Nικολαΐδου Έλλη ν. Nίκου Aττίπα και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 1620

(1999) 1 ΑΑΔ 1620

[*1620]30 Σεπτεμβρίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΈΛΛΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1.  ΝΙΚΟΥ ΑΤΤΙΠΑ ,

2.  ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΤΤΙΠΑ,

Eφεσιβλήτων-Eναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10312)

 

Πολιτική Δικονομία —Ένταλμα ανάκτησης κατοχής ακινήτου — Αίτηση για ακύρωσή του — Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης δυνάμει της Δ.48(8)(4) των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας — Η έκδοση εντάλματος για ανάκτηση κατοχής τελεί υπό την προϋπόθεση της επίδοσης του διατάγματος για παράδοση της κατοχής ακινήτου με προσδιορισμένο σ’ αυτό χρόνο που τάσσεται για συμμόρφωση.

Πολιτική Δικονομία — Κάθε απόφαση ή διάταγμα το οποίο ζητεί από οιονδήποτε πρόσωπο να πράξει κάτι θα πρέπει να αναφέρει το χρόνο ή το χρόνο μετά την επίδοση της απόφασης ή του διατάγματος εντός του οποίου η πράξη πρέπει να γίνει — Δ.34 θ.5 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας.

Πολιτική Δικονομία — Εκτέλεση διατάγματος έξωσης με ένταλμα ανάκτησης κατοχής — Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί Δ.43Α —Εφαρμοστέες αρχές.

Στις 6.2.97 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα με το οποίο οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι διατάχθηκαν να παραδώσουν την κατοχή ακινήτου.  Το διάταγμα θα τελούσε υπό αναστολή εκτέλεσης για 4½ χρόνια, νοουμένου ότι οι εφεσίβλητοι θα συμμορφώνονταν με συγκεκριμένους όρους του διατάγματος.

Στις 5.5.97 και 12.5.97 οι εξ αποφάσεως δανειστές-εφεσείοντες επέδωσαν το διάταγμα και στις 3.7.97 εκδόθηκε ένταλμα κατοχής του [*1621]ακινήτου μετά από ex parte αίτησή τους.  Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν την ακύρωση του εντάλματος κατοχής με αίτηση διά κλήσεως.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι (α) παρεχόταν δικαιοδοσία για την ακύρωση του εντάλματος δυνάμει της Δ.48(8)(4) των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και (β) η Δ.34 θ.5 των εν λόγω Θεσμών απαιτεί όπως κάθε διάταγμα που επιτάσσει την εκτέλεση ορισμένης πράξης, καθορίζει τον χρόνο μέσα στον οποίο αυτή πρέπει να εκτελεστεί.  Στο διάταγμα της 6.2.97 δεν καθορίσθηκε τέτοιος χρόνος.  Η αίτηση των εφεσιβλήτων ενεκρίθη.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Υποστήριξαν ότι η ανάληψη δικαιοδοσίας και η έγκριση της αίτησης ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη αναθεώρηση δικαστικής απόφασης από ομόβαθμο δικαστήριο.  Η Δ.48(8)(4) δεν επροσφέρετο και για παραμερισμό άδειας αυτής της φύσης.  Μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία παραμερισμού του εντάλματος κατοχής με προνομιακό ένταλμα.  Η μερική εκτέλεση του διατάγματος σήμαινε αποδοχή του από τους εφεσίβλητους και η αίτησή τους συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας και των θεσμών.  Με την πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε “απόφαση δικαστηρίου μερικώς εκτελεσθείσα” κατά παράβαση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται με το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.  Αποτελούσε σφάλμα η εντύπωση ότι το διάταγμα δεν καθόριζε χρόνο.  Από τη στιγμή που οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να συμμορφωθούν προς συγκεκριμένο όρο που επρονοείτο στο διάταγμα, το διάταγμα κατέστη αμέσως εκτελεστό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στόχος της Δ.48(8)(4) είναι η παροχή δυνατότητας επανεξέτασης θέματος που ρυθμίστηκε ex parte, όταν εκείνος που επηρεάζεται επιθυμεί να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμα του να ακουστεί, με σκοπό την ακύρωση ή τη διαφοροποίηση του.

2.  Η έκδοση διατάγματος άμεσα εκτελεστού δεν σημαίνει πως ικανοποιεί και τη ρητή απαίτηση για προσδιορισμό χρόνου μέσα στον οποίο η πράξη την οποία εντέλλεται πρέπει να εκτελεστεί.  Η απαίτηση για προσδιορισμό χρόνου σύμφωνα με τη Δ.34 θ.5 τίθεται με δοσμένη τη δυνατότητα εκτέλεσης του διατάγματος.  Απαιτείται ρητά να προσδιορίζεται ο χρόνος ή ο χρόνος μετά την επίδοση της απόφασης ή του διατάγματος μέσα στον οποίο η πράξη πρέπει να γινει και δεν μπορεί να θεωρείται ότι αυτό ικανοποιείται απλώς επειδή το διάταγμα ή η απόφαση δεν τελούν υπό ανα[*1622]στολή εκτέλεσης.

     Η αναγκαιότητα για καθορισμό χρόνου για να είναι δυνατό να εφαρμοστεί διάταγμα όπως το συζητούμενο, προνοείται και στην αγγλική Ο.14 r.5.

3.  To διάταγμα της 6.2.97 δεν περιέχει αναφορά σε χρόνο, όπως απαιτεί η Δ.34 θ.5.  Με την κατ’ ισχυρισμό άρση της αναστολής λόγω της μη τήρησης των όρων υπό τους οποίους τελούσε, η απόφαση είναι μεν άμεσα εκτελεστή, αλλά χωρίς προσδιορισμένο χρόνο, όπως απαιτεί ο Κανονισμός.  Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιος χρόνος η όποια, άγνωστη κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος, στιγμή κατά την οποία αυτό θα καθίστατο εκτελεστό.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναθεώρησε το διάταγμα της 6.2.97.  Διαπίστωσε ατέλεια μη θεραπεύσιμη με κατάλληλο δικονομικό διάβημα.  Η απόφαση του να παραμερίσει το ένταλμα κατοχής ήταν ορθή.  Το εν λόγω ένταλμα τελούσε υπό την προϋπόθεση της επίδοσης του διατάγματος με προσδιορισμένο σ’ αυτό χρόνο που τάσσεται για συμμόρφωση και διαπιστώθηκε πως δεν τασσόταν τέτοιος χρόνος.  Τα ουσιαστικά δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προάχθηκαν με το διάταγμα της 6.2.97 δεν έχουν επηρεαστεί και η από αυτή την άποψη εμπλοκή του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, στερείται υπόβαθρου.  Επίσης δεν διαφοροποιεί την κατάσταση το γεγονός ότι στο μεταξύ είχε κατασχεθεί και πωληθεί ακίνητη περιουσία των εφεσιβλήτων προς ικανοποίηση μέρους της απόφασης που εκδόθηκε.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Papasian Ltd v. Xenophontos (1987) 1 C.L.R. 376,

Iacovidou v. Christophi (1985) 1 C.L.R. 533,

Christophi (1985) 1 C.L.R. 692,

Christofi a.o. v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236,

Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401,

[*1623]Ιακωβίδου ν. Χριστοφή κ.ά. (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1157,

Μακρίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1141,

Needham v. Needham [1842] 1 Hare 633,

Gilbert v. Endean [1878] 9 Ch. D. at p. 266,

Wilde [1910] W.N. (Weekly Notes) 128,

Townend v. Townend [1906] 93 L.T. 680,

Tuck [1906] 1 Ch. D. 692,

Thomas v. Nokes [1868] L.R. 6 Eq. 521,

Halford v. Hardy [1900] 81 L.T. 721,

Lowe v. Fox [1885] 15 Q.B.D. 667.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xατζηγιάννη-Iωσήφ, E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Iουλίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 8673/93) με την οποία έγινε αποδεκτή η αίτηση των εφεσιβλήτων-εναγομένων και εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο ακυρώθηκε τόσο η άδεια που παραχωρήθηκε για έκδοση του εντάλματος ανάκτησης κατοχής του ακινήτου όσο και το ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει αυτής.

Χρ. Κληρίδης και Α. Δημητρίου, για την Eφεσείουσα.

Χρ. Ματθαίου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 6.2.97 οι διάδικοι στην αγωγή 8673/93 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δήλωσαν συμβιβασμό στο πλαίσιο του οποίου οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι διατάχθηκαν να παραδώσουν την κατοχή ακινήτου.  Το διάταγμα θα τελούσε υπό αναστολή εκτέλεσης για 4 1/2 χρόνια.  Αυτό, όμως, νο[*1624]ουμένου ότι οι εφεσίβλητοι θα συμμορφώνονταν προς συγκεκριμένους όρους.  Θα έπρεπε να καταβάλουν τα έξοδα της διαδικασίας και, μέχρι τις 6.2.98, £3.960 ως καθυστερημένα ενοίκια  και £10.540 ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση,ποσά για τα οποία όπως συνάγεται εκδόθηκε απόφαση.  Επιπλέον, θα έπρεπε να καταβάλλουν £400 μηνιαίως από 1.2.97 μέχρι την παράδοση του ακινήτου.

Στις 5.5.97 και 12.5.97 οι εξ αποφάσεως δανειστές - εφεσείοντες επέδωσαν το διάταγμα και στις 3.7.97, μετά από ex parte αίτησή τους, εκδόθηκε ένταλμα κατοχής του ακινήτου. Οι εφεσίβλητοι αντέδρασαν με αίτησή τους διά κλήσεως.  Αίτημά τους ήταν η ακύρωση του εντάλματος κατοχής. Τέθηκαν για συζήτηση σειρά θεμάτων αλλά θα χρειαστεί να αναφερθούμε στα θεμελιώδη τα οποία και καθόρισαν την τύχη της αίτησης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, αντίθετα προς την άποψη των εφεσειόντων, έκρινε ότι

(α)   παρεχόταν δικαιοδοσία για την ακύρωση του εντάλματος δυνάμει της Δ.48(8)(4) των Θεσμών περι Πολιτικής Δικονομίας. Η απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε, στην Papasian Ltd v. Xenophontos (1987) 1 C.L.R. 376 ενίσχυε αυτή την κρίση. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, σε αίτηση για χορήγηση άδειας για certiorari και prohibition, σε σχέση με την έκδοση εντάλματος κατοχής, έγινε αναφορά σε προσφερόμενη εναλλακτική θεραπεία.

(β)   Η Δ.34 θ.5 των Θεσμών περι Πολιτικής Δικονομίας απαιτεί όπως κάθε διάταγμα ή απόφαση που επιτάσσει την εκτέλεση ορισμένης πράξης, καθορίζει χρόνο μέσα στον οποίο αυτή πρέπει να εκτελεστεί.  Δεν καθορίστηκε τέτοιος χρόνος στο διάταγμα της 6.2.97, η παράλειψη δεν θεραπεύτηκε με κατάλληλο δικονομικό διάβημα και ενώ το διάταγμα ήταν έγκυρο, παρεμβαλλόταν εμπόδιο στην εκτέλεσή του.  Ενέκρινε επομένως την αίτηση.  Αναφέρθηκε σε σχέση με τη φύση της άδειας για έκδοση εντάλματος κατοχής και τις προϋποθέσεις έγκρισής της στις υποθέσεις Ιacovidou v. Christophi (1985) 1 C.L.R. 533, In Re Manolis Christophi (1985) 1 C.L.R. 692, Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, Papasian Ltd v. Xenophontos (ανωτέρω) και Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, στο σύνολό της.  Υποστηρίζουν πως η ανάληψη δικαιοδοσίας και η επακόλουθη έγκριση της αίτησης ισοδυναμεί με ανε[*1625]πίτρεπτη αναθεώρηση δικαστικής απόφασης από ομόβαθμο δικαστήριο, ως εάν αυτό να ήταν δευτεροβάθμιο.  Η Δ.48(8)(4) δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι προσφέρεται και για παραμερισμό άδειας αυτής της φύσης.  Η χορήγησή της από το Επαρχιακό Δικαστήριο, όσο και αν εκδόθηκε μετά από ex parte αίτηση, σημαίνει το τέλος του θέματος σε ό,τι αφορά στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Δικαιοδοσία παραμερισμού της και του εντάλματος κατοχής είχε πλέον μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακό ένταλμα.  Η αναφορά στην Papasian Ltd σε εναλλακτική θεραπεία δεν υπονοούσε, όπως λανθασμένα αντιλήφθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, τη Δ.48(8)(4).  Πρέπει να θεωρηθεί ότι παρέπεμπε στη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 6 του περί Ελέγχου Ενοικιάσεων Νόμου του 1983 (Ν. 23/83) για υποβολή αίτησης προς αναθεώρηση τελικού διατάγματος εξώσεως από το αρμόδιο Δικαστήριο ή στις πρόνοιες για παράταση προθεσμίας δυνάμει της Δ.57.  Εν πάση περιπτώσει, θεωρούσαν ότι είχε ήδη υπάρξει “μερική εκτέλεση” του διατάγματος και δεν παρεχόταν δικαιοδοσία για εκ των υστέρων ακύρωσή του, πολύ λιγότερο για λόγους που δεν συναρτώνταν προς τη Δ.43Α που ρυθμίζει την έκδοση του εντάλματος κατοχής. Η “μερική εκτέλεση” του διατάγματος σημαίνει αποδοχή του από τους εφεσίβλητους και η αίτησή τους συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας και των θεσμών.  Με την πρωτόδικη απόφαση, “απόφαση δικαστηρίου μερικώς εκτελεσθείσα” ακυρώθηκε κατά παράβαση των δικαιωμάτων που διασφαλίζουν το άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.  Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, και εάν υπήρχε δικαιοδοσία, δεν είχε εγερθεί από τους εφεσίβλητους το ζήτημα του προσδιορισμού χρόνου στο διάταγμα και το δικαστήριο δεν μπορούσε να εξετάσει τέτοιο θέμα “από μόνο του”.  Ούτως ή άλλως, αποτελεί σφάλμα η εντύπωση πως το διάταγμα δεν καθόριζε χρόνο.  Από τη στιγμή που οι εφεσίβλητοι δεν κατέβαλαν την πρώτη δόση των £400, το διάταγμα κατέστη αμέσως εκτελεστό όπως κάθε διάταγμα που δεν τελεί υπό αναστολή.  Δηλαδή, το διάταγμα πρόβλεπε πως θα ήταν αμέσως εκτελεστό μόλις εκδηλωνόταν παράλειψη συμμόρφωσης προς τον αναφερθέντα όρο.  Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση σε όλη της την έκταση.

Δεν είναι ορθό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα “από μόνο του”. Ανατρέξαμε στα δακτυλογραφημένα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και αυτό αποτέλεσε τον κύριο άξονα της επιχειρηματολογίας των εφεσιβλήτων. Έναντι δε αυτής, χωρίς ένσταση οποιασδήποτε μορφής, οι εφεσείοντες πρόβαλαν τις δικές τους θέσεις.

[*1626]Η Papasian Ltd δεν είχε ως αντικείμενο τη χορήγηση άδειας και την έκδοση εντάλματος κατοχής.  Αφορούσε σε διάταγμα για έξωση θέσμιου ενοικιαστή το οποίο επιδόθηκε για να προλειανθεί το έδαφος προς έκδοση εντάλματος κατοχής δυνάμει της Δ.43Α.  Θα σημειώναμε όμως την Νίνα Π. Ιακωβίδου ν. Μανώλη Χριστοφή κ.ά. (1997) 1 A.A.Δ. 1157 στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επελήφθη νομικών ερωτημάτων που παραπέμφθηκαν, ακριβώς στο πλαίσιο αίτησης δια κλήσεως δυνάμει της Δ.48(8)(4), η οποία είχε υποβληθεί πρωτοδίκως με στόχο τον παραμερισμό εντάλματος κατοχής που εκδόθηκε δυνάμει της Δ.43Α.  Σπεύδουμε να προσθέσουμε πως δεν είχε εγερθεί εκεί ζήτημα ως προς το εφαρμόσιμο της Δ.48(8)(4) στην περίπτωση. Επίσης την Μακρίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1141 και (1991) 1 Α.Α.Δ. 401 στην οποία ο Νικήτας Δ., αναγνώρισε ως εναλλακτική δυνατότητα την αίτηση που είχε υποβληθεί πρωτοδίκως για να “αποφασιστεί κατά πόσο ήταν δυνατό να εκτελεσθεί το διάταγμα εξώσεως”.

Η Δ.48(8)(4) αφορά σε κάθε διάταγμα που εκδίδεται ex parte.  Ακολουθεί την απαρίθμηση των περιπτώσεων στις οποίες είναι δυνατό να χορηγηθεί θεραπεία ex parte, στις οποίες περιλαμβάνεται σειρά κανονισμών για τη χορήγηση άδειας. Δεν διακρίνουμε κανένα λόγο για διαφοροποίηση ανάλογα με το αν το διάταγμα έχει ως περιεχόμενο τη χορήγηση άδειας ή οτιδήποτε άλλο από τα προσδιοριζόμενα.  Στόχος της Δ.48(8)(4) εμφανώς είναι η παροχή δυνατότητας επανεξέτασης θέματος που ρυθμίστηκε ex parte, όταν εκείνος που επηρεάζεται επιθυμεί να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμά του να ακουστεί, με προοπτική την ακύρωση ή τη διαφοροποίησή του. Η έκδοση εντάλματος κατοχής μπορεί να γίνει ex parte, όπως ρητά ορίζει η Δ.43Α και οι εφεσίβλητοι, ως επηρεαζόμενοι, είχαν τη δυνατότητα να επιδιώξουν τον παραμερισμό της δυνάμει της Δ.48(8)(4). Στην Christofi and Others v. Iacovidou (ανωτέρω) εκδόθηκαν certiorari και prohibition σε σχέση με ένταλμα κατοχής.  Δεν απασχόλησε όμως το ζήτημα της ύπαρξης εναλλακτικής θεραπείας και πρέπει να έχουμε υπόψη πως, όπως εξηγήθηκε, δεν υπήρχε στην περίπτωση διακριτική εξουσία ως προς το prohibition, το οποίο, ενόψει της εμφανούς έλλειψης δικαιοδοσίας που διαπιστώθηκε, δεν μπορούσε παρά να εκδοθεί. Επιπλέον, στο πλαίσιο της απόφασης, στη σελίδα 251, εξηγήθηκε πως η Δ.48 διέπει αιτήσεις δυνάμει των θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας γενικά, περιλαμβανομένης και της αίτησης για άδεια δυνάμει της Δ.43Α.

Η έκδοση διατάγματος άμεσα εκτελεστού δεν σημαίνει πως ικανοποιεί και τη ρητή απαίτηση για προσδιορισμό χρόνου μέσα στον οποίο η πράξη την οποία εντέλλεται πρέπει να τελεστεί.  Είναι αυ[*1627]τονόητο ότι αδρανεί η επιταγή για όσο χρόνο το διάταγμα τελεί υπό αναστολή εκτέλεσης.  Η απαίτηση για προσδιορισμό χρόνου σύμφωνα με τη Δ.34 θ.5 τίθεται με δοσμένη τη δυνατότητα εκτέλεσης του διατάγματος.  Απαιτείται ρητά να προσδιορίζεται ο χρόνος ή ο χρόνος μετά την επίδοση της απόφασης ή του διατάγματος μέσα στον οποίο η πράξη πρέπει να τελεστεί και δεν μπορεί να θεωρείται ότι αυτό ικανοποιείται απλώς επειδή το διάταγμα ή η απόφαση δεν τελούν υπό αναστολή εκτέλεσης.

Η αγγλική Ο. 41 r.5, πριν την τροποποίησή της ήταν όμοια, κάλυπτε και διατάγματα όπως το συζητούμενο, και, όπως προκύπτει από τη νομολογία στην οποία παραπέμπει η Annual Practice του 1958 σελ. 954 κ.επ., ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε με αυτό τον τρόπο. Εξηγείται συναφώς πως ενώ η διαταγή δεν καθίσταται αναποτελεσματική (ineffectual) χρειάζεται, για να είναι δυνατό να εφαρμοστεί (enforced) να οριστεί χρόνος με διαδικασία που καθορίζεται.  (Βλ. Νeedham v. Needham [1842] 1 Hare 633, Gilbert v. Endean [1878] 9 Ch. D. at p. 266, In re Wilde [1910] W.N. (Weekly Notes) 128, Townend v. Townend [1906] 93 L.T. 680 and Re Tuck [1906] 1 Ch. D. 692). Αναγνωρίστηκε πως η διαταγή για άμεση (forthwith) τέλεση της πράξης αποτελεί επαρκή προσδιορισμό του χρόνου και συζητήθηκε το χρονικό διάστημα το οποίο, κατά περίπτωση, αυτό εξυπονοεί.  (βλ. Thomas v. Nokes [1868] L.R. 6 Εq. 521, Halford v. Hardy [1900] 81 L.T. 721 και Lowe v. Fox [1885] 15 Q.B.D. 667).  Eίναι σαφές όμως πως αυτός ο προσδιορισμός πρέπει να διατυπώνεται στο διάταγμα ή στην απόφαση και δεν προκύπτει μόνο επειδή εκδίδεται απόφαση ή διάταγμα χωρίς αναστολή εκτέλεσης.  Η επίκληση από τους εφεσείοντες του Αtkin’s Court Forms, 2η έκδοση, Τόμος 12 σελ. 4 και συναφώς οι τύποι 10 και 11 δεν προωθεί το επιχείρημά τους.  Ο τύπος 10 αφορά σε εκ συμφώνου διαταγή για πληρωμή ορισμένου ποσού και αναφέρεται σ΄αυτόν προθεσμία πληρωμής. Ο τύπος 11 αφορά στον τρόπο διατύπωσης εκ συμφώνου απόφασης με την οποία επιδικάζεται ποσό, με αναστολή για όσο καταβάλλονται καθορισμένες δόσεις.  Ακολουθεί ο τύπος 13 για εκ συμφώνου διάταγμα προς τέλεση εξειδικευμένων πράξεων.  Περιλαμβάνεται σ΄αυτόν πρόνοια για το χρόνο μέσα στον οποίο πρέπει να τελεστεί η πράξη.

Και στην Κύπρο συναφή ζητήματα προσεγγίστηκαν με την ίδια αυστηρότητα.  Στην Papasian Ltd είχε οριστεί συγκεκριμένος χρόνος στο διάταγμα του Δικαστηρίου αλλά αυτό επιδόθηκε μετά την πάροδό του.  Εξετάστηκε η διασύνδεση του διατάγματος, της οπισθογράφησής του όπως την καθορίζει η Δ.42Α(1) και η επίδοσή του, με τη δυνατότητα έκδοσης εντάλματος κατοχής σύμφωνα με [*1628]τη Δ.43Α.  Αυτό, ενόψει των προνοιών της τελευταίας ως προς το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που πρέπει να υποστηρίζει την ex parte αίτηση για έκδοσή του.  Με αναφορά και στην αγγλική νομολογία κρίθηκε πως στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως ζήτημα αφού το διάταγμα, όπως αυτό εκδόθηκε, ανέφερε ως χρόνο συμμόρφωσης ημερομηνία προγενέστερη της επίδοσης.  Στην Μακρίδης (ανωτέρω), πάνω στην ίδια βάση, ακυρώθηκε με certiorari το ένταλμα κατοχής που είχε εκδοθεί χωρίς να είχε μεσολαβήσει “συμπληρωματικό διάταγμα (supplementary order) παράτασης της προθεσμίας”. Απορρίφθηκε μάλιστα ισχυρισμός πως εδικαιολογείτο άλλη προσέγγιση επειδή αντικείμενο της διαδικασίας ήταν το ένταλμα κατοχής και όχι η παρακοή του διατάγματος.

Έχουμε αναφερθεί στο περιεχόμενο και στη δομή του διατάγματος της 6.2.97.  Δεν περιέχει αναφορά σε χρόνο, όπως απαιτεί η Δ.34 Θ.5.  Με την κατ’ ισχυρισμό άρση της αναστολής λόγω της μή τήρησης των όρων υπό τους οποίους τελούσε, έχουμε απόφαση άμεσα εκτελεστή μεν αλλά χωρίς προσδιοριμένο χρόνο, όπως απαιτεί ο Κανονισμός. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιος χρόνος η όποια,  άγνωστη κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος, στιγμή κατά την οποία αυτό θα καθίστατο εκτελεστό.  Πάνω σε τέτοια βάση, ως τέτοιος χρόνος στην παρούσα υπόθεση θα ήταν η στιγμή κατά την οποία οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να πληρώσουν τις πρώτες £400.  Και ενώ, επομένως, από εκείνη τη στιγμή θα έπρεπε να θεωρούνται ως μή συμμορφωθέντες προς το διάταγμα, η επίδοσή του που πραγματοποιηθήκε αρκετά αργότερα, αναπόφευκτα θα προσέκρουε στην απαίτηση για επίδοση πριν την εκπνοή του καθορισμένου χρόνου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναθεώρησε το διάταγμα της 6.2.97.  Διαπίστωσε ατέλεια που δεν θεραπεύθηκε με κατάλληλο δικονομικό διάβημα και, για τους λόγους που εξηγήσαμε, θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του.  Αφού η έκδοση εντάλματος κατοχής τελεί υπό την προϋπόθεση της επίδοσης του διατάγματος με προσδιορισμένο σ’ αυτό το χρόνο που τάσσεται για συμμόρφωση, η διαπίστωση πως δεν τασσόταν τέτοιος χρόνος, ορθά οδήγησε στον παραμερισμό του.  Τα ουσιαστικά δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που παράχθηκαν με το διάταγμα της 6.2.97 δεν έχουν επηρεαστεί και η από αυτή την άποψη εμπλοκή του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, στερείται υπόβαθρου.  Επίσης δεν διαφοροποιεί την κατάσταση το γεγονός ότι στο μεταξύ είχε κατασχεθεί και πωληθεί κινητή περιουσία των εφεσιβλήτων προς ικανοποίηση μέρους της απόφασης που εκδόθηκε.  Είναι διαφορετικό το ζήτημα της έκδοσης απόφασης με την οποία [*1629]επιδικάζεται ποσό και θα επισημαίναμε εδώ και την επεξήγηση στην υπόθεση Christofi and Others v. Iacovidou (ανωτέρω) στη σελ. 251 σύμφωνα με την οποία η έκδοση εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης κινητών αφήνεται στον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο