Sea Island Travel & Tours Ltd και Άλλοι ν. Mαρίας Kώστα Aγαθαγγέλου και Άλλων (1999) 1 ΑΑΔ 1687

(1999) 1 ΑΑΔ 1687

[*1687]4 Oκτωβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

1. SEA ISLAND TRAVEL & TOURS LTD,

2. ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

3. ΛΙΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ,

4. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΟΥΛΟΦΤΑΣ,

Εφεσείοντες,

ν.

1. ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ,

2. ΚΑΤΙΑΣ ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

3. ΆΓΓΕΛΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9870)

 

Μαρτυρία — Ειδικός εμπειρογνώμονας επιμετρητής ποσοτήτων, έδωσε μαρτυρία σχετικά με την αξία υλικών για επιδιόρθωση διαμερισμάτων — Κατά πόσο η εν λόγω μαρτυρία συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία — Διαφοροποίηση, κατά πλειοψηφία, της παρούσας υπόθεσης από την Νικολάου v. Σταύρου.

Μαρτυρία — Εμπειρογνώμονες — Μαρτυρία εμπειρογνωμόνων — Το πραγματικό της μέρος επί του οποίου στηρίζεται η γνώμη δεν μπορεί να αποδεικνύεται με εξ ακοής μαρτυρία.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων — Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και η παρούσα υπόθεση δεν ήταν μια από τις περιπτώσεις αυτές.

Αγωγή — Κοινή προώθηση απαίτησης για παράβαση σύμβασης από ιδιοκτήτες διαμερισμάτων — συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση — που δεν ήταν συνιδιοκτήτες τους — Η από κοινού προώθηση της απαίτησης ήταν ορθή.

Με γραπτή σύμβαση ημερ. 8.10.97, η εφεσείουσα-εναγόμενη 1 ενοικίασε από τους εφεσίβλητους-ενάγοντες επιπλωμένα διαμερί[*1688]σματα στη Λεμεσό για περίοδο 2 ετών με δικαίωμα ανανέωσης της σύμβασης για περαιτέρω περίοδο δύο ετών.  Την εφεσείουσα 1 εγγυήθηκαν οι υπόλοιποι εφεσείοντες.  Τα εν λόγω διαμερίσματα θα εχρησιμοποιούντο για τουριστική εκμετάλλευση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων για συνολικό ποσό £6.678,30 το οποίο αντιπροσώπευε οφειλόμενα ενοίκια, ζημιές και απώλειες στα διαμερίσματα και έξοδα του εκτιμητή.  Στη δίκη μόνο οι εφεσίβλητοι προσήγαγαν μαρτυρία.  Η ανταπαίτηση για αποζημιώσεις αναφορικά με έξοδα για τις άδειες του Κ.Ο.Τ., κοινόχρηστα και επιδιορθώσεις απορρίφθηκε.

Οι εφεσείοντες, εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.

Οι λόγοι έφεσης στρέφονται κυρίως κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα.  Προβλήθηκε ότι υπήρχαν αντιφάσεις στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή.  Επίσης ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην εκτίμηση της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα, Μ.Ε. 3.  Ειδικότερα προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία ήταν σε μεγάλο βαθμό εξ ακοής και συνεπώς δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή.  Το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη τα πραγματικά ποσά που οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν έναντι αποδείξεων, αντί τη θεωρητική κατάληξη του μάρτυρα για χρηματική αποτίμηση της ζημιάς.  Οι εφεσείοντες επεσήμαναν ότι οι αποδείξεις δεν είχαν κατατεθεί ως τεκμήριο.

Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Α. Υπό Νικολαϊδη, Δ.,:

1.  Η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας με στόχο την απόδειξη πραγματικού γεγονότος στο οποίο αναφέρεται ο μάρτυρας, δεν καθίσταται επιτρεπτή, όταν το πρόσωπο που μεταφέρει την πληροφορία στο Δικαστήριο είναι εμπειρογνώμονας.  Η ιδιότητα του εμπειρογνώμονα επιτρέπει παρέκκλιση από τους κανόνες ως προς την απόδειξη.  Ο εμπειρογνώμονας, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα που δεν επιτρέπει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στην σφαίρα της ειδικότητάς του.

2.  Όταν ο μάρτυρας έστω κι’ αν είναι εμπειρογνώμονας, καταθέτει απ’ ευθείας για τις τιμές που πληροφορήθηκε από τον πωλητή συγκεκριμένου αγαθού, τότε η κατάθεσή του συνιστά εξ [*1689]ακοής μαρτυρία και δεν είναι αποδεκτή.  Όταν όμως τις πληροφορίες για την τιμή τις χρησιμοποιεί για να καταλήξει στη διαμόρφωση της γνώμης του ως ειδικού, τότε η κατάθεσή του αποτελεί καθ’ όλα αποδεκτή μαρτυρία, γιατί η αναφορά στην τιμή γίνεται όχι προς απόδειξη του ύψους της τιμής αυτού καθ’ εαυτού, αλλά του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη δήλωση (η ζητούμενη τιμή), έγινε από τον πωλητή.

3.  Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι είχαν τη δυνατότητα να προσάξουν και άλλη μαρτυρία, όπως π.χ. τις αποδείξεις για τα ποσά που πλήρωσαν για τις επιδιορθώσεις, δεν επιδρά επί της αξίας της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα.  Το Δικαστήριο μπορούσε, αν ήθελε, να θεωρήσει την ενώπιον του μαρτυρία ανεπαρκή και να απορρίψει τη σχετική απαίτηση. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η δοθείσα μαρτυρία κρίθηκε ικανοποιητική.  Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία αυτή δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά, αφού καμιά άλλη αντίθετη μαρτυρία δεν προσήχθη από τους εφεσείοντες.

B.  Υπό Νικολάου, Δ.:

1.  Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να προωθήσουν από κοινού την απαίτησή τους εφόσον δεν ήταν συνιδιοκτήτες των διαμερισμάτων δεν ευσταθεί, αφού όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, η κοινή απαίτηση στηριζόταν σε παράβαση σύμβασης στην οποία οι τρεις εφεσίβλητοι συμπράττοντας μεταξύ τους, αποτελούσαν ένα συμβαλλόμενο μέρος που με την αγωγή διεκδικούσε ότι ανήκε όχι στον καθένα χωριστά αλλά και στους τρεις από κοινού ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.  Η αμφισβήτηση των πρωτόδικων ευρημάτων δεν ευσταθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε στην εκτενή απόφαση του με κάθε σχετική πτυχή της μαρτυρίας.

3.  Οι λόγοι τους οποίους το Δικαστήριο έδωσε για να διακρίνει την παρούσα περίπτωση από τη Νικολάου ν. Σταύρου (στην οποία το Εφετείο έκρινε ότι ο προσδιορισμός του ύψους ζημιάς σε μοτοσυκλέτα, από εκτιμητή ο οποίος στηρίχθηκε αποκλειστικά στα όσα του λέχθηκαν από τους πωλητές των εξαρτημάτων ως προς την τιμή πώλησης τους, συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία), δεν συνάδουν με τις καθιερωμένες αρχές.  Οι απόψεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι:

[*1690](α)         ο εξ ακοής κανόνας δεν ισχύει για πληροφορίες που λαμβάνονται οπτικά, αλλά μόνο σ’ εκείνες που λαμβάνονται ηχητικά και

(β)          η γνώση την οποία ο εμπειρογνώμονας λαμβάνει από στοιχεία που συσσωρεύει ως μέρος της ειδικότητάς του, επιτρέπει την έκφραση γνώμης αναφορικά με την αξία κάποιου αντικειμένου όπου δεν προσφέρεται άμεσα ή έμμεσα το στοιχείο τιμής για σκοπούς σύγκρισης, είναι εσφαλμένες.

4.  Η αναφορά του εκτιμητή στις τιμές που πήρε και χρησιμοποίησε δεν ήταν εξ ακοής.  Αποτελούσε πρωτογενή μαρτυρία.  Όμως το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν αφορά την αξία των όποιων αντικειμένων αλλά στο τι ζητείται από τον πωλητή ως τιμή για την πώληση τους.  Αυτό είτε το καταθέσει ο πωλητής είτε ο αγοραστής, η φύση της μαρτυρίας παραμένει η ίδια.  Αφορά και στις δύο περιπτώσεις τη δήλωση για την τιμή.  Αν όμως το ζητούμενο ήταν τα στοιχεία καθορισμού της τιμής, οτιδήποτε σε σχέση με εκείνα, θα ήταν εξ ακοής και θα χρειαζόταν η μαρτυρία του ίδιου του πωλητή, για τη διερεύνησή τους.

Γ.  Υπό Νικήτα, Δ.:

1.  Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο ύψος της δαπάνης, αλλά έγκεται στο ότι, για τα διάφορα αντικείμενα που έπρεπε να επιδιορθωθούν ή να αντικατασταθούν, οι προμηθευτές δεν κλήθηκαν να δώσουν μαρτυρία ως προς τι τιμές των προϊόντων τους. Ο πρωτόδικος Δικαστής αρκέσθηκε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα.  Με το σκεπτικό ότι ο ίδιος ο μάρτυς επισκέφθηκε τα καταστήματα και είδε ποίες ήταν οι τιμές των υλικών που εχρειάζονταν για τις επιδιορθώσεις.  Επομένως η μαρτυρία του δεν προσκρούει στον κανόνα ο οποίος απαγορεύει την αποδοχή εξ ακοής μαρτυρία.

2.  Δεν υπάρχει πεδίο για διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Νικολάου ν. Σταύρου.  Κρίθηκε σ’ αυτήν ότι ορθά αποκλείστηκε μαρτυρία από εμπειρογνώμονα-εκτιμητή ως εξ ακοής. Ο τελευταίος αναφέρθηκε, στη διάρκεια της μαρτυρίας του, σε πληροφορίες που πήρε αναφορικά με τις τιμές εξαρτημάτων από πωλητές των ειδών αυτών.  Κρίθηκε περαιτέρω ότι οι τιμές έπρεπε να αποδειχθούν, όπως οποιοδήποτε άλλο γεγονός στην υπόθεση, με νόμιμη μαρτυρία.  Το θέμα αυτό ήταν έξω από τα όρια της ειδικότητας του μάρτυρα ως εκτιμητή.

3.  Στην εκδικαζόμενη υπόθεση, η αξία των υλικών όπως καταγρά[*1691]φηκε στον κατάλογο τεκμ. Β., τον οποίο ετοίμασε ο ίδιος ο εμπειρογνώμονας, εκλήφθηκε ως δεδομένη. Η μαρτυρία του προσκομίστηκε για να καταδειχθεί ως γεγονός η τιμή των υλικών.  Και αποτέλεσε τη μοναδική βάση για την επιδίκαση του ποσού που επιδικάσθηκε.  Η ορθότητα όμως της μαρτυρίας αυτής δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί.  Ο προμηθευτής δεν κλήθηκε να μαρτυρήσει. Έτσι η μέθοδος της αντεξέτασης, ως μέσου διακρίβωσης της αλήθειας, υπερφαλαγγίστηκε.

4.  Όπως διαπιστώθηκε για πολλοστή φορά στην υπόθεση Νικολάου, το υπόβαθρο μαρτυρίας στην οποία εκφέρει άποψη εμπειρογνώμονας πρέπει πάντοτε να αποδειχθεί ανεξάρτητα.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746,

Republic v. Chacloliades (1980) 1 C.L.R. 481,

Georghios Constantinides (Akinita) Ltd a.o. v. Mavrogenis a.o. (1983) 1 C.L.R. 663,

Χαραλάμπους ν. Σάββα (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 576,

R v. Sharp [1988] 1 W.L.R. 7,

Subramanian v. Public Prosecutor [1956] 1 W.L.R. 965,

Johnson v. Kershaw [1847] 1 De G.E. Sm. 260, 63 E.R. 1059,

R. v. Abadom [1893] 1 W.L.R. 126.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nαθαναήλ, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Nοεμβρίου, 1996 (Aγωγή Aρ. 3579/92) με την οποία επιδικάστηκε στους εφεσίβλητους-ενάγοντες το ποσό των £6.678,30 ως αποζημιώσεις για παράβαση της “Σύμβασης παραχώρησης τουριστικών καταλυμάτων προς εκμετάλλευση” καθώς και για ειδικές ζημιές λόγω φθορών και απωλειών σε επίπλωση και εξο[*1692]πλισμό των διαμερισμάτων και σε καθυστέρηση παράδοσης αυτών με απώλεια σχετικού ενοικίου.

Σ. Σωφρονίου, για τους Eφεσείοντες.

Α. Χ. Πογιατζής, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Θα δοθούν 3 αποφάσεις. Oι γνώμες των δικαστών Nικολαΐδη και Nικολάου συμπίπτουν ως προς το αποτέλεσμα. Aποτελούν την απόφαση της πλειοψηφίας. H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H διαφωνία μου εκφράζεται με χωριστή απόφαση, με την οποία επιτρέπω μερικώς την έφεση, για τους λόγους που εξηγώ σ’ αυτήν.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Oι εφεσίβλητοι ήταν ιδιοκτήτες αριθμού επιπλωμένων διαμερισμάτων σε πολυκατοικία στον Ποταμό Γερμασόγειας στη Λεμεσό τα οποία, ύστερα από έγγραφη συμφωνία, νοικίασαν στους εφεσείοντες 1 για περίοδο, αρχικά, δύο ετών.  Οι εφεσείοντες 2, 3 και 4 υπέγραψαν τη συμφωνία, εγγυούμενοι αλληλέγγυα και χωριστά την πιστή τήρηση των όρων της. Οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα ανανέωσης της σύμβασης για περαιτέρω περίοδο δύο χρόνων.

Κατά τη λήξη της ισχύος της σύμβασης στις 31.12.1991, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να παραδώσουν ελεύθερη κατοχή των διαμερισμάτων.  Όταν αυτά τελικά παραδόθηκαν διαπιστώθηκε ότι τόσο τα διαμερίσματα, όσο και ο εξοπλισμός τους, είχαν υποστεί ζημιές.  Οι εφεσείοντες 1 παρέλειψαν επίσης, σύμφωνα πάντα με την έκθεση απαίτησης, να καταβάλουν την τελευταία δόση ενοικίου εκ £1.000 που ήταν καταβλητέο την 1.12.1991, ενώ τέλος παρέλειψαν να πληρώσουν την άδεια του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Κ.Ο.Τ.) και τα κοινόχρηστα, ποσά που ανέρχονταν συνολικά στις £1.000.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε την εκδοχή μόνο των εναγόντων, μια και οι εναγόμενοι διάλεξαν να μην προσαγάγουν οποιαδήποτε μαρτυρία, εξέδωσε απόφαση υπέρ τους για ποσό £6.678,3.  Ποσό £2.000 αντιπροσώπευε το εύλογο ενοίκιο που οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι απώλεσαν για την περίοδο Γενάρη-Φεβράρη 1992, £3.578,3 για τις απώλειες και ζημιές στα διαμερί[*1693]σματα, £1.000 για το οφειλόμενο και μη καταβληθέν ενοίκιο της 1.12.1991 και £100 έξοδα του εκτιμητή. Η ανταπαίτηση απορρίφθηκε.

Κατ’ αρχήν οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται σε ζημιές σε εννιά διαμερίσματα των εφεσιβλήτων, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία δύο από αυτά σε κάποιο στάδιο πωλήθηκαν.  Το παράπονο των εφεσειόντων δεν ευσταθεί.  Όπως ορθά παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων στο περίγραμμα αγόρευσής του, τα διαμερίσματα πωλήθηκαν μετά τη δημιουργία του δικαιώματος αποζημίωσης, το ένα δε γύρω  στο Σεπτέμβρη με Οκτώβρη του 1992, εννιά τουλάχιστον μήνες μετά την παράδοση της κατοχής του στους εφεσίβλητους. 

Εκτός όμως τούτου, το γεγονός της πώλησης των διαμερισμάτων δεν μειώνει την υποχρέωση των εφεσειόντων να αποκαταστήσουν τη ζημιά που προξένησαν στο συγκεκριμένο διαμέρισμα. Οι εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα ακόμα και να μην επιδιορθώσουν, αν έτσι ήθελαν, τα διαμερίσματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα είχαν δικαίωμα σε αποζημίωση για τις φθορές. 

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ακόμα ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄ όψιν τα επιπλέον αντικείμενα που βρέθηκαν κατά την απογραφή που έγινε από τον εκτιμητή στον οποίο οι εφεσίβλητοι ανέθεσαν την ετοιμασία έκθεσης για τις ζημιές.  

Πράγματι, στην απογραφή των αντικειμένων (Τεκμήριο Β), αναφέρεται ότι στα διαμερίσματα, ενώ σύμφωνα με το συμβόλαιο υπήρχαν δώδεκα εικόνες (pictures), μετρήθηκαν δεκαεννιά.  Η συνολική αξία των επιπλέον επτά εικόνων ανερχόταν σε £21.

Θεωρώ ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά δεν αφαίρεσε το πιο πάνω ποσό από την εκτιμηθείσα ζημιά των διαμερισμάτων, γιατί δεν υπήρξε οποιαδήποτε τεκμηρίωση του ισχυρισμού.  Δεν υπήρξε οποιαδήποτε σχετική αναφορά στα δικόγραφα, ούτε και ανάλογη αξίωση.

Οι εφεσείοντες αναφέρουν στους λόγους έφεσης ότι, ενώ υπήρξε παραδοχή της ενάγουσας 2 ότι την άδεια του Κ.Ο.Τ. για τα προηγούμενα της ενοικίασης χρόνια πλήρωναν οι εναγόμενοι, το Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε διαπίστωση ή σχόλιο. 

[*1694]Πουθενά στα πρακτικά δεν φαίνεται ότι η ενάγουσα 2, παραδέχτηκε κάτι τέτοιο.  Αντίθετα, κατέθεσε ότι μετά την παράδοση της κατοχής των διαμερισμάτων, οι εφεσίβλητοι αναγκάστηκαν να πληρώσουν την άδεια για το 1991, κάτι που οι εφεσείοντες 1, άνκαι είχαν υποχρέωση, παρέλειψαν να πράξουν.

Όμως, ακόμα και αν έτσι ήταν τα πράγματα, θα έπρεπε να διεκδικήσουν τα ποσά που κατ’ ισχυρισμόν τους όφειλαν οι εφεσίβλητοι, είτε με χωριστή αγωγή είτε με ανταπαίτηση.  Αντίθετα με την ανταπαίτησή τους ισχυρίζονται κάτι εντελώς διαφορετικό. Ισχυρίζονται ότι παρά τη συμβατική υποχρέωση παράδοσης αδειούχων καταλυμάτων, τα διαμερίσματα στερούνταν της σχετικής άδειας με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να την καταβάλουν οι ίδιοι. Η θέση αυτή των εφεσειόντων απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

Οι εφεσείοντες περαιτέρω παραπονούνται ότι το Δικαστήριο παρείδε τη διαφορά που υπήρχε στο είδος της άδειας του Κ.Ο.Τ. που είχαν τα διαμερίσματα και αποφάσισε, χωρίς μελέτη της σχετικής νομοθεσίας, να δεχτεί ως ισχύον ότι συμφωνήθηκε στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία. 

Και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί.  Εν όψει της ενώπιόν του μαρτυρίας, που περιλάμβανε και την υπογραφείσα σύμβαση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συγκεκριμένα υποστατικά διάθεταν άδεια του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού προς χρήση τους ως επιπλωμένα διαμερίσματα. 

Εκτός τούτου, από τη στιγμή που δεν υπάρχει οποιαδήποτε ανταπαίτηση ή ισχυρισμός για παράβαση των εκ της συμβάσεως υποχρεώσεων των εφεσιβλήτων, δεν βλέπουμε πως το είδος της άδειας που είχαν τα διαμερίσματα σχετίζεται με την όλη υπόθεση.  Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την άδεια μόνο κατά την εξέταση των ισχυρισμών περί της πληρωμής ή μη των ετήσιων δικαιωμάτων, θέμα επί του οποίου καμιά μαρτυρία δεν δόθηκε από τους εφεσείοντες.

Άλλος λόγος έφεσης αναφέρεται στην απόδειξη της ιδιοκτησίας των επίδικων διαμερισμάτων.  Ενώ στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ότι οι εφεσίβλητοι είχαν από κοινού την ιδιοκτησία των επίδικων διαμερισμάτων, στη μαρτυρία αποκαλύφθηκε ότι κάθε ένας από αυτούς ήταν ιδιοκτήτης χωριστά αριθμού διαμερισμάτων.  Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το Δικαστήριο δεν προέβη στην απόφασή του σε οποιαδήποτε σχετική αναφορά, ενώ αντίθετα παρερμήνευσε και σύγχισε την ιδιότητα των εφεσίβλητων.

[*1695]

Το σημείο δεν διέφυγε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστηρίου. Από τη διατύπωση της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, αλλά και από το σύνολο της μαρτυρίας, είναι σαφές ότι τα διαμερίσματα ενοικιάστηκαν προς ενιαία τουριστική εκμετάλλευση.  Στη σύμβαση οι εφεσίβλητοι παρουσιάζονται ως ιδιοκτήτες από κοινού εννιά αδειούχων τουριστικών καταλυμάτων, ενώ προβλέπεται η πληρωμή ενός ενιαίου ποσού ως ενοίκιου όλων των διαμερισμάτων μαζί.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι στην παράγραφο 1 της έκθεσης απαίτησης αναφέρεται ότι οι ενάγοντες είναι “.... ιδιοκτήται από κοινού ή/και άλλως .....” των επίδικων διαμερισμάτων.  Ορθά, κατά τη γνώμη μου, θεώρησε ότι η έκφραση αυτή καλύπτει και την περίπτωση της χωριστής ιδιοκτησίας, ενώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων, είτε στα δικόγραφα, είτε με οποιανδήποτε μαρτυρία. 

Τονίζεται επίσης και το γεγονός ότι οι τρεις εφεσίβλητοι, παρόλον ότι ήταν ανεξάρτητοι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων, στην ουσία ενεργούσαν ως οικογένεια και διέθεσαν τα διαμερίσματα ως κοινή οικονομική οντότητα. Έτσι καταλήγω ότι η πρωτόδικη  απόφαση είναι ορθή και στο σημείο αυτό και συνεπώς δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση.

Τέσσερις λόγοι έφεσης, οι 3, 5, 7 και 8 αναφέρονται ουσιαστικά στη μαρτυρία.  Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η μαρτυρία των εφεσίβλητων και των μαρτύρων τους ήταν γεμάτη αντιφάσεις.  Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στις, κατά την γνώμη των εφεσειόντων, αντιφάσεις γύρω από το χρόνο που χρειάστηκε για επιδιόρθωση των διαμερισμάτων και την αξία των επιδιορθώσεων που έγιναν. 

Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες στο σημείο αυτό. Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου επί των γεγονότων και σίγουρα η παρούσα δεν είναι μια από τις περιπτώσεις αυτές. Ο ισχυρισμός για αντιφάσεις δεν βρίσκει έρεισμα στα πρακτικά.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, με μεγάλη προσοχή και λεπτομέρεια, εξέτασε τη μαρτυρία και κατέληξε στις διαπιστώσεις του.  Εξ άλλου δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι ενώπιόν του είχε μόνο την εκδοχή των εφεσίβλητων.

Ο τελευταίος λόγος που παραμένει προς εξέταση αφορά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην εκτί[*1696]μηση της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα, Μ.Ε.3. Ειδικότερα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία ήταν σε μεγάλο βαθμό εξ ακοής και συνεπώς δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, ενώ αντί της θεωρητικής κατάληξης του μάρτυρα για τη χρηματική αποτίμηση της ζημιάς, το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπ΄ όψιν τα πραγματικά ποσά που οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν έναντι αποδείξεων οι οποίες, όπως επισημαίνουν, δεν κατατέθηκαν ως τεκμήρια.  Η συγκεκριμένη μαρτυρία θα έπρεπε, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, να απορριφθεί ως εξ ακοής, αφού ο μάρτυρας αναφέρτηκε στις τιμές που είδε σε καταστήματα και δεν προέρχονται από το χώρο της ειδικής του γνώσης.

Στην υπόθεση Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746, αποφασίστηκε ότι εφ’ όσον ο εμπειρογνώμονας εκτιμητής είχε απλώς μεταφέρει τις πληροφορίες που είχε πάρει από τους πωλητές για την αξία των εξαρτημάτων, χωρίς να εκφράσει οποιανδήποτε γνώμη, η μαρτυρία του ήταν εξ ακοής μαρτυρία και κατά συνέπεια μη αποδεκτή. 

Η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας με στόχο την απόδειξη του πραγματικού γεγονότος στο οποίο αναφέρεται ο μάρτυρας, δεν καθίσταται επιτρεπτή, όταν το πρόσωπο που μεταφέρει την πληροφορία στο Δικαστήριο είναι εμπειρογνώμονας (βλέπε Republic v. Chacholiades (1980) 1 C.L.R. 481).  H ιδιότητα του εμπειρογνώμονα επιτρέπει παρέκκλιση από τους κανόνες ως προς την απόδειξη.  Ο εμπειρογνώμονας,  κατ΄ εξαίρεση του γενικού κανόνα που δεν επιτρέπει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητάς του (βλέπε Georghios Constantinides (Akinita) Ltd and others ν. Mavrogenis and others (1983) 1 C.L.R. 663 και Νικολάου ν. Σταύρου, ανωτέρω. Βλέπε επίσης  Χαραλάμπους ν. Σάββα (1996) 1 A.A.Δ. 576).

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο, έχοντας υπ’ όψιν τη νομολογία, κατέληξε ότι η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα ως προς το ποσό των χρημάτων που απαιτείτο για την επιδιόρθωση των ζημιών στα διαμερίσματα ήταν αποδεκτή, γιατί ο εμπειρογνώμονας δεν μετέφερε απλά τις πληροφορίες που άκουσε ή έλαβε από τρίτους, αλλά βασίστηκε στις τιμές  που ο ίδιος είδε και πιστοποίησε ως προσφερόμενες στα διάφορα σχετικά καταστήματα.

Το Δικαστήριο τονίζει ότι ο μάρτυρας κατέθεσε εμφαντικά ότι τις τιμές τις είδε με τα ίδια του τα μάτια.  Η προσωπική ακριβώς αντίληψη των τιμών από το μάρτυρα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, [*1697]αφού έτσι η μαρτυρία του δεν είναι εξ ακοής, αλλά πρωτογενής.

Νομίζω ότι δεν έχει σημασία αν ο μάρτυρας είχε προσωπική αντίληψη των τιμών ή όχι. Όταν μάρτυρας, έστω κι΄ αν είναι εμπειρογνώμονας, καταθέτει απ’ ευθείας για τις τιμές που πληροφορήθηκε από τον πωλητή του συγκεκριμένου αγαθού, τότε η κατάθεσή του, όπως ορθά λέχθηκε στη Νικολάου ν. Σταύρου, ανωτέρω, συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και δεν είναι αποδεκτή.  Όταν όμως τις πληροφορίες για την τιμή τις χρησιμοποιεί για να καταλήξει στη διαμόρφωση της γνώμης του ως ειδικού, τότε η κατάθεσή του αποτελεί καθ’ όλα αποδεκτή μαρτυρία, γιατί η αναφορά στην τιμή γίνεται όχι προς απόδειξη του ύψους της τιμής αυτού καθ΄εαυτού, αλλά του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη δήλωση (η ζητούμενη τιμή), έγινε από τον πωλητή. 

Η τιμή των απαιτουμένων υλικών είναι ένα από τα πολλά στοιχεία που ο εμπειρογνώμονας λαμβάνει υπ΄ όψιν για να καταλήξει στη γνώμη του.  Στη διαμόρφωση της γνώμης ενός ειδικού, συμβάλλει αριθμός παραμέτρων, όπως γνώσεις, αναφορές σε συγγράμματα, εμπειρίες κλπ, ορισμένες από τις οποίες θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν ως μη αποδεκτή μαρτυρία. Το τελικό αποτέλεσμα της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα δεν είναι η απόδειξη του ύψους της τιμής των επί μέρους εξαρτημάτων ή υλικών που απαιτούνται για τη συγκεκριμένη επιδιόρθωση, αλλά η γνώμη του ως ειδικού περί του ολικού ποσού που απαιτείται για αποκατάσταση της ζημιάς.

Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι είχαν τη δυνατότητα να προσάξουν και άλλη μαρτυρία, όπως για παράδειγμα τις αποδείξεις για τα ποσά που πλήρωσαν για τις επιδιορθώσεις, δεν επιδρά επί της αξίας της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα. Το Δικαστήριο μπορούσε, αν ήθελε, να θεωρήσει την ενώπιόν του μαρτυρία ανεπαρκή  και να απορρίψει τη σχετική απαίτηση.  Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η δοθείσα μαρτυρία κρίθηκε ικανοποιητική.  Εν πάση περιπτώσει, ας μη ξεχνούμε ότι η μαρτυρία αυτή δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά, αφού καμιά άλλη αντίθετη μαρτυρία δεν προσήχθη από τους εφεσείοντες.

Ανυπόστατος είναι επίσης και ο ισχυρισμός ότι ο μάρτυρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ειδικός εμπειρογνώμονας, αφού η μαρτυρία του βασίστηκε σε τιμές που πήρε από τα καταστήματα. Ο Μ.Ε.3 είναι επιμετρητής ποσοτήτων και το Δικαστήριο αποδέχτηκε την ειδικότητά του.  Το γεγονός ότι  απέκτησε μέρος της απαιτούμενης προς διαμόρφωση της γνώμης του γνώσης εξετάζοντας [*1698]τις τιμές των υλικών στα καταστήματα, δεν του στερεί την ιδιότητα αυτή. 

Οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν και τη μαρτυρία του άλλου εμπειρογνώμονα, του Μ.Ε.5. Τον χαρακτηρίζουν επιπόλαιο, ασαφή και αόριστο.  Όσον αφορά την αξιοπιστία του δεν μπορούμε να επέμβουμε. Όσο δε αφορά την ιδιότητά του ως εμπειρογνώμονα, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να παράσχουν οποιανδήποτε εξήγηση του σχετικού τους παράπονου.

Καταλήγω ότι κανένας από τους λόγους έφεσης που προβλήθηκαν δεν ευσταθεί.  Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Με γραπτή σύμβαση ημερ. 8 Οκτωβρίου 1987 οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν στην εφεσείουσα αρ. 1 για τουριστική εκμετάλλευση από 1 Ιανουαρίου 1988 εννέα διαμερίσματα πλήρως επιπλωμένα και εξοπλισμένα σε πολυκατοικία στον Ποταμό Γερμασόγειας. Την εφεσείουσα αρ. 1 εγγυήθηκαν οι υπόλοιποι εφεσείοντες.  Η σύμβαση ήταν για περίοδο δύο ετών, με αυτόματη συνέχιση για περίοδο άλλων δύο εκτός εάν η εφεσείουσα δεν την επιθυμούσε.  Εν προκειμένω η εφεσείουσα αρ. 1 ανέλαβε κατοχή την 31 Δεκεμβρίου 1987 και τη διατήρησε μέχρι περίπου τα μέσα Ιανουαρίου 1992, δηλαδή, πέραν της λήξης της περιόδου ανανέωσης που ήταν η 31 Δεκεμβρίου 1991.  Ας σημειωθεί σχετικά πως τα κλειδιά παραδόθηκαν στους εφεσιβλήτους από κάποιο τρίτο πρόσωπο κατόπιν έλλειψης ανταπόκρισης από μέρους των εφεσειόντων.  Το ενοίκιο για το Δεκέμβριο του 1991 παρέμεινε απλήρωτο.  Και κατά την παράδοση διαπιστώθηκε πως τα διαμερίσματα είχαν υποστεί ζημιές, την ευθύνη για τις οποίες την έφεραν βάσει της σύμβασης οι εφεσείοντες.

Στην αγωγή που οι εφεσίβλητοι κίνησαν εναντίον των εφεσειόντων για αποζημιώσεις, εκτός από την καταχωρισθείσα υπεράσπιση, που ήταν κοινή για όλους, η εφεσείουσα αρ. 1 υπέβαλε και ανταπαίτηση για αποζημιώσεις, εκθέτοντας λεπτομέρειες για έξοδα αναφορικά με άδειες του Κ.Ο.Τ.. κοινόχρηστα “δι’ όσο χρόνο καθυστερούσαν και/ή δεν ηδύναντο οι ενάγοντες να παραλάβουν τα διαμερίσματα τους”. και επιδιορθώσεις.  Στη δίκη μόνο οι εφεσίβλητοι προσήγαγαν μαρτυρία.  Την οποία το δικαστήριο αποδέχθηκε.  Και εξέδωσε υπέρ τους την εκκαλούμενη απόφαση για συνολικό ποσό £6.678,30 το οποίο περιλάμβανε το ενοίκιο του Δεκεμβρίου 1991. την απώλεια ενοικίου για περίοδο δύο μηνών που κάλυπτε η καθυστέρηση στην παράδοση και ο χρόνος επιδιόρθω[*1699]σης των ζημιών. όπως και τη δαπάνη που απαιτείτο για αυτές.  Ενώ την ανταπαίτηση την απέρριψε. 

Με την έφεση τίθενται προς εξέταση διάφορα ζητήματα.  Από τα οποία μόνο ένα είναι που παρουσιάζει δυσκολία.  Αφορά τον εξ ακοής κανόνα.  Θα ασχοληθώ όμως πρώτα, όσο πιο σύντομα μπορώ, με τα άλλα.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν τα πρωτόδικα ευρήματα.  Τα εμφανίζουν ως το αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης.  Προώθησαν την άποψη ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2, οι οποίες κατέθεσαν ως μάρτυρες, προσπάθησαν με ψευδολογίες και πέτυχαν να παραπλανήσουν το δικαστήριο παρόλο που στη μαρτυρία τους, όπως και σε εκείνη του εκτιμητή ζημιών κ. Α. Τουμαζή, υπήρχαν αντιφάσεις “τόσο φανερές και κραυγαλέες .... που κανένα δικαστήριο δεν θα τις δεχόταν”.  Πρόκειται για άποψη ολωσδιόλου αδικαιολόγητη.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε στην εκτενή απόφαση του με κάθε σχετική πτυχή της μαρτυρίας. Συζήτησε και αντιπαρέβαλε, εξήγησε τις εντυπώσεις του και αιτιολόγησε, με σχολαστικότητα μάλιστα, τα συμπεράσματα του που αποτελούν το θεμέλιο των διατυπωθέντων ευρημάτων.

Τρία από τα τεθέντα ζητήματα αφορούν τη δυνατότητα διεκδίκησης δικαιωμάτων.  Προβάλλεται, πρώτο, ότι εφόσον τα διαμερίσματα δεν ήταν συνιδιόκτητα αλλά αποτελούσαν το καθένα ξεχωριστή ιδιοκτησία, όντας μερικά του ενός και μερικά του άλλου, δεν μπορούσαν οι εφεσίβλητοι από κοινού να προωθήσουν απαίτηση για όλα αφού δεν μπορεί κάποιος να αποζημιωθεί σε σχέση με διαμερίσματα που δεν ανήκουν στον ίδιο.  Όμως, καθώς υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, η κοινή απαίτηση στηριζόταν σε παράβαση σύμβασης στην οποία οι τρεις εφεσίβλητοι, συμπράττοντας μεταξύ τους, αποτελούσαν ένα συμβαλλόμενο μέρος που με την αγωγή διεκδικούσε ό,τι ανήκε όχι στον καθένα χωριστά αλλά και στους τρεις από κοινού ως συμβαλλόμενο μέρος. Έπειτα, προβάλλεται ότι αφού οι εφεσίβλητοι πώλησαν πριν από την αγωγή δύο από τα διαμερίσματα, δεν διατηρούσαν δικαίωμα αποζημίωσης σε σχέση με εκείνα.  Η απάντηση είναι βέβαια ότι η ζημιά αποκρυσταλλώθηκε πριν από την αποξένωση των διαμερισμάτων.  Και οι εφεσίβλητοι ήταν που την είχαν υποστεί.  Γι’ αυτό μπορούσαν να τη διεκδικήσουν.  Τέλος, σε σχέση με το δικαίωμα διεκδίκησης, οι εφεσείοντες προέβαλαν ότι η αγωγή ήταν πρόωρη διότι καταχωρήθηκε προτού συμπληρωθούν οι επιδιορθώσεις.  Υπενθυμίζω ότι το δικαίωμα αγωγής συναρτάται με την προκύψασα αιτία της παράβασης συμφωνίας και καμιά σχέση δεν έχει με τα μεταγενέστερα. 

[*1700]

Ένα από τα ζητήματα που πολύ απασχόλησαν και πρωτοδίκως ήταν το κατά πόσο, όταν έγινε η συμφωνία, υπήρχε εν ισχύει άδεια από τον Κ.Ο.Τ. για την εκμετάλλευση τους, και αν ναι, τί είδους ήταν και ποιός ευθυνόταν για πληρωμή των τελών κτλ.  Δεν χρειάζεται ούτε σε αυτό το ζήτημα να λεχθούν πολλά.  Τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν, με αναφορά στην προσαχθείσα μαρτυρία, πλήρως αιτιολογημένα.  Σχετικά με κάποιες πτυχές ή εξειδικεύσεις που προβάλλουν οι εφεσείοντες, σημειώνεται ότι δεν τις έθεσαν ποτέ κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης και εν τέλει δεν προσήχθη μαρτυρία για προώθησή τους.

Άλλα τεθέντα ζητήματα αφορούν την πρωτόδικη προσέγγιση σε επί μέρους στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στον υπολογισμό της αποζημίωσης, όπως το χρόνο που χρειαζόταν για να γίνουν οι επιδιορθώσεις και το ότι μερικές έγιναν από την ίδια την εφεσίβλητη αρ. 2.  Και σε αυτό θεωρώ εντελώς αβάσιμη την κάθε  επίκριση και δεν χρειάζεται να επεκταθώ.

Περιλαμβάνεται στην έφεση και ζήτημα στο οποίο δεν γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση.  Αφορά ποσό £21 και είναι με συντομία το εξής.  Κατά την παράδοση των διαμερισμάτων υπήρχαν μέσα σε αυτά δώδεκα πίνακες.  Ενώ, όταν τα διαμερίσματα παραλήφθηκαν, βρέθηκαν μέσα δεκαεννέα. Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αφαιρούσε την αξία των επτά επιπλέον πινάκων η οποία ανερχόταν στο μικρό ποσό που ανέφερα.  Θέμα όμως αφαίρεσης θα μπορούσε να τεθεί μόνο εφόσον οι εφεσείοντες είχαν σχέση με τους επτά πίνακες.  Αλλιώς το ζήτημα δεν ενδιέφερε.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν προτάθηκε από τους εφεσείοντες ότι οι πίνακες  ανήκαν σε αυτούς ή ότι έφεραν οι ίδιοι οποιαδήποτε ευθύνη προς τρίτους. Τουναντίον, συνάγεται ότι οι πίνακες είχαν εγκαταλειφθεί από πρόσωπα που είχαν κάποτε χρησιμοποιήσει μερικά από τα διαμερίσματα και δεν υπήρχε οποιαδήποτε σύνδεση με τους εφεσείοντες. 

Απομένει το ζήτημα αναφορικά με τον εξ ακοής κανόνα.  Για τη ζημιά που προκλήθηκε στα διαμερίσματα κατέθεσε ο Α. Τουμαζής, επιμετρηρής ποσοτήτων, ο οποίος είχε ιδιαίτερη πείρα στην εκτίμηση και υπολογισμό ζημιάς σε οικοδομές. Τα επιθεώρησε πριν από το τέλος Ιανουαρίου 1992, διερεύνησε ό,τι απαιτούσε η περίπτωση και ετοίμασε έκθεση μαζί με απογραφή που παρουσίασε στο δικαστήριο. Τη μαρτυρία του οι εφεσείοντες την αμφισβήτησαν από κάθε άποψη.  Και με την έφεση επικρίνουν το δικαστήριο που τη δέχθηκε.  Τα όσα ήδη ανέφερα για γενικότερα την πρω[*1701]τόδικη προσέγγιση της προσαχθείσας μαρτυρίας ισχύουν και πιο συγκεκριμένα για τη μαρτυρία του κ. Τουμαζή, και καθιστούν αχρείαστη την περαιτέρω συζήτηση οποιουδήποτε ζητήματος άλλου από αυτό που εξειδίκευσα, ήτοι, το κατά πόσο μέρος της προσέκρουε στον εξ ακοής κανόνα.

Προχωρώ όμως τώρα στο συγκεκριμένο ζήτημα.  Ο κ. Τουμαζής κατέθεσε, ανάμεσα σε άλλα, πως αφού διαπίστωσε ποιά από τη ζημιά οφειλόταν όχι σε φυσική φθορά αλλά σε αδικαιολόγητες ενέργειες, προσδιόρισε τα υλικά που χρειάζονταν και τα αντικείμενα που θα έπρεπε να αντικατασταθούν και προέβη σε κοστολόγηση με βάση τις τιμές της αγοράς.  Το δικαστήριο σημείωσε, συνοψίζοντας τη μαρτυρία του κ. Τουμαζή, πως ο μάρτυρας έπαιρνε τις τιμές από εμπορικά καταστήματα τα οποία επισκεπτόταν.  Για τα ίδια είδη επισκέφθηκε αριθμό καταστημάτων προτού καθορίσει το επίπεδο τιμών.  Το δικαστήριο επίσης σημείωσε πως ο μάρτυρας λάμβανε προσφορές καθημερινά και “έτσι γνώριζε πολύ καλά τις τιμές της αγοράς”  αλλά και είχε μια “γενικότερη αντίληψη της αγοράς από την πείρα του”. 

Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο καθορισμός των τιμών στον οποίο προέβη ο εκτιμητής δεν προσέκρουε στον εξ ακοής  κανόνα.  Έδωσε δύο λόγους.  Πρώτο ότι ο εκτιμητής “είχε ιδία γνώση για τα γεγονότα που ανέφερε, δεδομένου ότι δεν βασίστηκε απλώς σε πληροφορίες που έλαβε από καταστηματάρχες  αλλά από προσωπική αντίληψη των τιμών από δικές του προσωπικές επισκέψεις.”  Αναφέρθηκε σχετικά στη Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1(Β) ΑΑΔ 746 την οποία διέκρινε λέγοντας ότι εδώ, αντίθετα με ό,τι εκεί, ο εκτιμητής: “δεν μετέφερε απλώς γυμνές πληροφορίες που άκουσε ή έλαβε από τρίτους, αλλά τις τιμές που ο ίδιος είδε και πιστοποίησε ως προσφερόμενες στα διάφορα εμπορικά καταστήματα του είδους.  Όπως απερίφραστα κατέθεσε, τις τιμές τις είδε με τα ίδια του τα μάτια”.  Ο δεύτερος λόγος που το δικαστήριο έδωσε ήταν ότι εν πάση περιπτώσει εδώ, αντίθετα με ό,τι στη Νικολάου v. Σταύρου (ανωτέρω) ο εκτιμητής καθόρισε τις τιμές από τη γενικότερη γνώση που απέκτησε ως εμπειρογνώμονας.  Διατύπωσε αυτή την απόψη ως εξής:

“Πρόσθετα και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η εξειδικευμένη αντίληψή του για τις τιμές προέρχεται, όπως ο ίδιος κατέθεσε, από τις καθημερινές προσφορές που λαμβάνει ως αναπόσπαστο μέρος της εργασίας και ειδικότητάς του.  Από αυτές τις καθημερινές προσφορές αποκτά και ιδία αντίληψη της αγοράς.

............................................................................................................

[*1702]Είναι αυτή η “αντίληψη” που αποκτά ο εμπειρογνώμονας λόγω της επαγγελματικής του τριβής στον ιδιαίτερο κλάδο του που τον ξεχωρίζει από τον μη ειδήμονα μάρτυρα.”

Στη Νικολάου v. Σταύρου (ανωτέρω) ο εκτιμητής, που προσδιόρισε το ύψος της ζημιάς μιας μοτοσυκλέτας, στηρίχθηκε  αποκλειστικά στα όσα του λέχθηκαν από τους πωλητές των εξαρτημάτων για το ποιά ήταν η τιμή πώλησης τους.  Το Εφετείο έκρινε ότι η αναφορά του εκτιμητή στα λεχθέντα παραβίαζε τον εξ ακοής κανόνα.  Υπέδειξε πρώτα ότι η μόνη παρέκκλιση που επιτρέπεται ως εκ της ιδιότητας του πραγματογνώμονα είναι η έκφραση γνώμης αναφορικά με ζητήματα της ειδικότητας του.  εξήγησε με ακρίβεια τα στοιχεία που συνθέτουν τη φυσιογνωμία τέτοιας μαρτυρίας. και τόνισε πως τα εξ ακοής δεν αποτελούν μαρτυρία για την απόδειξη γεγονότος ακόμα και όταν μεταφέρονται στο δικαστήριο από πραγματογνώμονα.  Έπειτα, αφού έθεσε το νομικό πλαίσιο, με το οποίο ταυτίζομαι απόλυτα, αντίκρυσε ως εξής τα περιστατικά  της συγκεκριμένης υπόθεσης (σελ. 751):

“Στην παρούσα υπόθεση, η εμπλοκή των ειδικών γνώσεων του πραγματογνώμονα εξαντλήθηκε με τη γνώμη που εξέφρασε ως προς την ανάγκη αντικατάστασης ορισμένων εξαρτημάτων και ως προς τα εργατικά που αναμένονταν να πληρωθούν για να γίνει η αντικατάσταση.  Η τιμή πώλησης των εξαρτημάτων αυτών από τα καταστήματα πώλησης τους στην Κύπρο, δεν ήταν ζήτημα που ενέπιπτε στη σφαίρα της ειδικότητας του μάρτυρα.  Θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί όπως κάθε άλλο γεγονός.  Η αναφορά από τον μάρτυρα στις τιμές αυτές δεν είχε να κάμει με τις ειδικές του γνώσεις και την πείρα του.  Ήταν απλή μεταφορά στο Δικαστήριο των πληροφοριών που πήρε από τρίτους και ήταν, γι’ αυτό το λόγο, εξ ακοής μαρτυρία”.

Οι λόγοι τους οποίους το δικαστήριο έδωσε για να διακρίνει την προκείμενη περίπτωση από τη Νικολάου v. Σταύρου (ανωτέρω) και να εξηγήσει γιατί τα όσα ο εκτιμητής ανέφερε σχετικά με τις τιμές δεν αντέκειντο στον εξ ακοής κανόνα, δεν συνάδουν με τις καθιερωμένες αρχές.  Ως προς τον πρώτο λόγο, είναι έκδηλα εσφαλμένη η πρωτόδικη άποψη ότι ο εξ ακοής κανόνας  δεν ισχύει για πληροφορίες που λαμβάνονται οπτικά, αλλά μόνο σε εκείνες που λαμβάνονται ηχητικά.  Ως προς το δεύτερο λόγο, η γνώση την οποία ο εμπειρογνώμονας λαμβάνει από στοιχεία που συσσωρεύει ως μέρος της  ειδικότητάς του, επιτρέπει την έκφραση γνώμης αναφορικά με την αξία κάποιου πράγματος όπου δεν προσφέρεται άμεσα ή πλήρως το στοιχείο τιμής για σκοπούς σύγκρισης.  Αλ[*1703]λιώς, όπου η γνώμη του στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία είτε τιμής είτε άλλα, αυτά πρέπει να αποδεικνύονται σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες μαρτυρίας. Στην προκείμενη περίπτωση ο εκτιμητής δεν εξέφρασε γνώμη.  Αναφέρθηκε σε γεγονότα. Γιατί οι τιμές αποτελούσαν οπωσδήποτε γεγονότα.  Και, για απόδειξη τους, χρειαζόταν μαρτυρία που να μην προσέκρουε στον εξ ακοής κανόνα. 

Έχω όμως την άποψη ότι η αναφορά του εκτιμητή στις τιμές που πήρε και χρησιμοποίησε δεν ήταν εξ ακοής. Αποτελούσε πρωτογενή μαρτυρία.  Ήδη ανέφερα πως συμφωνώ με τις νομικές αρχές που διατυπώθηκαν στη Νικολάου v. Σταύρου (ανωτέρω).  Όμως διαφορετικά είναι που προσεγγίζω και ταξινομώ το ζητούμενο.  Το οποίο, σε τέτοιες περιπτώσεις αφορά όχι στην αξία των όποιων αντικειμένων αλλά στο τι ζητείται από τον πωλητή ως τιμή για την πώληση τους.  Εκείνο το οποίο ο πωλητής δηλώνει ως την τιμή που πρέπει να πληρωθεί, είτε ο πωλητής το καταθέτει λέγοντας τι ήταν που ζήτησε ως τιμή, είτε ο προτιθέμενος αγοραστής το καταθέτει λέγοντας τι ήταν που του ζητήθηκε ως τιμή από τον πωλητή, η φύση της μαρτυρίας παραμένει ακριβώς η ίδια.  Και η μία περίπτωση και η άλλη αφορά στην ίδια δήλωση για την τιμή:  τόσο είναι το ποσό που ζητείται για το αντικείμενο.  Εκείνο που έχει δηλαδή σημασία είναι το τι ζητείται ως τιμή,  όχι το γιατί εκείνη ήταν η τιμή ή το πως προέκυψε.  Διαφορά θα υπήρχε βέβαια αν εκείνο που ενδιέφερε δεν ήταν μόνο το γεγονός της δήλωσης για την τιμή αλλά τα στοιχεία ή οι παράγοντες του καθορισμού της.  Οπότε, οτιδήποτε σε σχέση  με εκείνα, θα ήταν εξ ακοής και θα χρειαζόταν η μαρτυρία του ιδίου  του πωλητή ή ακόμα και άλλη μαρτυρία για διερεύνηση εκείνων των πτυχών.  Εν προκειμένω οι τιμές αποδείχθηκαν με την εν λόγω μαρτυρία του εκτιμητή.  Τα ίδια ισχύουν βέβαια και για τα εργατικά.

Η έφεση αποτυγχάνει.  Και απορρίπτεται με έξοδα.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ:  Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να διαφωνήσω με τους συναδέλφους μου.  Η διαφωνία μου περιορίζεται στη φύση της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 Α. Τουμαζή, επιμετρητή ποσοτήτων και τις επιπτώσεις της στην έκβαση της έφεσης.  Ο μάρτυς κατέθεσε στην πρωτόδικη δίκη για λογαριασμό των εφεσιβλήτων με την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα.  Το παραδεκτό της μαρτυρίας του (συγκεκριμένης πτυχής που θα προσδιοριστεί στη συνέχεια) ήταν τότε - και συνέχισε να είναι εδώ - το μήλο της έριδος.  Συμμερίζομαι ωστόσο τις απόψεις τους αναφορικά με τα [*1704]υπόλοιπα θέματα που έθεσε η έφεση και καταλήγω, με την παραπάνω εξαίρεση, στα ίδια συμπεράσματα.

Τα πραγματικά δεδομένα, που περιστοιχίζουν γενικά την υπόθεση και ειδικότερα το περιεχόμενο της μαρτυρίας του κ. Τουμαζή, καταγράφονται στις δύο αποφάσεις, που είχα την ευκαιρία να διαβάσω προτού ετοιμάσω το κείμενο αυτό.  Από το ιστορικό σταχυολογώ ό,τι θεωρώ απαραίτητο για να καταστεί πιο κατανοητή η άποψη μου.  Ο μάρτυς προέβη σε εκτίμηση των ζημιών που υπέστησαν τα επιπλωμένα διαμερίσματα τα οποία οι εφεσίβλητοι εκμίσθωσαν στους εφεσείοντες.  Αυτό έγινε μετά τη λήξη της ενοικίασης και την παράδοση της κατοχής τους στους ιδιοκτήτες.  Σύμφωνα με την έκθεση του μάρτυρα και την προφορική μαρτυρία του, οι ζημιές ανέρχονταν, συνολικά, σε £4.137,90. Ο πρωτόδικος δικαστής δέχθηκε τη μαρτυρία του, αλλά υποβίβασε το ποσό, για τους λόγους που εξηγεί, σε £3.578.03.

Δεν είναι όμως εδώ το πρόβλημα. Δεν εντοπίζεται δηλαδή στο ύψος της δαπάνης.  Τούτο έγκειται στο ότι, για τα διάφορα αντικείμενα που έπρεπε να αντικατασταθούν ή επιδιορθωθούν, οι προμηθευτές δεν κλήθηκαν να δώσουν μαρτυρία ως προς τις τιμές των προϊόντων τους.  Ο πρωτόδικος δικαστής αρκέστηκε να αποδεχθεί στο θέμα αυτό τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα.  Με το σκεπτικό ότι ο ίδιος ο μάρτυς επισκέφθηκε τα καταστήματα και είδε ποίες ήταν οι τιμές των υλικών που ήταν απαραίτητα για τις επιδιορθώσεις.  Επομένως η μαρτυρία που δόθηκε δεν προσκρούει, κατά την αντίληψη του, στον κανόνα ο οποίος απαγορεύει την αποδοχή ή χρήση εξ ακοής μαρτυρίας.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων επιτέθηκε στο μέρος αυτό της απόφασης με δόρυ της εισήγησης του την υπόθεση Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746, 751.  Κρίθηκε σ’ αυτήν ότι ορθά αποκλείστηκε μαρτυρία από εμπειρογνώμονα-εκτιμητή ως εξ ακοής.  Ο τελευταίος αναφέρθηκε, στη διάρκεια της μαρτυρίας του, σε πληροφορίες που πήρε αναφορικά με τις τιμές εξαρτημάτων από πωλητές των ειδών αυτών.  Κρίθηκε περαιτέρω ότι οι τιμές έπρεπε να αποδειχθούν, όπως οποιοδήποτε άλλο γεγονός στην υπόθεση, με νόμιμη μαρτυρία. Το ζήτημα αυτό ήταν εξω από τα όρια της ειδικότητας του μάρτυρα ως εκτιμητή.

Η υπόθεση έτυχε διαφοροποίησης.  Παραθέτω το απόσπασμα της εκκαλουμένης που περιέχει το αιτιολογικό έρεισμα της διάκρισης που επιχειρήθηκε.  Συγκεκριμένα ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρει:

[*1705]

“Η υπό κρίση μαρτυρία του Μ.Ε.3 (καθώς επίσης και αυτή του Μ.Ε.5), διαφοροποιείται από τον τύπο της μαρτυρίας που δόθηκε στην Νικολάου ν. Σταύρου.  Προκύπτει αβίαστα από την κατάθεση του Μ.Ε.3, ότι είχε ιδία γνώση για ότι ανέφερε στο Δικαστήριο διότι δεν μετέφερε απλώς γυμνές πληροφορίες που άκουσε ή έλαβε από τρίτους, αλλά τις τιμές που ο ίδιος είδε και πιστοποίησε ως προσφερόμενες στα διάφορα εμπορικά καταστήματα του είδους.  Όπως απερίφραστα κατέθεσε, τις τιμές τις είδε με τα ίδια του τα μάτια.”

Δεν πείθομαι ότι υπάρχει πεδίο για διαφορετική τοποθέτηση ή διάκριση.  Αν ο μάρτυς πληροφορήθηκε τις τιμές από τους ιδιοκτήτες ή πωλητές των υλικών ή είδε προσωπικά τις τιμές γραμμένες επί των προϊόντων, για κάθε κονδύλι χωριστά, είναι, πιστεύω, αδιάφορο.  Σημασία έχει ότι μεταφέρονταν στο δικαστήριο πληροφορίες για ό,τι ο μάρτυρας είδε στα καταστήματα - και προφανώς διάβασε - τις οποίες το δικάσαν δικαστήριο θεώρησε αληθινές και βάσισε σ’ αυτές την ετυμηγορία του η οποία αφορά την απαίτηση για επιδιορθώσεις. Αυτού του είδους η πληροφόρηση εμπίπτει στην έννοια της εξ ακοής μαρτυρίας, όπως ο όρος αυτός έχει προσδιοριστεί δικαστικά και ακαδημαϊκά και δεν έχει καμιά αποδεικτική αξία ούτε επιτρέπεται η προσαγωγή της.  Στην υπόθεση R v. Sharp [1988] 1 W.L.R. 7, υιοθετήθηκε ο ορισμός της εξ ακοής μαρτυρίας του καθηγητή Cross στην 6η έκδοση του έργου του “Cross on Evidence” στη σελ. 38:

“an assertion other than one made by a person while giving oral evidence in the proceedings is inadmissible as evidence of any fact asserted.”

Χρήσιμο είναι να παραθέσω και τον ορισμό του κανονισμού 801(c) των American Federal Rules of Evidence:

“Hearsay ........ is a statement, other than one made by the declarant while testifying at the trial or hearing, offered in evidence to prove the truth of the matter asserted.”

Σε κάθε περίπτωση που ερευνάται θέμα παραβίασης του κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας είναι θεμελιακό να εξετάζεται ο σκοπός για τον οποίο προσάγεται η μαρτυρία.  Στην υπόθεση Subramanian v. Public Prosecutor [1956] 1 W.L.R. 965, 970, το Privy Council διευκρινίζει το ζήτημα ως εξής:

[*1706]“Evidence of a statement made to a witness by a person who is not himself called as a witness may or may not be hearsay.  It is hearsay and inadmissible when the object of the evidence is to establish the truth of what is contained in the statement.  It is not hearsay and is admissible when it is proposed to establish by the evidence, not the truth of the statement, but the fact that it was made.”

Στην περίπτωση μας είναι, όπως το βλέπω, κατάδηλο ότι η μαρτυρία Τουμαζή έχει προσαχθεί για να αποδειχθεί ως γεγονός η τιμή των υλικών, που περιγράφει ο μάρτυς στον κατάλογο, τεκμ. Β, τον οποίο ετοίμασε ο ίδιος.  Αυτό ήταν το ζητούμενο.  Η αξία τους, όπως καταγράφεται σε αυτόν, εκλήφθηκε ως δεδομένη.  Και αποτέλεσε τη μοναδική βάση για την επιδίκαση του παραπάνω ποσού.  Η ορθότητα όμως της μαρτυρίας αυτής δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί.  Ο μάρτυς θα μπορούσε συνειδητά ή ασύνειδα, από καλόπιστο λάθος ή επειδή δεν τον βοηθούσε η μνήμη του να μην μετέδωσε ορθά τις τιμές που είδε στα εμπορικά καταστήματα, τα οποία επισκέφθηκε.  Έτσι η μέθοδος της αντεξέτασης, ως μέσου διακρίβωσης της αλήθειας, υπερφαλαγγίστηκε. Πέραν τούτου, θα ήταν αδύνατο, χωρίς τη μαρτυρία των συγκεκριμένων εμπόρων των υλικών αυτών, να διαπιστωθεί περαιτέρω, λ.χ., η λογικότητα των τιμών ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, που σχετίζεται με αυτές και μπορούσε να τεθεί επί τάπητος.  Υπό τις συνθήκες αυτές έχω την άποψη ότι η μαρτυρία δεν μπορούσε να έχει το χαρακτήρα πρωτογενούς μαρτυρίας, που ο νόμος επιτρέπει.  Ήταν μαρτυρία εξ ακοής.  Και σαν τέτοια απαράδεκτη.

Όπως διαπιστώθηκε για πολλοστή φορά στην υπόθεση Νικολάου, ανωτέρω, το υπόβαθρο της μαρτυρίας στην οποία εκφέρει άποψη εμπειρογνώμονας πρέπει πάντοτε να αποδειχθεί ανεξάρτητα.  Τόσο ισχυρός είναι ο κανόνας αυτός που ακόμη και στην περίπτωση που τα στοιχεία που παρέχει στον εμπειρογνώμονα άλλος εμπειρογνώμονας, αυτά πρέπει πάλιν να αποδειχθούν με νομικά αποδεκτή μαρτυρία.  Στην Johnson v. Kershaw [1847] 1 De G.E. Sm. 260, 63 E.R. 1059, αποφασίστηκε ότι λογιστής, που κατέθετε με την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, δεν μπορεί να δώσει μαρτυρία αναφορικά με το περιεχόμενο λογιστικών βιβλίων και λογαριασμών που ετοίμασε άλλος συνάδελφος του, άνκαι τα είχε μελετήσει προσωπικά ο ίδιος.  Είναι απαραίτητο να προσαχθούν ως μαρτυρία και να επεξηγηθούν τα βιβλία:  βλ. και R. v. Abadom [1983] 1 W.L.R. 126.

Για τους λόγους αυτούς έχω τη γνώμη ότι η συζητούμενη περίπτωση δε διαφέρει καθόλου από την υπόθεση Νικολάου.  Η μαρ[*1707]τυρία Τουμαζή από μόνη της δε στηρίζει το μέρος αυτό της απαίτησης.  Θα επέτρεπα επομένως την έφεση στην έκταση αυτή, αφαιρώντας από το ολικό ποσό που επιδικάστηκε στους εφεσιβλήτους, το ποσό που αντιπροσωπεύει τις δαπάνες επιδιόρθωσης.

H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο