενάγοντα και τον ευρύ ορισμό της βαριάς σωματικής βλάβης καταλήγω χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ότι η παρούσα υπόθεση αφορά βαριά σωματική βλάβη. Για τον ορισμό της βαριάς σωματικής βλάβης παραπέμπω και στο σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading, Evidence & Practice, Έκδοση 40η, σελίδα 1291.”
Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τις συνέπειες της παράλειψης του εφεσείοντα να δώσει την απαιτούμενη από το αρ. 67 του Κεφ. 148 γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία (βλ. Αδάμου, πιο πάνω, I.B.S. Ltd v. Datacom Ltd (1992) 1 C.L.R. 1273, 1278, 1279 και Somrani alias Gaber Elelyan v. Ship “Peseidonia” (1990) 1 C.L.R. 990). Έκρινε ότι οι πρόνοιες του αρ. 67 του Κεφ. 148 είναι σαφείς. Η σαφήνεια στη διατύπωση του αρ. 67 δεν αφήνει περιθώρια για ερμηνεία όπως αυτή που είχε εισηγηθεί ο συνήγορος του εφεσείοντα. Η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες του αρ. 67 καθιστά την αγωγή εξ υπαρχής άκυρη.
Η έφεση.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν έχει αμφισβητήσει ότι τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αγωγή συνιστούν κακούργημα.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης έχει υποστηρίξει ότι όπου ο ενάγων δεν εγείρει την αγωγή του αμέσως αλλά αναμένει την ποινική δίωξη του εναγομένου και μετά να εγείρει την αγωγή του δεν απαιτείται να δώσει την έγγραφη γνωστοποίηση γιατί η γνωστοποίηση δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό. Ο εναγόμενος δεν μπορεί να διωχθεί εκ νέου. Εφόσον - συνεχίζει η εισήγηση - σκοπός του νομοθέτη ήταν να διευκολύνει την αξίωση θεραπείας από το θύμα και εφόσο έχει προηγηθεί ποινική δίωξη, θα ήταν παράλογη η ερμηνεία που έχει δοθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η έγγραφη γνωστοποίηση χρειάζεται όταν δεν προηγηθεί ποινική δίωξη.
Η πιο πάνω επιφύλαξη του αρ. 67 - παρατίθεται στη σελ. 3 - έχει εισαχθεί από το άρ. 2 του περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1973 (87/73). Έχει έκτοτε ερμηνευθεί σε σειρά αποφάσεων. Έχει λεχθεί ότι στην περίπτωση κακουργήματος αγωγή δεν μπορεί να καταχωριστεί αν δεν δοθεί έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα. Είναι επιβαλλόμενη από το Νόμο προϋπόθεση. Το ζήτημα είναι δημοσίας τάξεως. Η [*1574]μη τήρηση του όρου αυτού καθιστά ολόκληρη τη διαδικασία άκυρη (βλ. Eleftheriades and two Others v. Mavrellis and four Others (1985) 1 C.L.R. 436, Somrani alias Gaber Elelyan, πιο πάνω, και Αδάμου, πιο πάνω ).
Στην I.B.S. Ltd (πιο πάνω) το θέμα έχει τεθεί ως εξής:
“Από τη λεκτική διατύπωση του αρ. 67 συνάγεται ότι η ειδοποίηση προς το Γενικό Εισαγγελέα αποτελεί προϋπόθεση για την καταχώριση αγωγής. Την τήρηση λοιπόν της διαδικαστικής πράξης απαιτεί ρητά ο Νόμος. Η παράβαση της διάταξης συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας. Προτού όμως το δικαστήριο απορρίψει την αγωγή οφείλει να βεβαιωθεί ότι εδράζεται σε κακούργημα.”
Αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η ποινική δίωξη η οποία έχει προηγηθεί της έγερσης της αγωγής μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα την άρση της προϋπόθεσης που θέτει το άρ. 67 του Νόμου.
Όπου το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια γιατί αυτό το λεκτικό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πρόθεση του Νομοθέτη (Maxwell on the Interpretation of Statutes, 10η έκδοση, σελ. 2., Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C. 531, 543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963) 2 C.L.R. 429). Εφόσον το νόημα ενός νόμου είναι απλό το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διερευνήσει την σοφία του. Δεν είναι καθήκο του δικαστηρίου να καταστήσει τον Νόμο λογικό αλλά να τον ερμηνεύσει όπως έχει σύμφωνα με το ορθό νόημα του λεκτικού του (Sutters v. Briggs [1922] 1 A.C. 1, 8, Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, 643). Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204).
Η διατύπωση του Νόμου είναι σαφής. Ο Νομοθέτης με απλή και καθαρή γλώσσα έχει θέσει σαν προϋπόθεση για την έγκυρη έγερση αγωγής την αποστολή έγγραφης γνωστοποίησης προς το Γενικό Εισαγγελέα. Το λεκτικό του Νόμου είναι τόσο καθαρό που δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία. Είναι καθήκον του δικαστηρίου να το ερμηνεύσει και εφαρμόσει σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη έννοια του. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως οι πρόνοιες του αρ. 67 δεν υπόκεινται σε χαλάρωση λόγω της ποινικής δίωξης που έχει προηγηθεί. Η απαίτηση του Νόμου είναι επιτακτική. Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο έχει θεωρήσει άκυρη τη διαδικασία. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης έχει υποστηριχθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν δεσμευμένο από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Εμποδίζετο να χαρακτηρίσει διαφορετικά το αδίκημα γιατί το θέμα αυτό αποτελούσε δεδικασμένο. Εφόσον ο Γενικός Εισαγγελέας “δια της αστυνομίας” εχαρακτήρισε το αδίκημα ως πλημμέλημα και εκατηγόρησε τον εφεσίβλητο για διάπραξη πλημμελήματος και το ποινικό δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσίβλητο “δια αδίκημα του βαθμού αυτού” μόνο το Εφετείο θα μπορούσε να χαρακτηρίσει διαφορετικά το αδίκημα.
Ένα από τα συστατικά στοιχεία του δεδικασμένου είναι: Κατά πόσο η προηγούμενη δικαστική απόφαση ήταν ή συνεπαγόταν κρίση επί θέματος το οποίο είναι το ίδιο με το θέμα που επιδιώκεται να αμφισβητηθεί στη διαδικασία που εγείρεται το κώλυμα (Βλ. Spencer Bower and Turner “The Doctrine of Res Judicata, σελ. 19*). Αν ένα επίδικο θέμα έχει ευκρινώς εγερθεί και αποφασισθεί σε μια αγωγή, στην οποία αντιπροσωπεύονται τα μέρη είναι άδικο και παράλογο να επιτραπεί εκ νέου η εκδίκαση του ίδιου επίδικου θέματος μεταξύ των ιδίων μερών ή των διαδόχων τους (New Brunswick Rail Co. v. British and French Trust Corporation Ltd [1939] A.C. 1, 19, 20**).
Επίδικο θέμα στην ποινική υπόθεση ήταν κατά πόσο ο κατηγορούμενος σε εκείνη την υπόθεση - ο εφεσίβλητος - είχε διαπράξει το αδίκημα για το οποίο είχε κατηγορηθεί, δηλαδή το αδίκημα της επίθεσης, η οποία προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη. Επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας είναι κατά πόσο τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή συνιστούν κακούργημα - εκείνο της επίθεσης που προκάλεσε βαριά σωματική [*1576]βλάβη. Βλέπουμε λοιπόν πως δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των επίδικων θεμάτων στις δύο διαδικασίες. Δεν μπορεί, επομένως, να γίνεται λόγος για δεδικασμένο. Ο σχετικός λόγος της έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Ο εφεσείων έχει, επίσης, υποστηρίξει ότι η έγγραφη γνωστοποίηση προς το Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος δεν αποτελεί δικαστική αρχή, αποτελεί δικαστικό δικονομικό μέτρο το οποίο “πρέπει να ληφθεί προ της εγέρσεως της αγωγής”. Εφόσο το μέτρο της γνωστοποίησης “δέον να ληφθεί ενώπιον μη δικαστικής αρχής” τούτο αντίκειται εις τα αρ. 30 και 152 του Συντάγματος”.
Παρατηρούμε:
Ο εφεσείων δεν έχει συμμορφωθεί με τη διαδικασία η οποία έχει καθιερωθεί από τη νομολογία για την έγερση θέματος συνταγματικότητας. Έπρεπε να είχε εγείρει το θέμα εξειδικευμένα και με πλήρη λεπτομέρεια στο δικόγραφο του ή έπρεπε να το είχε διατυπώσει με λεπτομερές υπόμνημα (Βλ. Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167, Κυριακίδης κ.ά. ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (1999) 2 A.A.Δ. 75, Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 862, Δημοκρατία ν. Βαρναβίδη κ.ά. (1998) 3 A.A.Δ. 851 και Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 910).
Τα άρθρα 30 και 152 του Συντάγματος ρυθμίζουν πάρα πολλά θέματα. Στην απουσία της πιο πάνω εξειδίκευσης του θέματος της συνταγματικότητας η εξέταση του καθίσταται αδύνατη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.
Ο τελευταίος λόγος της έφεσης αφορά τα έξοδα. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη (α) ότι το θέμα δεν είχε εγερθεί με την υπεράσπιση του εφεσίβλητου αλλά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και (β) ότι ο εφεσίβλητος “παραδέχθηκε την επίθεση μέσω του δικηγόρου του”, επεδίκασε στο επιτυχόντα διάδικο - τον εφεσίβλητο - το ήμισι των εξόδων του. Ο εφεσείων διατείνεται ότι ενόψει των πιο πάνω λόγων έπρεπε ο κάθε διάδικος να υποστεί τα έξοδα του.
Η έκδοση διαταγής για τα έξοδα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάσαντος δικαστηρίου. Γνώμονα για την άσκηση της αποτελούν τα γεγονότα της υπόθεσης κυρίως το αποτέλεσμα. Όταν δεν συντρέχουν ικανοί λόγοι προς το αντίθετο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα (Βλ. Eleftheriou v. Rousou [*1577]and Another (1958) 23 C.L.R. 191, Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1 A.A.Δ. 646, Ζαβρού ν. Μιχαηλίδη (1996) 1 A.A.Δ. 477 και Χαψή κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 A.A.Δ. 1403). Επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, σε σχέση με τα έξοδα, χωρεί μόνο όπου η διακριτική ευχέρεια δεν έχει ασκηθεί με τρόπο δικαστικό και έχει επομένως σημειωθεί παράβαση Νόμου ή όπου το διάταγμα για τα έξοδα είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή όπου ο εφεσείων έχει χωρίς επαρκή λόγο διαταχθεί να πληρώσει έξοδα τα οποία έχει δημιουργήσει η άλλη πλευρά (Βλ. Eleftheriou, πιο πάνω, και Δ.35 θ.20 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών).
Στην κρινόμενη υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που την περιβάλλουν, το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ασκήσει ορθά την διακριτική του ευχέρεια και δεν συντρέχει λόγος επέμβασης μας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο