Λειβαδιώτης Λευτέρης ν. Raluka Oana Mιχαήλ (1999) 1 ΑΑΔ 1778

(1999) 1 ΑΑΔ 1778

[*1778]22 Οκτωβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗΣ,

Eφεσείων,

ν.

RALUKA OANA ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10215)

 

Απόδειξη — Βαθμός ή επίπεδο αποδείξεως (standard of proof) σε αστικές υποθέσεις — Κατά πόσο πρέπει να είναι ο συνήθης, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ή ανάλογα υψηλότερος ώστε ενδεχομένως να προσεγγίζει εκείνο στις ποινικές υποθέσεις, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Μαρτυρία — Ενισχυτική μαρτυρία — Κατά πόσο σε αστικές υποθέσεις που αφορούν κατ’ ισχυρισμό σεξουαλική παρενόχληση, η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας είναι αναγκαία όπως στις αντίστοιχες ποινικές υποθέσεις.

Απόδειξη — Απόσειση του αποδεικτικού βάρους — Ενισχυτική μαρτυρία — Ακόμα και στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται ο κανόνας της ενισχυτικής μαρτυρίας, το ερώτημα παραμένει κατά πόσο ο φέρων το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας σε αγωγή για αποζημιώσεις για επίθεση άσεμνης φύσης την οποία υπέστη από τον εφεσείοντα-εναγόμενο.  Η ισχυριζόμενη επίθεση έγινε, σύμφωνα με την εφεσίβλητη σε δωμάτιο ξενοδοχείου.  Η ουσιαστική μαρτυρία κατά την ακρόαση ήταν εκείνη των διαδίκων.  Ο πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος.  Η μαρτυρία της εφεσίβλητης ακριβώς λόγω της αξιοπιστίας της δεν καθιστούσε απαραίτητη την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας.  Η ενάγουσα πέτυχε να αποδείξει την αξίωση της στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

[*1779]Ο εφεσείων στους λόγους έφεσης παραπονείται βασικά για την προσέγγιση του Δικαστηρίου στο θέμα της απόδειξης.  Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε την υπόθεση όπως τη συνηθισμένη αστική υπόθεση στην οποία το βάρος αποδείξεως είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, παραγνωρίζοντας ότι η υπόθεση ήταν σεξουαλικής φύσης, και έτσι να τη θεωρήσει οιωνοί ποινική στην οποία το βάρος απόδειξης έπρεπε να είναι, αν όχι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, σίγουρα πέραν του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.  Περαιτέρω ο εφεσείων υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να εξετάσει το θέμα της ενισχυτικής μαρτυρίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το θέμα που εγείρεται αφορά το βαθμό ή το επίπεδο της απόδειξης (standard of proof) και κατά πόσο πρέπει να είναι ο συνήθης σε αστικές υποθέσεις, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ή ανάλογα ψηλότερος, ώστε ενδεχομένως να προσεγγίζει εκείνο στις ποινικές υποθέσεις, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Η διάκριση μεταξύ των δύο βαθμών απόδειξης είναι αναγνωρισμένα ως αυθεντικά διατυπωμένη από τον Denning, J. (όπως ήταν τότε), στη Miller v. Minister of Pensions.  Η ενισχυτική μαρτυρία, αν και σχετίζεται προς το βαθμό της απόδειξης, είναι ανεξάρτητος κανόνας που τυγχάνει εφαρμογής σε ορισμένες ποινικές υποθέσεις, και μάλιστα όχι αποκλειστικά σε ποινικές υποθέσεις και σε αναφορά με τη μαρτυρία συγκεκριμένου είδους μαρτύρων.  Η ενισχυτική μαρτυρία τείνει στην απόσειση του βάρους της απόδειξης στα πλαίσια του απαιτούμενου βαθμού.

2.  Ο βαθμός της απόδειξης σε ορισμένες αστικές υποθέσεις μπορεί να είναι πέραν του συνήθους του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.  Η νομολογία αναγνωρίζει την αρχή της κοινής λογικής ότι ο βαθμός της πιθανότητας μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το είδος της υπόθεσης.

3.  Η ανάγκη αυξημένου βαθμού πιθανότητας στα πλαίσια του συνήθους επιπέδου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων αναγνωρίζεται ιδιαίτερα, εκτός απο τις υποθέσεις περιφρόνησης δικαστηρίου, στις υποθέσεις που εξυπακούουν την απόδειξη γεγονότων αναγομένων σε ποινικό αδίκημα και στις υποθέσεις διαζυγίου στις οποίες αποδίδεται ένοχη συμπεριφορά.

            Η προσέγγιση αυτή υιοθετείται και στην Κύπρο.

[*1780]4.    Στην επίδικη υπόθεση, ο πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε ρητά ότι ικανοποιήθηκε σε ύψιστο βαθμό πιθανότητας (degree of probability) μέσα στις παραμέτρους του επιπέδου απόδειξης για πολιτικές υποθέσεις (που είναι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων [balance of probabilities]) με άμεση αναφορά σε σχετικές αυθεντίες.  Περαιτέρω, ο πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε το πράγμα και από την άποψη της ενισχυτικής μαρτυρίας και αποφάνθηκε ότι ο εν λόγω κανόνας ισχύει τόσο σε ποινικές όσο και σε πολιτικές υποθέσεις στις οποίες η μαρτυρία αναφέρεται σε σεξουαλικά αδικήματα.  Παρατήρησε ότι αν και προβληματίστηκε μεν από την ανυπαρξία ενισχυτικής μαρτυρίας εν τούτοις κατέληξε ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης ήταν τέτοιας αξιοπιστίας που να μπορούσε να αποτελέσει ασφαλή βάση για διαπίστωση ευθύνης εκ μέρους του εφεσείοντα.  Αυτό συνιστούσε και ορθή καθοδήγηση επί της ενισχυτικής μαρτυρίας και δέουσα εφαρμογή του κανόνα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Woolmington v. D.P.P. [1935] A.C. 462,

Mancini v. D.P.P. [1942] A.C. 1,

Miller v. Minister of Pensions [1947] 2 All E.R. 372,

Khawaja v. Secretary of State for the Home Department [1984] A.C. 74,

Bater v. Bater [1951] P. 35,

Hornal v. Neuberger Products Ltd [1957] 1 Q.B. 247,

Loizou v. Soleas (1983) 1 C.L.R. 982,

Antoniou v. Anayiotos (1983) 1 C.L.R. 648,

Betts v. Betts (1983) 1 C.L.R. 227,

Cyprus Asbestos Mines Ltd v. Scoufaris (1964) C.L.R. 6,

Matsas v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1448,

Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309,

[*1781]Davies v. Taylor [1972] 3 All E.R. 836,

Kades v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R. 212,

Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Σάντης, E.Δ.) που δόθηκε στις 13 Mαρτίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 3899/97) με την οποία επιδικάστηκε υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας και εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου το ποσό των £2.700 ως ειδικές αποζημιώσεις και το ποσό των £800 ως επαυξημένες γενικές αποζημιώσεις λόγω επίθεσης άσεμνης φύσης εναντίον της από τον εφεσείοντα-εναγόμενο.

Π. Αγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.

Α. Παπαντωνίου, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Η έφεση προέρχεται από απόφαση εκδοθείσα υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας και εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου σε αγωγή για αποζημιώσεις για επίθεση άσεμνης φύσης.  Η ουσιαστική μαρτυρία κατά την ακρόαση ήταν εκείνη των διαδίκων, δεδομένου ότι η ισχυριζόμενη επίθεση έγινε σύμφωνα με την εφεσίβλητη, σε δωμάτιο του ξενοδοχείου του εφεσείοντα στο οποίο αυτή εργαζόταν κατά το σχετικό χρόνο ως καμαριέρα και στο οποίο ο εφεσείων ήρθε και τη βρήκε.  Ο ευπαίδευτος εκδικάσας δικαστής δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της και απόρριψε εκείνη του εφεσείοντα και των μαρτύρων του και, με βάση αυτή την προσέγγιση στη μαρτυρία, έκρινε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε την υπόθεση της.  Όπως το έθεσε στη σ. 19:

“Έχω ικανοποιηθεί σε ύψιστο βαθμό πιθανότητας (degree of probability) μέσα στις παραμέτρους του επιπέδου απόδειξης για πολιτικές υποθέσεις (που είναι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων [balance of probabilities]) ότι αποδείχθηκαν πειστικά και με ισχυρή μαρτυρία όλα τα συστατικά στοιχεία του σοβα[*1782]ρού αυτού αστικού αδικήματος (βλ. M -v- Cain [1989] Times, 15 December, CA, Cleaver -v- Insley and Others [1981] 2 All ER 1018, Re Dellow’s Will Trusts, [1964] 1 All ER 771, Hornal v. Neuberger Products Ltd [1956] 3 All ER 970, Bater v. Bater [1950] 2 All ER 458, Phipson, On Evidence, παρ. 4-38 & 4-39, Cross, On Evidence, σελ. 155-157).”

Απηύθυνε επίσης την προσοχή του στην εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι η αξίωση δεν μπορούσε να επιτύχει λόγω έλλειψης ενισχυτικής μαρτυρίας.  Επ’ αυτού αποφάνθηκε ως ακολούθως στις σελίδες 31-32:

“Τέτοια μαρτυρία δεν ήταν απαραίτητη αφού η παράθεσή της δεν επιβαλλόταν από οποιοδήποτε νομοθέτημα ή κοινοδικαιϊκή πρακτική (βλ. Τ. Ηλιάδη, Η Απόδειξη, σελ. 171, 175, 178. βλ. επίσης, γενικά, Παρμαξής ν. Δημοκρατίας ΠΕ. 6266/ημ. 7.7.97).

Σύμφωνα με την πιο πάνω πρακτική, η οποία ισχύει τόσο σε πολιτικές όσο σε ποινικές υποθέσεις, όπου, η προσφερθείσα μαρτυρία αναφέρεται σε σεξουαλικά αδικήματα ή αγωγές που προκύπτουν από αυτά (βλ. Μ. v. Cain (ανωτέρω)), γαμικές διαφορές, παιδιά που καταθέτουν με όρκο, συνεργούς, αναγνωριστική μαρτυρία και μάρτυρες που έχουν να εξυπηρετήσουν δικό τους σκοπό, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τον κίνδυνο κατάληξης σε εύρημα ενοχής χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

Το τι εδώ εξετάζεται δεν αφορά (όπως και η καταδίκη του Εναγομένου για κοινή επίθεση) σεξουαλικό αδίκημα, ούτε και η μαρτυρία που δόθηκε σχετίζεται με οποιανδήποτε από τις πιο πάνω περιπτώσεις.

Δεν διαφεύγει βέβαια της προσοχής, ότι η επίθεση που υπέστη η Ενάγουσα υπείχε σεξουαλική χροιά (χωρίς όμως να αποτελεί στοιχείο [element] του αδικήματος). αυτή από μόνη της δεν θα μπορούσε να μετατρέψει την αστική φύση της διαφοράς σε ποινική ούτε και να δημιουργήσει αναγκαιότητα δικαστικής αυτοπροειδοποίησης (βλ. Cross, On Evidence, 239). παρ΄όλα αυτά, ακριβώς, ένεκα αυτής της διαπλοκής γεγονότων δεν θα θεωρούσα άσκοπη μια συνοπτική ενασχόληση με το θέμα. ως εκ τούτου και χάριν συζήτησης πάντοτε, θα θεωρήσω την εξεταζόμενη αδικοπραξία σαν σεξουαλικό αδίκημα.

[*1783]Προκύπτει από τη νομολογία ότι οι λόγοι επιζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων, αναφύονται από τις αντιδράσεις της ανθρώπινης φύσης κυρίως της γυναικείας, στους κοινωνικούς κανόνες που αφορούν το σεξ. αυτή φαίνεται ότι δημιουργεί τον πειρασμό σε ορισμένες να προβάλλουν τον εαυτό τους για όλους τους λόγους που θα μπορούσε κάποιος να διανοηθεί ή ακόμα και χωρίς καν οποιοδήποτε λόγο, με την επινόηση ψευδών ή υπερβολικών κατηγοριών (βλ. Makris (alias Petinos) v. The Police (1961) C.L.R. 330, R v. Henry and Manning (1969) 53 Cr. App. R. 150, Τ. Ηλιάδη, Η Απόδειξη, σελ. 176, Phipson, On Evidence, παρ. 14-13).

Η ανυπαρξία ενισχυτικής μαρτυρίας με προβλημάτισε ένεκα των εγγενών κινδύνων που θα μπορούσε να εμπεριέχει η απουσία της. θεωρώ όμως ότι στην παρούσα περίπτωση η μαρτυρία της Ενάγουσας ακριβώς λόγω της αξιοπιστίας της, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει (και έτσι έγινε), ασφαλή βάση για κατάληξη στην ετυμηγορία ευθύνης του Εναγομένου (βλ. Fourri and Others v. The Republic (1980) 2 C.L.R. 152, Theodorou v. The Police (1971) 2 C.L.R. 245). στις ίδιες παραμέτρους θα αντίκριζα και το θέμα του άμεσου παραπόνου για το οποίο έγινε μνεία προηγουμένως.”

Και στη σελ. 33:

“Καταλήγω ότι η Ενάγουσα πέτυχε να αποδείξει την αξίωση της στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων...”

Ο Εφεσείων στους λόγους έφεσης παραπονείται βασικά για την προσέγγιση του δικαστηρίου στο θέμα της αποδείξεως.  Λέγει συγκεκριμένα ότι το δικαστήριο λανθασμένα αντίκρισε την υπόθεση όπως τη συνηθισμένη αστική υπόθεση στην οποία το βάρος αποδείξεως είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων αντί να λάβει υπ΄όψη του ότι η υπόθεση ήταν σεξουαλικής φύσης και έτσι να τη θεωρήσει οιωνοί ποινική στην οποία το βάρος απόδειξης έπρεπε να είναι, αν όχι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όπως στις ποινικές υποθέσεις, σίγουρα πέραν του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.  Περαιτέρω, ο εφεσείων λέγει ότι το δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να εξετάσει το θέμα της ενισχυτικής μαρτυρίας αφού σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, που αφορούν σεξουαλική παρενόχληση, η ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας είναι αναγκαία όπως στις αντίστοιχες ποινικές υποθέσεις.

[*1784]Υπάρχουν δύο πράγματα εδώ τα οποία δεν διακρίνονται μεταξύ τους ευκρινώς στους λόγους έφεσης και στην αγόρευση και τα οποία, όμως, είναι διάφορα αν και σχετιζόμενα.  Το ένα αφορά όχι βέβαια το βάρος της απόδειξης (burden of proof) όπως το αποκαλεί ο εφεσείων, αφού αυτό είναι πάντα στον ενάγοντα, αλλά το βαθμό ή το επίπεδο της απόδειξης (standard of proof), όπως το εννοεί ο εφεσείων, αυτό καθ΄αυτό, κατά πόσο δηλαδή θα πρέπει να είναι ο συνήθης σε αστικές υποθέσεις, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ή ανάλογα υψηλότερος ώστε ενδεχομένως να προσεγγίζει εκείνο στις ποινικές υποθέσεις, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (όπως διατυπώθηκε από το House of Lords στην Woolmington v. D.P.P. [1935] A.C. 462 στη σελ. 481. ίδε επίσης Mancini v. D.P.P. [1942] A.C. 1 στη σ. 11).  Η διάκριση μεταξύ των δύο βαθμών απόδειξης είναι αναγνωρισμένα ως αυθεντικά διατυπωμένη από το Denning, J. (ως ήτο τότε), στην Miller v. Minister of Pensions [1947] 2 All ER 372, σ. 373-374. Η ενισχυτική μαρτυρία, αν και σχετίζεται ασφαλώς ως εκ της φύσεως της προς το βαθμό της απόδειξης, είναι ανεξάρτητος κανόνας που τυγχάνει εφαρμογής σε ορισμένες και όχι σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, και μάλιστα όχι αποκλειστικά σε ποινικές υποθέσεις και σε αναφορά με τη μαρτυρία συγκεκριμένου είδους μαρτύρων.  Ακόμα και στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται ο κανόνας της ενισχυτικής μαρτυρίας, το ερώτημα παραμένει, στο τέλος της ημέρας, κατά πόσον ο φέρων το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται.  Η ενισχυτική μαρτυρία τείνει στην απόσειση του βάρους της αποδείξεως στα πλαίσια του απαιτούμενου βαθμού.

Ότι ο βαθμός της απόδειξης σε ορισμένες αστικές υποθέσεις μπορεί να είναι πέραν του συνήθους του ισοζυγίου των πιθανοτήτων είναι γεγονός.  Η νομολογία αναγνωρίζει την αρχή της κοινής λογικής ότι ο βαθμός της πιθανότητας μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το είδος της υπόθεσης, αφού η βεβαιότητα με την οποία μπορεί να αισθάνεται ικανοποιημένο το δικαστήριο είναι συνάρτηση της φύσης και της σοβαρότητας της υπόθεσης την οποία έχει να αποφασίσει και της μαρτυρίας την οποία έχει να εκτιμήσει.  Όπως επιγραμματικά το έθεσε ο Lord Scarman  στην υπόθεση Khawaja v. Secretary of State for the Home Department [1984] AC 74, σ. 113:

“The flexibility of the civil standand of proof suffices to ensure that the court will require the high probability which is appropriate to what is at stake.”

[*1785]O Denning, L.J. (ως ήτο τότε), ανάλυσε την προσέγγιση αυτή στην Bater v. Bater [1951] P. 35, σε συνάρτηση με την ευρύτερη διάσταση του πράγματος, δηλαδή το ενιαίο του βάρους απόδειξης και το ότι η διάκριση μεταξύ βαθμών απόδειξης, ακόμα και μεταξύ ποινικών και αστικών υποθέσεων, δεν είναι απόρροια δογματικού κανόνα αλλά κοινής λογικής στη βάση όλων των δεδομένων.  Όπως το έθεσε στις σελίδες 36-38:

“The difference of opinion which has been evoked about the standard of proof in recent cases may well turn out to be more a matter of words than anything else.  It is of course true that by our law a higher standard of proof is required in criminal cases than in civil cases.  But this is subject to the qualification that there is no absolute standard in either case.  In criminal cases the charge must be proved beyond reasonable doubt, but there may be degrees of proof within that standard.

As Best, C.J., and many other great judges have said, “in proportion as the crime is enormous, so ought the proof to be clear”. So also in civil cases, the case may be proved by a preponderance of probability, but there may be degrees of probability within that standard. The degree depends on the subject-matter.  A civil court, when considering a charge of fraud, will naturally require for itself a higher degree of probability than that which it would require when asking if negligence is established.  It does not adopt so high a degree as a criminal court, even when it is considering a charge of a criminal nature; but still it does require a degree of probability which is commensurate with the occasion.  Likewise, a divorce court should require a degree of probability which is proportionate to the subject-matter.

I do not think that the matter can be better put than it was by Lord Stowell in Loveden v. Loveden [1810] 2 Hagg. Con. 1, 3.  “The only general rule that can be laid down upon the subject is, that the circumstances must be such as would lead the guarded discretion of a reasonable and just man to the conclusion”.  The degree of probability which a reasonable and just man would require to come to a conclusion - and likewise the degree of doubt which would prevent him coming to it  - depends on the conclusion to which he is required to come.  It would depend on whether it was a criminal case or a civil case, what the charge was, and what the consequences might be; and [*1786]if he were left in real and substantial doubt on the particular matter, he would hold the charge not to be established: he would not be satisfied about it.

But what is a real and substantial doubt?  It is only another way of saying a reasonable doubt; and a reasonable doubt is simply that degree of doubt which would prevent a reasonable and just man from coming to the conclusion. So the phrase “reasonable doubt” takes the matter no further.  It does not say that the degree of probability must be as high as 99 per cent. or as low as 51 per cent.  The degree required must depend on the mind of the reasonable and just man who is considering the particular subject-matter.  In some cases 51 per cent.  would be enough, but not in others. When this is realized, the phrase “reasonable doubt” can be used just as aptly in a civil case or a divorce case as in a criminal case; and indeed it was so used by my Lord in Davis v. Davis [1050] P.125 and Gower v. Gower 66 T.L.R. (Pt. I) 717 to which we have been referred.  The only difference is that, because of our high regard for the liberty of the individual, a doubt may be regarded as reasonable in the criminal courts, which would not be so in the civil courts.”

Και ο ίδιος στην υπόθεση Hornal v. Neuberger Products Ltd [1957] 1 Q.B. 247 (C.A.) στη σ. 258:

“The more serious the allegation the higher the degree of probability that is required: but it need not, in a civil case, reach the very high standard required by the criminal law.”

Και ο Morris, L.J. (ως ήτο τότε) στην ίδια υπόθεση, στις σελίδες 266-267:

“In a criminal case a jury must be directed that the onus is all the time upon the prosecution and that before they convict they must feel sure of the accused’s guilt. ............

It is, I think, clear from the authorities that a difference of approach in civil cases has been recognized. Many judicial utterances show this. The phrase “balance of probabilities” is often employed as a convenient phrase to express the basis upon which civil issues are decided. It may well be that no clear-cut logical reconciliation can be formulated in regard to the authorities on these topics.  But perhaps they illustrate that “the life of the law is not logic but experience”. In some criminal [*1787]cases liberty may be involved; in some it may not.  In some civil cases the issues may involve questions of reputation which can transcend in importance even questions of personal liberty.  Good name in man or woman is “the immediate jewel of their souls.”

But in truth no real mischief results from an acceptance of the fact that there is some difference of approach in civil actions.  Particularly is this so if the words which are used to define that approach are the servants but not the masters of meaning.  Though no court and no jury would give less careful attention to issues lacking gravity than to those marked by it, the very elements of gravity become a part of the whole range of circumstances which have to be weighed in the scale when deciding as to the balance of probabilities. This view was denoted by Denning L.J. when in his judgment in Bater v. Bater [1951] P. 25, 26, 27 he spoke of a “degree of probability which is commensurate with the occasion” and of “a degree of probability which is proportionate to the subject-matter.”

In English law the citizen is regarded as being a free man of good repute.  Issues may be raised in a civil action which affect character and reputation, and these will not be forgotten by judges and juries when considering the probabilities in regard to whatever misconduct is alleged.  There will be reluctance to rob any man of his good name: there will also be reluctance to make any man pay what is not due or to make any man liable who is not or not liable who is.  A court will not be deterred from a conclusion because of regret at its consequences: a court must arrive at such conclusion as is directed by the weight and preponderance of the evidence.”

Ο δε Hodson, L.J., επιγραμματικά, στη σ. 262:

“There is in truth no great gulf fixed between balance of probability and proof beyond reasonable doubt.”

Η ανάγκη αυξημένου βαθμού πιθανότητας στα πλαίσια του συνήθους επιπέδου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων αναγνωρίζεται ιδιαίτερα, εκτός βέβαια των υποθέσεων περιφρόνησης του δικαστηρίου που είναι οιωνοί ποινικές και εξυπακούουν φυλάκιση, στις υποθέσεις που εξυπακούουν την απόδειξη γεγονότων αναγομένων σε ποινικό αδίκημα, όπως η ίδια η Hornal, και στις υποθέσεις διαζυγίου στις οποίες αποδίδεται ένοχη συμπεριφο[*1788]ρά, όπως η Bater.

Η προσέγγιση αυτή υιοθετείται και στην Κύπρο.  Αν και ο συνήθης βαθμός απόδειξης είναι επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (ίδε Loizou v. Soleas (1983) 1 C.L.R. 982, Antoniou v. Anayiotos (1983) 1 C.L.R. 648), αυτό δεν είναι απόλυτο. Σε υποθέσεις διαζυγίου, ιδιαίτερα όσον αφορά μοιχεία, γίνεται αναφορά σε απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Betts v. Betts [1983] 1 C.L.R. 227).

Επίσης στην The Cyprus Asbestos Mines Ltd v. Scoufaris (1964) C.L.R. 6, που αφορούσε κλοπή, ο Zekia, Δ. (ως ήτο τότε), με την απόφαση του οποίου συμφώνησαν τα υπόλοιπα μέλη του Δικαστηρίου, αναφέρει τα ακόλουθα στη σ. 14:

“«In a civil action where fraud or other matter which is or may be a crime is alleged against a party or against persons not parties to the action, the standard of proof to be applied is that applicable in civil actions generally, namely, proof on the balance of probability, and not the higher standard of proof beyond all reasonable doubt required in criminal matters; but there is no absolute standard of proof, and no great gulf between proof in criminal and civil matters; for in all cases the degree of probability must be commensurate with the occasion and proportionate to the subject-matter. The elements of gravity of an issue are part of the range of circumstances which have to be weighed when deciding as to the balance of probabilities.» (Hornal v. Neuberger Products ltd [1957] 1 Q.B. 247).”

Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το head-note της Hornal, το όλο σκεπτικό της οποίας έτσι υιοθετείται.  Και πιο πρόσφατα, στην Matsas v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1448, έγιναν ανάλογα σχόλια σε σχέση με κατηγορίες σεξουαλικής φύσεως σε υπόθεση πειθαρχικής διαδικασίας.  Όπως παρατήρησε ο Πικής, Δ., (ως ήτο τότε), δίδοντας της απόφαση του Δικαστηρίου, στη σ. 1459:

“Although the standard of proof in disciplinary proceedings is not necessarily the same as that obtaining in a criminal case, both a Court of law and a disciplinary tribunal must be clearly satisfied of the credibility of a witness.  The lesser standard that obtains in civil proceedings becomes more stringent in proportion to the gravity of the allegation at issue.”

[*1789]Και ο ίδιος στην Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, που αφορούσε φυλάκιση για περιφρόνηση του δικαστηρίου, στη σ. 314:

“Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και τον μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος του δικαστηρίου αποβλέπει στην τιμωρία του παραβάτη.  Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.”

Δεν βλέπουμε πως ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής υιοθέτησε λανθασμένη προσέγγιση στο θέμα, όπως παραπονείται ο εφεσείων.  Σίγουρα επρόκειτο για υπόθεση στην οποία η αξίωση βασίζετο στην απόδειξη γεγονότων ισοδυναμούντων με ποινικό αδίκημα και μάλιστα σοβαρής μορφής. Αυτό δεν παραγνωρίσθηκε από το δικαστήριο.  Η καταληκτική παρατήρηση του, την οποία επισημαίνει ιδιαίτερα ο εφεσείων, ότι “η Ενάγουσα πέτυχε να αποδείξει την αξίωση της στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων”, έστω και αν ακολουθείται από την παρατήρηση “ενώ το ίδιο δεν ισχύει για τον Εναγόμενο σε ότι αφορά την Ανταπαίτηση” (η οποία δεν θα διέπετο από την ίδια αυστηρότητα απόδειξης όπως η Απαίτηση), δεν μπορεί να ιδωθεί  μεμονωμένα παρά μόνο στα πλαίσια της όλης προηγηθείσας αξιολόγησης της μαρτυρίας.  Στο ανωτέρω παρατεθέν απόσπασμα από τη σ. 19 ο ευπαίδευτος δικαστής ρητά αναφέρει ότι “έχω ικανοποιηθεί σε ύψιστο βαθμό πιθανότητας (degree of probability) μέσα στις παραμέτρους του επιπέδου απόδειξης για πολιτικές υποθέσεις (που είναι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων [balance of probabilities]), με άμεση ακόλουθη αναφορά στη Bater, στη Hornal και σε άλλες σχετικές αυθεντίες.  Είναι λοιπόν σαφές ότι όχι μόνο είχε υπ΄όψη του το θέμα αλλά και απευθύνθηκε σε αυτό στην κατάληξη του της εκτίμησης της μαρτυρίας.  Η παράλειψη εκτεταμένης και λεπτομερούς ανάλυσης της μαρτυρίας υπό το πρίσμα του δεδομένα αυξημένου βαθμού απόδειξης δεν εκθεμελιώνει την προσέγγιση του δικαστηρίου.  Εξάλλου, το δικαστήριο είχε ήδη, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, αποδεχθεί την αξιοπιστία της εκδοχής της εφεσίβλητης και απορρίψει την αξιοπιστία της εκδοχής του εφεσείοντα, όπως ήταν υποχρέωση του να αποφανθεί ανεξάρτητα από και πριν εξετάσει το βάρος της απόδειξης (ίδε: Davies v. Taylor [1972] 3 All E.R. 836, Kades v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R. 212, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 A.A.Δ. 614), [*1790]και έτσι η όλη αποδεκτή μαρτυρία στήριζε τη στοιχειοθέτηση της αξίωσης χωρίς να βρίσκεται σε σύγκρουση μεταξύ της ή με οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.  Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος δικαστής εξέτασε το πράγμα και από την άποψη της ενισχυτικής μαρτυρίας, στην οποία και στρεφόμεθα στα πλαίσια του άλλου κύριου λόγου έφεσης.

Όπως προκύπτει από το παρατεθέν απόσπασμα της απόφασης, ο ευπαίδευτος δικαστής θεώρησε ότι ο κανόνας της ενισχυτικής μαρτυρίας ισχύει τόσο σε ποινικές όσο και σε αστικές υποθέσεις στις οποίες η μαρτυρία αναφέρεται σε σεξουαλικά αδικήματα.  Το σκεπτικό της υπόθεσης Matsas v. Republic, ανωτέρω, στην οποία κάνει ιδιαίτερη αναφορά ο Εφεσείων, αν και προέρχεται από υπόθεση πειθαρχικής διαδικασίας, διέπει και τις εν λόγω αστικές υποθέσεις.  Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος δικαστής, αν και ήταν της άποψης ότι η ενώπιον του υπόθεση δεν αναφέρετο σε σεξουαλικό αδίκημα, καθ΄όσον αφορούσε επίθεση, εν τούτοις, ένεκα της σεξουαλικής χροιάς που υπείχε η επίθεση ως εκ του άσεμνου της, εξέτασε την υπόθεση ως να αφορούσε σεξουαλικό αδίκημα σε συνάρτηση με την ενισχυτική μαρτυρία.  Παρατηρώντας ότι προβληματίσθηκε μεν από την ανυπαρξία ενισχυτικής μαρτυρίας, εν τούτοις κατέληξε ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης ήταν τέτοιας αξιοπιστίας που να μπορούσε να αποτελέσει ασφαλή βάση για κατάληξη σε ετυμηγορία ευθύνης του Εφεσείοντα.  Δεν θεωρούμε ότι, όπως παραπονείται ο εφεσίβλητος, το δικαστήριο είτε παρέλειψε να εξετάσει το θέμα της ενισχυτικής μαρτυρίας είτε εξέτασε το θέμα ανεπαρκώς.  Μπορεί το δικαστήριο να μην διατύπωσε την προσέγγιση του με ρητούς όρους αναφοράς στην αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και στην προειδοποίηση προς τον εαυτό του, ως κριτής των γεγονότων, για τον κίνδυνο ετυμηγορίας βασισμένης αποκλειστικά στη μαρτυρία της εφεσίβλητης ελλείψει ενισχυτικής μαρτυρίας.  Τόσο όμως η ευρύτερη αναφορά του δικαστηρίου στο θέμα όσο και η άμεση αναφορά του στη νομολογία (Fourri v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152, Theodorou v. Police (1971) 2 C.L.R. 245), καθώς και η κατάληξη του, δεν αποκαλύπτουν παράλειψη ορθής και επαρκούς αντίληψης και εφαρμογής του κανόνα της ενισχυτικής μαρτυρίας, τοσούτο μάλλον αφού η νομολογία δεν απαιτεί οποιοδήποτε συγκεκριμένο τύπο καθοδήγησης και αφού βεβαίως επρόκειτο για καθοδήγηση του ιδίου του δικαστή προς τον εαυτό του και όχι προς ενόρκους, που το ακριβές λεκτικό θα μπορούσε να περιέπλεκε τα πράγματα.  Η ουσία της κατάληξης του ευπαίδευτου δικαστή ήταν ότι, παρά τους εγγενείς κινδύνους, τους οποίους μάλιστα επεσήμανε με αναφορά στη νομολογία στην προηγηθείσα ανάλυση των λόγων για τους οποίους σε τέτοιες υποθέσεις σεξουαλικής φύ[*1791]σεως επιζητείται ενισχυτική μαρτυρία, ετυμηγορίας βασισμένης στη μαρτυρία της εφεσείουσας, η μαρτυρία της ήταν τέτοιας αξιοπιστίας που η απόδειξη της απαίτησης να μπορούσε με ασφάλεια να βασισθεί σε αυτή.  Αυτό συνιστούσε και ορθή αυτοκαθοδήγηση επί της ενισχυτικής μαρτυρίας και δέουσα εφαρμογή του κανόνα.

Για τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, λίγα χρειάζεται να λεχθούν.  Ο τρίτος λόγος έφεσης περιέχει την εισήγηση ότι το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τα ευρήματα της ιατρού ΜΕ4 τα οποία, πλην της ψυχικής διαταραχής, δεν απέδειξαν οποιαδήποτε παρενόχληση.  Μα η μαρτυρία της εφεσίβλητης δεν ήταν τέτοια που να μπορούσε να συσχετισθεί με οποιαδήποτε παθολογικά ευρήματα, αφού περιορίζετο στο ότι ο εφεσείων την αγκάλιασε, της θώπευσε το στήθος και κρατώντας την τη φίλησε στο στόμα, ούτε υπήρξε οποιαδήποτε συμπλοκή ή πάλη που να μπορούσε να άφηνε κλινικά κατάλοιπα.  Ο λόγος έφεσης αυτός ουσιαστικά έχει αρνητική υπόσταση.

Οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης προσβάλλουν το ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη του το θέμα της προταθείσας πώλησης κτήματος στα πλαίσια των προσπαθειών για συμβιβασμό της υπόθεσης ως επηρεάζον την αξιοπιστία της απαίτησης. Αυτό δεν είναι ορθό. Εκτός του ότι ο ευπαίδευτος δικαστής είχε απορρίψει την αξιοπιστία του εφεσείοντα και των μαρτύρων του, στις σελίδες 15-16 ασχολείται με το θέμα με βάση το ότι ο ίδιος ο εφεσείων επεδίωξε να επιτύχει εξώδικο διακανονισμό της υπόθεσης, παρατηρώντας ότι η ανταπόκριση της εφεσίβλητης στην προσπάθεια του αυτή, και αν ενδεχόμενα διέπετο από την αντίληψη ότι της παρείχετο η ευκαιρία εξασφάλισης χρηματικού οφέλους, ήταν, όπως το έθεσε, “όχι όμως σε βαθμό μεμπτό και οπωσδήποτε όχι αλλότρια προμελετημένα ή προσχεδιασμένα. οι επιδιώξεις της ήσαν θεμιτές και αναμενόμενες στην βάση των γενικών αρχών που διέπουν την αστική και ποινική δικονομία”.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο