Φανή Mιχαήλ Xριστοδούλου ν. Διευθυντή του Kτηματολογικού και Xωρομετρικού Tμήματος Λευκωσίας και Άλλων (1999) 1 ΑΑΔ 1760

(1999) 1 ΑΑΔ 1760

[*1760]20 Οκτωβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΦΑΝΗ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

1.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΑΙ

    ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

2.  (Α)  ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΒΒΑ ΚΥΤΑΛΑ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

3.  (1)   ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΗ ΣΑΒΒΑ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10095)

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία — Εξουσία του Διευθυντή του Κτηματολογίου δυνάμει του Άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, για διόρθωση λαθών και παραλείψεων σε κτηματολογικά σχέδια, βιβλία και πιστοποιητικά εγγραφής ακινήτων — Δεν εκτείνεται σε επίλυση διαφορών, αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου, οι οποίες, ως εκ της φύσεως τους, αποτελούν αρμοδιότητα των Δικαστικών Αρχών και υπάγονται στη δικαιοδοσία πολιτικού Δικαστηρίου.

Η ιδιοκτησία τεμαχίου γης στο Προδρόμι της Πάφου διεκδικείτο από τους εφεσίβλητους 2 και 3 κληρονομικώ δικαιώματι και λόγω χρησικτησίας και επίσης από τον εφεσείοντα με έρεισμα την αγορά του το 1954 και έκτοτε την εχθρική κατοχή του.

Οι εφεσίβλητοι 2 και 3 αφού υπέβαλαν αίτημα στο Διευθυντή του Κτηματολογίου, εξασφάλισαν απόφαση σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζονταν ως ιδιοκτήται του επίδικου κτήματος.  Η ένσταση του εφεσείοντα απορρίφθηκε.

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση κατά της απόφασης του Διευθυντή, στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την έφεση.  Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου και υποστήριξε ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν άκυρη, λόγω υπέρβα[*1761]σης των αρμοδιοτήτων του.  Η επικύρωσή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελούσε σφάλμα, το οποίο καθιστούσε την απόφαση τρωτή, υποκείμενη σε παραμερισμό.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 – του Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος – συναίνεσε στο αίτημα υποστηρίζοντας, όπως και πρωτόδικα, ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν εκτός τάξης.

Η δικηγόρος των εφεσιβλήτων 2 και 3 δέχθηκε ότι η απόφαση του Κτηματολογίου απέβλεπε στον καθορισμό της ιδιοκτησίας του διαφιλονικούμενου κτήματος, διαφορά, της οποίας η επίλυση δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητες των κτηματολογικών αρχών.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όπως έχει νομολογηθεί, η επίλυση κτηματικών διαφορών ουσίας κείται εκτός του πλαισίου του Άρθρου 61 του Κεφ. 224.  Η εξουσία του Διευθυντή του Κτηματολογίου, βάσει του Άρθρου 61, περιορίζεται σε διορθώσεις (α) λαθών και (β) παραλείψεων, οι οποίες διαπιστώνονται σε (ι) βιβλία, ή (ιι) σχέδια του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, και (ιιι) στο πιστοποιητικό εγγραφής ακινήτου (τίτλος ιδιοκτησίας). Ότι υπόκειται σε διόρθωση είναι το λάθος ή η παράλειψη.

2.  Η επίλυση διαφορών, αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου ως εκ της φύσεως τους, αποτελεί αρμοδιότητα των Δικαστικών Αρχών και υπάγονται στη δικαιοδοσία πολιτικού δικαστηρίου.

3.  Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

4.  Είναι αποδεκτή, επομένως, η ορθότητα της κοινής, όπως τελικά διαμορφώθηκε, θέσης των διαδίκων – ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί και η απόφαση (διαταγή) του Διευθυντή του Κτηματολογίου να ακυρωθεί.

Η έφεση επιτράπηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Diplaros v. Nicola (1974) 1 C.L.R. 198,

[*1762]Ευσταθίου ν. Παναγή (1992) 1 Α.Α.Δ. 1297,

Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448,

Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 749,

Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi a.o. (1970) 1 C.L.R. 220,

Λιασίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 185,

Χατζηϊωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,

Νεοφύτου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 842.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σταυρινίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου, 1997 (Aρ. Aιτ. Eφέσεως 13/92) με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση-έφεση του εφεσείοντα-αιτητή κατά της απόφασης του Διευθυντή του Kτηματολογίου σύμφωνα με την οποία αναγνωρίστηκαν ως ιδιοκτήτες τεμαχίου της στο χωριό Προδρόμι της Πάφου οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση 2 και 3.

Ε. Κορακίδης, για τον Eφεσείοντα.

Χρ. Ιωαννίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο 1.

Ε. Νικολαΐδου για Χ. Ζόππο, για τους Eφεσίβλητους 2 & 3.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων και οι εφεσίβλητοι 2 και 3 διεκδικούν την ιδιοκτησία τεμαχίου γης στο χωριό Προδρόμι της Πάφου.  Όπως φαίνεται, το κτήμα ήταν «καταχωρημένο» (όχι εγγεγραμμένο) στο όνομα προγόνου των εφεσιβλήτων 2 και 3, το οποίο οι ίδιοι διεκδικούν κληρονομικώ δικαιώματι και λόγω χρησικτησίας.  Ο εφεσείων διεκδικεί το κτήμα, με έρεισμα την αγορά του το 1954, και, έκτοτε, την εχθρική κατοχή του.  Κατοχή [*1763]κτήματος, μετά την αγορά του, μπορεί, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, να στοιχειοθετήσει, εφόσον συντρέχουν οι διαγραφόμενες προϋποθέσεις, εχθρική κατοχή του ακινήτου από τον αγοραστή - (Christofis Yianni Diplaros v. Photou Nicola (1974) 1 C.L.R. 198. Ευσταθίου ν. Παναγή (1992) 1 Α.Α.Δ. 1297).

Το διαφιλονικούμενο αποτέλεσε διαδοχικά το αντικείμενο αιτήσεων του εφεσείοντος και των εφεσιβλήτων 2 και 3 στις κτηματολογικές αρχές, για την εγγραφή του κτήματος, αντίστοιχα, επ’ ονόματί τους.  Έρεισμα, και στις δύο περιπτώσεις, αποτέλεσαν πιστοποιητικά της χωριτικής αρχής, στα οποία γίνονται διαπιστώσεις και πιστοποιήσεις για την ιδιοκτησία του κτήματος. 

Τελικά, είναι στο αίτημα των εφεσιβλήτων 2 και 3 και στο πλαίσιο της διαδικασίας, η οποία ακολούθησε, που εκδόθηκε απόφαση από το Διευθυντή του Κτηματολογίου, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζονται ως ιδιοκτήτες οι εφεσίβλητοι 2 και 3.  Στο αίτημα των αντιδίκων του, ο εφεσείων είχε προβάλει ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την απόφαση του εφεσίβλητου 1, σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι 2 και 3 δικαιούνται να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες.

Ο εφεσείων πρόσβαλε την απόφαση με έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, βάσει των προνοιών του Άρθρου 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, ΚΕΦ. 224.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος εκπροσώπησε το Διευθυντή του Κτηματολογίου, υποστήριξε ότι η απόφασή του είναι εκτός τάξης. Υπέβαλε ότι επιχειρείται με αυτή η λύση διαφοράς για την ιδιοκτησία του κτήματος, θέμα το οποίο κείται εκτός των αρμοδιοτήτων του Διευθυντή του Κτηματολογίου.  Εισηγήθηκε ότι η απόφαση του Διευθυντή έπρεπε, για το λόγο αυτό, να παραμερισθεί. 

Ο εφεσείων προώθησε την έφεσή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με αίτημα, όπως φαίνεται, την ανατροπή της απόφασης του εφεσίβλητου 1 και δικαίωση των δικών του θέσεων. 

Η έφεση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιόν μας, στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου και έχει ως βάση τη θέση που προβλήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον του πρωτόδικου Δικα[*1764]στηρίου, για το ανυπόστατο της απόφασης του Διευθυντή, λόγω υπέρβασης των αρμοδιοτήτων του. Η επικύρωσή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελεί σφάλμα, το οποίο καθιστά την απόφαση τρωτή, υποκείμενη σε παραμερισμό.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 - του Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος - συναινεί στο αίτημα, για τους ίδιους λόγους που πρόβαλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο. 

Η θέση των εφεσιβλήτων 2 και 3, όπως διατυπώνεται στο περίγραμμα αγόρευσής τους, είναι διφορούμενη.  Αφενός, υποστηρίζεται ότι η έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν μπορούσε να λύσει κανένα από τα εγειρόμενα θέματα και, αφετέρου, ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι ορθή, παρόλο ότι η απόφαση του  εφεσίβλητου 1, που επικύρωσε, απέβλεπε στην επίλυση θεμάτων ιδιοκτησίας.  Η δικηγόρος των εφεσιβλήτων 2 και 3 διευκρίνισε ενώπιόν μας ότι γίνεται δεκτό ότι η απόφαση του Κτηματολογίου απέβλεπε στον καθορισμό της ιδιοκτησίας του διαφιλονικούμενου κτήματος, διαφορά, η επίλυση της οποίας δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητες των κτηματολογικών αρχών.  Αρμόδιο να επιληφθεί διαφορών, αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου, είναι το επαρχιακό δικαστήριο, στη δικαιοδοσία του οποίου ανάγεται η επίλυσή τους.  Συμπίπτουν, τελικά, οι θέσεις και των τριών μερών, ως προς την έκβαση της έφεσης. 

Στη Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, υποδείξαμε ότι η επίλυση κτηματικών διαφορών ουσίας κείται εκτός του πλαισίου του Άρθρου 61 του ΚΕΦ. 224. Όπως και πρόσφατα εξηγήσαμε, στην Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 749, η εξουσία του Διευθυντή του Κτηματολογίου, βάσει του Άρθρου 61, περιορίζεται σε διορθώσεις «(α) λαθών και (β) παραλείψεων, οι οποίες διαπιστώνονται σε (ι) βιβλία, ή (ιι) σχέδια του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, και (ιιι) στο πιστοποιητικό εγγραφής ακινήτου (τίτλος ιδιοκτησίας).  Ό,τι υπόκειται σε διόρθωση είναι το λάθος ή η παράλειψη. Η διόρθωση σκοπεί στην αποκατάσταση της αυθεντικότητας των κτηματολογικών σχεδίων βιβλίων και εγγραφών.». 

Στην Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220 και σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, υπογραμμίζεται ότι η επίλυση διαφορών, αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου ως εκ της φύσεώς τους, αποτελεί αρμοδιότητα των Δικαστικών Αρχών και υπάγονται στη δικαιοδοσία πολιτι[*1765]κού δικαστηρίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Λιασίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 185. Φιλίππου ν. Στυλιανού, (ανωτέρω). Χ”Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844. Νεοφύτου ν. Δ/ντή Κτηματολογίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 842).

Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου - (βλ. Άρθρο 30.2 του Συντάγματος).

Αποδεχόμαστε, επομένως, την ορθότητα της κοινής, όπως τελικά διαμορφώθηκε, θέσης των διαδίκων - ότι η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί και η απόφαση (διαταγή) του Διευθυντή του Κτηματολογίου να ακυρωθεί.

Η έφεση επιτρέπεται.  Εκδίδονται διαταγές ως ανωτέρω.

Ακούονται τα μέρη ως προς τα έξοδα.

Δικαστήριο:-

Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υπόθεσης, του ιστορικού και της πορείας που ακολούθησε, δε θα προβούμε στην έκδοση οποιασδήποτε διαταγής για τα έξοδα.

H έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο