Gasto Shipping Company Limited ν. Mineag SQM (Africa) (Proprietory) Limited και Άλλων (Aρ. 2) (1999) 1 ΑΑΔ 1634

(1999) 1 ΑΑΔ 1634

[*1634]4 Οκτωβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

GASTO SHIPPING COMPANY LIMITED,

Eνάγοντες,

ν.

1. MINEAG SQM (AFRICA) (PROPRIETORY) LIMITED,

2. P.T. LONTAR PAPYRUS PULP & PAPER INDUSTRY (AP. 2),

Εναγομένων.

(Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 18/99)

 

Δικονομία Ναυτοδικείου — Χορήγηση άδειας για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας — Καν. 24 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) — Προσαγωγή απαιτούμενης μαρτυρίας — Εφαρμοστέες αρχές.

Δικονομία Ναυτοδικείου — Αίτηση αναθεώρησης διατάγματος Ναυτοδικείου — Διαδικασία αναθεώρησης προβλέπεται από τον Καν. 165 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου και έχει ως λόγο την επανεξέταση των θεμάτων τα οποία τέθηκαν με την αίτηση και τα οποία το διάταγμα σκοπούσε να επιλύσει.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων — Αναγνωριστικές αποφάσεις — Εξουσία πολιτικού Δικαστηρίου να εκδίδει αποφάσεις αναγνωριστικές δικαιώματος — Υποβολή αίτησης από τους ενάγοντες, δυνάμει του Άρθρου 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (N. 14/60) για έκδοση διακήρυξης ότι το αρμόδιο Δικαστήριο για εκδίκαση των απαιτήσεων των εναγομένων είναι το Κυπριακό Δικαστήριο — Αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση διακήρυξης στην απουσία αξίωσης για ειδική ή παρεπόμενη θεραπεία, σε σχέση με την ερμηνεία της Δ.25 θ.5 των παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών.

Αποφάσεις και Διατάγματα — Απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η έναρξη ή η συνέχιση δικαστικής διαδικασίας στο εξωτερικό — Προϋπόθεση έκδοσής του η έναρξη διαδικασίας ή η ύπαρξη απειλής για έναρξη τέτοιας διαδικασίας — Εκτενής αναφορά στη [*1635]σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Ναυτοδικείο — Μεταφορά αγαθών διά θαλάσσης — Πρόκληση ζημιάς στο φορτίο — Αίτημα εναγόντων (πλοιοκτητών) για διακήρυξη έλλειψης ευθύνης γνωστής ως αρνητικής διακήρυξης (negative declaration) — Πότε επιδιώκεται η αρνητική διακήρυξη από ενάγοντες — Αξιώσεις για διακηρύξεις και ειδικά αρνητικές διακηρύξεις πρέπει να προσεγγίζονται με μεγάλη προσοχή σε όλες τις περιπτώσεις που συνεπάγονται πιθανές συγκρούσεις δικαιοδοσιών εφόσον είναι φανερό ότι προσφέρονται ως ανάρμοστες απόπειρες για εγκαθίδρυση δικαιοδοσίας — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Ναυτοδικείο — Διαδικασία αρνητικής διακήρυξης — Με την εν λόγω διαδικασία οι ενάγοντες επεδίωξαν την εκδίκαση της τυχόν αξίωσης που θα ήγειραν οι εναγόμενοι εναντίον τους — Κρίθηκε ότι η εν λόγω διαδικασία αποτελούσε ανορθόδοξο τρόπο επίλυσης της επίδικης διαφοράς.

Οι ενάγοντες ήταν και εξακολουθούν να είναι οι ιδιοκτήτες του υπό Κυπριακή σημαία πλοίου “VALY”. Με γραπτή συμφωνία ημερ. 28.7.98 χρονοναύλωσαν το πλοίο στην εταιρεία South African Marine Corporation Ltd από το Κέϊπ Τάουν της Νότιας Αφρικής.  Σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσυμφώνου το πλοίο έφθασε στο λιμάνι Τοκοπίλλα της Χιλής όπου φόρτωσε 6.532.872 μετρικούς τόνους νιτρικού καλλίου και 2.000 μετρικούς τόνους ανθρακικού καλλίου για μεταφορά στα λιμάνια Κέϊπ Τάουν και Ντέρπαν της Νότιας Αφρικής.  Στη συνέχεια το πλοίο φόρτωσε στο λιμάνι Βισέντε της Χιλής φορτίο 5.047.770 μετρικούς τόνους ξυλοπολτού για μεταφορά σε λιμάνι της Ινδονησίας.  Προς τούτο εκδόθηκαν ανάλογες φορτωτικές.

Κατά την πλοήγηση του πλοίου μέσω των Στενών του Μαγγελλάνου, σημειώθηκε βαριά κακοκαιρία, το πλοίο κτύπησε σε βραχώδη παρεκβολή του νησιού Hannover, έπαθε εκτεταμένες ζημιές, με αποτέλεσμα να του είναι αδύνατο να συνεχίσει το ταξίδι.

Οι ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή αξιώνοντας δηλώσεις από το Δικαστήριο ότι οι αξιώσεις που εγείρονται πρέπει να εκδικασθούν από το Κυπριακό Δικαστήριο και ότι οι ενάγοντες δεν θα έχουν ευθύνη για τη ζημιά που προκλήθηκε στο φορτίο.

Με μονομερή αίτηση τους οι ενάγοντες ζητούν 1) άδεια επίδοσης ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στους εναγομένους 1 [*1636]και 2 εκτός δικαιοδοσίας, 2) άδεια υποκατάστατης επίδοσης της πιο πάνω ειδοποίησης με διπλοσυστημένη επιστολή, 3) διάταγμα καθορίζον τον χρόνο εμφάνισης των εναγομένων 1 και 2 και 4) διάταγμα όπως σε περίπτωση παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης, οποιαδήποτε ειδοποίηση στην αγωγή θα θεωρείται ότι επιδόθηκε με την ανάρτηση αντιγράφου της στον Πίνακα Ειδοποιήσεων του Δικαστηρίου.

Στην ένορκη δήλωση αναφέρετο ότι:

Με γραπτή συμφωνία ημερ. 1.10.98 οι ενάγοντες συμφώνησαν με τους χρονοναυλωτές και τους εναγομένους 1) και 2) ως ιδιοκτήτες του Πρώτου και Δεύτερου φορτίου αντιστοίχως μεταξύ άλλων: (α) όπως το ναυλοσύμφωνο τερματιστεί (β) το ταξίδι που προβλεπόταν από τις φορτωτικές τερματιστεί στο Μοντεβιδέο (γ) το πρώτο και δεύτερο φορτίο μεταφορτωθούν σε άλλο πλοίο για τη μεταφορά τους στα λιμάνια προορισμού το οποίο θα ναυλώνετο από τους χρονοναυλωτές και (δ) όλα τα δικαιώματα των εναγομένων όπως αυτά καθορίζονται από τις φορτωτικές μέχρι τη συμπλήρωση της μεταφόρτωσης συνεχίσουν να ισχύουν χωρίς να καταργούνται από τη συμφωνία.

Στην συμφωνία που επισυνάπτετο στην αίτηση ως Τεκμήριο “ΦΔ8” υπήρχε πρόνοια ότι η συμφωνία θα διέπετο και θα ερμηνεύετο σύμφωνα με τον Αγγλικό Νόμο και οποιαδήποτε διαφορά εγείρετο θα παραπέμπετο στην αποκλειστική δικαιοδοσία του High Court of Justice στο Λονδίνο.

Οι ασφαλιστές των εναγόντων έδωσαν στους εναγομένους εγγύηση ύψους $700.000 για τις απαιτήσεις τους εναντίον τους για τυχόν ζημιές στα φορτία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μονομερή αίτηση.  Έκρινε ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να ικανοποιήσουν τις “δύο προϋποθέσεις που τίθενται, δηλαδή ότι έχουν καλό αγώγιμο δικαίωμα (good cause of action) και ότι η αγωγή είναι κατάλληλη να εκδικασθεί στην Κύπρο”.  Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην πιο πάνω πρωτόδικη κατάληξη είναι οι ακόλουθοι:

1.  Βασικές προϋποθέσεις για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να επιτρέψει την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι (α) η ύπαρξη καλού αγώγιμου δικαιώματος (good cause of action) και (β) η αγωγή να είναι κατάλληλη για εκδίκαση στην Κύπρο.

[*1637]       Η παρούσα αγωγη είναι αναγνωριστικής φύσεως.  Είναι νομολογιακή αρχή και νομολογιακά καθιερωμένο ότι τα Δικαστήρια έχουν διακριτική εξουσία να εκδίδουν αναγνωριστικές αποφάσεις.

     Το Άρθρο 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (14/60) αναγνωρίζει τέτοια εξουσία.  Το εν λόγω Άρθρο ανταποκρίνεται σχεδόν απόλυτα προς τη Δ.25 θ.5 των παλαιών αγγλικών θεσμών.

     Στο Annual Practice 1958 αναφέρεται ότι όπου δεν ζητείται ειδική θεραπεία (specific relief) εκτός από δήλωση (declaration), πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή.

     Στην παρούσα αγωγή δεν διεκδικείται (asserted) κανένα δικαίωμα ούτε μορφοποιείται οποιαδήποτε απαίτηση παρά μόνο νομικό δικαίωμα (legal right), το οποίο πιθανό να είναι προδικαστικό (preliminary) σημείο σε άλλη αγωγή.

     Το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδώσει αναγνωριστικές αποφάσεις επί των απαιτήσεων 1 και 2 και κατά συνέπεια δεν έχει στοιχειοθετηθεί ότι οι ενάγοντες απέδειξαν την κύρια προϋπόθεση ότι έχουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση (good cause of action).

2.  Καθ’ όσον αφορά την απαίτηση 3 με την οποία ζητείται διάταγμα που να απαγορεύει στους εναγόμενους 2 να εγείρουν δικαστική διαδικασία στη Χιλή, και πάλιν δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

3.  Η απαίτηση αρ.4, με την οποία ζητείται διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες δεν έχουν ευθύνη προς τους εναγομένους για τις ζημιές στα φορτία κατά τη μεταφορά τους επί του πλοίου και την προσάραξη του στα Στενά του Μαγγελλάνου, αν ευρίσκετο ενώπιον Αγγλικών Δικαστηρίων, θα εξαρτάτο από τη διακριτική ευχέρεια που έχουν τα εν λόγω Δικαστήρια να εκδίδουν διακηρύξεις έλλειψης ευθύνης (declaration of non-liability).  Όμως αξιώσεις για δηλώσεις και ειδικά αρνητικές δηλώσεις πρέπει να προσεγγίζονται με μεγάλη προσοχή σε όλες τις καταστάσεις που συνεπάγονται πιθανές συγκρούσεις δικαιοδοσιών, εφόσον είναι φανερό ότι προσφέρονται ως ανάρμοστες απόπειρες για εγκαθίδρυση δικαιοδοσίας.

4.  Δεν υπάρχει τρόπος και ούτε έγινε εισήγηση για υπερπήδηση του εμποδίου που δημιουργείται με την απόδοση αποκλειστικής δικαιοδοσίας στα Αγγλικά Δικαστήρια στη συμφωνία που έγινε μετά το ναυάγιο μεταξύ των διαδίκων.  Ως εκ τούτου ούτε η προϋπόθεση [*1638]ότι η Κύπρος είναι το κατάλληλο forum για εκδίκαση της αγωγής, δεν έχει ικανοποιηθεί.

Με την παρούσα διαδικασία οι ενάγοντες ζητούν αναθεώρηση του διατάγματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, πριν εξετάσει τους λόγους αναθεώρησης αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας και αποφάνθηκε ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας διέπεται από τον Καν. 24 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου).

Μέρος των εισηγήσεων των εναγόντων στρέφεται κατά της ορθότητας ορισμένων από τα πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επανεξέτασε τα θέματα τα οποία τέθηκαν με την αίτηση υπό το φως των εισηγήσεων των αιτητών οι οποίες τέθηκαν ενώπιον του.

Απαιτήσεις 1 και 2:

Οι πιο πάνω απαιτήσεις βασίζονται σε φορτωτικές.  Σύμφωνα με τους ενάγοντες οι φορτωτικές διέπονται από το Κυπριακό Δίκαιο.  Νομικό έρεισμα των απαιτήσεων έιναι το Άρθρο 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (14/60) το οποίο, κατά τους ενάγοντες, προσομοιάζει με το θ.5 της Δ.25 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών.  Οι συνήγοροι των εναγόντων υποστήριξαν ότι η εξουσία για έκδοση διακήρυξης δυνάμει του θ.5, δεν περιορίζεται στις υποθέσεις στις οποίες ο ενάγων έχει μια πλήρη και υφιστάμενη αιτία αγωγής ανεξάρτητα από το θεσμό. Αναγνώρισαν, ωστόσο ότι “περαιτέρω, προϋπόθεση για την εξάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παροχή δήλωσης / διακήρυξης είναι η προβολή συγκεκριμένης απαίτησης ή δικαιώματος εκ μέρους του εναγομένου”.  Οι εναγόμενοι, έχουν προβάλει συγκεκριμένη χρηματική απαίτηση.  Απείλησαν ότι εάν δεν λάβουν εγγυήσεις προς ικανοποίηση των απαιτήσεων τους θα προχωρούσαν στη σύλληψη του πλοίου.  Σαν αποτέλεσμα οι ενάγοντες μέσω των ασφαλιστών τους εξέδωσαν τις δύο επιστολές ανάληψης υποχρέωσης συνολικού ύψους $Η.Π.Α. 700.000.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση διακήρυξης στην απουσία αξιωσης για ειδική ή παρεπόμενη θεραπεία συνοψίζονται στο [*1639]Annual Practice 1960, σελ. 578 σε σχέση με την ερμηνεία της Δ.25 θ.5 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών.

2.  Αξίωση για διακήρυξη μόνο η οποία δεν ακολουθείται με αξίωση για παρεπόμενη θεραπεία θα παρακολουθείται προσεκτικά.  Δεν θα εκδοθεί διακήρυξη εναντίον προσώπου το οποίο δεν έχει διεκδικήσει δικαίωμα ούτε έχει διατυπώσει συγκεκριμένη αξίωση.  Η εξουσία έκδοσης αποφάσεων, οι οποίες είναι αναγνωριστικές δικαιώματος, πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή και περιφρούρηση και με εξαιρετική περίσκεψη.

3.  Η διεκδίκηση δικαιώματος πρέπει να συνδέεται με το περιεχόμενο της επίδικης απαίτησης. Στην κρινόμενη περίπτωση οι ενάγοντες επιδιώκουν την έκδοση διακήρυξης ότι το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των αξιώσεων των εναγομένων είναι το Κυπριακό Δικαστήριο.  Επομένως η διεκδίκηση δικαιώματος ή αξίωσης από τους εναγομένους πρέπει να αναφέρεται στο θέμα της αρμοδιότητας. Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, προκύπτει ότι, οι εναγόμενοι δεν διεκδικούν οποιοδήποτε δικαίωμα σε σχέση με το αντικείμενο των απαιτήσεων 1 και 2.  Δεν αμφισβήτησαν με οποιοδήποτε τρόπο την αρμοδιότητα του Κυπριακού Δικαστηρίου.  Το συμπέρασμα αυτό θέτει την παρούσα υπόθεση εκτός της κατηγορίας των υποθέσεων στις οποίες δικαιολογείται η έκδοση διακήρυξης στην απουσία αξίωσης για ειδική ή παρεπόμενη θεραπεία.

Απαίτηση 3. – Απαγορευτικό διάταγμα εναντίον του εναγομένου 2.

Για να εκδοθεί απαγορευτικό διάταγμα που να απαγορεύει στους εναγομένους 2 να εγείρουν δικαστική διαδικασία στη Χιλή, θα έπρεπε να είχε αρχίσει η σχετική διαδικασία ή να υφίσταται απειλή για έναρξη τέτοιας διαδικασίας.  Δεν διαπιστώθηκε ότι υφίσταται απειλή για έναρξη διαδικασίας στο δικαστήριο της αλλοδαπής.  Ακολουθεί πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας.  Οι σχετικοί λόγοι αναθεώρησης απορρίπτονται.

Απαίτηση 4. – Διακήρυξη έλλειψης ευθύνης.

Η απαίτηση 4 είναι γνωστή ως αρνητική διακήρυξη (negative declaration).

Από τη νομολογία προκύπτουν τα εξής:

(α)   Η έκδοση αρνητικής διακήρυξης εκδίδεται σε εξαιρετικές περιστάσεις.

[*1640](β)  Αξιώσεις για αρνητικές διακηρύξεις πρέπει να προσεγγίζονται με μεγάλη περίσκεψη και να υποβάλλονται σε ενδελεχή έρευνα.

(γ)   Πρέπει να εξετάζεται η οφελιμότητα της έκδοσης μιας αρνητικής διακήρυξης.

(δ)   Πρέπει να εξετάζεται κατά πόσο δεν θα αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη αν δεν εκδοθεί μια αρνητική διακήρυξη.

(ε) Το γεγονός ότι το εφαρμοζόμενο δίκαιο είναι το ημεδαπό αποτελεί ένα από τους παράγοντες οι οποίοι καθιστούν την περίπτωση εξαιρετική.  Ωστόσο αυτός ο παράγων από μόνος του δεν είναι αρκετός.  Πρέπει να εξετάζεται και να συνεκτιμάται μαζί με τους υπόλοιπους παράγοντες οι οποίοι πρέπει να συντρέχουν για να ενταχθεί η υπόθεση στην κατηγορία των περιπτώσεων στις οποίες δικαιολογείται η έκδοση αρνητικής διακήρυξης.

Στόχος του διαβήματος των εναγόντων είναι η αποφυγή έγερσης αγωγής στα δικαστήρια της Χιλής και η εκδίκαση της διαφοράς από τα Κυπριακά Δικαστήρια.  Ωστόσο μετά τη συμφωνία του Οκτωβρίου του 1998, οι εναγόμενοι δεν ισχυρίσθηκαν ποτέ ότι αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο της Χιλής.  Επίσης, κατά το ίδιο διάστημα, και παρά τη διάρρευση ικανού χρόνου, οι εναγόμενοι δεν έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να εγείρουν αγωγή για επίλυση της διαφοράς τους με τους ενάγοντες ενώπιον των δικαστηρίων της Χιλής ή ενώπιον άλλου αλλοδαπού δικαστηρίου.  Η στάση των εναγομένων είναι ικανή να εντάξει την παρούσα υπόθεση εκτός της κατηγορίας των εξαιρετικών περιπτώσεων στις οποίες δικαιολογείται η έκδοση αρνητικής διακήρυξης. Ο σχετικός λόγος αναθεώρησης απορρίπτεται.

Η διαδικασία που επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν οι ενάγοντες στην παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί τον ορθόδοξο τρόπο επίλυσης της διαφοράς.  Είναι γι’ αυτό το λόγο που - ορθά - η νομολογία έχει θέσει πάρα πολύ αυστηρά κριτήρια.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

SNI Aerospatiale v. Lee Kui Jak a.o. [1987] 3 All E.R. 510,

British Airways Board v. Laker Airways Ltd a.o. [1984] 3 All E.R. 39 (H.L.),

Continental Bank N.A. v. Aeakos Compania Naviera S.A. a.o. [1994] 1 [*1641]Lloyd’s Law Reports 505,

Greenwich Healthcare National Health Service Trust v. London and Quadrant Housing Trust a.o. [1998] 3 All E.R. 437,

New Hampshire Insurance Co. v. Aerospace Finance Ltd a.o. [1998] 2 Lloyd’s Rep. 539,

Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.ά., (1999) 1 A.A.Δ. 1168,

Geto Trading Ltd v. Πλοίου Μ/V Vladimir Vaslyayev (1996) 1(A) A.A.Δ. 286,

Williams & Glyn’s Bank v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 569,

Williams & Glyn’s Bank v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 674,

Williams & Glyn’s Bank v. Kouloumbis (1986) 1 C.L.R. 627,

Mavrommatis a.o. v. Republic a.o. (1962) C.L.R. 342,

Hext v. Gill, L.R. 7 Ch. 699,

Tipping v. Eckersley 2 K. & J. 264,

Thornhill v. Weeks [1913] 1 Ch. 438,

Gray v. Spyer [1922] 2 Ch. 22,

Re Clay [1919] 1 Ch. 66,

Nixon v. A.G. [1930] 1 Ch. 574,

Earl of Dysart v. Hammerton [1914] 1 Ch. 822,

Guaranty Trust of New York v. Hannan [1915] 2 K.B. 575,

London Passenger Transport Board v. Moscrop [1942] 1 All E.R. 97, 103,

Thornhill v. Weeks [1913] 1 Ch. 438,

Guaranty Trust Company of New York v. Hannay & Company [1915] [*1642]2 K.B. 536,

Shawnee Processors Inc. v. Same [1976] 2 Lloyd’s Rep. 10,

The Volvox Hollandia [1988] 2 Lloyd’s Rep. 361,

Patten v. Burk Publishing Co. Ltd [1991] 2 All E.R. 821,

Guaranty Trust Company of New York v. Hannay & Co. [1918] 2 K.B. 623,

Sivyer v. Amies [1940] 3 All E.R. 285.

Aίτηση για αναθεώρηση σε Aγωγή Nαυτοδικείου.

Aίτηση σε Aγωγή Nαυτοδικείου από τους ενάγοντες με την οποία ζητείται αναθεώρηση του διατάγματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 7 Mαΐου, 1999 με το οποίο απορρίφθηκε η μονομερής αίτησή τους για, ανάμεσα σ’ άλλα, άδεια επίδοσης της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στην πιο πάνω αγωγή στους εναγομένους εκτός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.

Eλ. Mοντάνιος με Γρ. Λεοντίου, για τους Eνάγοντες-αιτητές.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα διαδικασία οι ενάγοντες ζητούν αναθεώρηση του διατάγματος του πρωτόδικου δικαστηρίου, ημερ. 7.5.99, με το οποίο έχει απορριφθεί η μονομερής αίτηση τους για, ανάμεσα σ’ άλλα, άδεια επίδοσης της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στην πιο πάνω αγωγή στους εναγομένους εκτός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.

Τα γεγονότα:

Μεταφέρουμε σύνοψη των γεγονότων όπως αυτά έχουν τεθεί στην ένορκη δήλωση των εναγόντων η οποία συνοδεύει την πιο πάνω μονομερή αίτηση τους:

Οι ενάγοντες ήταν και εξακολουθούν να είναι οι ιδιοκτήτες του πλοίου “VALY” (το πλοίο), το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο [*1643]κυπριακό νηολόγιο.  Οι εναγόμενοι 1  είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκε στη Νότιο Αφρική και έχει το εγγεγραμμένο της γραφείο στην Ν. Αφρική.  Οι εναγόμενοι 2 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκε στην Ινδονησία και έχει το εγγεγραμμένο της γραφείο στην Ινδονησία.

Με γραπτή συμφωνία, ημερ. 28.7.98, οι ενάγοντες χρονοναύλωσαν το πλοίο από τις 3.8.98 για περίοδο 35-60 ημερών στην εταιρεία South African Marine Corporation Ltd από το Κέϊπταουν της Ν. Αφρικής. Σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσυμφώνου το πλοίο έφθασε στο λιμάνι Τοκοπίλλα της Χιλής όπου φόρτωσε 6.532,872 μετρικούς τόνους νιτρικού κάλλιου και 2.000 μετρικούς τόνους ανθρακικού κάλλιου (το πρώτο φορτίο).  Για το πρώτο φορτίο εκδόθηκαν στις 11.8.98 φορτωτικές με αρ. 1-6 έχοντας λιμάνι προορισμού το Κέϊπταουν και φορτωτικές με αρ. 1-15 έχοντας ως λιμάνι προορισμού το Ντέρπαν.   Στη συνέχεια το πλοίο φόρτωσε στο λιμάνι του Σαν Βισέντε της Χιλής φορτίο από 5.047,770 μετρικούς τόνους ξυλοπολτού (το δεύτερο φορτίο) για μεταφορά στο λιμάνι Τάμπ Τίνγκι Τζάμπ της Ινδονησίας.  Για το δεύτερο φορτίο εκδόθηκε στις 18.8.98 φορτωτική με αρ. 1.  Ακολούθως το πλοίο κατευθύνθηκε νότια στο Χιλιανό Λιμάνι Ancud στο νησί Χιλόε όπου επιβιβάστηκαν στο πλοίο δύο εγγεγραμμένοι πλοηγοί για την πλοήγηση του δια μέσου των στενών του Μαγγελλάνου μέχρι το Πούντα Αρένας.  Κατά την 01:00 ώρα της 25.8.98, κατά τη διάρκεια πλοήγησης του πλοίου στα στενά Γκία, λόγω της βαριάς κακοκαιρίας και της χαμηλής ορατότητας, το πλοίο κτύπησε σε βραχώδη παρεκβολή του νησιού Χανόβερ. Λόγω της σύγκρουσης το πλοίο έπαθε εκτεταμένες ζημιές με αποτέλεσμα να του είναι αδύνατο να συνεχίσει το ταξίδι δεδομένης της κακοκαιρίας που επικρατούσε.   Το πλοίο υπεβλήθη σε προσωρινές επιδιορθώσεις στο αγκυροβολείο Cresta De Otter Anchoarage και στο λιμάνι του Punta Arenas.   Στις 10.9.98 το πλοίο αναχώρησε για το λιμάνι του Μόντε Βιντέο στην Ουραγουάη ούτως ώστε να υποβληθεί σε περαιτέρω επιδιορθώσεις.  

Με γραπτή συμφωνία ημερ. 1.10.98 (συμφωνία του Οκτώβρη) οι ενάγοντες συμφώνησαν με τους χρονοναυλωτές και τους εναγομένους 1 και 2 ως ιδιοκτήτες του πρώτου και του δεύτερου φορτίου αντιστοίχως, την μεταφόρτωση του φορτίου σε υποκατάστατο πλοίο το οποίο ναυλώθηκε από τους χρονοναυλωτές για μεταφορά του στο λιμάνι προορισμού.  Συμφώνησαν, επίσης, για κήρυξη γενικής αβαρίας (General Average Adjustment) και διορισμό γενικών  διακανονιστών αβαρίας (General Average [*1644]Adjusters) για διακανονισμό της γενικής αβαρίας. Το Λονδίνο ορίστηκε ως ο τόπος διακανονισμού της γενικής αβαρίας. Με τον όρο 9 της συμφωνίας του Οκτώβρη τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών αναφορικά με την μεταφορά του φορτίου μέχρι και την περάτωση της μεταφόρτωσης του θα διέπονται από τις φορτωτικές.  Ο όρος 11 της συμφωνίας του Οκτώβρη προνοεί ότι αυτή θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και ότι οποιοαδήποτε διαφορά εγείρεται βάσει αυτής θα προσάγεται για εκδίκαση στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας.

Μετά το πέρας της μεταφόρτωσης οι εναγόμενοι παρέδωσαν στους ενάγοντες ένα πλήρες σύνολο των φορτωτικών που εκδόθηκαν για το πρώτο και το δεύτερο φορτίο οπισθογραφημένες ως περατωθείσες (Accomplished).

Με επιστολή των αντιπροσώπων τους, ημερ. 15.10.98, οι εναγόμενοι κάλεσαν τους ενάγοντες να τους παραχωρήσουν εγγύηση ύψους $ΗΠΑ 700.000 για τις απαιτήσεις τους εναντίον τους για τυχόν ζημιές στο πρώτο και δεύτερο φορτίο.  Σε περίπτωση δε που οι ενάγοντες παρέλειπαν να παραχωρήσουν εγγύηση οι εναγόμενοι μέσω των αντιπροσώπων τους θα έδιναν οδηγίες για καταχώριση αίτησης σύλληψης του πλοίου στο Μόντε Βιτέο.

Μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ των δικηγόρων των εναγόντων, των ασφαλιστών των εναγόντων και των αντιπροσώπων των εναγομένων οι ασφαλιστές των εναγόντων έδωσαν δύο επιστολές ανάληψης υποχρέωσης (letters of undertaking) για πληρωμή στους μεν εναγομένους 1 μέχρι του ποσού των $ΗΠΑ 365.000, στους δε εναγομένους 2 μέχρι και του ποσού των $ΗΠΑ 335.000.  Ήταν ρητός ο όρος των επιστολών ανάληψης υποχρέωσης ότι οι ασφαλιστές θα πληρώσουν στους εναγομένους 1 και 2 τα πιο πάνω ποσά μόνο στην περίπτωση απόφασης αρμοδίου δικαστηρίου αναφορικά με την ουσία των απαιτήσεων των εναγομένων εναντίον των εναγόντων ή γραπτού συμβιβασμού μεταξύ των εν λόγω μερών. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι συμφώνησαν να μην προχωρήσουν στην σύλληψη του πλοίου ή άλλης περιουσίας των εναγόντων για σκοπούς εξασφάλισης δικαιοδοσίας δικαστηρίου ή περαιτέρω εξασφάλισης των απαιτήσεων τους έναντι των εναγόντων.

Με το κλητήριο ένταλμα, ημερ. 10.2.99, που καταχώρισαν στην πιο πάνω αγωγή, οι ενάγοντες αξιώνουν τις ακόλουθες 4 θεραπείες:

[*1645](α)       Αιτούμενες θεραπείες 1 και 2: Δήλωση του δικαστηρίου ότι όλες οι απαιτήσεις των εναγομένων ως ιδιοκτητών του φορτίου που εγείρονται βάσει των φορτωτικών που σχετίζονται με τη μεταφορά του φορτίου επί του πλοίου και/ή την προσάραξη του πλοίου στα στενά του Μαγγελλάνου αρμόζουν να εκδικαστούν από τα Κυπριακά δικαστήρια.

(β)       Αιτούμενη θεραπεία 3:  Διάταγμα που να απαγορεύει στους εναγομένους 2 από του να εγείρουν δικαστική διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου της Χιλής σε σχέση με οποιεσδήποτε απαιτήσεις που αναφέρονται πιο πάνω.

(γ)        Αιτούμενη θεραπεία 4:  Δήλωση του δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες δεν είχαν και δεν έχουν ευθύνη προς τους εναγομένους σε σχέση με οποιεσδήποτε ζημιές στο φορτίο οι οποίες τυχόν να προκλήθηκαν κατά την πιο πάνω μεταφορά του φορτίου επί του πλοίου και/ή την προσάραξη του πλοίου στα στενά του Μαγγελλάνου στις 25.8.98.

Καθώς αναφέρεται πιο πάνω με την μονομερή αίτηση τους, ημερ. 15.3.99, οι ενάγοντες ζήτησαν, ανάμεσα σ’ άλλα, διάταγμα με το οποίο να παρέχεται άδεια επίδοσης ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στους εναγομένους 1 και 2 εκτός δικαιοδοσίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Εξού και η παρούσα διαδικασία για αναθεώρηση του διατάγματος του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Η πρωτόδικη απόφαση.   

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την μονομερή αίτηση. Έκρινε ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να ικανοποιήσουν τις “δύο προϋποθέσεις που τίθενται, δηλαδή ότι έχουν καλό αγώγιμο δικαίωμα (good cause of action) και ότι η αγωγή είναι κατάλληλη να εκδικασθεί στην Κύπρο”.

Θα αναφερθούμε στους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην πιο πάνω πρωτόδικη κατάληξη.

Σε σχέση με τις δύο πρώτες απαιτήσεις το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι “ζητείται εκ των προτέρων να αναγνωρισθεί η δικαιοδοσία του Κυπριακού Δικαστηρίου χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη απαίτηση από τους εναγομένους”.  Σημείωσε, επίσης, ότι οι ενάγοντες στηρίζουν τις δύο πρώτες απαιτήσεις τους στο γεγονός ότι υπάρχει πρόθεση να εγείρουν απαιτήσεις για ζημιές που έχουν υποστεί.  Αυτή η πρόθεση τους εκφράζεται από την επιμονή τους να ζητήσουν επιταγή ύψους $700.000, πράγμα που έχουν πετύχει.  Βασίζουν δε τις πρώτες απαιτήσεις τους στις φορτωτικές με βάση τις οποίες δίδεται αρμοδιότητα στα Κυπριακά Δικαστήρια.

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στο Άρθρο 41* του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (14/60) και υπέδειξε ότι το άρθρο αυτό ανταποκρίνεται απόλυτα προς την Δ.25  θ.5 των παλαιών αγγλικών θεσμών.  Έκαμε, επίσης, αναφορά στο Annual Practice 1958, σελ. 578, στην οποία αναφέρεται ότι όπου δεν ζητείται ειδική θεραπεία (specific relief) εκτός από δήλωση (declaration) η σχετική δικαιοδοσία πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή (caution).   Τέλος το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:

“Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων με παρέπεμψε στην απόφαση Thornhill v. Weeks [1913] Ch. 438. Tα γεγονότα της υπόθεσης αυτής όμως είναι εντελώς διάφορα από την παρούσα αγωγή.  Σ’ εκείνη υπήρχε συγκεκριμένη απαίτηση για παράνομη επέμβαση και αποζημιώσεις, συνάμα εζητείτο και δήλωση αναγνωριστική του δικαιώματος. Ενώ στην παρούσα αγωγή δεν προβάλλεται καμιά συγκεκριμένη απαίτηση και πρέπει το Δικαστήριο να υποθέσει ποιά θα είναι η μελλοντική πιθανή απαίτηση των εναγομένων και που θα βασίζεται στις φορτωτικές ή στη δεύτερη συμφωνία των μερών στην οποία δίδεται αποκλειστική δικαιοδοσία στα Αγγλικά Δικαστήρια.

Στην παρούσα αγωγή δεν διεκδικείται (asserted) κανένα δικαίωμα ούτε μορφοποιείται οποιαδήποτε απαίτηση παρά μόνο νομικό δικαίωμα (legal right), το οποίο πιθανό να είναι προδικαστικό (preliminary) σημείο σε άλλην αγωγή.

Τελικά δεν έχω πεισθεί ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδο[*1647]σία να εκδώσει αναγνωριστικές αποφάσεις επί των απαιτήσεων αρ. 1 και 2 και κατά συνέπεια δεν έχει στοιχειοθετηθεί ότι οι ενάγοντες απέδειξαν την κύρια προϋπόθεση ότι έχουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση (good cause of action)”.

Σε σχέση με την απαίτηση 3 το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στις υποθέσεις SNI Aerospatiale v. Lee Kui Jak and Another [1987] 3 All E.R. 510, British Airways Board v. Laker Airways Ltd and Others [1984] 3 All E.R. 39 (H.L.) και Continental Bank N.A. v. Aeakos Compania Naviera S.A. and Others [1994] 1 Lloyd’s Law Reports 505, τις οποίες είχε επικαλεσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων.  Υπέδειξε: 

“Στις πιο πάνω αυθεντίες είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρχε εκκρεμής διαδικασία ενώπιον αλλοδαπού Δικαστηρίου. Υπήρχε μορφοποιημένη και συγκεκριμένη απαίτηση.  Βασική δε προϋπόθεση για την έκδοση τέτοιου διατάγματος είναι η διαπίστωση ότι η αγωγή είναι καταπιεστική και ενοχλητική (oppressive and vexatious).”

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

“Στην παρούσα υπόθεση είναι εντελώς άγνωστη η ενδεχόμενη απαίτηση των εναγομένων και περαιτέρω αν αυτή θα βασίζεται ή όχι στις φορτωτικές ή στη συμφωνία των μερών μετά το ναυάγιο η οποία με το άρθρο 11 δίδει αποκλειστική δικαιοδοσία στα Αγγλικά Δικαστήρια.  Η ισχύς των φορτωτικών με την πιο πάνω συμφωνία των μερών έχει τερματισθεί.  Δεν έχω πεισθεί ότι η οποιαδήποτε ενδεχόμενη απαίτηση των εναγομένων θα βασίζεται στις φορτωτικές ή στη μεταγενέστερη συμφωνία των μερών, ούτε έχω ικανοποιηθεί ότι εκ πρώτης όψεως τέτοια αγωγή θα ήταν καταπιεστική και ενοχλητική για τους ενάγοντες στην παρούσα διαδικασία.”

Τέλος και σε σχέση με την απαίτηση 4 το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στην υπόθεση Greenwich Healthcare National Health Service Trust v. London and Quadrant Housing Trust and Others [1998] 3 All E.R. 437 στην οποία απεφασίσθη ότι “σε ειδικές περιπτώσεις δικαιολογείται η έκδοση διακήρυξης έλλειψης ευθύνης του ενάγοντα σε υπάρχουσα ή πιθανή μελλοντική δικαστική διαδικασία “εφ’ όσον ικανοποιηθεί ότι αυτή θα είναι ωφέλιμη προς τον ενάγοντα και ότι η μη παροχή της θα ισοδυναμεί με μη απόδοση δικαιοσύνης στον ενάγοντα”.

Υπέδειξε, ωστόσο, ότι τα  γεγονότα της πιο πάνω  υπόθεσης “είναι εντελώς διάφορα από την παρούσα υπόθεση”. Έκαμε επίσης αναφορά στην υπόθεση New Hampshire Insurance Co. v. Aerospace Finance Ltd and Others [1998] 2 Lloyd’s Rep. 539.    Υπέδειξε:  Η υπόθεση εκείνη “βασίσθηκε στη Δ.11 θ.10(d) των νέων αγγλικών θεσμών στην οποία έχει προστεθεί η φράση ‘ως άλλως επηρεάζουσα σύμβαση’ (otherwise affecting a contract).  Οι νέοι αγγλικοί θεσμοί δεν έχουν εφαρμογή στην Κύπρο”.  Στη συνέχεια παρέθεσε απόσπασμα από την υπόθεση New Hampshire Insurance Co. (πιο πάνω) στο οποίο τονίζεται ότι αξιώσεις για δηλώσεις και ειδικά αρνητικές δηλώσεις πρέπει να προσεγγίζονται με μεγάλη προσοχή σε όλες τις καταστάσεις που συνεπάγονται πιθανές συγκρούσεις δικαιοδοσιών, εφόσον είναι φανερό οτι προσφέρονται ως ανάρμοστες απόπειρες για εγκαθίδρυση δικαιοδοσίας*.

Tο πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το πιο πάνω απόσπασμα δίδει την απάντηση στην παρούσα υπόθεση.  Ανέφερε, επίσης, ότι με την συμφωνία που έγινε μετά το ναυάγιο δίδεται αποκλειστική δικαιοδοσία στα αγγλικά δικαστήρια και εφαρμοστέρο δίκαιο είναι το αγγλικό. Όπως το έθεσε:  “Δεν μπορώ να διακρίνω τρόπο, ούτε και υπάρχει τέτοια εισήγηση ή επιχειρηματολογία εκ μέρους των εναγόντων, να υπερπηδηθεί το εμπόδιο αυτό”.

Η αίτηση αναθεώρησης.

Πριν εξετάσουμε τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται η αναθεώρηση της πρωτόδικης απόφασης θα κάμουμε αναφορά στις αρχές που διέπουν την χορήγηση άδειας για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Έχουν συνοψισθεί στην πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 1168.  Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Η επίδοση κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας διέπεται από τον Καν. 24 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) ο οποίος απαιτεί την προσαγωγή της πιο κάτω μαρτυρίας:

[*1649]‘(α) Μαρτυρία που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ή τον Δικαστή ότι ο ενάγων έχει καλό αγώγιμο δικαίωμα.

 (β) Στοιχεία ότι η αγωγή είναι κατάλληλη για να εκδικαστεί στην Κύπρο.

 (γ) Μαρτυρία αναφορικά με τον τόπο ή τη χώρα που μπορεί να βρεθεί ο εναγόμενος, και

(δ)  Μαρτυρία για την ιθαγένεια του εναγομένου.’

(Βλ. Jadranska Slobodna Providba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, Sekavin S.A. v. Ship “Platon Ch” and Others (1987) 1 C.L.R. 297, Amathus Navigation Co. Ltd v. Concord Express Liners κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030, Vouniotis Cold Stores κ.ά. ν. Bulk Carriers Corporation κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 71, Achelec Electronics Ltd v. Rostock κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 442 και Gircotis & Achilleos Ltd v. Chr. M. Sarlis & Co M.S. κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 360).

Στην Jadranska (πιο πάνω) υποδεικνύεται ότι ο Καν. 24 πρέπει να ερμηνεύεται με τον τρόπο που έχει ερμηνευθεί ο θ. 1 της Δ.11 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών. Έγινε αναφορά στην υπόθεση Chemische Fabrik vormals Sandoz v. Badische Anilin und Soda Fabriks [1904] 90 L.T. 733, 735 στην οποία υποδείχθηκε ότι απλή αναφορά του ωμόσαντος στην ένορκη δήλωση ότι πιστεύει ότι υπάρχει καλή βάση αγωγής δεν είναι αρκετή.  Από την άλλη, όμως, το δικαστήριο στη διαδικασία αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δεν καλείται να εκδικάσει την αγωγή ή να εκφράσει πρόωρα γνώμη επί της ουσίας της.

Αναφορά στην Jandranska (πιο πάνω) έχει γίνει και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Her Brittanic Majesty’s Secretary of State for Defence v. A.P. Lanitis Investments Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 995.  Υποδείχθηκε ότι χρειάζεται εύλογη μαρτυρία από την οποία να προκύπτει η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος (Hemelryck v. William Lyall Shipbuilding Co. Ltd [1921] 1 A.C. 698, 701) και μάλιστα με πληρότητα (George D. Counnas and Sons Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd and Another (1963) 2 C.L.R. 266, 268).  Υποδείχθηκε, επίσης, ότι το κριτήριο είναι αντικειμενικό, με την έννοια ότι δεν αποφαίνεται το δικαστήριο αναφορικά με την αξία της μαρτυρίας (Sekavin, πιό πάνω, σελ. 300).   

[*1650]Σύμφωνα με την επεξήγηση του θ.1 της Δ.11 από το Annual Practice 1960, σελ. 152:   ‘Παρόλο ότι ο αιτητής χρειάζεται να αποδείξει μόνο ‘εκ πρώτης όψεως υπόθεση’ ή ‘καλή συζητήσιμη υπόθεση’ η ένορκη δήλωση πρέπει να περιέχει πλήρεις λεπτομέρειες των γεγονότων επί των οποίων βασίζεται η αίτηση και οι οποίες δικαιολογούν την έκδοση του κλητηρίου εντάλματος, η δε δήλωση πρέπει να είναι ειλικρινής.  Η ένορκη δήλωση πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους επί των οποίων γίνεται η αίτηση, δηλαδή την φύση της προτεινόμενης βάσης αγωγής και τη θεραπεία που επιδιώκεται και επαρκή γεγονότα για να δυνηθεί το δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο η υπόθεση εμπίπτει εντός μιας από τις υποπαραγράφους του θεσμού’.

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την χορήγηση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας έχουν εξεταστεί από την Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στις υποθέσεις The Brabo [1949] A.C. 326, Vitkovice Horni v. Korner [1951] A.C. 869, The Siskina (Cargo Owners) v. Distos Compania Naviera S.A. [1979] A.C. 210 και Seaconsar Far East Ltd v. Bank Markazi Jomhouri Islam Iran [1993] 3 W.L.R. 756.  Σύμφωνα με τις αρχές που έχουν διατυπωθεί στις πιο πάνω υποθέσεις το μέτρο απόδειξης είναι αυτό της καλής συζητήσιμης υπόθεσης (good arguable case). Η έννοια αυτού του όρου έχει συζητηθεί στις υποθέσεις The Brabo και Vitkovice Horni (πιο πάνω).  Σημαίνει ότι ανκαι το δικαστήριο σ’ αυτό το στάδιο δεν θα χρειαστεί απόδειξη που να το ικανοποιεί, θα χρειαστεί κάτι καλύτερο από μια απλή εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Όπου εμπλέκονται πραγματικά ζητήματα η πρακτική είναι να εξεταστεί η υπόθεση του ενάγοντα και να μην γίνει προσπάθεια να εκδικαστούν αμφισβητούμενα γεγονότα με βάση τις ένορκες δηλώσεις.  Ο εναγόμενος, όμως, μπορεί να δείξει ότι  η μαρτυρία του ενάγοντα είναι ελλειπής και κατάδηλα εσφαλμένη.  Σε σχέση με νομικά ζητήματα το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει πλήρως τα επίδικα θέματα και να μη χορηγήσει την άδεια εάν θεωρεί ότι η υπόθεση του ενάγοντα πρόκειται να αποτύχει (Supreme Court Practice 1999, σελ. 93).

Στην Amathus Navigation (πιο πάνω) τονίζεται ότι:  ‘Καλή υπόθεση συχνά ταυτίζεται με εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπόθεση’.   

Τον όρο ‘καλή βάση αγωγής’ συναντούμε και στο άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.  Έχει δε επε[*1651]ξηγηθεί στην Τσιολάκκη κ.ά. ν. Στυλιανίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 782.  Υποδείχθηκε ότι ‘έχει την ίδια έννοια με τον όρο ‘υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκασιν’ που τίθεται στην επιφύλαξη του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν.14/60) και ότι και στις δύο περιπτώσεις επιβάλλεται η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης (arguable case) ως προϋπόθεση για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος’.”

Οι λόγοι αναθεώρησης.

Μέρος των εισηγήσεων των εναγόντων στρέφεται κατά της ορθότητας ορισμένων από τα πιο πάνω συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η “διαδικασία η οποία προβλέπεται από τον Καν. 165 αποβλέπει στην αναθεώρηση του διατάγματος και έχει ως λόγο την επανεξέταση των θεμάτων τα οποία τέθηκαν με την αίτηση και τα οποία το διάταγμα σκοπούσε να επιλύσει” (Βλ. Geto Trading Ltd v. Πλοίου M/V Vladimir Vaslyayev (1996) 1 A.A.Δ. 286, Williams & Glyn’s Bank v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 569, Williams & Glyn’s Bank v. Kouloumbis (1984) 1 C.L.R. 674, Williams & Glyn’s Bank v. Kouloumbis (1986) 1 C.L.R. 627).

Για το λόγο αυτό δεν θα ασχοληθούμε με την εξέταση της ορθότητας όλων των συμπερασμάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Θα προβούμε στην επανεξέταση των θεμάτων τα οποία τέθηκαν με την αίτηση υπό το φως των εισηγήσεων των αιτητών οι οποίες έχουν τεθεί ενώπιον μας.

Απαιτήσεις 1 και 2:

Έρεισμα των πιο πάνω απαιτήσεων ήταν οι φορτωτικές.  Σύμφωνα με τους ενάγοντες οι φορτωτικές διέπονται από το Κυπριακό Δίκαιο.  Ο όρος 3 της φορτωτικής για το φορτίο του ξυλοπολτού (το δεύτερο φορτίο) προβλέπει για εκδίκαση τυχόν διαφορών που θα εγερθούν δυνάμει της φορτωτικής από τα δικαστήρια της χώρας στην οποία ο μεταφορέας έχει τον κύριο τόπο εργασίας του - δηλαδή της Κύπρου - και θα εφαρμόζεται το δίκαιο εκείνης της χώρας.  Οι φορτωτικές του νιτρικού και ανθρακικού καλλίου (το πρώτο φορτίο) δεν περιέχουν όρο που να καθορίζει ρητώς το εφαρμοστέο δίκαιο. Ήταν η θέση των εναγόντων ότι σε τέτοια περίπτωση το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, δηλαδή το Κυπριακό, είναι το εφαρμοζόμενο δίκαιο.

Νομικό έρεισμα των πιο πάνω απαιτήσεων ήταν το αρ. 41 - παρατίθεται στη σελ. 5 - του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (14/60).  Ήταν η θέση των εναγόντων ότι αυτό το άρθρο προσομοιάζει με τον θ.5* της Δ.25 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών (Βλ. Mavrommatis and Another v. The Republic and Another (1962) C.L.R. 342, 347).  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εναγόντων υποστήριξαν ότι η εξουσία για έκδοση διακήρυξης δυνάμει του πιο πάνω θ.5 δεν περιορίζεται στις υποθέσεις στις οποίες ο ενάγων έχει μια πλήρη και υφιστάμενη αιτία αγωγής ανεξάρτητα από τον θεσμό.  Αναγνώρισαν, ωστόσο, ότι “περαιτέρω, προϋπόθεση για την εξάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παροχή δήλωσης/διακήρυξης είναι η προβολή συγκεκριμένης απαίτησης ή δικαιώματος εκ μέρους του εναγομένου” (βλ. Annual Practice, 1960, σελ. 578).  Τόνισαν, όμως, ότι βάσει της νομολογίας “είναι αρκετό ο εναγόμενος να έχει προβάλει κάποια συγκεκριμένη απαίτηση.  Δεν είναι αναγκαίο η απαίτηση του εναγομένου να έχει λάβει τη μορφή ήδη καταχωρηθείσας αγωγής και/ή λήψης απόφασης εναντίον του ενάγοντα”.  Έκαμαν αναφορά στην υπόθεση Hext v. Gill, L.R. 7 Ch. 699, Tipping v. Eckersley 2 K. & J. 264 και Thornhill v. Weeks [1913] 1 Ch. 438.

Ήταν η θέση των εναγόντων ότι στην παρούσα υπόθεση οι εναγόμενοι έχουν προβάλει συγκεκριμένη χρηματική απαίτηση.   Απείλησαν ότι εάν δεν λάβουν εγγυήσεις προς ικανοποίηση των απαιτήσεων τους θα προχωρούσαν στη σύλληψη του πλοίου.  Σαν αποτέλεσμα οι ενάγοντες μέσω των ασφαλιστών τους εξέδωσαν τις δύο επιστολές ανάληψης υποχρέωσης συνολικού ύψους $ΗΠΑ 700.000 στις οποίες γίνεται αναφορά πιο πάνω (βλ. σελ. 3).

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση διακήρυξης στην απουσία αξίωσης για ειδική ή παρεπόμενη θεραπεία συνοψίζονται στο Annual Practice 1960, σελ. 578 σε σχέση με την ερμηνεία της Δ.25  θ.5 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Construction of Rule:  The valitity of the Rule was unsuccessfully attacked in Guaranty Trust Co. of New York v. Hannay [1915] [*1653]2 K.B. 536.  That case may be taken to establish the proposition that the jurisdiction to make a declaration under the Rule is not confined to cases in which the plaintiff has a complete and subsisting cause of action apart from the Rule.  But where specific relief, other than a declaration, is not claimed, the jurisdiction is one which should be exercised with great caution; and a declaration  ought not to be made upon a preliminary point in an action brought for that purpose, where the substantive relief must be claimed in another action..... Where a declaration can be made, it is a matter of discretion (ib.). The plaintiff must be entitled to relief in the fullest meaning of the word, but the relief claimed must be something which it would not be unlawful, or unconstitutional, or inequitable for the Court to grant, or contrary to the accepted principles upon which the Court exercises its jurisdiction ..... A claim for a declaration only, not followed by a claim for consequential relief, will be carefully watched; but properly employed it is useful (Gray v. Spyer [1922] 2 Ch. 22, 27, C.A.).  Thus a declaration will not be made against a person who has asserted no right nor formulated any specific claim (Re Clay [1919] 1 Ch. 66), and only of a legal right (Nixon v. A.G. [1930] 1 Ch. 574), not of the plaintiff’s right where the declaration is merely asked as a foundation for substantive relief which fails (Earl of Dysart v. Hammerton [1914] 1 Ch. 822, and see ib., [1916] 1 A.C. p.65); nor will a declaration be made merely to enable the plaintiff to utilise it in a foreign action (see Guaranty Trust of New York v. Hannan [1915] 2 K.B. 575) ... ”.

Σε μετάφραση:

“Ερμηνεία του κανονισμού:  Η εγκυρότητα του Κανονισμού έχει προσβληθεί χωρίς επιτυχία στην Guaranty Trust Co. of New York v. Hannay, [1915] 2 K.B. 536. Εκείνη η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιερώνει την πρόταση ότι η δικαιοδοσία για έκδοση διακήρυξης δυνάμει του Κανονισμού δεν περιορίζεται στις υποθέσεις στις οποίες ο ενάγων έχει μια πλήρη και υφιστάμενη αιτία αγωγής ανεξάρτητα από τον Κανονισμό.  Ωστόσο, όπου δεν αξιώνεται ειδική θεραπεία, άλλη από τη διακήρυξη, η εξουσία είναι τέτοια που πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή και δεν πρέπει να εκδίδεται διακήρυξη πάνω σε προκαταρκτικό σημείο σε αγωγή η οποία εγείρεται για αυτό το σκοπό, και όπου η ουσιαστική θεραπεία θα αξιώνεται σε άλλη αγωγή .... Όπου μπορεί να εκδοθεί διακήρυξη αυτό αποτελεί θέμα διακριτικής ευχέρειας. Ο ενάγων πρέπει να δικαιούται σε θεραπεία υπό την πλήρη έννοια της λέξης, αλλά η θεραπεία που [*1654]αξιώνεται πρέπει να είναι κάτι το οποίο δεν θα ήταν παράνομο, ή αντισυνταγματικό ή άδικο για να χορηγηθεί από το δικαστήριο, ή εναντίον των παραδεκτών αρχών στη βάση των οποίων το δικαστήριο ασκεί τη δικαιοδοσία του ... Αξίωση για διακήρυξη μόνο η οποία δεν ακολουθείται με αξίωση για παρεπόμενη θεραπεία θα παρακολουθείται προσεκτικά: αν όμως εφαρμόζεται σωστά είναι χρήσιμη (Gray v. Spyer [1922] 2 Ch. 22, 27, C.A.).  Έτσι δεν θα εκδοθεί διακήρυξη εναντίον προσώπου το οποίο δεν έχει διεκδικήσει δικαίωμα ούτε έχει διατυπώσει συγκεκριμένη αξίωση (Re Clay [1919] Ch. 66) και μόνο σε σχέση με νομικό δικαίωμα (Nixon v. A.G. [1930] 1 Ch. 574). ούτε και σε σχέση με τον ενάγοντα όπου η διακήρυξη ζητείται απλώς σαν θεμέλιο για ουσιαστική θεραπεία η οποία αποτυγχάνει  (Earl of Dysart v. Hammerton [1914] 1 Ch. 822, and see ib., [1916] 1 A.C. p.65). ούτε και θα εκδοθεί διακήρυξη απλώς για να μπορεί ο ενάγων να την χρησιμοποιήσει σε αλλοδαπή αγωγή (see Guaranty Trust of New York v. Hannan [1915] 2 K.B. 575)”.

(Βλ. και London Passenger Transport Board v. Moscrop [1942] 1 All E.R. 97, 103 (H.L.) στην οποία τονίσθηκε ότι η εξουσία έκδοσης αποφάσεων, οι οποίες είναι αναγνωριστικές δικαιώματος, πρέπει να ασκείται με “μεγάλη προσοχή και περιφρούρηση” (“with great care and jealousy”) και με “εξαιρετική περίσκεψη” (“great caution”).

Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Thornhill v. Weeks [1913] 1 Ch. 438, αποτελεί εδραιωμένη πρακτική ότι η διεκδίκηση δικαιώματος από ένα πρόσωπο αποτελεί λόγο για να καταστεί μέρος σε αγωγή για απαγορευτικό διάταγμα.  Στη σελ. 445 το θέμα τέθηκε ως εξής:

“That is the exact position of the Andover Council here. It is alleged that they claim a right and threaten and intend to exercise it by their servants or agents.  After the decisions in Dyson v. Attorney-General [1911] 1 Κ.Β. 410, 415, 417 and Burghes v. Attorney-General [1911] 2 Ch. 139, 155  it cannot be contended that an action for a declaration is not maintainable.”

Σε μετάφραση:

“Αυτή είναι η πραγματική θέση το Συμβουλίου του Andover.  Υπάρχει ισχυρισμός ότι διεκδικούν δικαίωμα και απειλούν και σκοπεύουν να το ασκήσουν μέσω των υπηρετών ή αντιπροσώπων τους.  Μετά από την απόφαση στην Dyson v. Attorney-[*1655]General [1911] 1 K.B. 410, 415, 417 και Burghes v. Attorney-General [1911] 2 Ch. 139, 155 δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν χωρεί αγωγή για έκδοση διακήρυξης.”

Έχουμε την άποψη πως η διεκδίκηση δικαιώματος πρέπει να συνδέεται με το περιεχόμενο της επίδικης απαίτησης.  Στην κρινόμενη περίπτωση οι ενάγοντες επιδιώκουν την έκδοση διακήρυξης ότι το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των σχετικών απαιτήσεων ή αξιώσεων των εναγομένων είναι το Κυπριακό Δικαστήριο. Επομένως η διεκδίκηση δικαιώματος ή αξίωσης από τους εναγομένους πρέπει να αναφέρεται στο θέμα της αρμοδιότητας. Πρέπει να υπάρχει ισχυρισμός ή αξίωση από τους εναγομένους ότι το Κυπριακό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο και ότι κάποιο άλλο δικαστήριο - άλλης χώρας - είναι το αρμόδιο δικαστήριο.  Τα γεγονότα τα οποία υποστηρίζουν τη θέση των εναγόντων ότι οι εναγόμενοι έχουν διεκδικήσει δικαιώματα και έχουν προβάλει αξιώσεις έχουν παρατεθεί στην ένορκη δήλωση των εναγόντων η οποία υποστηρίζει την πιο πάνω μονομερή αίτηση τους.  Τα γεγονότα αυτά αποτελούνται:

(α)       Από την επιστολή των εναγομένων ημερ. 15.10.98 με την οποία είχαν καλέσει τους ενάγοντες να τους παραχωρήσουν εγγύηση ύψους $ΗΠΑ 700.000 για τις απαιτήσεις εναντίον τους για τυχόν ζημιές στο πρώτο και δεύτερο φορτίο.

(β)       Την παροχή της εγγύησης.

Θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στις λεπτομέρειες των σχετικών εγγράφων.  Η πιο πάνω επιστολή αρχίζει ως εξής:

“We refer to our telephone conversation of today.

We were expecting your reply by today.

We regret to advise that if we do not receive your formal confirmation by tomorrow noon that your principals agree to issue a letter of guarantee subject to ‘a competent  jurisdiction’ we will instruct lawyers in Montevideo to arrest the ‘VALY’.  My clients have indicated that we should then ask for a bank guarantee.”

Σε μετάφραση:

“Αναφερόμεθα στη σημερινή τηλεφωνική μας συνομιλία.

[*1656]Αναμένουμε την απάντηση σας σήμερα.

Λυπούμεθα να σας πληροφορήσουμε ότι αν δεν λάβουμε την τυπική επιβεβαίωση σας μέχρι αύριο  το μεσημέρι ότι οι αντιπροσωπευόμενοι σας συμφωνούν να εκδώσουν εγγυητική επιστολή τηρουμένης της ‘αρμόδιας δικαιοδοσίας’ θα δώσουμε οδηγίες στους δικηγόρους μας στο Montevideo να συλλάβουν το ‘VALY’.  Οι πελάτες μας έχουν υποδείξει ότι τότε θα ζητήσουν τραπεζική εγγύηση.”

Η επιστολή καταλήγει με την περιγραφή και το ύψος της ζημιάς και αναφέρει ότι το ποσό της εγγύησης πρέπει να αυξηθεί στο ποσό των $ΗΠΑ 700.000.

Με την εγγυητική επιστολή:

(α)       Οι εναγόμενοι ανέλαβαν να μη λάβουν σε οποιαδήποτε δικαστήριο μέτρα για σύλληψη ή κράτηση του πλοίου προς το σκοπό θεμελίωσης δικαιοδοσίας ή εξασφάλισης εγγύησης σε σχέση με τις απαιτήσεις τους.

(β)       Οι ενάγοντες  ανέλαβαν να πληρώσουν στους εναγομένους εντός 14 ημερών από την πρώτη ζήτηση και με την παρουσίαση τελικής μη εφέσιμης απόφασης επί της ουσίας από αρμόδιο δικαστήριο ή γραπτής συμφωνίας συμβιβασμού, η οποία θα υπογράφεται από τα μέρη τέτοιων ποσών ως θα επιδικασθούν ως ανωτέρω ή θα συμφωνηθούν γραπτώς, νοουμένου ότι η ολική ευθύνη δεν θα υπερβαίνει το ποσό των $ΗΠΑ 700.000.

Με βάση το ενώπιον μας υλικό διαπιστώνουμε:

(1)       Η μόνη περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενοι έχουν διεκδικήσει δικαίωμα λήψης μέτρων ενώπιον αλλοδαπού δικαστηρίου είναι εκείνη η οποία αναφέρεται στην απειλή τους για σύλληψη του πλοίου στο Montevideo.

(2)       Με τις εγγυητικές επιστολές γίνεται αμοιβαία αποδεκτός ο θεσμός του “αρμοδίου δικαστηρίου”.  Οι δύο πλευρές δέχθηκαν ότι η διαφορά τους πρέπει να επιλυθεί από το αρμόδιο δικαστήριο.

(3)       Μετά την παράδοση της εγγυητικής επιστολής οι εναγόμενοι δεν έχουν με οποιοδήποτε τρόπο προβάλει οποιαδήποτε διεκδίκηση σε σχέση με την δικαιοδοσία.  Δεν έχουν ισχυριστεί ότι [*1657]το “αρμόδιο δικαστήριο” είναι εκείνο του Montevideo ή οποιοδήποτε άλλο αλλοδαπό δικαστήριο και ότι το δικαστήριο της Κύπρου δεν είναι το “αρμόδιο δικαστήριο”.

Σε σχέση με την απειλή για σύλληψη του πλοίου στο Montevideo παρατηρούμε ότι η σύλληψη του πλοίου συνιστά ένα πρόσφορο μέτρο για την προώθηση και εξασφάλιση της απαίτησης.  Εφόσον το πλοίο βρισκόταν στο Montevideo η σύλληψη του μόνο στη χώρα εκείνη μπορούσε να επιτευχθεί. 

Λαμβανομένων υπόψη και των πιο πάνω διαπιστώσεων μας θεωρούμε ότι η απειλή εκείνη δεν δικαιολογεί με οποιοδήποτε τρόπο συμπέρασμα ότι οι εναγόμενοι διεκδικούν δικαίωμα έγερσης αγωγής στο Montevideo ή σε οποιαδήποτε χώρα της αλλοδαπής.  Κρίσιμος χρόνος για την εξέταση της ύπαρξης θέματος διεκδίκησης δικαιώματος σε σχέση με τη δικαιοδοσία είναι ο χρόνος καταχώρισης της παρούσας αγωγής.   

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις είναι αρκετές για να οδηγήσουν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι οι εναγόμενοι δεν διεκδικούν οποιοδήποτε δικαίωμα σε σχέση με το αντικείμενο των απαιτήσεων 1 και 2.  Δεν έχουν αμφισβητήσει με οποιοδήποτε τρόπο την αρμοδιότητα του Κυπριακού δικαστηρίου. Το συμπέρασμα αυτό θέτει την παρούσα υπόθεση εκτός της κατηγορίας των υποθέσεων στις οποίες δικαιολογείται η έκδοση διακήρυξης στην απουσία αξίωσης για ειδική ή παρεπόμενη  θεραπεία. Αυτή η κατάληξη καθιστά εντελώς αχρείαστη την εξέταση του κατά πόσο η ουσία των απαιτήσεων 1 και 2 ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που θέτει ο πιο πάνω Καν. 24 για τη χορήγηση άδειας για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Οι σχετικοί λόγοι αναθεώρησης απορρίπτονται.

Η απαίτηση 3 - Απαγορευτικό διάταγμα εναντίον του εναγομένου 2.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων υποστήριξε ότι τα Αγγλικά δικαστήρια με σωρεία αποφάσεων τους αναγνώρισαν και εγκαθίδρυσαν την εξουσία των δικαστηρίων να εκδίδουν τέτοιου είδους απαγορευτικά διατάγματα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου συμβατικά ο εναγόμενος συμφώνησε όπως τα δικαστήρια μιας συμφωνημένης χώρας θα έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης των απαιτήσεων του (Βλ. British Airways v. Laker Airways Ltd and Others (πιο πάνω). Τόνισε ότι δεν είναι προαπαιτούμενο για την έκδοση τέτοιου διατάγματος η ύπαρξη αγωγής από τον εναγόμενο εναντίον του ενάγοντα στο εξωτερικό. Το διάταγμα εκδίδεται και στις περιπτώσεις όπου σκοπείται η παρεμπόδιση του εναγομένου από το να εγείρει αγωγή στο εξωτερικό εις παράβαση ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας (SNI Aerospatiale, πιο πάνω).  Τόνισε, επίσης, ότι είναι καταπιεστικό και ενοχλητικό να εγερθεί αγωγή στο εξωτερικό κατά παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας (βλ. Continental Bank N.A. v. Aeakos Compania Naviera S.A. and Others, πιο πάνω). Τυχόν έγερση αγωγής από τους εναγομένους 2 εναντίον των εναγόντων στη Χιλή θα αποτελούσε όχι μόνο παράβαση της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας αλλά καταστρατήγηση των συμβατικών δικαιωμάτων των εναγόντων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το δίκαιο της Χιλής, οι κανόνες της Χάγης οι οποίοι διέπουν τη φορτωτική δεν θα τύχουν εφαρμογής αλλά οι κανόνες του Αμβούργου οι οποίοι είναι μέρος του Χιλιανού δικαίου. Σαν αποτέλεσμα οι ενάγοντες θα στερηθούν της υπεράσπισης που προβλέπεται από το αρ. VI, Καν. 2, παραγ. (α) των Κανόνων της Χάγης.

Στην Guaranty Trust Company of New York v. Hannay & Company [1915] 2 K.B. 536, 575  κρίθηκε ότι το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδόσει απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η έναρξη ή η συνέχιση μιας διαδικασίας στο εξωτερικό αν είναι της γνώμης ότι η διαδικασία αυτή είναι ενοχλητική.  Πρέπει ωστόσο να παρουσιάσει μια ισχυρή υπόθεση.  Το γεγονός ότι έχει εγερθεί αγωγή σε μη βολικό μέρος δεν αποτελεί το είδος της ενόχλησης πάνω στην οποία μπορεί να ενεργήσει το δικαστήριο*.

Στην SNI Aerospatiale (πιο πάνω), σελ. 520, υποδεικνύεται ότι αλλοδαπή διαδικασία μπορεί να παρεμποδισθεί όχι μόνο όπου αυτή είναι ενοχλητική (vexatious) αλλά και όπου είναι καταπιεστική.   Ωστόσο το κάθε τι εξαρτάται από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Στην British Airways (πιο πάνω) αποφασίσθηκε ότι τα Αγγλικά δικαστήρια έχουν διακριτική εξουσία να εμποδίσουν ένα μέρος το οποίο είναι ή απειλεί να καταστεί ενάγων στο αλλοδαπό δικαστήριο από του να συνεχίσει ή να αρχίσει διαδικασία σε εκείνο το δικαστήριο.

[*1659]Ωστόσο αυτή η προσέγγιση έχει αμφισβητηθεί από το Privy Council στην  SNI Aerospatiale (πιο πάνω).  Υποδείχθηκε (βλ. σελ. 522) ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα φαίνεται να μην είναι συμβατό με την αβρότητα (comity) και αγνοεί θεμελιώδη αρχή ότι απαγορευτικό διάταγμα χορηγείται μόνο όπου αυτό απαιτείται από τους σκοπούς της δικαιοσύνης.

Σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες έχει γίνει αναφορά από τους ενάγοντες (British Airways, SNI Aerospatiale και Continental Bank) είχε αρχίσει η σχετική διαδικασία.

Στην περίπτωση που δεν έχει αρχίσει η διαδικασία πρέπει να υφίσταται απειλή για έναρξη τέτοιας διαδικασίας (βλ. British Airways, πιο πάνω) και ο ενάγων πρέπει να παρουσιάσει μια ισχυρή υπόθεση (βλ. Guaranty Trust Company, πιο πάνω).  Καθώς έχουμε διαπιστώσει πιο πάνω δεν υφίσταται απειλή για έναρξη διαδικασίας σε δικαστήριο της αλλοδαπής. Ακολουθεί πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας. Οι σχετικοί λόγοι αναθεώρησης απορρίπτονται.

Απαίτηση 4:  Διακήρυξη έλλειψης ευθύνης.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των εναγόντων ότι το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να εκδόσει διακήρυξη έλλειψης ευθύνης.  Είναι δε νομολογιακά καθιερωμένο ότι η διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων ασκείται έχοντας ουσιαστικό γνώμονα την οφελιμότητα (usefulness) μιας τέτοιας διακήρυξης τόσο προς τον ενάγοντα αλλά και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στις υποθέσεις Camilla Cotton Oil Co. v. Granadex S.A.; Shawnee Processors Inc. ν. Same [1976] 2 Lloyd’s Rep. 10, 14, Greenwich Healthcare National Health Service Trust (πιο πάνω)’ και στο σύγγραμμα του I. Zamir “The Declaratory Judgment”, σελ. 213-214.

Η απαίτηση 4 είναι γνωστή ως αρνητική διακήρυξη (negative declaration). Όπως παρατηρεί ο I. Zamir (πιο πάνω), σελ. 208, 211, 212:

“Plaintiffs will generally seek negative declarations where no right of theirs has yet been infringed and, therefore, coercive relief is usually unobtainable. They may, however, have been confronted with a demand or threatened action.  An authoritative declaration, dispelling or affirming the claim of the defendant, may then be useful and desirable as a guide for the future conduct of the parties.

[*1660].............................................................................................................

In many cases negative declarations were sought by plaintiffs anticipating actions against them, and the propriety of the proceedings was generally not questioned. It seems that the courts, far from objecting on principle to such proceedings, examine in each case which is the more appropriate method, that is, whether the plaintiff should be left to defend himself if and when he is sued or be allowed to forestall such a suit by declaratory proceedings. In this process the court will weigh the interest of the plaintiff against that of the defendant to see which one turns the scale.”

Σε μετάφραση:

“Οι ενάγοντες συνήθως επιδιώκουν την έκδοση αρνητικής διακήρυξης όπου δεν έχει ακόμη παραβιασθεί δικαίωμα τους και επομένως καταναγκαστική θεραπεία δεν μπορεί συνήθως να χορηγηθεί. Μπορεί, όμως, να είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με αξίωση ή απειλή για έγερση αγωγής.  Μια αυθεντική διακήρυξη η οποία εξαφανίζει ή επικυρώνει την αξίωση μπορεί τότε να είναι χρήσιμη και επιθυμητή σαν οδηγός της μελλοντικής συμπεριφοράς των μερών .........................................................................

Σε πολλές υποθέσεις είχαν επιδιωχθεί αρνητικές διακηρύξεις από ενάγοντες οι οποίοι είχαν προβλέψει ότι θα εγερθεί αγωγή εναντίον τους και η σκοπιμότητα αυτής της διαδικασίας δεν είχε γενικά αμφισβητηθεί. Φαίνεται ότι τα δικαστήρια μακράν από του να εγείρουν ενστάσεις αρχής σε τέτοιες διαδικασίες εξετάζουν στην κάθε περίπτωση ποιά είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος, δηλαδή κατά πόσο ο ενάγων θα πρέπει να αφεθεί να υπερασπίσει τον εαυτό του εάν και όταν εναχθεί ή να του επιτραπεί να προβάλει μια τέτοια αγωγή με διαδικασία διακήρυξης.   Σε αυτή την διαδικασία το δικαστήριο θα ζυγίσει το συμφέρον του ενάγοντα έναντι εκείνου του εναγομένου για να δει πιό από αυτά  κλίνει  τη ζυγαριά.”

Στην Camilla Cotton Oil Co. (πιο πάνω), σελ. 14, υποδεικνύεται ότι ειδικές περιστάσεις δυνατό να δικαιολογούν την έκδοση διακήρυξης ότι ένα πρόσωπο δεν είναι υπεύθυνο σε μια υφιστάμενη ή πιθανή αγωγή και ότι χρειάζεται ενδελεχής εξέταση προτού εκδοθεί μια τέτοια διακήρυξη ειδικώς σε σχέση με την οφελιμότητα μιας τέτοιας αρνητικής διακήρυξης.  Υποδεικνύεται επίσης ότι το δικαστήριο πρέπει να εξετάζει κατά πόσο η έκδοση αρνητικής διακήρυξης θα είναι χρήσιμη.

Στην The Volvox Hollandia [1988] 2 Lloyd’s Rep. 361, σελ. 371, υποδεικνύεται ότι αξιώσεις για διακηρύξεις και ειδικά αρνητικές διακηρύξεις πρέπει να προσεγγίζονται με μεγάλη προσοχή σε όλες τις περιπτώσεις που συνεπάγονται πιθανές συγκρούσεις δικαιοδοσιών εφόσον είναι φανερό ότι προσφέρονται ως ανάρμοστες απόπειρες για  εγκαθίδρυση δικαιοδοσίας.

Στην Patten v. Burk Publishing Co. Ltd [1991] 2 All E.R. 821 τονίστηκε η σπουδαιότητα του κατά πόσο το πρωταρχικό καθήκον του δικαστηρίου να αποδώσει την πιο πλήρη δικαιοσύνη στον ενάγοντα στην οποία δικαιούται μπορεί να εκπληρωθεί χωρίς την έκδοση τέτοιας διακήρυξης.

   

Στην Guaranty Trust Co. (πιο πάνω), σελ. 564-565, ο Lord Pickford έθεσε το θέμα ως εξής:  “Νομίζω ότι διακήρυξη ότι ένα πρόσωπο δεν είναι υπεύθυνο σε μια υφιστάμενη ή πιθανή αγωγή είναι τέτοια που δύσκολα μπορεί ποτέ να εκδοθεί αλλά στην πράξη  σε κάθε περίπτωση το πρόσωπο που ζητά τέτοιο διάταγμα θα αφεθεί να προβάλει την υπεράσπιση του στην αγωγή όταν αυτή εγερθεί. ωστόσο υιοθετώντας μια ευρεία εφαρμογή των συνεπειών της Δ.25  θ.5 δεν είμαι έτοιμος να πω ότι είναι πέρα από τις εξουσίες του Δικαστηρίου σε μια εξαιρετική υπόθεση να εκδόσει μια τέτοια διακήρυξη”*.

Στην Guaranty Trust Co. (πιο πάνω) κρίθηκε ότι η υπόθεση εκείνη δεν αποτελούσε εξαιρετική περίπτωση.  Ωστόσο σε μεταγενέστερη διαδικασία (“η δεύτερη υπόθεση”) (βλ. Guaranty Trust Company of New York v. Hannay & Co. [1918] 2 K.B. 623), οι ίδιοι ενάγοντες πέτυχαν την έκδοση αρνητικής διακήρυξης. Θεωρείται σκόπιμη η παράθεση των γεγονότων και του σκεπτικού της δεύτερης υπόθεσης. Οι εναγόμενοι είχαν εγείρει αγωγή εναντίον των εναγόντων σε Αμερικάνικο Δικαστήριο για ανάκτηση του ποσού συναλλαγματικής.  Ισχυρίσθηκαν ότι η συναλλαγματική είχε πληρωθεί σε σχέση με φορτωτική η οποία ήταν πλαστή.  Οι ενάγοντες αποτάθηκαν σε Αγγλικό Δικαστήριο για έκδοση διακήρυξης ότι με το να παρουσιάσουν τη συναλλαγματική για αποδοχή με τη [*1662]συνημμένη φορτωτική δεν είχαν εγγυηθεί ή παραστήσει ότι η φορτωτική ήταν πλαστή. Συνεπώς δεν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν το ποσό της συναλλαγματικής.  Το Εφετείο εξέδωσε την ζητηθείσα διακήρυξη.  Στον I. Zamir (πιο πάνω), σελ. 212, επεξηγείται ότι στη δεύτερη υπόθεση το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περιστάσεις ήταν εξαιρετικές.  Αυτό που - σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα - τις έχει καταστήσει εξαιρετικές ήταν πιθανό το γεγονός ότι το Αμερικάνικο Δικαστήριο το οποίο εξεδίκαζε την ίδια διαφορά στην ταυτόχρονη αγωγή απεφάσισε ότι η υπόθεση διεπόταν από το Αγγλικό δίκαιο.  Για να ενισχύσει αυτή την άποψη του ο ευπαίδευτος συγγραφέας παραθέτει το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση στην δεύτερη υπόθεση [1918] 1 Κ.Β. 43, 50:

“When the Court of Appeal in America held that the case was governed by English law the present plaintiffs took the sensible step of coming to the Courts here to get their decision, and so avoid the necessity of taking the evidence of expert witnesses upon English law, from whose differing opinions a puzzled American Court would have to ascertain as best as it could what the English law was.”

Σε μετάφραση:

“Όταν το Εφετείο στην Αμερική έκρινε ότι η υπόθεση διεπόταν από το Αγγλικό Δίκαιο οι παρόντες ενάγοντες έλαβαν το συνετό μέτρο να αποταθούν στα Δικαστήρια εδώ να πάρουν την απόφαση τους και έτσι να αποφύγουν την ανάγκη λήψης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων πάνω στο Αγγλικό Δίκαιο, από τις διαφορετικές γνώμες των οποίων ένα αμήχανο Αμερικανικό Δικαστήριο θα είχε να εξακριβώσει όσο καλύτερα μπορεί ποιό ήταν το Αγγλικό Δίκαιο.”

Ένα άλλο παράδειγμα εξαιρετικών περιστάσεων προσφέρεται από την Sivyer v. Amies [1940] 3 All E.R. 285.  Στην υπόθεση εκείνη ο ενάγων ήταν ενοικιαστής του εναγομένου.  Ο τελευταίος αποτάθηκε στο Δικαστήριο για διάταγμα κατοχής δυνάμει της Small Tenements Recovery Act, 1838.  Ο ενάγων δεν ήταν σε θέση να παρουσίασει την μαρτυρία ενός απόντα μάρτυρα. Ενώ εκκρεμούσε η αίτηση του εναγομένου ο ενάγων ήγειρε αγωγή στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας την έκδοση διακήρυξης ότι ο ιδιοκτήτης δεν είχε αιτία αγωγής εναντίον του. Ο εναγόμενος-ιδιοκτήτης ζήτησε την απόρριψη της αγωγής γιατί ήταν ενοχλητική.  Το δικαστήριο δεν ενέκρινε το αίτημα του εναγομένου για το λόγο ότι η διαδικασία [*1663]για έκδοση διακήρυξης ήταν ο μόνος τρόπος εξασφάλισης της πιο πάνω μαρτυρίας.  Όπως το έθεσε ο Δικαστής Crossman:  “Ευρίσκω περιστάσεις οι οποίες πιθανόν να ισοδυναμούν με κακή απονομή της δικαιοσύνης αν απαγορευθεί στον ενάγοντα να προχωρήσει με αυτή τη διαδικασία” (“I find here circumstances which would make it possibly a miscarriage of justice to forbid the plaintiff to take these proceedings”).

Από τα νομολογηθέντα προκύπτουν τα εξής:

(α)       Η έκδοση αρνητικής διακήρυξης εκδίδεται σε  εξαιρετικές περιστάσεις.

    

(β)       Αξιώσεις για αρνητικές διακηρύξεις πρέπει να προσεγγίζονται με μεγάλη περίσκεψη και να υποβάλλονται σε ενδελεχή έρευνα.

(γ)        Πρέπει να εξετάζεται η οφελιμότητα της έκδοσης μιας αρνητικής διακήρυξης.

(δ)       Πρέπει να εξετάζεται κατά πόσο δεν θα αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη αν δεν εκδοθεί μια αρνητική διακήρυξη.

(ε) Το γεγονός ότι το εφαρμοζόμενο δίκαιο είναι το ημεδαπό αποτελεί ένα από τους παράγοντες οι οποίοι καθιστούν την περίπτωση εξαιρετική.  Ωστόσο αυτός ο παράγων από μόνος του δεν είναι αρκετός.  Πρέπει να εξετάζεται και να συνεκτιμάται μαζί με τους υπόλοιπους παράγοντες οι οποίοι πρέπει να συντρέχουν για να ενταχθεί η υπόθεση στην κατηγορία των περιπτώσεων στις οποίες δικαιολογείται η έκδοση αρνητικής διακήρυξης.

Στην παρούσα υπόθεση οι ενάγοντες έχουν επικαλεσθεί την ωφελιμότητα της επίδικης διακήρυξης.  Τόνισαν ότι είναι πρόδηλη η ωφελιμότητα και χρήση της αιτούμενης διακήρυξης έλλειψης ευθύνης για τον ενάγοντα από το Κυπριακό Δικαστήριο εφόσον η ευθύνη του θα καθοριστεί σύμφωνα με το Κυπριακό δίκαιο που βάση των όρων της σύμβασης μεταφοράς που επιμαρτυρείται από τις Φορτωτικές διέπει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών από το πλέον αρμόδιο Δικαστήριο γι’ αυτό τον σκοπό, δηλαδή το Κυπριακό. Αυτό καθιστά το Κυπριακό Δικαστήριο μοναδικό στην ορθή και πρόσφορη απόδοση δικαιοσύνης στον ενάγοντα.  Έχουν, επίσης, επικαλεσθεί τον σοβαρό κίνδυνο έγερσης αγωγής από τους εναγομένους στη Χιλή με συνέ[*1664]πεια οι ενάγοντες να στερηθούν την υπεράσπιση που προνοεί το άρθρο IV 2(α) των Κανόνων της Χάγης.  

Υπέβαλαν, επίσης, ότι με την έγερση της αγωγής δεν αποζητούν οποιαδήποτε διαδικαστικά ή δικαιοδοτικά πλεονεκτήματα εφόσον το δίκαιο που διέπει τις φορτωτικές είναι το Κυπριακό και στην περίπτωση της φορτωτικής του Δεύτερου Φορτίου αποκλειστική δικαιοδοσία έχουν τα Κυπριακά Δικαστήρια.   Ήταν η θέση τους ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εναγομένων για την μεταφορά του φορτίου μέχρι και την μεταφόρτωση τους, και ως εκ τούτου οι όποιες απαιτήσεις τους εν σχέση με αυτή την χρονική περίοδο, καθορίζονται βάση του όρου 9 της Συμφωνίας του Οκτώβρη από τους όρους των φορτωτικών.

Ήταν, περαιτέρω, η θέση τους ότι με την παρούσα διαδικασία δεν επιχειρούν να εγκαθιδρύσουν δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια (forum shopping) αλλά να διασφαλίσουν τα νόμιμα συμβατικά τους δικαιώματα όπως αυτά καθορίζονται από τις Φορτωτικές βάση του δικαίου το οποίο τα διέπει δηλαδή του Κυπριακού. Περαιτέρω, δεν προσπαθούν να αποφύγουν την τυχόν ευθύνη τους. Τουναντίον με την παρούσα αγωγή καλούν τους εναγομένους να εκδικάσουν τις οποιεσδήποτε τυχόν απαιτήσεις τους βάση του Κυπριακού δικαίου το οποίο σύμφωνα με τις φορτωτικές τις καθορίζει. Τόνισαν ότι οι απαιτήσεις των εναγομένων είναι εξασφαλισμένες εφόσον έχουν δοθεί σ’ αυτούς εγγυήσεις πληρωμής με τις επιστολές ανάληψης υποχρέωσης, στο πλήρες ποσό της απαίτησης των εναγομένων, ήτοι Δολ. ΗΠΑ 700.000.

Λαμβάνουμε υπόψη τις πιο πάνω εισηγήσεις των εναγόντων  σε συνάρτηση με τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας.  Στόχος του επίδικου διαβήματος των εναγόντων είναι η αποφυγή έγερσης αγωγής στα δικαστήρια της Χιλής και η εκδίκαση της διαφοράς από τα Κυπριακά Δικαστήρια.  Ωστόσο, καθώς έχουμε διαπιστώσει πιο πάνω (βλ. σελ. 15), μετά τη συμφωνία του Οκτωβρίου του 1998 οι εναγόμενοι δεν έχουν ποτέ ισχυριστεί ότι αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο της Χιλής.  Επίσης, κατά το ίδιο διάστημα, και παρά τη διάρρευση ικανού χρόνου,  οι ενάγοντες δεν έχουν εκφράσει την πρόθεση τους να εγείρουν αγωγή για επίλυση της διαφοράς τους με τους ενάγοντες ενώπιον των δικαστηρίων της Χιλής ή ενώπιον άλλου αλλοδαπού δικαστηρίου.  Αυτή η στάση των εναγομένων είναι ικανή να εντάξει την παρούσα υπόθεση εκτός της κατηγορίας των εξαιρετικών περιπτώ[*1665]σεων στις οποίες δικαιολογείται η έκδοση αρνητικής διακήρυξης.  Το συμπέρασμα αυτό καθιστά αχρείαστη την εξέταση του κατά πόσο το αντικείμενο της απαίτησης 4 ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Καν. 24.  Ο σχετικός λόγος αναθεώρησης απορρίπτεται.

Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι με την επίδικη διαδικασία της αρνητικής διακήρυξης οι ενάγοντες έχουν επιδιώξει την εκδίκαση της τυχόν αξίωσης που θα εγείρουν οι εναγόμενοι εναντίον τους.

Ο συνήθης τρόπος εκδίκασης μιας αξίωσης είναι με αγωγή η οποία εγείρεται από τον απαιτητή-ενάγοντα και στην οποία το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται η αξίωση - ο εναγόμενος - έχει δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του.  Στην κρινόμενη περίπτωση έχει επιχειρηθεί μια εντελώς αντίστροφη πορεία. Θεωρούμε ότι αυτή η διαδικασία δεν αποτελεί τον ορθόδοξο τρόπο επίλυσης της επίδικης διαφοράς.   Είναι γι’ αυτό το λόγο νομίζουμε που - ορθά - η νομολογία έχει θέσει πάρα πολύ αυστηρά κριτήρια.

Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο