Lexicon Shipping Company Limited ν. Remontowa Gdansk Shiprepair Yard (1999) 1 ΑΑΔ 1666

(1999) 1 ΑΑΔ 1666

[*1666]4 Oκτωβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

LEXICON SHIPPING COMPANY LIMITED,

Ενάγουσα,

v.

REMONTOWA GDANSK SHIPREPAIR YARD

ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΑΥΤΩΝ

KRZYSTZTOF JUCHNIEWICZ,

PIOTR SOYKA,

S. MACIEJEWSKI,

JERSEY PACZKOWSKI,

Εναγομένων.

(Aγωγή Nαυτοδικείου Aρ. 132/97)

 

Ναυτοδικείο — Αίτηση για ακύρωση αγωγής η οποία εγέρθηκε στην Κύπρο και/ή επίδοσης της στην εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία για ισχυριζόμενη ακαταλληλότητα (forum non conveniens) του Κυπριακού Δικαστηρίου και επίσης για αναστολή της διαδικασίας λόγω ύπαρξης διεθνούς ρήτρας διαιτησίας στη συμφωνία των διαδίκων για εκδίκαση της υπόθεσης στην Πολωνία — Αρχές που διέπουν το θέμα της αναστολής της διαδικασίας — Η εναγόμενη εταιρεία απέδειξε ότι η Κύπρος δεν είναι το κατάλληλο forum εκδίκασης, αλλά ότι το άλλο forum είναι πιο πρόσφορο για το σκοπό αυτό, με αποτέλεσμα να επιτύχει την αναστολή της διαδικασίας στην Κυπρο — Κριτήρια προσδιορισμού του καταλληλότερου forum εκδίκασης μιας υπόθεσης.

Δικονομία Ναυτοδικείου — Επίδοση κλητηρίου εντάλματος σε νομική οντότητα — Θεσμοί 20 και 21 του περί Κυπριακού Ναυτοδικείου Διαδικαστικός Κανονισμός του 1983, όπως τροποποιήθηκε — Επίδοση σε αλλοδαπή εταιρεία στην Κύπρο — Προϋπόθεση για έγκυρη επίδοση συνιστά η άσκηση επιχείρησης σε τόπο εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου — Ποία κριτήρια λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο για να κρίνει κατά πόσο αλλοδαπή εταιρεία διεξάγει επιχείρηση μέσα στην τοπική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έτσι ώστε η επίδοση να ενεργοποιήσει και την υλική δικαιοδοσία του — Ποία [*1667]σχέση πρέπει να έχει το άτομο, στο οποίο γίνεται η επίδοση, με την αλλοδαπή εταιρεία.

Δικονομία Ναυτοδικείου — Αναστολή διαδικασίας —Ύπαρξη διεθνούς ρήτρας διαιτησίας για επίλυση των διαφορών μεταξύ των διαδίκων.

Εταιρείες — Επίδοση δικαστικών διαδικασιών — Κατά πόσο το Άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, αναφορικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο επίδοσης εγγράφων σε εταιρεία, ισχύει και στην περίπτωση επίδοσης δικαστικών διαδικασιών σε αυτή.

Με την παρούσα αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 7.10.97, η ενάγουσα αξιώνει από την εναγόμενη/αιτήτρια, η οποία στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η εναγομένη, Δ.Α. 1, 348.500 για παράβαση συμφωνίας επιδιόρθωσης του υπό κυπριακή σημαία πλοίου M/V NIKΙTAS ROUSSOS, ιδιοκτησίας της ενάγουσας.

Η εναγομένη είναι εταιρεία πολωνικής εθνικότητας με έδρα το Gdansk και ενάγεται μέσω των διευθυντών της, όπως χαρακτηρίζονται στο κλητήριο ένταλμα της αγωγής τα 4 πρόσωπα, των οποίων τα ονόματα αναφέρονται σ’ αυτό διαδοχικά με τελευταίο το όνομα Jersey Paczkowski.  Αυτός κλήθηκε και κατάθεσε ενόρκως.  Ανέφερε ότι το σωστό χριστιανικό του όνομα είναι Jersy.

Η αγωγή επιδόθηκε στον κύριο Paczkowski, ο οποίος στη συνέχεια θα αναφέρεται ως J. P., υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή, για την εναγόμενη εταιρεία.  Έγινε επίσης χωριστή προσωπική επίδοση στον ίδιο για λογαριασμό των τριών άλλων προσώπων που κατονομάζονται στο κλητήριο.  Ο J. P. βρισκόταν στην Κύπρο με την ευκαιρία πραγματοποίησης εδώ ναυτιλιακού συνεδρίου.

Στη μαρτυρία του ο J. P. είπε, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι είναι μόνιμος κάτοικος Πολωνίας και υπάλληλος του Τμήματος Πωλήσεων και Marketing της εναγομένης εταιρείας.  Στην αντεξέταση, αρνήθηκε πως είχε πλήρη εξουσία διαπραγμάτευσης συμβολαίων, τιμών και παροχής εκπτώσεων.  Συμφώνησε ότι συμμετείχε σε συνάντηση στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1997 (πριν την έγερση της αγωγής) στα γραφεία της Transmed Shipping Co Ltd.  Η ενάγουσα δέχθηκε ότι η εν λόγω εταιρεία είχε ενεργήσει ως αντιπρόσωπος της για τη σύναψη συμφωνίας επισκευής του πλοίου.

Η εναγόμενη καταχώρησε στις 14.12.97 την παρούσα αίτηση για τις ακόλουθες θεραπείες:

[*1668](α)  ακύρωση της αγωγής και/ή της επίδοσης στην εναγομένη,

(β)   ακύρωση της αγωγής για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί “και/ή λόγω μη καταλληλότητας (forum non conveniens) των Δικαστηρίων της Κύπρου” και/ή

(γ)   για αναστολή της διαδικασίας λόγω ύπαρξης διεθνούς ρήτρας διαιτησίας στη συμφωνία που έγινε στο Gdansk στις 27.4.95.

Αναφορικά με την εν λόγω συμφωνία οι διάδικοι προέβαλαν διϊστάμενες εκδοχές οι οποίες όμως δεν επεξηγήθηκαν στην έκταση που έπρεπε από κατάλληλη μαρτυρία.

Ο δικηγόρος της ενάγουσας υποστήριξε το εφικτό και νομότυπο της επίδοσης που έγινε για δύο λόγους:

(1)   ότι ο J. P. είχε θέση Διευθυντή του Τμήματος με πλήρεις αρμοδιότητες να συνάπτει συμφωνίες και

(2)   η εναγόμενη ασκούσε επιχείρηση στην Κύπρο, γεγονός που ενεργοποιούσε την υλική δικαιοδοσία του κυπριακού ναυτοδικείου.

Ο συνήγορος της ενάγουσας επικαλέσθηκε τις υποθέσεις The “Theodoros” και “Dunlοp Pneumatic Tyre Co.” οι οποίες είχαν σημαντικές ομοιότητες με την εκδικαζόμενη υπόθεση.

Ο δικηγόρος της εναγομένης υποστήριξε ότι δεν ικανοποιούνταν τα κριτήρια που συνήθως λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο για να αποφανθεί κατά πόσο αλλοδαπή εταιρεία διεξάγει επιχείρηση μέσα στην τοπική δικαιοδοσία του δικαστηρίου έτσι ώστε η επίδοση να ενεργοποιήσει και την υλική δικαιοδοσία του.

Ο συνήγορος της εναγομένης επικαλέσθηκε την υπόθεση Jekavin v. Ship “Platon Ch” και υποστήριξε ότι στην εν λόγω υπόθεση υποδείχθηκε ότι η λήψη άδειας για επίδοση στο εξωτερικό συνιστά εχέγγυο για την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εκδίκαση υπόθεσης στην Κύπρο, τις οποίες καθορίζει ο θ.24.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Είναι πρόωρο να αποφασισθεί τώρα ποία από τις δύο συμφωνίες δεσμεύει τους διαδίκους.

2.  Θεραπεία α)

     Το νομικό πλαίσιο για την εξέταση του θέματος αναφορικά με [*1669]την επίδοση, παρέχει ο περί Κυπριακού Ναυτοδικείου Διαδικαστικός Κανονισμός του 1893, όπως τροποποιήθηκε.  Είναι, κυρίως οι θεσμοί 20 και 21.

     Είναι αμφίβολο κατά πόσο το Άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο προβλέπει ότι “a document may be served on a company by leaving it or sending it by post to the registered office of the company”, ισχύει και για την επίδοση δικαστικών διαδικασιών.

     Από τη νομολογία προκύπτει ότι το στοιχείο της άσκησης επιχείρησης είναι προϋπόθεση έγκυρης επίδοσης τόσο στην περίπτωση corporation όσο και στην περίπτωση της public company.  Δεν έχει αποδειχθεί ότι ο J. P. ήταν διευθυντής του Τμήματος στο οποίο υπηρετούσε.  Είχε όμως υπεύθυνη θέση και άριστα προσόντα γι’ αυτό που έκανε.  Οι δραστηριότητες της εναγομένης εταιρείας, στη διάρκεια του συνεδρίου, στο όνομα της, δεν αμφισβητούνται.  Ο παραλληλισμός με την Dunlop ήταν εύστοχος και η ομοιότητα της με την παρούσα υπόθεση υπαγορεύει την εφαρμογή της ίδιας αρχής.

     Ενόψει των ανωτέρω η επίδοση που πραγματοποιήθηκε στον J. P. ήταν έγκυρη.

3.  Θεραπεία β) και γ)

     Αναφορικά με τη θεραπεία β) και γ) τα πιο κάτω γεγονότα είναι αποφασιστικής σημασίας:

     Ο καταρτισμός της συμφωνίας στο εξωτερικό.  Η παράβαση της συμφωνίας στην Πολωνία.  Τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα καταρτίστηκαν ή βρίσκονται στο εξωτερικό. Οι κυριότεροι μάρτυρες βρίσκονται στο εξωτερικό. Η έδρα της ενάγουσας φαίνεται να είναι στην Κύπρο όμως η μαρτυρία αποκαλύπτει ότι έχει τα γραφεία της στο Καστρί, που είναι η βάση από την οποία λειτουργεί.  Η συγκεκριμένη αυτή υπόθεση, έτυχε χειρισμού, από την αρχή μέχρι το τέλος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, από την Ελλάδα.  Το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το πολωνικό δίκαιο.

     Τα ανωτέρω γεγονότα καταδεικνύουν ότι η αγωγή έχει “τον ρεαλιστικότερο και ουσιαστικώτερο δεσμό με το πολωνικό forum”.  Η εναγόμενη έδειξε ότι όχι μόνο το κυπριακό δικαστήριο δεν είναι το φυσικό ή κατάλληλο forum εκδίκασης, αλλά ότι [*1670]το πολωνικό forum είναι πιο πρόσφορο για τον σκοπό αυτό.  Και εξυπηρετεί το συμφέρο των διαδίκων και τους σκοπούς της δικαιοσύνης.  Από την άλλη δεν υπάρχουν περιστάσεις που καθιστούν άδικη την χορήγηση αναστολής.  Άλλωστε η ενάγουσα δεν υποστήριξε ότι χάνει ουσιαστικά πλεονεκτήματα αν δεν δικαστεί η υπόθεση στην Κύπρο, όπως είναι για παράδειγμα, η παραγραφή της απαίτησης της στην Πολωνία.  Για τους πιο πάνω λόγους διατάσσεται η αναστολή κάθε περαιτέρω διαδικασίας στην αγωγή.  Τα έξοδα της αίτησης θα καταβάλει κατά το ήμισυ η ενάγουσα - καθ’ ης η αίτηση.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mavromoustaki v. Yeroudes, as Executor of the Will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 C.L.R. 176,

The “Theodohos” [1977] 2 Lloyd’s Law Rep. 428,

Dunlop Pneymatic Tyre Co. v. Actien-Gesellschaft fur Motor und Motorfahrzeugbau Vorm Cudell & Co. [1902] 1 K.B. 342,

Sekavin v. Ship “Platon Ch” (1987) 1 C.L.R. 69,

Okura & Co. Ltd. v. Forsbacka Jernwerks Aktiebolag [1914] 1 K.B. 715,

Geto Trading v. Πλοίου Vladimir Vaslyayev (1996) 1(A) A.A.Δ. 286,

Pelmako Development Ltd. (1991) 1 A.A.Δ. 246,

Cyprus Trading Corporation Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 1168,

Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (1999) 1 A.A.Δ. 1316,

Spiliada Maritime Corporation  v. Consulex [1986] 3 All E.R. 843,

The “Al Battani” [1993] 2 Lloyd’s Law Rep. 219.

 

Aίτηση.

[*1671]

Aίτηση σε Aγωγή Nαυτοδικείου με την οποία η εναγόμενη εταιρεία ζητά α) την ακύρωση της επίδοσης της αγωγής σ’ αυτήν β) την ακύρωση της αγωγής για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και γ) αναστολή της διαδικασίας λόγω ύπαρξης διεθνούς ρήτρας διαιτησίας στη συμφωνία που έγινε στο Gdansk στις 27 Aπριλίου, 1995.

Μ. Βορκάς για Π. Σαρρή, για την Aιτήτρια-εναγομένη.

Σ. Πήττας για Π. Νεοκλέους, για την Kαθ’ ης η αίτηση-ενάγουσα.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Η ενάγουσα/καθής η αίτηση (στο εξής η ενάγουσα) είναι ναυτιλιακή εταιρεία.  Έχει την έδρα της στη Λεμεσό.  Φαίνεται όμως ότι το κέντρο των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων βρίσκεται στην Ελλάδα. Τα γραφεία της είναι, όπως αποκαλύπτει η μαρτυρία, στο Καστρί.  Με την παρούσα αγωγή αξιώνει από την εναγομένη/αιτήτρια (εναγομένη) Δ.Α. 1,348.500 για παράβαση συμφωνίας επιδιόρθωσης του υπό κυπριακή σημαία πλοίου Μ/V NIKITAS ROUSSOS, ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Το πλοίο μετονομάστηκε αργότερα σε Μ/V KLIA.  Το παραπάνω ποσό  αντιπροσωπεύει, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, τις ζημίες ή απώλειες της για την καθυστέρηση στην εκτέλεση των εργασιών επιδιόρθωσης από την εναγομένη, πέρα από την ταχθείσα προθεσμία των 60 ημερών.  Η τελευταία κατηγορείται επίσης για υπερχρεώσεις αναφορικά με την εκτελεσθείσα εργασία.  Διαζευκτικά απαιτεί το ίδιο ποσό “ως αποζημιώσεις για ψευδείς παραστάσεις εν σχέσει με το εν λόγω συμβόλαιο”.  Περαιτέρω απαιτεί Δ.Α. 300.000 ποσό που, πάλιν κατά τους ισχυρισμούς της, η εναγόμενη απέσπασε από αυτήν παράνομα, χωρίς νόμιμη δικαιολογία “και ή κατόπιν εξαγκασμού και/ή κατόπιν οικονομικής πίεσης.....”.  Το αιτητικό της αγωγής συμπληρώνει η γενική απαίτηση για τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

Η εναγόμενη είναι εταιρεία πολωνικής εθνικότητας, που εδρεύει στο Gdansk.  Όπως εξυπακούεται και από την επωνυμία της, Remontowa Gdansk Shiprepair Yard, η εκτέλεση εργασιών επισκευής πλοίων είναι μεταξύ των κορυφαίων δραστηριοτήτων της.  Ενάγεται μέσω των διευθυντών της, όπως χαρακτηρίζονται στο κλητήριο ένταλμα της αγωγής τα 4 πρόσωπα, των οποίων τα [*1672]ονόματα αναφέρονται σ’αυτό διαδοχικά.  Με τελευταίο το όνομα Jersey Paczkowski.  Το πρόσωπο αυτό κλήθηκε και κατέθεσε ενόρκως.  Ανέφερε ότι το σωστό του χριστιανικό όνομα είναι Jerzy.  Το θέμα δε σχολιάστηκε από κανένα.  Ούτε η αναγραφή των ονομάτων των φερομένων ως διευθυντών στο κλητήριο.  Η τελευταία μου παρατήρηση για τον τίτλο της αγωγής είναι ότι, όπως καταγράφεται στο κλητήριο, τα πρόσωπα αυτά είναι “εκ Πολωνίας και τώρα στην Κύπρο”. Αναφορικά με τους τρεις πρώτους δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε που να δείχνει ότι ήταν τότε ή ποτέ άλλοτε στην Κύπρο.

Από το φάκελο της διαδικασίας προκύπτει ότι η αγωγή επιδόθηκε στον κύριο Paczkowski (τον οποίο θα αποκαλώ στο εξής με τα αρχικά του ονόματος του JP) υπό την ιδιότητα του διευθυντή, για την εναγόμενη εταιρεία.  Έγινε επίσης χωριστή προσωπική επίδοση στον ίδιο για λογαριασμό των τριών άλλων προσώπων που κατονομάζονται στο κλητήριο. Ο JP αναφέρθηκε στη μαρτυρία του, μεταξύ άλλων, στις συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτεύχθηκε η επίδοση. Αρνήθηκε να υπογράψει το έγγραφο παραλαβής. Το γεγονός βεβαιώνει ο ιδιωτικός επιδότης που ενήργησε σε αυτή την περίπτωση, ο οποίος τελικά άφησε στο μάρτυρα δυο αντίγραφα της αγωγής.  Όταν ο JP αντιλήφθηκε πως πρόκειται για αγωγή συμβουλεύθηκε δικηγόρους και ενημέρωσε τους προϊσταμένους του στην Πολωνία οι οποίοι, ομολογουμένως, έλαβαν γνώση της διαδικασίας.

Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι ο JP βρισκόταν στην Κύπρο με την ευκαιρία πραγματοποίησης εδώ του ναυτιλιακού συνεδρίου γνωστού ως Maritime Cyprus.  Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι η εναγόμενη είχε ενοικιάσει περίπτερο στον εκθεσιακό χώρο του συνεδρίου, που επάνδρωνε ο μάρτυρας.  Από αυτό προωθούσε τις εργασίες της εναγομένης.  Ωστόσο δε δέχθηκε ότι διεκπεραίωνε οτιδήποτε άλλο ή ότι συνήψε συμφωνίες.  Η δραστηριότητα του αυτή διάρκεσε 3 ημέρες. Είναι επίσης παραδεκτό, όπως προαναφέρθηκε, ότι είχε ενημερώσει την εναγομένη για την αγωγή, η οποία απέστειλε μάλιστα στους δικηγόρους της ενάγουσας το τεκμ. Στ (συνημμένο στην ένσταση της ενάγουσας) σχετικά με την αγωγή.

Μια άλλη πτυχή της μαρτυρίας του συνδέεται με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε στην Κύπρο.  Πρόκειται για κρίσιμο θέμα, που άπτεται της νομιμότητας της επίδοσης που πραγματοποιήθηκε.  Ο μάρτυς είπε, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι είναι μόνιμος κάτοικος Πολωνίας.  Είναι υπάλληλος του Τμή[*1673]ματος Πωλήσεων και Μάρκετιγκ της εναγόμενης εταιρείας (από 1/5/97), όπως ακριβώς καταγράφεται στο επισκεπτήριο του, το οποίο προσκόμισε η άλλη πλευρά.  Η δουλειά του είναι να προωθεί τις ναυπηγικές εργασίες της στην Ελλάδα, Κύπρο και χώρες της Μεσογείου.  Κάποτε, για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί τον αντιπρόσωπο του ναυπηγείου της εναγομένης στην Ελλάδα, δηλαδή, την εταιρεία Navimar Greece, που είναι στον Πειραιά.  Η εταιρεία αυτή, όχι όμως η εναγόμενη, αντιπροσωπεύεται από τη Navimar Cyprus.

Η αντεξέταση του στόχευε στην απόδειξη της ιδιότητας του.  ότι, δηλαδή, ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος της εναγομένης στο οποίο υπηρετεί. και ότι είχε πλήρη εξουσία διαπραγμάτευσης συμβολαίων, τιμών και παροχής εκπτώσεων.  Ο μάρτυς αρνήθηκε πως είχε τέτοιες αρμοδιότητες.  Παρομοίασε το ρόλο του με εκείνο του ταχυδρόμου γιατί, όπως ρητά ανέφερε, οι αποφάσεις λαμβάνονται στο ναυπηγείο της εναγομένης, στο Gdansk.  Αντεξεταζόμενος περαιτέρω, ο μάρτυς συμφώνησε ότι συμμετείχε σε συνάντηση στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1997 (πριν την έγερση της αγωγής) στα γραφεία της Transmed Shipping Co. Ltd.  Παρενθετικά, η ενάγουσα δέχεται ότι η εταιρεία αυτή είχε ενεργήσει ως αντιπρόσωπος της για τη σύναψη της συμφωνίας επισκευής του πλοίου.  Είναι η θέση της πως, ύστερα από μεσολάβηση των κυπρίων και ελλαδιτών αντιπροσώπων της εναγομένης, δηλαδή, των εταιρειών Navimar Cyprus και Νavimar Polland Hellas αντίστοιχα, επιτεύχθηκε η συμφωνία επισκευής της 31/1/95 (βλέπε παράγραφο 5(α) και 5(β) της ένορκης δήλωσης της δικηγόρου Εβελίνας Κουδουνάρη, που υποστηρίζει την ένσταση της ενάγουσας).

Ο μάρτυς συμφώνησε περαιτέρω ότι στη συνάντηση της Αθήνας παρευρισκόταν ο κ. Χαράλαμπος Μυλωνάς, ιδιοκτήτης της Transmed και κατά κάποια άλλη μαρτυρία και της ενάγουσας.  Αρνήθηκε όμως ο μάρτυς κατηγορηματικά ότι πήγε εκεί για να διαπραγματευθεί την επίλυση ή διευθέτηση της διαφοράς, που είναι αντικείμενο της παρούσας αγωγής.  Σκοπός της επίσκεψης ήταν, όπως είπε, η προώθηση των εργασιών των ναυπηγείων γιατί είχε την εταιρεία εκείνη στον κατάλογο πελατών που έπρεπε να επισκεφθεί.

Ο μάρτυς της ενάγουσας κ. John Shellien, τεχνικός διευθυντής της Transmed τα τελευταία 10 χρόνια, που ήταν παρών κατά τη συνάντηση, είπε, αντεξεταζόμενος, ότι κατ’ αυτή ρώτησε τον JP απευθείας αν ήταν ο Διευθυντής του εν λόγω Τμήματος της ενα[*1674]γομένης και ότι πήρε θετική απάντηση.  Θα επανέλθω στη μαρτυρία όταν χρειασθεί.  Η αγωγή αυτή κινήθηκε στις 7/10/97.  Και επιδόθηκε με τον τρόπο που έχω περιγράψει στις 17 του ίδιου μήνα.  Η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στις 14/12/97.  Αρχικά η υπόθεση έτυχε χειρισμού από άλλο δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τελικά, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, ανέλαβα την υπόθεση, λόγω προσωπικού κωλύματος του συναδέλφου να επιληφθεί της υπόθεσης, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό.

Το αίτημα θεραπείας είναι πολλαπλό.  Επιζητείται (α) η ακύρωση της αγωγής και/ή της επίδοσης της στην εναγομένη. (β) η ακύρωση της αγωγής για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να της επιληφθεί “και/ή λόγω μη καταλληλότητας (forum non conveniens) των Κυπριακών Δικαστηρίων”. και/ή (γ) αναστολή της διαδικασίας λόγω ύπαρξης διεθνούς ρήτρας διαιτησίας στη συμφωνία που έγινε στο Gdansk στις 27/4/95.  Η τελευταία αυτή αναφορά μου, στη συμφωνία της 27/4/95, θέτει επί τάπητος τη θεμελιακή διάσταση θέσεων ως προς την αληθινή συμφωνία μεταξύ των μερών.  Προτού εξετάσω τις νομικές εισηγήσεις είναι απαραίτητο να εγκύψω στο θέμα αυτό με τη συνοπτική παρουσίαση του οποίου συμπληρώνεται και το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης. 

Είναι η υπόθεση της εναγομένης ότι η συμφωνία της 27/4/95, που υπέγραψε με την Transmed Shipping Ltd., για επισκευές του πλοίου, την οποία επικαλείται, περιέχει ρήτρα διαιτησίας.  Αντίγραφο της επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση της ασκουμένης δικηγόρου Μαριλένας Μηλιώτου, που συνόδευσε την κρινόμενη αίτηση.  Σύμφωνα λοιπόν με την παράγραφο 9, όλες οι διαφορές που προκύπτουν από τη συμφωνία παραπέμπονται σε Διαιτητικό Δικαστήριο, το οποίο εδρεύει στη Βαρσοβία.  Παρατηρώ ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 8 της εν λόγω συμφωνίας, το εφαρμοστέο για τη συμφωνία δίκαιο είναι εκείνο της Πολωνίας.

Η ενάγουσα παραδέχεται ότι η παραπάνω συμφωνία υπογράφηκε από την Transmed Shipping Ltd.  Ισχυρίστηκε όμως ότι το έπραξε κατόπιν πιέσεων ή εκβιαστικής συμπεριφοράς της εναγομένης, στην οποία θα κάμω, σε λίγο, αναφορά.  Ο κύριος ισχυρισμός της ενάγουσας είναι ότι η συμφωνία είχε ήδη ολοκληρωθεί από 31/1/95.  Περιλαμβάνεται δε στην αλληλογραφία (μηνύματα με συσκευές fax και telex) που η εταιρεία Transmed αντάλλαξε, από τα γραφεία της στο Καστρί, με την εναγομένη στην Πολωνία.  Δέσμη εγγράφων, που σύμφωνα με την εκδοχή [*1675]της ενάγουσας αποτελούν τη συμφωνία αυτή, επισυνάφθηκαν ως τεκμ. Α στην ένορκη δήλωση της Εβελίνας Κουδουνάρη.

Μετά τη θέση σε εφαρμογή της παραπάνω συμφωνίας και αφού πληρώθηκε στις 5/4/95 η προκαταβολή από ΔΑ 300.000 η εναγόμενη, κατά παράβαση των ήδη συμφωνηθέντων, ζήτησε από την ενάγουσα: (α) τραπεζική εγγύηση για εξασφάλιση ολόκληρου του ποσού του συμβολαίου. και (β) να υπογράψει τη νέα συμφωνία της 27/4/95, που ετοίμασε η εναγόμενη.  Διαφορετικά απείλησε πως δε θα τηρούσε τα υπεσχημένα.  Άρχισε δε τότε ο εκβιασμός σε βάρος της στον οποίο υπέκυψε διότι, όπως ισχυρίζεται, δεν είχε άλλη εκλογή.

Η Εβελίνα Κουδουνάρη αναφέρει και τα εξής στην ένορκη δήλωση της (παράγραφοι 5(ι) και (κ) αντίστοιχα):

“(ι)  Την 21/4/95 και 25/4/95 οι Εναγόμενοι παράνομα και/ή κατά παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων εσυνέχισαν να απαιτούν από τους Ενάγοντες να υπογράψουν την συμφωνία που είχαν ετοιμάσει οι ίδιοι.  Περαιτέρω, οι Εναγόμενοι προειδοποιούσαν πως θα σταματούσαν οιεσδήποτε επισκευές, πριν την υπογραφή της νέας συμφωνίας που είχαν ετοιμάσει οι ίδιοι.

(κ)  Την 27/4/95 και μη έχοντας άλλη επιλογή οι Ενάγοντες αναγκάστηκαν όπως υπογράψουν την συμφωνία ημερομηνίας 27/4/95.  (Βλέπε ΤΕΚΜΗΡΙΟ “Α” που επισυνάπτεται στην Ένορκη Δήλωση της κας Μηλιώτου).  Η εν λόγω Συμφωνία δεν περιελάμβανε όλους τους όρους της Συμφωνίας των διαδίκων ημερομηνίας κατά ή περί την 31/1/95 και περαιτέρω περιελάμβανε όρους που επιβλήθησαν εκβιαστικά επί των Εναγόντων.”

Δεν διευκρινίζεται ποίες ήταν οι διαφορές μεταξύ των δύο συμφωνιών.  Φαίνεται ωστόσο πως περιλαμβάνουν τους όρους 8 και 9 αναφορικά με το δίκαιο που διέπει τη συμφωνία και την παραπομπή διαφορών στο Πολωνικό Δικαστήριο Διαιτησίας.  Πέραν των όσων ανέφερε η προμνησθείσα δικηγόρος δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε που να δείχνει ότι ζητήθηκε ή τελικά δόθηκε η τραπεζική αυτή εγγύηση.  Κατά τα λοιπά δε φαίνεται να υπήρχαν ούτε προβλήθηκαν άλλες διαφορές ή ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των συμφωνιών.

Κατά την εκδοχή που περιέχει η ένορκος δήλωση της Εβελίνας [*1676]Κουδουνάρη και που υποστηρίζει σε κάποιο βαθμό ο κ. John Shellien, τα προβλήματα δεν έληξαν και μετά το δεξαμενισμό του πλοίου. Συνεχίστηκε δε η εκβιαστική στάση της εναγομένης η οποία απέδωσε την καθυστέρηση για τη διεκπεραίωση των επισκευών, που ήταν αντικείμενο των παραπόνων της ενάγουσας, στο ψευδή ισχυρισμό ότι η εναγόμενη εκτέλεσε πρόσθετες επιδιορθώσεις, που της ζήτησε η ενάγουσα. Όταν τον Αύγουστο του 1995 και αφού (α) πλήρωσε το ποσό Δ.Α. 2,927.405. και (β) ο κ. Λαού, υπεύθυνος του στόλου της ενάγουσας, υπέγραψε έγγραφο που απάλλασσε ευθύνης την εναγομένη, επιτράπηκε ο απόπλους του πλοίου από το ναυπηγείο.  Παρατηρώ εδώ πως υπάρχει διαφορά μεταξύ του αγώγιμου δικαιώματος που σκιαγραφεί η αγωγή και των τωρινών ισχυρισμών.  Έχουν τουλάχιστο διαφορετική υφή.

Το δικαστήριο δεν πρόκειται να αποφασίσει τελικά, σε αυτό το στάδιο, ποία είναι η έγκυρη συμφωνία.  Υπάρχουν αντιθετικές θέσεις, που μπορεί να αποκρυσταλλωθούν μόνο με την πλήρη διερεύνηση κάθε πτυχής των εκδοχών που προβλήθηκαν και στο πλαίσιο των εγγράφων που κατατέθηκαν, αλλά δεν επεξηγήθηκαν στην έκταση που έπρεπε από κατάλληλη μαρτυρία.  Παρά τα κάποια ερωτηματικά και τις αδυναμίες που εντόπισα στη μαρτυρία της ενάγουσας, πιστεύω πως θα ήταν πρόωρο να αποφασίσω οριστικά για το σοβαρό αυτό θέμα με βάση το υλικό που έχω τώρα στη διάθεση μου.  Άλλωστε η πρακτική αυτή, όποτε το υλικό για τη σχετική απόφαση είναι ελλειπτικό, επικροτήθηκε ως ορθή από τη νομολογία μας: βλ. Mavromoustaki v. Yeroudes, as Executor of the Will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 C.L.R. 176 (183-184). Θα συμπληρώσω, λέγοντας ότι το θέμα θα έχει σημασία μόνο στην περίπτωση που θα εξετάσω κατά πόσο εφαρμόζεται ή όχι ο κανόνας περί μη καταλληλότητας του ημεδαπού δικαστηρίου (forum non conveniens).

Το νομικό πλαίσιο για την εξέταση του πρώτου θέματος, της εγκυρότητας της επίδοσης που έγινε υπό τις συνθήκες που έχω περιγράψει, παρέχει o περί Κυπριακού Ναυτοδικείου Διαδικαστικός Κανονισμός του 1893, όπως τροποποιήθηκε.  Είναι, κυρίως, οι θεσμοί 20 και 21.  Οι δικηγόροι έχουν εμπλέξει με τις αγορεύσεις τους και τους θ. 23 και 24.  Ο θ. 23 θέτει ως προϋπόθεση της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος τη χορήγηση άδειας από το Δικαστήριο.  Ο θ. 24 εκθέτει τα κριτήρια που διέπουν την παραχώρηση τέτοιας άδειας.

Ο θ. 20 προβλέπει ότι η επίδοση κλητηρίου εντάλματος σε νομική οντότητα, που διαχωρίζει σε εταιρεία ή δημόσια εταιρεία [*1677](corporation or public company), μπορεί να επιτευχθεί με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος για την επίδοση “of any other writ or legal process upon such corporation or company”. Η ίδια διάκριση διατηρείται και στην καίρια διάταξη, δηλαδή, του θ. 21.  Προνοεί ότι:

“21. Where no such provision exists, a writ of summons against a corporation may be served by leaving an office copy of the writ with the President or other head officer, or the clerk, treasurer, or secretary of the corporation, and a writ of summons against a public company may be served by leaving with the secretary, manager or other person authorized to transact the business of the company in Cyprus an office copy of the writ or by leaving the same at the office of the company.”

Ο δικηγόρος της ενάγουσας υποστήριξε το εφικτό και νομότυπο της επίδοσης που έγινε για δυο λόγους:  (1) ότι ο JP είχε θέση Διευθυντή του Τμήματος με πλήρεις αρμοδιότητες να συνάπτει συμφωνίες, να συμφωνεί τιμές και να παρέχει εκπτώσεις. και (2) η εναγόμενη, υπό τις συνθήκες που προεκτέθηκαν, ασκούσε επιχείρηση στην Κύπρο, γεγονός που ενεργοποιούσε την υλική δικαιοδοσία του κυπριακού ναυτοδικείου.  Στη γραπτή του αγόρευση ο δικηγόρος της ενάγουσας παρέθεσε μεγάλο αριθμό αυθεντιών για να ενισχύσει την άποψη του.  Παρατηρώ ότι οι πλείστες από αυτές τις υποθέσεις αναφέρθηκαν στην υπόθεση The “Theodohos” [1977] 2 Lloyd’s Law Rep. 428.  Ο δικαστής Brandon, όπως ήταν τότε, συμφώνησε ότι όλες οι αυθεντίες κατατείνουν στην επιβεβαίωση της αρχής ότι είναι δυνατή η επίδοση σε αλλοδαπή εταιρεία υπό τον όρο ότι αυτή διεξάγει επιχείρηση σε τόπο εντός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.  Στο ίδιο απόσπασμα ο συνήγορος υπογραμμίζει την άποψη του δικαστή ότι για να είναι αποτελεσματική η επίδοση δεν είναι απαραίτητο να γίνει είτε στον πρόεδρο ή ακόμη σε ανώτερο αξιωματούχο της αλλοδαπής οντότητας.

Μεγαλύτερο βάρος ο συνήγορος έδωσε στην υπόθεση Dunlop Pneumatic Tyre Co. v. Actien-Gesellschaft fur Motor und Motorfahrzeugbau Vorm. Cudell & Co. [1902] 1 K.B. 342.  Ομολογουμένως υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες. Η εναγόμενη ήταν αλλοδαπή εταιρεία, η οποία κατασκεύαζε στη χώρα της αυτοκίνητα. Είχε ενοικιάσει σε εκθεσιακό χώρο στο Crystal Palace στο Λονδίνο περίπτερο ή εξέδρα (stand) στην οποία εξέθετε προϊόντα της.  Ο υπεύθυνος, τον οποίο εργοδοτούσε η εναγόμενη, εξηγούσε στους επισκέπτες τη λειτουργία των εκθεμάτων, προωθώντας συγχρόνως [*1678]τις πωλήσεις και λάμβανε παραγγελίες.  Ας σημειωθεί ότι δεν είχε την ιδιότητα του διευθυντή της εναγομένης ή του γραμματέα της.  Η επίδοση έγινε σε βοηθό του υπεύθυνου υπαλλήλου, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο απουσίαζε.  Η επίδοση κρίθηκε έγκυρη.  Αξίζει να σταθούμε στη σύνοψη:

“Ηeld, that, during the continuance of the show, the defendants were carrying on business so as to be resident at a place within the jurisdiction, and therefore could be served there with a writ in an action by the plaintiffs for infringement of their patent under Order IX., r.8.”

Οι Dicey & Morris στο σύγγραμμα τους The Conflict of Laws, 9η έκδοση, στις σελ. 164 και 165, αφού επισημαίνουν τις δυσκολίες που παρουσιάζει το θέμα, αναφέρουν 6 κριτήρια που το δικαστήριο συνήθως λαμβάνει υπόψη για να αποφανθεί κατά πόσο αλλοδαπή εταιρεία διεξάγει επιχείρηση μέσα στην τοπική δικαιοδοσία του δικαστηρίου έτσι ώστε η επίδοση να ενεργοποιήσει και την υλική δικαιοδοσία του.  Θα μπορούσα να τα συνοψίσω ως εξής:  η δραστηριότητα της ξένης εταιρείας πρέπει να είναι επιχειρηματικής φύσεως.  Η επιχείρηση πρέπει να ασκείται σε ορισμένο τόπο εντός δικαιοδοσίας και να είναι ουσιαστικής διάρκειας. Επίσης να ασκείται απευθείας και όχι μέσω αντιπροσώπου.  Η επίδοση να γίνεται σε ανώτερο αξιωματούχο, που είναι ενήμερος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της εταιρείας.  Και, τέλος, να μην έχει προβλεφθεί νομοθετικά άλλος τρόπος επίδοσης.

Ο δικηγόρος της εναγομένης συζήτησε την υπόθεση υπό το πρίσμα των κριτηρίων αυτών για να υποβάλει ότι κανένα από αυτά δεν ικανοποιήθηκε.  Ιδιαίτερα επέμεινε ότι, με τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί, δεν αποδείχθηκε ότι ο JP έχει διευθυντική θέση, αλλά είναι απλός υπάλληλoς χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες.  Η ενάγουσα όφειλε να ζητήσει την άδεια του δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, όπως υπαγορεύει ο θ. 23.  Με τον τρόπο που έχει ενεργήσει η ενάγουσα καταστρατήγησε τις διατάξεις του θεσμού αυτού, όπως και του θ. 24.

Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Sekavin v. Ship “Platon Ch” (1987) 1 C.L.R. 69, συνέχισε o συνήγορος, η λήψη άδειας για επίδοση στο εξωτερικό συνιστά εχέγγυο για την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εκδίκαση υπόθεσης στην Κύπρο, τις οποίες καθορίζει ο θ. 24.  Σ’ αυτές περιλαμβάνεται και η καταλληλότητα των κυπριακών δικαστηρίων να επι[*1679]ληφθούν συγκεκριμένης υπόθεσης.  Εντοπίστηκε το παρακάτω απόσπασμα από την υπόθεση χωρίς, πρέπει να πω, να τύχει ιδιαίτερου σχολιασμού (σελ. 76-77):

“It is abundantly clear service is not dependent on either the transaction by the defendant of business in Cyprus as such, or the availability of an agent.”

Ο κ. Βορκάς στηρίχθηκε στην υπόθεση The “Theodohos”, ανωτέρω, για ενίσχυση των εισηγήσεων του.  Επιχείρησε δε να διακρίνει την Dunlop, επειδή οι παραγγελίες που τυχόν θα έδιναν οι επισκέπτες της έκθεσης θα ήταν δεσμευτικές.  Με παρέπεμψε επίσης στην  Okura & Co. Ltd. v. Forsbacka Jernwerks Aktiebolag [1914] 1 K.B. 715,  όπου η λήψη παραγγελιών και αποστολή τους στην αλλοδαπή εταιρεία δε θεωρήθηκε άσκηση επιχείρησης για σκοπούς έγκυρης επίδοσης.

Θα με απασχολήσει τώρα το θέμα, στο οποίο άλλωστε αναλώθηκε η περισσότερη μαρτυρία, που αφορά τη θέση του JP στην ιεραρχία της εναγομένης. Δε θα δεχθώ τη μαρτυρία του κ. Shellien  ότι ο ίδιος ο JP παραδέχθηκε σε σχετικό ερώτημα του, ότι είχε πράγματι την ιδιότητα αυτή.  Έχει υποπέσει σε σοβαρή αντίφαση.  Στην κύρια εξέταση είχε αναφέρει ξεκάθαρα ότι ο JP άφησε να νοηθεί πως ήταν διευθυντής του εμπορικού τμήματος.  Δε μίλησε για ρητή παραδοχή του.  Είναι βέβαια και η γενικότερη εντύπωση την οποία  άφησε στο δικαστήριο ο μάρτυς.

Η υπόθεση Sekavin, ανωτέρω, εκφράζει αμφιβολία αν το άρθρ. 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, που προβλέπει ότι “a document may be served on a company by leaving it or sending it by post to the registered office of the company”, ισχύει και για την επίδοση δικαστικών διαδικασιών.  Εξαιτίας, ανάμεσα σε άλλα, των διατάξεων του άρθρ. 30.3(α) του Συντάγματος (βλ. Sekavin, στη σελ. 76).  Τη συμμερίζομαι.  Βρίσκω ότι δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη ρυθμίζουσα ειδικά το θέμα.  Και το αντίθετο να ήταν σωστό η κατάσταση δε μεταβάλλεται.  Οι Dicey & Morris στο ίδιο σύγγραμμα τους, στη 12η έκδοση στη σελ. 306, αναφέρουν τα ακόλουθα:

“If, therefore, a foreign corporation carries on business in England without complying with the requirements as to registration of a person authorised to accept service, it may be served at its place of business within the jurisdiction.”

Το σχόλιο έχει σαν υπόβαθρο μεταξύ άλλων, και την υπόθεση  [*1680]“Theodohos”, ανωτέρω.

Με έχει προβληματίσει το παραπάνω απόσπασμα στην υπόθεση Sekavin. Η απόφαση διακρίνει μεταξύ  corporation και public company.  Πρέπει να επαναλάβω ότι ο δικηγόρος της εναγομένης δε συζήτησε τις προεκτάσεις του αποσπάσματος σε αυτή την υπόθεση.  Ο θ. 21, στην περίπτωση δημόσιας εταιρείας, κάμνει ρητή μνεία στη διεξαγωγή επιχείρησης.  Ο θ. 21 θέτει σαν προϋπόθεση τη διεξαγωγή επιχείρησης “to transact the business of the company”, η οποία παραλείπεται στην περίπτωση εταιρείας (corporation). Δεν υπάρχει εδώ μαρτυρία αναφορικά με την ακριβή μορφή συγκρότησης της εναγομένης. Αν φυσικά είναι δημόσια εταιρεία η παραπάνω προϋπόθεση για έγκυρη επίδοση είναι αναγκαία.

Από την έρευνα μου έχω διαπιστώσει ότι και για το πρώτο σκέλος του θ. 21 είναι απαραίτητο συστατικό της έγκυρης επίδοσης η απόδειξη της διεξαγωγής επιχείρησης από την αλλοδαπή εταιρεία.  Πρέπει να λεχθεί ότι οι αποφάσεις, οι οποίες ερμηνεύουν την αγγλική Δ.65 θ. 3, καθώς και την προηγούμενη Δ.9 θ. 8, είναι ουσιαστικά όμοιες με το θ. 21.  Προβλέπουν επίδοση σε αξιωματούχους που κατονομάζουν οι θεσμοί αυτοί χωρίς πρόσθετη πρόνοια για άσκηση επιχείρησης.

Για το θέμα που συζητούμε είναι άκρως διαφωτιστικό το παρακάτω σύντομο σχόλιο από την ίδια έκδοση των Dicey & Morris (12η έκδοση) στις σελ. 305 και 306:

“Αt common law a foreign corporation could be treated as being present for the purposes of jurisdiction if it carried on business in England; and under Order 65, r. 3, of the Rules of the Supreme Court, service of a writ may, in cases for which provision is not made by any enactment, be effected by leaving a copy of the writ with the chairman, president, secretary, treasurer or other similar officer of the corporation.”

To θεμελιακό κανόνα εξηγεί ο δικαστής A.L. Smith στην υπόθεση La Bourgogne [1899] σελ. 1, 12:

“The defendant company is a foreign corporation; but it is too late to discuss the question whether Order IX., r. 8, only applies to English municipal corporations, because it has been held by authority binding upon this Court that it does apply to a foreign corporation. The case of Newby v. Van Oppen decided in 1872, [*1681]and followed by Haggin v. Comptoir D’ Escompte de Paris, shew the law to be that if a foreign company carries on its business in this country in such a way as that it may be said to be resident here, then English process may be served upon it in the manner provided by the rule.  If, however, this fact is not established in each case, then process cannot be served upon the foreign company here.  Each case must depend upon its own facts, and the persons who wish to serve process must be able to prove that the foreign corporation is resident here before they will be entitled to serve the writ upon the manager of the company in this country.”

Aναφορικά με τη σχέση του προσώπου, στο οποίο γίνεται η επίδοση, με την αλλοδαπή εταιρεία, είναι χρήσιμο να γίνει αναφορά σε ό,τι είπε ο δικαστής Brandon στη “Theodohos” στη σελ. 430:

“.......the service on the person in charge or in authority there (even though not the president or even a senior officer of the foreign company itself) had been held to be good service on the company.  If it was not doing so, service on such person had been held not to be good service on the company.”

      

Από την παραπάνω ανάλυση και τις αυθεντίες που ανέφερα, προκύπτει ότι το στοιχείο της άσκησης επιχείρησης είναι προϋπόθεση έγκυρης επίδοσης και στην περίπτωση corporation.  Όπως ακριβώς συμβαίνει με την περίπτωση της public company.  Δεν έχει αποδειχθεί ότι ο JP ήταν Διευθυντής του Τμήματος στο οποίο υπηρετούσε.  Φαίνεται όμως από τις δραστηριότητες και τα καθήκοντα που του είχε αναθέσει η εναγόμενη εταιρεία, που ο ίδιος έχει περιγράψει στη μαρτυρία του, πως δεν ήταν μικροϋπάλληλος. Είχε υπεύθυνη θέση και άριστα προσόντα γιαυτό που έκανε. Είναι ειδικός μηχανολόγος ναυπηγήσεων. Οι δραστηριότητες της εναγόμενης εταιρείας, στη διάρκεια του συνεδρίου, στο όνομα της, δεν αμφισβητούνται.  Ο παραλληλισμός με την Dunlop ήταν εύστοχος.  Η ομοιότητα είναι έντονη και υπαγορεύει την εφαρμογή της ίδιας αρχής.  Το χρονικό διάστημα της εμπορικής δραστηριότητας της εναγομένης ήταν ικανοποιητικό. Δεν μπορεί να γίνεται διάκριση μεταξύ 9 και 3 ημερών.  Σημασία έχει πως αυτό που συνέβηκε στη διάρκεια του συνεδρίου δεν ήταν κάτι φευγαλέο ή τυχαίο.  Ήταν εκδήλωση προγραμματισμένης εμπορικής δραστηριότητας, που μπορεί να αναχθεί σε παρουσία της ξένης εταιρείας στην Κύπρο.

Θα υπενθυμίσω τα γεγονότα της Dunlop με περισσότερες λε[*1682]πτομέρειες (σελ. 343):

“The “stand” was in the charge of a man named Struck, who was in the defendants’ employ, and whose duty it was to explain the working of the articles exhibited, and to take orders for and press the sale of the defendants’ goods.  Struck was neither a director nor the secretary of the defendant company.  He had an assistant under him named Muller, whose duty it was to take charge of the stand, and answer inquiries during the temporary absence of Struck.  The writ in the action had, in the absence of Struck, been served on Muller at the defendants’ “stand”.........”

Επισημαίνω σαν σημαντικό το παρακάτω απόσπασμα, που θα μπορούσε να λεχθεί και για την κρινόμενη υπόθεση (σελ. 347):

“Here the defendants hired premises for their own exclusive use, and did not resort for their purposes to some person who was carrying on an independent business, but employed their own servant to conduct the business.”

Απ’ όλα όσα έχω εκθέσει άγομαι στο συμπέρασμα ότι η επίδοση που πραγματοποιήθηκε στον JP ήταν έγκυρη.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η απαίτηση στην αγωγή αυτή εμπίπτει στις δικαιοδοτικές διατάξεις του Administration of Justice Act του 1956.  Το άρθρ. 1 (1)(n) απονέμει αρμοδιότητα στο ναυτοδικείο για οποιαδήποτε απαίτηση “in respect of the construction, repair or equipment of a ship or dock charges or dues”.  Ωστόσο η εναγόμενη εισηγήθηκε ότι και στην περίπτωση που θα κατέληγα, όπως έχει συμβεί, ότι είναι πρόωρο να αποφασισθεί τώρα ποία από τις δύο συμφωνίες δεσμεύει τους διαδίκους, το κυπριακό δικαστήριο εξακολουθεί να μην είναι το φυσικό forum της υπόθεσης.  Στο θέμα αυτό εντοπίζεται η διαφωνία με την ενάγουσα, η οποία υποστηρίζει την καταλληλότητα του δικαστηρίου.

Είναι η πρωταρχική θέση της ενάγουσας ότι το δικαστήριο δεν έχει, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, εξουσία να παράσχει τη θεραπεία αναστολής της διαδικασίας.  Τέτοιο αίτημα δεν περιέχει η αίτηση της εναγομένης.  Την τοποθέτηση αυτή ο κ. Πήττας στηρίζει στην απόφαση Geto Trading v. Tου πλοίου Vladimir Vaslyayev (1996) 1 A.A.Δ. 286.

H κρινόμενη υπόθεση διαφέρει.  Στην προμνησθείσα υπόθεση [*1683]δε ζητήθηκε αναστολή της ημεδαπής διαδικασίας με κανένα τρόπο.  Ούτε υπήρξε υλικό για να τη στηρίξει.  Η αίτηση εδώ θέτει θέμα “μη καταλληλότητας” (forum non conveniens) των κυπριακών δικαστηρίων για τους λόγους που θίγονται σε κάποια έκταση στην παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση.  Είναι γεγονός ότι η εναγόμενη ζητά ακύρωση ή παραμερισμό του κλητηρίου (και/ή για έλλειψη δικαιοδοσίας) χωρίς να αναφέρεται σε αναστολή ρητά.  Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτρέψει το δικαστήριο να επιληφθεί του θέματος και να χορηγήσει θεραπεία εφόσον η ουσία του είναι αντικείμενο του αιτητικού και δίνεται συνέχεια στην ένορκη δήλωση αναφορικά με το υπόβαθρο του αιτήματος.

Και οι δυο πλευρές ασχολήθηκαν με το θεωρητικό υπόβαθρο του κανόνα forum non conveniens.  Επίσης ανέλυσαν τους λόγους για τους οποίους το κυπριακό δικαστήριο μπορεί να αποποιηθεί ή όχι τη δικαιοδοσία του στην αγωγή αυτή.  Κατ’ αρχήν ο κανόνας εφαρμόζεται - και γίνεται δεκτό αίτημα αναστολής της ημεδαπής διαδικασίας - στις περιπτώσεις που η συμφωνία των διαδίκων περιέχει ρήτρα με την οποία επιλέγεται συγκεκριμένo διαιτητικό ή δικαστικό forum.  Όπως ήδη αναφέρθηκε, το ζήτημα του κύρους της συμφωνίας της 27/4/95, που περιέχει ρήτρα υπέρ διαιτητικού δικαστηρίου στην Πολωνία και εφαρμογής του πολωνικού δικαίου, δεν είναι του παρόντος.  Μολαταύτα το δικαστήριο διατηρεί τη σύμφυτη δικαιοδοσία του για αναστολή της αγωγής εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις:  In Re Pelmako Development Ltd. (1991) 1 A.A.Δ. 246.

Τις προϋποθέσεις αυτές έχει διευκρινίσει η νομολογία.  Αναφέρομαι σε δύο τελευταίες, επί του θέματος, εφετειακές αποφάσεις: Cyprus Trading Corporation Ltd. v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 1168, Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (1999) 1 A.A.Δ. 1316.

Στην τελευταία αυτή απόφαση γίνεται αναφορά στην υπόθεση ορόσημο Spiliada Maritime Corporation v. Consulex [1986] 3 All E.R. 843:

“....... ο θεμελιώδης κανόνας σε θέματα αναστολής που έθεσε η Spiliada, ανωτέρω, είναι ότι καταλληλότερο είναι το forum στο οποίο μπορεί να εκδικαστεί με μεγαλύτερη ευχέρεια μια υπόθεση “for the interest of all the parties and for the ends of justice”.  Aυτό εξυπακούει έρευνα αν άλλο forum είναι πράγματι καταλληλότερο και αν λόγοι δικαιοσύνης συνηγορούν [*1684]υπέρ της εκδίκασης από αγγλικό δικαστήριο.  Περαιτέρω, βεβαίωσε τον κανόνα για το βάρος απόδειξης. Ο εναγόμενος οφείλει να δείξει όχι μόνο ότι το αγγλικό (εδώ το κυπριακό) δικαστήριο δεν είναι το κατάλληλο ή φυσικό forum,  αλλά και ότι το εναλλακτικό forum είναι καθαρά ή ευδιάκριτα (clearly or distinctly) πιο πρόσφορο από το αγγλικό.

Για το σκοπό αυτό η παραπάνω υπόθεση έθεσε γενικά κριτήρια, που συναρτώνται με το εφαρμοστέο δίκαιο, τους μάρτυρες, την έδρα, πού είναι ο πιο βολικός τόπος διεξαγωγής της δίκης κ.λ.π., και διαγράφουν το forum με το οποίο η αγωγή έχει “το ρεαλιστικότερο και ουσιαστικότερο σύνδεσμο” (real and substantial connection).  Το θέμα, που δεν είναι μονοδιάστατο, αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο με την απαιτούμενη σφαιρικότητα:  βλ. για παράδειγμα The Hamburg Star [1994] 1 Lloyd΄s Rep. 399, 407.”

Θα παρατηρούσα εδώ ότι το δικαστήριο ελέγχει πρώτα αν άλλο forum είναι καταλληλότερο και σε δεύτερο στάδιο αν λόγοι δικαιοσύνης επιβάλλουν την εκδίκαση της υπόθεσης στην Κύπρο:  The “Al Battani” [1993] 2 Lloyd’s Law Rep. 219.

Έχω στο νου μου κάθε τι που έχει λεχθεί για το θέμα, καθώς και τους σχετικούς ισχυρισμούς στις ένορκες δηλώσεις και των δυο πλευρών.  Μεταξύ άλλων, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι (α) θα αντιμετώπιζε υπέρογκα έξοδα αν η δίκη διεξαγόταν στην Πολωνία, όπως βεβαιώνει ο Πολωνός δικηγόρος της. (β) θα αναγκαστεί να δώσει ασφάλεια για τα έξοδα της δίκης στην Πολωνία, ενώ εδώ, ως ημεδαπή εταιρεία, δεν έχει τέτοια υποχρέωση. και ότι στην Πολωνία “..........δεν θα απονεμηθεί δικαιοσύνη γιατί οι Εναγομένοι είναι ένας από τους μεγαλύτερους κρατικούς οργανισμούς στην Πολωνία με μεγάλη και έντονη επίδραση επί των Πολωνικών Δικαστηρίων και ιδιαίτερα των Δικαστηρίων της πόλης Gdansk όπου είναι τα ναυπηγεία των εναγομένων” (παράγραφος 7(γ) ΧΙΙΙ της ένορκης δήλωσης της Ε. Κουδουνάρη).

Aνεξάρτητα από το ποία είναι η πραγματικότητα σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας ένα είναι βέβαιο:  ότι ο τόπος καταρτισμού της είναι στο εξωτερικό.  Τα έγγραφα που παρουσίασε η ενάγουσα είναι μηνύματα μεταξύ Αθηνών και Gdansk, ενώ η συμφωνία που κατέθεσε η εναγόμενη φέρεται να έχει υπογραφεί από τον εκπρόσωπο της εταιρείας Transmed Shipping Ltd., κο Πετρουλάκη, στο Gdansk.  Είναι επίσης σημαντικό - και πρέπει να το υπογραμμίσουμε - ότι η παράβαση της συμφωνίας έγινε, [*1685]κατά την εκδοχή της ιδίας της ενάγουσας, στην Πολωνία, όπου έγιναν οι επισκευές του πλοίου.  Τα σχετικά με την υπόθεση αυτή έγγραφα καταρτίστηκαν ή βρίσκονται στο εξωτερικό.  Άλλος σοβαρός παράγοντας είναι πού βρίσκονται οι μάρτυρες. Ό,τι ασφαλώς έχει σχέση με τις επιδιορθώσεις (αμφισβητήσεις, υπερχρεώσεις, πρόσθετες εργασίες κ.λ.π.) θα προέλθει βασικά από  μάρτυρες κατοίκους Πολωνίας.  Ακόμη και οι μάρτυρες της ενάγουσας, που η μαρτυρία έδειξε να εμπλέκονται στην υπόθεση, όπως οι κκ. Πετρουλάκης, Shellien και Λαός, μένουν στο εξωτερικό. Η έδρα της ενάγουσας φαίνεται να είναι στην Κύπρο.  Εντούτοις η μαρτυρία αποκαλύπτει ότι έχει τα γραφεία της στο Καστρί, που είναι η βάση από την οποία λειτουργεί.  Τουλάχιστον η συγκεκριμένη αυτή υπόθεση έτυχε χειρισμού, απαρχής μέχρι τέλους, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της, από την Ελλάδα.

Ένας άλλος ισχυρός παράγων στη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου είναι το δίκαιο που διέπει την περίπτωση.  Η ενάγουσα εξασφάλισε γνώμη (τεκμ. Ζ) από Πολωνό δικηγόρο ότι η μεταγενέστερη σύμβαση της 27/4/95 είναι, σύμφωνα με το άρθρ. 87 του Πολωνικού Αστικού Κώδικα, άκυρη.  Φαίνεται λοιπόν ότι το εφαρμοστέο στην παρούσα περίπτωση είναι το πολωνικό δίκαιο.

Αναφορικά με τη δικαστική και δικηγορική δαπάνη υπάρχει κάποια πληροφόρηση από Πολωνό δικηγόρο. Η ενάγουσα δεν ενδιέτριψε στις λεπτομέρειες. Δε φαίνεται όμως από το περιεχόμενο της σχετικής επιστολής, έστω και αν το πάρουμε σαν δεδομένο, ότι δημιουργείται απαγορευτική κατάσταση για προσφυγή στα δικαστήρια της χώρας εκείνης. Ιδιαίτερα ελλείψει εκτίμησης αναφορικά με τη σχετική δαπάνη στην Κύπρο. Περαιτέρω, από την επιστολή δεν προκύπτει ότι είναι απαραίτητη η εκ των προτέρων εξασφάλιση των εξόδων της δίκης.  Αλλά και στην περίπτωση που είναι αναγκαία, κατά τις δικονομικές διατάξεις της χώρας, η εγγυοδοσία θα υλοποιηθεί μόνο στην περίπτωση που ο διάδικος που την παρέχει χάνει. Επομένως δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για τη μη αναστολή της υπόθεσης.

Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαι είναι ότι η αγωγή έχει “το ρεαλιστικότερο και ουσιαστικότερο δεσμό με το πολωνικό forum”. Η εναγόμενη έδειξε όχι μόνο ότι το κυπριακό δικαστήριο δεν είναι το φυσικό ή κατάλληλο forum εκδίκασης, αλλά ότι το άλλο forum είναι πιο πρόσφορο για το σκοπό αυτό.  Και εξυπηρετεί το συμφέρον των διαδίκων και τους σκοπούς της δικαι[*1686]οσύνης. Από την άλλη δεν υπάρχουν περιστάσεις που καθιστούν άδικη τη χορήγηση αναστολής. Ελλείπει οποιοδήποτε στοιχείο.  Άλλωστε δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι η ενάγουσα χάνει ουσιαστικά πλεονεκτήματα αν δε δικαστεί η υπόθεση στην Κύπρο, όπως είναι, για παράδειγμα, η παραγραφή της απαίτησης της στην Πολωνία.

Για τους λόγους που εξέθεσα διατάσσεται η αναστολή κάθε περαιτέρω διαδικασίας στην παρούσα αγωγή.  Τα έξοδα της αίτησης θα καταβάλει, κατά το ήμισυ, η ενάγουσα/καθής η αίτηση.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο