Padley Phillis ν. Dorothy Mary Dobson και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 1583

(1999) 1 ΑΑΔ 1583

[*1583]30 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

PHILLIS PADLEY,

Εφεσείουσα-Τριτοδιάδικος,

ν.

DOROTHY MARY DOBSON,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας,

ν.

DOUGLAS ATKINSON,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10290)

 

Πολιτική Δικονομία — Διαδικασία τριτοδιαδίκου — Ειδοποίηση τριτοδιαδίκου — Τριτοδιάδικος εκτός Κύπρου κατά την έκδοση της ειδοποίησης — Εναγόμενος επέλεξε να ζητήσει την επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου εντός Κύπρου.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίου — Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας — Κλητήριο ένταλμα — Ειδοποίηση τριτοδιαδίκου — Διάκριση μεταξύ κλητηρίου εντάλματος και ειδοποίησης τριτοδιαδίκου — Εφαρμοστέες αρχές.

Μηχανοκίνητα Οχήματα — Ασφάλεια υπερ τρίτου — Τριτοδιάδικος —Κατά πόσο το Άρθρο 15(Β) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ Τρίτου) Νόμου, Κεφ. 333, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ Τρίτου) Τροπ. Νόμου του 1995 - το οποίο επιτρέπει υποκατάστατη επίδοση στον ασφαλιστή εναγομένου μη διαμένοντος στην Κύπρο - μπορεί να εφαρμοσθεί και στην περίπτωση εναγομένου - τριτοδιαδίκου, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο απ’ ευθείας αγώγιμο δικαίωμα στον εναγόμενο εναντίον του ασφαλιστή του τριτοδιαδίκου.

Λέξεις και Φράσεις — “Action” στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας —  Ο ορισμός του εν λόγω όρου δείχνει τη διαφοροποίηση μεταξύ κλητη[*1584]ρίου εντάλματος και ειδοποίησης τριτοδιαδίκου.

Λέξεις και Φράσεις — “Αγωγή” στο Άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

Λέξεις και Φράσεις — “Κλητήριον ένταλμα” στο Άρθρο 15(Β) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ Τρίτου) Νόμου, Κεφ. 333 όπως τροποποιήθηκε — Δεν περιλαμβάνει την ειδοποίηση τριτοδιαδίκου.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα ήταν επιβάτης σε όχημα το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος.  Το όχημα περιεπλάκη σε δυστύχημα στη συμβολή του δρόμου Κισσόνεργας-Πάφου/Πέγειας.  Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος εξασφάλισε άδεια για έκδοση και επίδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου σε διεύθυνση στην Πάφο, στην εφεσείουσα-τριτοδιάδικο, οδηγό του αυτοκινήτου με το οποίο συγκρούσθηκε το δικό του αυτοκίνητο.  Ακολούθως ο εφεσίβλητος-εναγόμενος κατεχώρησε άλλη αίτηση για υποκατάστατη επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου στην Κοινοπραξία Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων, ασφαλιστών του οχήματος της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου, ισχυριζόμενος ότι δεν κατέστη δυνατή η επίδοση στην εφεσείουσα-τριτοδιάδικο αφού είχε εγκαταλείψει την Κύπρο και ευρίσκετο σε άγνωστη διεύθυνση στην Αγγλία.  Η Κοινοπραξία καταχώρησε αίτηση για ακύρωση των πιο πάνω μέτρων που εξασφάλισε ο εναγόμενος-εφεσίβλητος για επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου.

Η Κοινοπραξία υποστήριξε ότι η εφεσείουσα-τριτοδιάδικος ήλθε στην Κύπρο για ολιγοήμερες διακοπές και επέστρεψε στην Αγγλία σύντομα μετά το δυστύχημα, ώστε η έκδοση και η επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου να ήταν άκυρη. Και περαιτέρω, ότι ο Νόμος 81(1)/95, δυνάμει του οποίου εξεδόθη το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, δεν περιέχει πρόνοια για διαδικασία τριτοδιαδίκου και ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι αντισυνταγματικός.

Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος υποστήριξε ότι η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου δεν είναι κλητήριο ένταλμα ώστε να χρειάζεται άδεια για επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου εκτός δικαιοδοσίας.

To πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, δοθείσας της ύπαρξης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου όπως προέκυπτε από τη διαταγή για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και επίδοση του στον εναγόμενο εκτός δικαιοδοσίας, δεν απαιτείτο άδεια για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου και ως εκ τούτου η διαταγή για έκδοση και επίδοση της αίτησης τριτοδιαδίκου ήταν [*1585]έγκυρη. 

Η αίτηση της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου απερρίφθη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το συνταγματικό θέμα που αναφέρεται ανωτέρω καθ’ όσον δεν είχε εγερθεί σαφώς και επαρκώς.

Η εφεσείουσα-τριτοδιάδικος εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η διαπίστωση ότι δεν απαιτείτο άδεια για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, είναι ορθή, όχι για το λόγο που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά για τον ακόλουθο λόγο:  Εφόσον ο εφεσίβλητος-εναγόμενος επέλεξε να ζητήσει την επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου εντός δικαιοδοσίας, δεν απαιτείτο άδεια για σφράγιση και επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου εκτός δικαιοδοσίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί να μην εδικαιούτο να εξασφαλίσει σε μεταγενέστερο στάδιο άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αλλά η ίδια η διαταγή με την οποία εξασφάλισε έκδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου για επίδοση εντός δικαιοδοσίας, δεν είναι άκυρη.

2.  Το Άρθρο 15(Β) του Νόμου 81(1)/95, το οποίο επιτρέπει υποκατάστατη επίδοση στον ασφαλιστή του εναγομένου όταν ο εναγόμενος δεν διαμένει στην Κύπρο, αναφέρεται ρητά σε “κλητήριο ένταλμα” και η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ώστε να εξισώνεται προς κλητήριο ένταλμα.  Η Δ.10 θ.2, ουσιαστικά διακρίνει μεταξύ των δύο, αφού προνοεί ότι η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου σφραγίζεται και επιδίδεται με τον ίδιο τρόπο που σφραγίζεται και επιδίδεται το κλητήριο ένταλμα.  Ο ορισμός του όρου “action” στους θεσμούς, δείχνει τη διαφοροποίηση μεταξύ κλητηρίου εντάλματος και άλλων εναρκτήριων διαδικασιών και αν ακόμα η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου εθεωρείτο εναρκτήρια διαδικασία.  Το ίδιο ισχύει για τον πανομοιότυπο ορισμό του όρου “αγωγή” στο Άρθρο 2 του Νόμου 14/60.  Ο όρος “κλητήριον ένταλμα” στο Άρθρο 15(Β), δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει την ειδοποίηση τριτοδιαδίκου.

3.  Το Άρθρο 15(Β), παρά την ατυχή διατύπωση του με την αναφορά σε υποκατάστατη επίδοση στον ασφαλιστή λογιζόμενη ως επίδοση στον εναγόμενο, δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ερμηνευθεί ότι εκτείνεται στον ασφαλιστή του τριτοδιαδίκου και ότι δημιουργεί απ’ ευθείας αγώγιμο δικαίωμα στον εναγόμενο εναντίον του [*1586]ασφαλιστή του τριτοδιαδίκου.

Η έφεση επιτυγχάνει για τον λόγο αυτό καθ’ όσον αφορά την απόρριψη της αίτησης της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου για ακύρωση του διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση και της υποκατάστατης επίδοσης.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς χωρίς έξοδα. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα εναντίον της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου ακυρώθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Myerson v. Martin [1979] 3 All E.R. 667,

Philippou v. Philippou (1986) 1 C.L.R. 689,

Swansea Shipping Co. v. Duncan [1875-1876] 1 Q.B.D. 644,

Dubout & Co. v. Mancpherson [1889] 23 Q.B.D. 340.

Έφεση.

Έφεση από την τριτοδιάδικο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Mιχαηλίδου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 25 Iουνίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 1530/94) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Kοινοπραξίας Aσφαλιστών Oχημάτων Δημόσιας Xρήσης για ακύρωση της επίδοσης και του διατάγματος με το οποίο επιτράπηκε η υποκατάστατη επίδοση καθώς και έκδοση διατάγματος ακύρωσης της έκδοσης της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου και της επ’ αυτής διαδικασίας.

Στ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσείουσα-Τριτοδιάδικο.

Oυδεμία εμφάνιση για την Eφεσίβλητη-Eνάγουσα.

Θ. Ανδρέου για Α. Ονουφρίου, για τον Eφεσίβλητο-Eναγόμενο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

[*1587]ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το ιστορικό της έφεσης ανάγεται σε οδικό δυστύχημα που έγινε στις 29.5.1992 στη συμβολή του δρόμου Κισσόνεργας-Πάφου/Πέγειας.  Η εφεσίβλητη-ενάγουσα ήταν επιβάτης στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, ο οποίος με αίτηση του εξασφάλισε άδεια για έκδοση και επίδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου σε διεύθυνση στην Πάφο στην εφεσείουσα-τριτοδιάδικο, οδηγό του αυτοκινήτου με το οποίο συνεκρούσθη το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος.  Ακολούθως ο εφεσίβλητος-εναγόμενος κατεχώρησε άλλη αίτηση για υποκατάστατη επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου στην Κοινοπραξία Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων, ασφαλιστών του οχήματος της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου, ισχυριζόμενος ότι, παρά τις συνεχείς προσπάθειες του, δεν κατέστη δυνατή η επίδοση στην εφεσείουσα-τριτοδιάδικο καθ΄όσον εγκατέλειψε την Κύπρο και ευρίσκετο σε άγνωστη διεύθυνση στην Αγγλία. Η αίτηση ενεκρίθη.  Μετά την επίδοση σε αυτή, η Κοινοπραξία κατεχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε ακύρωση της επίδοσης και/ή του διατάγματος με το οποίο επετράπη η υποκατάστατη επίδοση, καθώς και διάταγμα ακύρωσης της έκδοσης της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου και της επ΄αυτής διαδικασίας.  Είναι η απόφαση επί της αίτησης αυτής που εφεσιβάλλεται.

Πρωτοδίκως υπεστηρίχθη από την Κοινοπραξία ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η εφεσείουσα-τριτοδιάδικος δεν ήταν κάτοικος Κύπρου αλλά ευρίσκετο εδώ ως τουρίστρια για λίγες μέρες και επέστρεψε στην Αγγλία σύντομα μετά το δυστύχημα, ώστε η έκδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου και η ακόλουθη επίδοση να ήταν άκυρη.  Και περαιτέρω, ότι ο Νόμος 81(1)/95, δυνάμει του οποίου εξεδόθη το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, δεν κάνει πρόνοια για διαδικασία τριτοδιαδίκου και είναι εν πάση περιπτώσει αντισυνταγματικός καθ΄όσον επιλαμβάνεται θεμάτων ρύθμισης της διαδικασίας τα οποία κατά το Σύνταγμα ανήκουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Ο εφεσίβλητος-εναγόμενος υπεστήριξε ότι η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου δεν είναι κλητήριο ένταλμα ώστε να χρειάζεται άδεια επίδοσης της εκτός δικαιοδοσίας. Και ότι ο Νόμος 81(1)/95, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής, δεν είναι αντισυνταγματικός καθ΄όσον το θέμα εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Βουλής των Αντιπροσώπων και όχι του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής θεώρησε ότι, δοθείσας της ύπαρξης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου όπως προέκυπτε από τη [*1588]διαταγή για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος και επίδοση του στον εναγόμενο εκτός δικαιοδοσίας, δεν απαιτείτο και άδεια του δικαστηρίου για σφράγιση και επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου εκτός δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζετο η εγκυρότητα της διαταγής για έκδοση και επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου.  Και ότι, καθ’ όσον η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου υπέχει μορφή αγωγής του εναγομένου εναντίον του τριτοδιαδίκου, είχε ανάλογη εφαρμογή το άρθρο 15(Β) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ Τρίτου) Νόμου, Κεφ. 333, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ Τρίτου) (Τροποποιητικός) Νόμου του 1995 το οποίο προνοεί:

“Ο βασικός νόμος τροποποιείται με την προσθήκη μετά το άρθρο 15Α αυτού του ακόλουθου νέου άρθρου 15Β:

“15Β.  Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου όπου λόγω μη διαμονής του εναγόμενου στη Δημοκρατία δεν είναι δυνατή η επίδοση σ’ αυτόν μέσα στη Δημοκρατία του κλητηρίου εντάλματος σε οποιαδήποτε αγωγή, επίδοση στον ασφαλιστή, που διατάσσεται από το δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως για υποκατάστατη επίδοση, λογίζεται ως επίδοση στον εναγόμενο.  Σε τέτοια περίπτωση ο ασφαλιστής έχει το δικαίωμα καταχωρήσεως εμφανίσεως και διορισμού δικηγόρου εκ μέρους και για λογαριασμό του εναγόμενου.

(2)  Οποιαδήποτε απόφαση που εκδίδεται σε αγωγή που έχει επιδοθεί με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δε θα είναι εκτελεστή εναντίον του εναγόμενου, αλλά ο ενάγων θα έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα τα οποία θα είχε, αν η αγωγή είχε επιδοθεί προσωπικά στον εναγόμενο.”“

Αυτό απέληγε σε αποτυχία της αίτησης της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου.

Όσον αφορά το συνταγματικό θέμα, η πρωτόδικος δικαστής θεώρησε ότι δεν έπρεπε να το εξετάσει καθ’ όσον δεν είχε εγερθεί σαφώς και επαρκώς, αν και συγχρόνως ετόλμησε την εκ πρώτης όψεως άποψη ότι το άρθρο 15(Β) δεν αφορούσε σε διαδικαστική διάταξη αλλά σε ουσιαστικό δίκαιο και έτσι δεν ήταν σε σύγκρουση με το Άρθρο 163 του Συντάγματος, για να καταλήξει όμως ότι το θέμα θα έπρεπε να αφεθεί να απαντηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην κατάλληλη περίπτωση.

[*1589]Πέραν των τριών θεμάτων που εγείρονται από την πρωτόδικη απόφαση ως άνω, οι λόγοι έφεσης περιλαμβάνουν και αναφορά στο ότι λανθασμένα εδόθη άδεια για έκδοση και επίδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου καθ’ όσον δεν απεκαλύπτετο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης-τριτοδιαδίκου επί της μαρτυρίας η οποία ετέθη ενώπιον του δικαστηρίου.  Ορθώς όμως παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσίβλητο-εναγόμενο ότι ο λόγος αυτός δεν ηγέρθη πρωτοδίκως και δεν απετέλεσε αντικείμενο της πρωτόδικης απόφασης.  Στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε σε στήριξη της αίτησης της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα αυτό, ούτε συζητήθηκε κατά την ακρόαση, η δε πρωτόδικη απόφαση δεν πραγματεύεται το θέμα παρά μόνο εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι το θέμα εκρίθη όταν εδόθη η άδεια για έκδοση και επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου σε αναφορά με την αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης επί των γεγονότων που είχαν τεθεί τότε ενώπιον του δικαστηρίου.  Είναι λοιπόν καθαρό ότι το εν λόγω θέμα δεν ήταν επίδικο θέμα πρωτοδίκως και η πρωτόδικη απόφαση δεν επιλαμβάνεται αυτού.  Και αν όμως ακόμα το θέμα ήθελε εξετασθεί, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να αναιρεί το δεδομένο της διαπίστωσης ότι επί των γεγονότων απεκαλύπτετο εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου.

Όσον αφορά τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, προσβάλλεται κατ’ αρχή η πρωτόδικη διαπίστωση ότι δεν προαπαιτείτο άδεια του δικαστηρίου για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου καθ’ όσον η εφεσείουσα-τριτοδιάδικος ήταν εκτός της δικαιοδοσίας.  Συμφωνούμε με τη διαπίστωση αυτή αλλά όχι για το λόγο που εδόθη πρωτοδίκως, ότι δηλαδή αφ’ης στιγμής εδόθη άδεια για σφράγιση και επίδοση του ιδίου του κλητηρίου εντάλματος στον εφεσίβλητο-εναγόμενο εκτός δικαιοδοσίας η δικαιοδοσία του δικαστηρίου καθιερώνετο και μπορούσε να εκδοθεί η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου.  Τα όσα εγείρει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα-τριτοδιάδικο απαιτούν εξέταση του θέματος πέραν της διαπίστωσης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου σε σχέση με τον εναγόμενο αφού εγείρουν το θέμα της δικαιοδοσίας του σε σχέση με τον τριτοδιάδικο.  Κατά πρώτο, η Δ.2 θ.2, και κατ΄επέκταση η Δ.6 θ.1, έχει βέβαια εφαρμογή μόνο στην περίπτωση κλητηρίου εντάλματος και όχι στην περίπτωση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου.  Είναι γεγονός ότι η Δ.10 θ.2 προνοεί ότι η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου “shall be sealed and served on the third party in the same manner as a writ of summons is sealed and served”.  Αυτό όμως δεν καθιστά αναγκαστικά εφαρμόσιμη τη Δ.2 θ.2 ή τη Δ.6, αφού το θέμα εξαρτάται από το πού βασίζεται η αίτη[*1590]ση για έκδοση και επίδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, για την οποία υπάρχει επιλογή.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν εζητήθη έκδοση και επίδοση της ειδοποίησης στον τριτοδιάδικο εντός δικαιοδοσίας αλλά εντός της δικαιοδοσίας στην Πάφο.  Η Δ.2 θ.2 όπως και η Δ.6 θ.1 δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί εναγομένου - ή τριτοδιαδίκου σε συνάρτηση με τη Δ.10 θ.2 - ο οποίος είναι αλλοδαπός, στην οποία περίπτωση μπορεί πάντοτε να γίνει η συνήθης επίδοση δυνάμει της Δ.5 εφόσον ευρίσκεται στην Κύπρο, αλλά εφαρμόζονται προκειμένου περί επίδοσης που σκοπείται να γίνει εκτός δικαιοδοσίας.  Αναφέρονται δηλαδή όχι στον ίδιο τον εναγόμενο ή τον τριτοδιάδικο ως κάτοικο της αλλοδαπής αλλά στην επίδοση στην αλλοδαπή.  Εφόσον λοιπόν εζητήθη επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου εντός δικαιοδοσίας, δεν είχε εφαρμογή η Δ.2 θ.2 και η Δ.6 θ.1, η ίδια δε η εγκριθείσα από το δικαστήριο έκδοση και επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου αναφέρετο και περιορίζετο στην Κύπρο, σε συνάρτηση προφανώς με τη Δ.2 θ.1 και τη Δ.5 θ.1.  Δεν απαιτείτο λοιπόν, με τα δεδομένα που είχαν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου, άδεια για σφράγιση και επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου εκτός δικαιοδοσίας εφόσον δεν επιδιώκετο επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

Το όλο θέμα πραγματεύεται ο Lord Denning, M.R., στην υπόθεση Myerson v. Martin [1979] 3 All E.R. 667, στη σ. 671, όπως παρατέθηκε με επιδοκιμασία από το Στυλιανίδη, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση του Ανωτάτου Δικασηρίου στην υπόθεση Philippou v. Philippou (1986) 1 C.L.R. 689:

“The weight of authority is overwhelming that one should look at the time when the writ was issued.  If the defendant was in fact outside the jurisdiction at the time the writ was issued, and the plaintiff in ignorance of it issued a writ for service within the jurisdiction, then the plaintiff must wait until the defendant comes back within the jurisdiction and serve him personally on his return.  There cannot be substituted service on the defendant.

If the defendant was in fact within the jurisdiction at the time the writ was issued, and the plaintiff issues a writ for service within the jurisdiction, the plaintiff can get an order for substituted service on him, even if he has gone overseas since the issue of the writ.

If the defendant was in fact outside the jurisdiction at the time the writ was issued and plaintiff knows it, the plaintiff can take his choice and issue a writ for service within the jurisdiction, but in [*1591]that case he has to wait his opportunity and hope that the defendant will return to England and be served personally.  There cannot be substituted service.”

Στην προκειμένη περίπτωση, αν θεωρηθεί ότι η εφεσείουσα-τριτοδιάδικος ήταν εκτός Κύπρου κατά την έκδοση της ειδοποίησης, ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, είτε το γνώριζε είτε όχι, ουσιαστικά επέλεξε να ζητήσει την επίδοση της εντός Κύπρου και όχι εκτός Κύπρου. Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί να μην εδικαιούτο να εξασφαλίσει σε μετέπειτα στάδιο άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αλλά η ίδια η διαταγή με την οποία εξασφάλισε έκδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου για επίδοση εντός της δικαιοδοσίας δεν είναι άκυρη.

Στο επίκεντρο της πρωτόδικης απόφασης είναι η εφαρμογή του άρθρου 15(Β) στην περίπτωση τριτοδιαδίκου. Οι λόγοι έφεσης προσβάλλουν και αυτή την κατάληξη.  Το θέμα εγείρεται ως θέμα ερμηνείας.  Το άρθρο 15(Β) επιτρέπει υποκατάστατη επίδοση στον ασφαλιστή του εναγόμενου όταν ο εναγόμενος δεν διαμένει στην Κύπρο ώστε να μην είναι δυνατή η επίδοση σε αυτόν στην Κύπρο.  Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής θεώρησε ότι, καθ’ όσον η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου υπέχει θέση αγωγής του εναγομένου εναντίον του τριτοδιαδίκου, έχει ανάλογη εφαρμογή το άρθρο 15(Β) και στην περίπτωση του τριτοδιαδίκου.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα-τριτοδιάδικο λέγει ότι αυτό δεν είναι δυνατό καθ΄όσον το άρθρο 15(Β) μιλά ρητά για “κλητήριο ένταλμα” και “εναγόμενο” και δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επεκτεινόμενο σε τριτοδιάδικο. Αυτό είναι ορθό. Η γενική εξομοίωση του τριτοδιάδικου προς εναγόμενο έναντι του εναγόμενου κάτω από τη Δ.10 δεν αναιρεί την ανάγκη ερμηνείας του Νόμου 81(1)/95. Ο ίδιος ο Νόμος 81(2)/95 δεν περιέχει ορισμό των όρων “κλητήριο ένταλμα” και “εναγόμενος”. Μπορεί ο ορισμός του όρου “defendant” στη Δ.1 θ.2 όπως και του όρου “εναγόμενος” στο άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 να είναι επαρκώς ευρύς ώστε να καλύπτει και τον τριτοδιάδικο.  Όμως το άρθρο 15(Β) αναφέρεται σε “κλητήριο ένταλμα”, και η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ώστε να εξισώνεται προς κλητήριο ένταλμα για σκοπούς ερμηνείας του όρου στο εν λόγω άρθρο.  Ήδη αναφερθήκαμε στη Δ.10 θ.2 η οποία ουσιαστικά διακρίνει μεταξύ των δύο αφού προνοεί ότι η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου σφραγίζεται και επιδίδεται με τον ίδιο τρόπο που σφραγίζεται και επιδίδεται το κλητήριο ένταλμα.  Η Αγγλική νομολογία αναφορικά με τη γενική σχέση μεταξύ κλητηρίου εντάλματος και ειδοποίησης τριτοδιαδίκου για σκοπούς επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας υποστηρίζει την άποψη αυ[*1592]τή αφού η δυνατότητα επίδοσης της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου εκτός δικαιοδοσίας καθίσταται δυνατή μόνον διότι προνοείται ρητά στους θεσμούς ότι η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου επιδίδεται εκτός δικαιοδοσίας ως να ήτο κλητήριον ένταλμα (ίδε Swansea Shipping Co. v. Duncan [1875-1876] 1 Q.B.D. 644, με ιδιαίτερη αναφορά στις αποφάσεις του Jenel, M.R., και του Denman, J. (ως ήτο τότε), και Dubout & Co. v. Macpherson [1889] 23 Q.B.D. 340).  Σίγουρα δεν υπάρχει οτιδήποτε στη Δ.10 ως σύνολο ή επί μέρους που να καθιστά την ειδοποίηση τριτοδιαδίκου κλητήριο ένταλμα πέραν των κοινών συνεπειών τους.  Στους θεσμούς δεν δίδεται ορισμός του όρου “κλητήριον ένταλμα”, όμως ο ορισμός του όρου “action” (“a civil proceeding commenced by writ or in such other manner as may be prescribed ...”) δείχνει τη διαφοροποίηση μεταξύ κλητηρίου εντάλματος και άλλων εναρκτήριων διαδικασιών και αν ακόμα η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου εθεωρείτο εναρκτήρια διαδικασία.  Το ίδιο ισχύει για τον πανομοιότυπο ορισμό του όρου “αγωγή” στο άρθρο 2 του Νόμου 14/60.  Ο όρος “κλητήριον ένταλμα” στο άρθρο 15(Β) δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει την ειδοποίηση τριτοδιαδίκου.

Το λάθος στην προσέγγιση της ευπαίδευτης πρωτόδικου δικαστή έγκειται στη θεώρηση του πράγματος ως να επρόκειτο για επίδοση στον τριτοδιάδικο με την εξομοίωση του προς εναγόμενο έναντι του εναγομένου. Είναι γεγονός ότι η Δ.10 θ.2 προνοεί ότι η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου επιδίδεται με τον ίδιο τρόπο που επιδίδεται το κλητήριο ένταλμα, ώστε να μπορούσε να λεχθεί ότι το άρθρο 15(Β), επιτρέποντας υποκατάστατη επίδοση στον ασφαλιστή αντί στον εναγόμενο, ισχύει ανάλογα μέσω της Δ.10 θ.2 και σε σχέση με τον τριτοδιάδικο.  Αυτό όμως δεν είναι έτσι.  Το άρθρο 15(Β) μπορεί να προνοεί ότι επίδοση στον ασφαλιστή κατόπιν άδειας του δικαστηρίου για υποκατάστατη επίδοση λογίζεται ως επίδοση στον εναγόμενο, το εδάφιο (2) όμως καθιστά καθαρό ότι δεν πρόκειται για πραγματική υποκατάστατη επίδοση, καθ΄όσον προνοεί ότι η απόφαση που θα εκδοθεί δεν θα είναι εκτελεστή εναντίον του εναγομένου και ότι απλώς ο ενάγων έχει έναντι του ασφαλιστή τα ίδια δικαιώματα που θα είχε αν η αγωγή είχε επιδοθεί στον εναγόμενο.  Το άρθρο 15(Β) λοιπόν δεν διέπει στην πραγματικότητα το διαδικαστικό θέμα της υποκατάστατης επίδοσης μάλλον, ώστε ενδεχόμενα να είχε εφαρμογή η Δ.10 θ.2 αναλογικά, παρά δημιουργεί ένα νέο και ουσιαστικό δικαίωμα απευθείας αγωγής του ενάγοντα κατά του ασφαλιστή (έστω στην ίδια έκταση με εκείνο του ενάγοντα κατά του εναγομένου) ως αυτός να ήτο ο εναγόμενος.  Το δικαίωμα αυτό είναι ευρέως γνωστό ως απ΄ευθείας αγώγιμο δικαίωμα με ουσιαστική υφή (right of direct action) σε πολλές δικαιοδο[*1593]σίες, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. από δεκαετίες, και εξυπηρετεί τις σύγχρονες πραγματικότητες, όπως προφανώς επιδιώκει και το άρθρο 15(Β).  Ως τέτοιο, όμως, το άρθρο 15(Β), παρά την ατυχή διατύπωση του με την αναφορά σε υποκατάστατη επίδοση στον ασφαλιστή λογιζόμενη ως επίδοση στον εναγόμενο, δεν μπορεί καθ’οιονδήποτε τρόπο να ερμηνευθεί ως επεκτεινόμενο στον ασφαλιστή του τριτοδιάδικου και ως δημιουργούν απ’ευθείας αγώγιμο δικαίωμα στον εναγόμενο εναντίον του ασφαλιστή του τριτοδιάδικου.  Οι όροι του, καλώς ή κακώς - και δεν είναι για το δικαστήριο να κρίνει - δεν έχουν τέτοια έκταση.

Καθ’ όσον η έφεση επιτυγχάνει για τον πιο πάνω λόγο, δεν θα ασχοληθούμε με το θέμα της συνταγματικότητας του άρθρου 15(Β) και διότι δεν καθίσταται αναγκαίο και διότι όντως η αναφορά σε αυτό στις αγορεύσεις δεν υπεισέρχεται επαρκώς σε συζήτηση του πέραν του να το εγείρει.

Η έφεση επιτυγχάνει εν μέρει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται καθ’ όσον αφορά την απόρριψη της αίτησης της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου για ακύρωση του διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση και της υποκατάστατης επίδοσης.

Ενόψει της συνολικής έκβασης της έφεσης και του πρωτότυπου του εγερθέντος θέματος, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα όσον αφορά την έφεση και ακυρώνεται η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα εναντίον της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς χωρίς έξοδα. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα εναντίον της εφεσείουσας-τριτοδιαδίκου ακυρώνεται.

      

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο