Kουρτελλίδης Aνδρέας ν. Aνδρέα Παναγιώτου και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 1734

(1999) 1 ΑΑΔ 1734

[*1734]15 Οκτωβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΤΕΛΛΙΔΗΣ,

Eφεσείων,

ν.

1. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

2. ΔΗΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, 

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10175)

 

Αγωγή — Αποζημιώσεις για αστικό αδίκημα που συνιστά και κακούργημα — Καταχώρηση αγωγής, προϋποθέτει έγγραφη γνωστοποίηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα σύμφωνα με το Άρθρο 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 — Παράλειψη, καθιστά άκυρη ολόκληρη τη μετέπειτα δικαστική διαδικασία — Πριν τη λήψη απόφασης για απόρριψη της αγωγής, πρέπει να καταδειχθεί είτε από τη μαρτυρία είτε από την έκθεση απαιτήσεως ή άλλο υλικό που προσκομίστηκε, ότι η αγωγή βασίζεται σε κακούργημα.

Έξοδα — Διαταγή για καταβολή εξόδων από ενάγοντα του οποίου η αγωγή απερρίφθη λόγω μη συμμόρφωσης της προς το Άρθρο 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 — Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά.

Η έκθεση απαιτήσεως και η προσαχθείσα μαρτυρία αποκάλυπταν ότι η αγωγή εβασίζετο στα ακόλουθα κακουργήματα: (α) σε επίθεση προκαλούσα βαριά σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα (β) σε παράνομο τραυματισμό κατά παράβαση του Άρθρου 234 του Ποινικού Κώδικα και (γ) σε απόπειρα φόνου κατά παράβαση του Άρθρου 214 του Ποινικού Κώδικα.

Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, δεν εστάλη παρά μόνο μετά την καταχώρηση της αγωγής.  Η παράλειψη συμμόρφωσης προς το εν λόγω άρθρο δεν [*1735]τέθηκε στην υπεράσπιση αλλά εγέρθηκε κατά την κυρίως εξέταση του εφεσείοντα από τον συνήγορο των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή λόγω της παράλειψης του εφεσείοντα να συμμορφωθεί προς τη διάταξη 67 ανωτέρω, αφού τα γεγονότα που στήριζαν την αγωγή του συνιστούσαν κακούργημα και τον καταδίκασε σε έξοδα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι κακώς θεωρήθηκε ότι οι ισχυρισμοί στην έκθεση απαιτήσεως και η μαρτυρία αποκάλυπταν τη διάπραξη οποιουδήποτε κακουργήματος, και μάλιστα αφού η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν είχε ολοκληρωθεί.  Υποστήριξε επίσης ότι δεν έπρεπε να είχε καταδικαστεί σε έξοδα πρωτοδίκως.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε ορθά τις διαστάσεις του Άρθρου 67 σε αναφορά και με τη νομολογία ως προς κάθε πτυχή του.  Δοθέντος ότι η γνωστοποίηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα είναι επιτακτική και απαραίτητη προϋπόθεση για την δυνατότητα έγερσης αγωγής, εις τρόπον μάλιστα που το Δικαστήριο να μπορεί να εξετάσει το θέμα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ακόμα και αυτεπάγγελτα, οι ισχυρισμοί του ενάγοντα, όπως αυτοί περιέχονται στο κλητήριο ένταλμα και την έκθεση απαίτησης του, είναι το πρωταρχικό σημείο αναφοράς για να αποφασισθεί κατά πόσο η αγωγή στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία συνιστούν κακούργημα, με περαιτέρω αναφορά στη μαρτυρία, αν τέτοια έχει δοθεί στο στάδιο που αποφασίζεται το θέμα, αφού και αυτή αναμένεται να είναι στα πλαίσια των δικογράφων.

2.  Η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη διαταγή των εξόδων ασκήθηκε ορθά.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Γεωργίου v. Αργυρού (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχια[*1736]κού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xατζηγιάννη-Iωσήφ, E.Δ.) που δόθηκε στις 5 Φεβρουαρίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 5805/96) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ενάγοντα-εφεσείοντα ως εξ υπαρχής άκυρη γιατί καταχωρήθηκε χωρίς να δοθεί η απαιτούμενη από το άρθρο 67 του περί Aστικών Aδικημάτων Nόμου Kεφ. 148 έγγραφη γνωστοποίηση στον Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας, καθ’όσον τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζετο συνιστούσαν κακούργημα.

Γ. Γεωργιάδης, για τον Eφεσείοντα.

M. Βορκάς, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής του εφεσείοντα από την πρωτόδικο δικαστή για το λόγο ότι, καθ΄όσον τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζετο συνιστούσαν κακούργημα, δεν εδόθη έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα πριν από την καταχώριση της, όπως προνοείται στο άρθρο 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφάλαιον 148.

Η θέση του εφεσείοντα στην έκθεση απαίτησης ήταν ότι οι εναγόμενοι “αναίτια και/ή εσκεμμένα και/ή απρόκλητα και/ή με εχθρικές διαθέσεις επιτέθηκαν παράνομα εναντίον του ενάγοντα και προσπάθησαν να τον στραγγαλίσουν, τον έσπρωξαν βίαια και τον κτύπησαν”, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να υποστεί, μεταξύ άλλων, κάταγμα του βραχίονα.  Το θέμα της συνέπειας του άρθρου 67 δεν ετέθη στην υπεράσπιση αλλά ηγέρθη από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσιβλήτων κατά την κυρίως εξέταση του εφεσείοντα ως πρώτου μάρτυρα για την υπόθεση του.  Η ευπαίδευτη δικαστής, αφού άκουσε τους συνηγόρους επ΄αυτού, και δεδομένου ως κοινού εδάφους ότι γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα δεν εστάλη πριν παρά μόνο μετά την καταχώριση της αγωγής, απεφάσισε ότι τόσο η έκθεση απαίτησης όσο και η προσαχθείσα μαρτυρία απεκάλυπταν ότι η αγωγή εβασίζετο σε επίθεση προκαλούσα βαριά σωματική βλάβη, που συνιστά κακούργημα σύμφωνα με το άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπ΄όψη το κάταγμα του βραχίονα όπως και τους άλλους τραυματισμούς του εφεσείοντα και σε αναφορά [*1737]με τον ορισμό του όρου “βαριά σωματική βλάβη” στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα.  Θεώρησε επίσης ότι η αγωγή εβασίζετο και σε γεγονότα που συνιστούσαν το κακούργημα του παράνομου τραυματισμού σύμφωνα με το άρθρο 234 του Ποινικού Κώδικα.  Και ότι περαιτέρω εβασίζετο στο κακούργημα της απόπειρας φόνου σύμφωνα με το άρθρο 214 του Ποινικού Κώδικα, σε αναφορά με τον ισχυρισμό για προσπάθεια στραγγαλισμού του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους.  Απέρριψε δε την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τους εφεσίβλητους ότι η αγωγή εβασίζετο και σε αμέλεια καθ΄όσον υπήρχε η αναφορά στην έκθεση απαίτησης ότι “Κατά συνέπεια των πιο πάνω παράνομων ενεργειών και/ή λόγω αμέλειας των Εναγομένων 1 και 2, ο Ενάγοντας υπέστη σωματικές βλάβες .......”, λέγοντας ότι η αναφορά αυτή ήταν κατά τρόπο γενικό και αόριστο, καμιά λεπτομέρεια αμέλειας δεν παρείχετο και κατΌυδένα τρόπο η αμέλεια μπορούσε να θεωρηθεί ως βάση της αγωγής.

Θα μας ήταν δύσκολο να συμφωνήσουμε περισσότερο με την ευπαίδευτη δικαστή όσο και να εντοπίσουμε την παραμικρή ουσία στην έφεση, κρίναμε δε μη αναγκαίο να ακούσουμε τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους εφεσίβλητους. Ορισμένοι λόγοι έφεσης ορθά εγκαταλείφθησαν πριν αγορεύσει ο κ. Γεωργιάδης, εξ ίσου δε σοφά άλλοι ουσιαστικά δεν προωθήθησαν στην αγόρευση, και συγκεκριμένα η εισήγηση ότι η αμέλεια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως διαζευκτική βάση της αγωγής.  Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς εξωπραγματικό σε αναφορά με την έκθεση απαίτησης αλλά και τη δοθείσα μαρτυρία.  Ακόλουθα, καταρρέει και η εισήγηση ότι η ευπαίδευτη δικαστής θα μπορούσε να διαγράψει από την έκθεση απαίτησης μόνο τις αναφορές στα γεγονότα που συνιστούσαν κακούργημα, αφού δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να παραμείνει. Το βάρος της αγόρευσης του κ. Γεωργιάδη, σε αναφορά με τους υπόλοιπους και κύριους λόγους έφεσης, ερίφθη στην εισήγηση ότι κακώς η ευπαίδευτη δικαστής θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί στην έκθεση απαίτησης και η μαρτυρία αποκάλυπταν τη διάπραξη οποιουδήποτε κακουργήματος, και μάλιστα αφού η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν είχε ολοκληρωθεί.

Η ευπαίδευτη δικαστής ανέλυσε ορθά τις διαστάσεις του άρθρου 67 σε αναφορά και με τη νομολογία ως προς κάθε πτυχή του, περιλαμβανομένης της βάσης στην οποία διαπιστώνεται κατά πόσο η αγωγή στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία συνιστούν κακούργημα. Δοθέντος ότι η γνωστοποίηση προς το Γενικό Εισαγγελέα είναι επιτακτική και απαραίτητη προϋπόθεση για την κα[*1738]θόλου δυνατότητα  έγερσης της αγωγής, εις τρόπο μάλιστα που το δικαστήριο να μπορεί να εξετάσει το θέμα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και ακόμα και αυτεπάγγελτα, οι ισχυρισμοί του ενάγοντα, όπως αυτοί περιέχονται στο κλητήριο ένταλμα και στην έκθεση απαίτησης του, είναι το πρωταρχικό σημείο αναφοράς για να αποφασισθεί κατά πόσο η αγωγή στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία συνιστούν κακούργημα, με περαιτέρω αναφορά στη μαρτυρία, αν τέτοια έχει δοθεί στο στάδιο που αποφασίζεται το θέμα, αφού και αυτή αναμένεται να είναι στα πλαίσια των δικογράφων.  Όπως παρατήρησε ο Νικήτας, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση στην Γεωργίου ν. Αργυρού (1996) 1 A.A.Δ. 1295 στις σελίδες 1298-1299:

“Είναι πιστεύουμε καθαρό από το κείμενο της διάταξης ότι η γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα αποτελεί προϋπόθεση του δικαιώματος να ζητήσει ο ενάγων θεραπεία με αγωγή.  Επομένως η μη τήρηση του όρου αυτού καθιστά ολόκληρη τη διαδικασία άκυρη:  Βλέπε Εleftheriades & Others v. Mavrellis & Others (1985) 1 C.L.R. 436.  Πρέπει ωστόσο να τονισθεί εμφαντικά ότι προτού ληφθεί η απόφαση για απόρριψη της αγωγής πρέπει να καταδειχθεί, είτε από τη μαρτυρία που άκουσε το δικαστήριο ή στην περίπτωση που δεν άρχισε η δίκη από την έκθεση απαιτήσεως ή άλλο υλικό που προσκομίστηκε, ότι η αγωγή βασίζεται σε κακούργημα:  βλέπε Jack Clark (Rainham) Ltd v. Clark [1946] 2 All E.R. 683.”

Έχοντας υπ’ όψη τα πιο πάνω, παρατηρούμε ότι η έκθεση απαίτησης στηρίζεται σαφώς και απεριφράστως σε γεγονότα τα οποία αποκαλύπτουν κακούργημα. Η αναφορά στο αναίτιο, εσκεμμένο, απρόκλητο και παράνομο της ισχυριζόμενης επίθεσης, όπως και η αναφορά στους προκληθέντες τραυματισμούς του εφεσείοντα, και ιδιαίτερα το κάταγμα του βραχίονα, παρέχει το mens rea όσο και το actus reus του κακουργήματος της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Η ευπαίδευτη δικαστής ορθά διαπίστωσε ότι οι ισχυριζόμενες σωματικές βλάβες του εφεσείοντα συνιστούσαν βαριά σωματική βλάβη στα πλαίσια του ορισμού του άρθρου 4 και με περαιτέρω αναφορά στη νομολογία που συνοψίζεται στο Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 40ή έκδοση. Η αναφορά της στην εγχείριση την οποία ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι υπέστη την επομένη μέρα δεν επηρεάζει ποσώς την ορθότητα της άποψης της.  Κατ’ αρχή, ο ίδιος ο εφεσείων δεν διευκρινίζει στην έκθεση απαίτησης του ή στη μαρτυρία του αν η εγχείριση δεν ήταν αποτέλεσμα της επίθεσης.  Εν [*1739]πάση περιπτώσει όμως, η εγχείριση θα ήταν ακόλουθη του τραυματισμού, ο οποίος κρίνεται με τα δικά του δεδομένα σε σχέση με τα αναφερόμενα στα δικόγραφα κατά πόσο ανάγεται σε βαριά σωματική βλάβη, έτσι δε εθεωρήθη και εκρίθη από την ευπαίδευτη δικαστή άσχετα από την εν λόγω εγχείριση.  Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε την περαιτέρω διαπίστωση της ευπαίδευτης δικαστή ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί συνιστούσαν και το κακούργημα του παράνομου τραυματισμού, αφού εν πάση περιπτώσει συνιστούσαν το κακούργημα πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης.

Ο άλλος ισχυρισμός του εφεσείοντα στα δικόγραφα του είναι ότι οι εφεσίβλητοι, στα πλαίσια της επίθεσης τους εναντίον του, προσπάθησαν να τον στραγγαλίσουν. Ο ισχυρισμός αυτός καθ΄αυτός ανάγεται όντως, όπως επίσης ορθά διαπίστωσε η ευπαίδευτη δικαστής, σε απόπειρα φόνου, εννοώντας ότι οι εφεσίβλητοι αποπειράθησαν να φονεύσουν τον εφεσείοντα με τον τρόπο αυτό.  Η ευπαίδευτη δικαστής αναφέρθηκε μάλιστα, επιπρόσθετα του δικογράφου, και στη μαρτυρία που έδωσε ο εφεσείων, σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος 2 τον άρπαξε από το λαιμό και τον έσφιξε τόσο που ένοιωθε ότι θα έχανε τις αισθήσεις του και ότι έχανε την αναπνοή του, όπως είπε δε, “εκείνη τη στιγμή όταν κατάλαβαν ότι μπορούσα να είχα πνιγεί με άφησαν”.  Η απόπειρα φόνου προκύπτει καθαρά από τα πιο πάνω, δεν διαπιστώνουμε δε έρεισμα στην εισήγηση του κ. Γεωργιάδη ότι η μαρτυρία αποκάλυπτε ότι οι ενέργειες των εφεσιβλήτων δεν είχαν φθάσει στο στάδιο της απόπειρας, βασιζόμενη ιδιαίτερα στο γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι τον άφησαν όταν αντελήφθησαν ότι μπορούσε να πνιγεί.  Μα αν συνέχιζαν δεν θα μιλούσαμε πλέον για απόπειρα αλλά για το ολοκληρωμένο κακούργημα, η δε διακοπή της απόπειρας στο κρίσιμο εκείνο σημείο ασφαλώς δεν την αναιρεί.  Απεναντίας, η διακοπή της τη στιγμή ακριβώς που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, αυτός ένοιωθε να χάνει τις αισθήσεις του και την αναπνοή του και οι εφεσίβλητοι αντελήφθησαν ότι θα πνιγόταν, βεβαιώνει την απόπειρα φόνου για την οποία υπάρχει εν πάση περιπτώσει και η δεδομένη θέση στην έκθεση απαίτησης.

Η έφεση αποτυγχάνει και ο εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα των εφεσιβλήτων.  Δεν ευσταθεί ούτε ο λόγος έφεσης που στρέφεται κατά της καταδίκης του εφεσείοντα σε έξοδα πρωτοδίκως.  Μπορεί το θέμα να μην ηγέρθη στην έκθεση υπεράσπισης, αλλά, ως εκ της φύσεως του και της δυνατότητας του δικαστηρίου να επιληφθεί αυτού ακόμα και ex proprio motu σε οποιοδήποτε [*1740]στάδιο της διαδικασίας, όπως και του ότι ο νόμος επιφορτίζει τον ενάγοντα με την απαρέκκλιτη ευθύνη να δώσει έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα πριν από την έγερση της αγωγής, δεν βλέπουμε να ασκήθηκε λανθασμένα η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα των εξόδων.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο