Sat Vision Ltd ν. Interamerican Property and Casualty Ins. Co. (1999) 1 ΑΑΔ 1811

(1999) 1 ΑΑΔ 1811

[*1811]29 Οκτωβρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

SAT VISION LTD.,

Eφεσείοντες-Eνάγοντες,

ν.

INTERAMERICAN PROPERTY AND CASUALTY INS. CO.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9598)

 

Δικαστική απόφαση — Αιτιολογία — Ορθός προσδιορισμός επιδίκων θεμάτων, σύνοψη ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα και συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου — Δεν επιβάλλεται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει υποχρέωση να αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία και μέσα στα νομικά πλαίσια που εφαρμόζονται να καταλήξει σε συγκεριμένα αδιαμφισβήτητα ευρήματα — Η χρήση εκφράσεων όπως “είναι η πεποίθηση μας” και “είμαστε της άποψης .....” υποβαθμίζει την υποχρέωση για ορθή αξιολόγηση.

Δικαστική απόφαση — Επιφυλαχθείσα απόφαση — Προαγωγή του ενός εκ των δύο Δικαστών που αποτελούσαν τη σύνθεση του Δικαστηρίου — Κατά πόσο η απόφαση μπορεί να εκδοθεί από τον άλλο Δικαστή.

Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο — Αλλοδαπό δίκαιο — Πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στη δικογραφία και να αποδεικνύεται με μαρτυρία.

Λέξεις και Φράσεις — “Obiter dicta” και “ratio decidendi”.

Στις 22.7.91 η εφεσείουσα εταιρεία ασφάλισε έναντι ποσού £460.591,27 κιβώτια με ηλεκτρονικά μηχανήματα που θα μεταφέρονταν από τη Λάρνακα στη Μόσχα. Το εμπορευματοκιβώτιο φορτώθηκε στο πλοίο “Prince Vision”, όταν έφθασε στον Πειραιά παραδόθηκε στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιά, ακολούθως μετακινήθηκε σε συ[*1812]γκεκριμένους χώρους του Οργανισμού, αλλά δύο μήνες αργότερα βρέθηκε άδειο.  Η απαίτηση της εφεσείουσας εταιρείας για την καταβολή του ποσού για το οποίο είχαν ασφαλιστεί τα εμπορεύματα απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, λόγω του ότι η εκτέλεση του συμβολαίου συνεπαγόταν παραβίαση της Ελληνικής νομοθεσίας.

Η ακροαματική διαδικασία άρχισε και συμπληρώθηκε στις 8.7.94 ενώπιον των Δικαστών κ.κ. Φρίξου Νικολαϊδη και Μάριου Γεωργίου και η απόφαση επιφυλάχθηκε.  Ο Δικαστής Νικολαΐδης προάχθηκε στη θέση Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 2.11.94.  Η απόφαση εκδόθηκε από το Δικαστή Μ. Γεωργίου στις 25.10.95.  Στο τέλος της απόφασης υπάρχει σημείωση ότι:  “Η απόφαση ετοιμάστηκε από τον κ. Μ. Γεωργίου, Επαρχιακό Δικαστή, κατόπιν διαβουλεύσεων που είχε με τον κ. Φρίξο Νικολαίδη, Π.Ε.Δ. πριν από το διορισμό του στο Ανώτατο Δικαστήριο”.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και υποστήριξε ότι:

(1)   Η απόφαση πάσχει λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου.

(2)   Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή λόγω παράβασης των προνοιών του Ελληνικού Νόμου 936/79 χωρίς να αξιολογήσει τα υπόλοιπα νομικά θέματα.

(3)   Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν δικαιούται αποζημιώσεων είναι εσφαλμένο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η δήλωση στο τέλος της απόφασης υποδεικνύει ότι οι δύο Δικαστές είχαν ανταλλάξει απόψεις και κατέληξαν σε συμφωνία ως προς το αποτέλεσμα της υπόθεσης πριν την προαγωγή του κ. Νικολαίδη στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Η εγκυρότητα της απόφασης δεν μπορεί να τίθεται σε αμφισβήτηση γιατί πριν την έκδοση της ένας από τους δύο εκδικάσαντες Δικαστές είχε προαχθεί σε ανώτερη βαθμίδα.  Ο ουσιώδης χρόνος ήταν εκείνος που οι δύο Δικαστές είχαν καταλήξει σε σύμφωνη γνώμη ως προς το αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας, πριν την προαγωγή του ενός από τους δύο.  Η εισήγηση για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου δεν γίνεται αποδεκτή.

2.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν περιέχει καθαρά τα [*1813]ευρήματα του πάνω στα επίδικα θέματα που εξετάσθηκαν, αφού χρησιμοποιούνται εκφράσεις όπως “είναι η πεποίθηση μας” και “είμαστε της άποψης .......”.  Η πιο πάνω τακτική υποβαθμίζει την υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία και μέσα στα νομικά πλαίσια που εφαρμόζονται να καταλήξει σε συγκεκριμένα αναμφισβήτητα ευρήματα.  Όμως παρά την πιο πάνω παράλειψη, η σχετική κατάληξη του Δικαστηρίου υποδηλεί ότι κατέληξε, έστω και έμμεσα, σε απορριπτικά ευρήματα και ότι οι σχετικές αναφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως obiter dicta.

3.  Τόσο το περιεχόμενο του Νόμου 936/79 όσο και εκείνο του Υπουργικού Διατάγματος ως προς τα απαγορευμένα εμπορεύματα (μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται και υπολογιστές και/ή λογισμικοί υπολογιστές), κατατέθηκαν χωρίς ένσταση και η ισχύς τους δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσείουσα.  Η εφεσείουσα δεν μπορεί να αμφισβητήσει σ’ αυτό το στάδιο το περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων που κατατέθηκαν χωρίς ένσταση με τον ισχυρισμό ότι το σχετικό διάταγμα εκπίπτει από τα νομικά πλαίσια που διαγράφουν οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα έπρεπε να υποβληθεί στο δικηγόρο-μάρτυρα που κατέθεσε εκ μέρους της εφεσίβλητης, που θα μπορούσε να παρουσιάσει τη νομική θέση που εφαρμόζεται στην Ελλάδα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κυριάκου ν. Μάτα (1982) 1 C.L.R. 932,

Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235,

Pioneer Candy Ltd v. Tryphon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 540,

Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026,

Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125,

Flower v. EBBW Vale Steel, Iron and Coal Company Ltd [1934] KB 133,

Αθανασίου ν. Loizias Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 3 A.A.Δ. 329,

Vlachos a.o. v. Dorothea Shipping (1980) 1 C.L.R. 113,

[*1814]Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 490.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ., Γεωργίου, Δ.) που δόθηκε στις 25 Oκτωβρίου, 1995 (Aγωγή Aρ. 995/92) με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση των εναγόντων-εφεσειόντων εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων για την καταβολή του ποσού των £460.591,27 για το οποίο είχαν ασφαλιστεί τα εμπορεύματά τους που θα μεταφέρονταν από τη Λάρνακα στη Mόσχα.

Λ. Κληρίδης, για τους Eφεσείοντες.

Α. Χαβιαράς για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Στις 22/7/91 η εφεσείουσα εταιρεία ασφάλισε έναντι ποσού £460.591, 27 κιβώτια που περιείχαν ηλεκτρονικά μηχανήματα και εξαρτήματα.  Τα πιο πάνω βρίσκονταν μέσα σε ένα εμπορευματοκιβώτιο και θα μεταφέρονταν από τη Λάρνακα στη Μόσχα. Το εμπορευματοκιβώτιο φορτώθηκε στη Λάρνακα στο πλοίο “Prince Vision” και όταν έφθασε στον Πειραιά παραδόθηκε στις 25/7/91 στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιά.  Ακολούθως μετακινήθηκε σε συγκεκριμένους χώρους του Οργανισμού αλλά δύο μήνες αργότερα, στις 27/9/91, βρέθηκε άδειο.  Η απαίτηση της εφεσείουσας εταιρείας για την καταβολή του ποσού για το οποίο είχαν ασφαλιστεί τα εμπορεύματα, απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. 

Η εφεσείουσα προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της,

(1)       Η απόφαση πάσχει λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου και

(2)       Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή λόγω παράβασης των προνοιών του Νόμου 936/79 χωρίς να αξιολογήσει τα υπόλοιπα νομικά θέματα.

[*1815]Επιπρόσθετα η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν δικαιούται αποζημιώσεων γιατί υπερασφάλισε τα εμπορεύματα είναι λανθασμένο και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσείουσα παραβίασε το άρθρο 18 του ασφαλιστικού συμβολαίου που προνοεί ότι “ο ασφαλισμένος θα πρέπει να ενεργεί με εύλογον σπουδήν εν πάσαν υπό τον έλεγχον του  περίστασιν”, λόγω της παρατεταμένης παραμονής και μετακίνησης του εμπορευματοκιβωτίου σε διάφορους αποθηκευτικούς χώρους.

(1)       Κακή σύνθεση του πρωτόδικου Δικαστηρίου

Η ακροαματική διαδικασία άρχισε και συμπληρώθηκε στις 8/7/94 ενώπιον των Δικαστών κκ. Φρίξου Νικολαΐδη και Μάριου Γεωργίου και η απόφαση επιφυλάχθηκε.  Ο Δικαστής Νικολαΐδης προάχθηκε στη θέση Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 2/11/94.  Η απόφαση εκδόθηκε από το Δικαστή Μ. Γεωργίου στις 25/10/95.  Στο τέλος της απόφασης υπάρχει η πιο κάτω σημείωση:

“Η απόφαση ετοιμάστηκε από τον κ. Μάριο Γεωργίου, Επαρχιακό Δικαστή, κατόπιν διαβουλεύσεων που είχε με τον κ. Φρίξο Νικολαΐδη, Π.Ε.Δ. πριν από το διορισμό του στο Ανώτατο Δικαστήριο.”

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η απόφαση είναι νομικά άκυρη λόγω κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου αφού εκδόθηκε από ένα μόνο Δικαστή, ενώ θα έπρεπε να εκδοθεί από δύο Δικαστές και η σημείωση ότι η σχετική απόφαση ήταν το αποτέλεσμα διαβουλεύσεων του κ. Γεωργίου με τον κ. Νικολαΐδη δεν μπορεί να θεραπεύσει την κακή σύνθεση του Δικαστηρίου.

Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Αγνή Σάββα Κυριάκου ν. Κυριακού Μάτα (1982) 1 C.L.R. 932 όπου η ακροαματική διαδικασία συμπληρώθηκε ενώπιον των Δικαστών Δ. Δημητριάδη και Σ. Νικήτα στις 3/6/78.  Η απόφαση επιφυλάχθηκε και στις 19/6/78 ο Δικαστής Δημητριάδης προάχθηκε στη θέση του Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η απόφαση δόθηκε από το Δικαστή Νικήτα στις 5/2/80.  Σε ισχυρισμό που προβλήθηκε για κακή σύνθεση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού έκαμε μια σύντομη αναφορά στη σχετική Αγγλική Νομολογία, αποφάνθηκε ότι η απόφαση είχε εκδοθεί νόμιμα.

Στην παρούσα υπόθεση υπάρχει σχετική επεξηγηματική ση[*1816]μείωση ότι η απόφαση είναι το αποτέλεσμα διαβουλεύσεων που είχε ο Δικαστής που εξέδωσε την απόφαση με τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κ. Φρ. Νικολαΐδη πριν από την προαγωγή του τελευταίου στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Η δήλωση αυτή υποδεικνύει ότι οι δύο Δικαστές είχαν ανταλλάξει απόψεις και είχαν καταλήξει σε συμφωνία ως προς το αποτέλεσμα της υπόθεσης, πριν από την προαγωγή του κ. Νικολαΐδη στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Η εγκυρότητα της απόφασης δεν μπορεί να τίθεται σε αμφισβήτηση γιατί πριν από την έκδοση της ένας από τους δύο εκδικάσαντες Δικαστές είχε προαχθεί σε ανώτερη βαθμίδα.  Ο ουσιώδης χρόνος ήταν εκείνος που οι δύο Δικαστές είχαν καταλήξει σε σύμφωνη γνώμη ως προς το αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας, πριν από την προαγωγή του ενός από τους δύο.  Επεται ότι η εισήγηση για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

(2)       Συνοπτική εξέταση μερικών από τα επίδικα θέματα

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άνκαι απέρριψε την αγωγή γιατί υπήρχε εξυπακουόμενη παράβαση του Ελλαδικού Νόμου 936/79, έπρεπε να εξετάσει και αποφασίσει για όλα τα επίδικα θέματα και όχι να τα εξετάσει “συνοπτικά” και να εκφράσει απόψεις υπό μορφή obiter dicta.

Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής απόφασης. (Ιδε Ioannidou v. Dikeos [1969] 1 C.L.R. 235, Pioneer Candy Ltd v. Tryphon & Sons Ltd  [1981] 1 C.L.R. 540, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 A.A.Δ. 1026 και Βασιλείου και Άλλοι ν. Μενελάου και Άλλοι (1990) 1 A.A.Δ. 1125).

Όπως έχει τονιστεί στην Καννάουρου ν. Σταδιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, σ. 39,

“Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της.  Ότι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου.”

Στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd v. Tryphon & Sons Ltd [*1817](πιο πάνω) τονίστηκε ότι μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει,

(i)   Ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμά των.

(ii)  Διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων.

(iii) Σαφή δικαστική απόφαση.

Η τεχνική έκφραση ratio decidendi ξεχωρίζει πάντα από την έκφραση obiter dicta. Στην πρώτη περίπτωση η έκφραση ratio decidendi εννοεί το λόγο, το σκεπτικό της απόφασης και τον κανόνα ή την αρχή πάνω στην οποία βασίζεται μια απόφαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η έκφραση obiter dicta υποδηλεί λεχθέντα από ένα Δικαστή που είναι περιφερειακά σε σχέση με τα επίδικα θέματα, που δεν συνιστούν μέρος της αιτιολογίας της απόφασης. Όπως αναφέρει ο Sir Rupert Cross στο βιβλίο “Precedent in English Law” (3rd Edition, 1977, σ. 76),

“The ratio decidendi of a case is any rule of law expressly or impliedly treated by the judge as a necessary step in reaching his conclusion, having regard to the line of reasoning adopted by him, or a necessary part of his direction to the jury.”

Όταν π.χ. ένας Δικαστής αναφέρει στην απόφαση του ότι, “Αν ο Α έκανε αυτό και ο Β έκανε εκείνο, τότε θα εύρισκα ότι και οι δύο θα ήταν ένοχοι αμέλειας”, οι λέξεις αυτές θεωρούνται ότι είναι obiter dicta. Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Flower v. EBBW Vale Steel, Iron and Coal Company Ltd [1934] KB 133,

“Obiter dicta in this context means what the words literally signify (namely statements by the way).”

Λέξεις δε ή εκφράσεις από ανώτερα δικαστήρια που εκφέρονται ως obiter dicta θεωρούνται ως πειστικές (persuasive) για κατώτερα δικαστήρια όταν εξετάζουν ένα παρόμοιο γεγονός.  Η δεσμευτικότητα φράσεων που έχουν λεχθεί περιφερειακά έχει αμφισβητηθεί.  (Ίδε Lord Denning’s “The Closing Chapter” σ. 48 και Michael Zander’s “The Law-making process” 4th Edition,  p. 262).

Στην παρούσα υπόθεση είναι ορθό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού απέρριψε την αγωγή γιατί διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση των προνοιών του Ελλαδικού Νόμου 936/79, προχώρησε να αναφέρει ότι,

“Εχοντας όμως υπόψη το ύψος της απαίτησης, θα ήταν ορθό [*1818]να προχωρήσουμε και συνοπτικά τουλάχιστον να καταγράψουμε τα ευρήματα μας και τις απόψεις μας αναφορικά με τα υπόλοιπα κύρια επιχειρήματα.”

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μια καταγραφή των επίδικων θεμάτων που συμπεριλαμβάνει τους ισχυρισμούς ότι η εφεσείουσα παρέβηκε τους όρους 16, 17 και 18 του ασφαλιστικού συμβολαίου και επίσης ότι προέβηκε σε υπερασφάλιση των επίδικων εμπορευμάτων.  Τα πιο πάνω θέματα εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο που προχώρησε να παραθέσει τόσο τα γεγονότα όσο και τη νομική πλευρά για το κάθε ένα θέμα ξεχωριστά.

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός αν το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα σημαντικό θέμα της διαδικασίας.  (Ιδε Αθανασίου ν. Loizias Contracting and Building (Overseas) Ltd [1993] 3 A.A.Δ. 329).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να εξετάσει τα επίδικα θέματα που είχαν προβληθεί.  Τα επίδικα θέματα εξετάστηκαν.  Είναι όμως ορθό ότι η απόφαση δεν περιέχει καθαρά τα ευρήματα του Δικαστηρίου πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα, αφού χρησιμοποιούνται εκφράσεις όπως “είναι η πεποίθηση μας” και “είμαστε της άποψης .....”  Η πιο πάνω τακτική υποβαθμίζει την υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία και μέσα στα νομικά πλαίσια που εφαρμόζονται να καταλήξει σε συγκεκριμένα αναμφισβήτητα ευρήματα.  Όμως παρά την πιο πάνω παράλειψη, η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου υποδηλεί ότι το Δικαστήριο είχε καταλήξει, έστω και έμμεσα, σε απορριπτικά ευρήματα και ότι οι σχετικές αναφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως obiter dicta.

Η εφαρμογή του Ελληνικού Νόμου 936/79

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή του ασφαλιστικού συμβολαίου δεν παραβιάζει τις πρόνοιες του Ελληνικού Νόμου 936/79 αφού,

(i) Η απόφαση του Ελληνα Υπουργού Εμπορίου της 6/3/91 (αρ. 1255) βρίσκεται εκτός των πλαισίων του άρθρου 1 του Νόμου 936/79 (ultra vires) και

[*1819](ii)  Δεν φέρει την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού Εμπορίου.

Η εφεσίβλητη εισηγείται ότι τόσο το κείμενο του Νόμου όσο και το κείμενο του Διατάγματος κατατέθηκαν χωρίς ένσταση και επιπρόσθετα ότι δόθηκε επιπρόσθετη επεξηγηματική μαρτυρία από Ελληνα δικηγόρο ως προς την ισχύ των πιο πάνω.

Το ερώτημα ποιές νομικές αρχές εφαρμόζονται σε μια χώρα είναι θέμα γεγονότων και μπορεί να αποδειχθεί με μαρτυρία όπως όλα τα άλλα θέματα γεγονότων (Vlachos and others v. Dorothea Shipping [1980] 1 C.L.R. 113). Ο διάδικος που θα επικαλεστεί μια νομική πρόνοια που εφαρμόζεται σε μια ξένη χώρα θα πρέπει να την συμπεριλάβει μέσα στη σχετική δικογραφία και να την αποδείξει με την προσαγωγή της κατάλληλης μαρτυρίας.  Σύμφωνα με το Δικαστή Νικήτα,

“Τα Κυπριακά Δικαστήρια εκλαμβάνουν τον ξένο νόμο ως απλό πραγματικό γεγονός.  Από το δεδομένο αυτό προκύπτει η υποχρέωση του διαδίκου, που επικαλείται τις διατάξεις του, να τις αναφέρει στο δικόγραφο του, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τον καταρτισμό των έγγραφων προτάσεων, για να μπορούν να καταστούν αντικείμενο απόδειξης αργότερα κατά τη δίκη.  Ο κανόνας είναι επιτακτικός μόνο στην περίπτωση παραδοχής από τον αντίδικο του περιεχομένου του ισχύοντος στη ξένη χώρα δικαίου συγχωρείται η παρέκκλιση.”  (Ιδε Royal Bank of Scotland Plc v. Geodrill Co. Ltd, Βασίλα και Επιφανίου (1993) 1 A.A.Δ. 753.)

Στην παρούσα περίπτωση μάρτυρας της εφεσίβλητης που εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα από το 1980, κατέθεσε φωτοαντίγραφο του Νόμου 936/79, το άρθρο 1 του οποίου προνοεί ότι,

“Ο Υπουργός Εμπορίου, δι’ αποφάσεως δύναται εν τω πλαισίω της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης, τηρουμένων των διεθνών συνθηκών και συμφωνιών ή ρυθμίσεων, υποχρεώσεων της χώρας

(α)   να απαγορεύει ή περιορίζει κατά ποσότητα ή κατ’ άξοναν, την εισαγωγή ή εξαγωγή οιουδήποτε αγαθού, είτε γενικώς είτε κατά χώρας ή περιοχάς ........”

[*1820]Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη στις 6/3/91 ο Υπουργός Εμπορίου αποφάσισε ότι,

“Οι εξαγωγές, επανεξαγωγές, μεταφορτώσεις, μεταπωλήσεις, αντικαταστάσεις και εξαγωγές - επανεξαγωγές προς επιδιόρθωση και transit διελεύσεις των εις τον συνημμένον εις την παρούσα πίνακα αγαθών, χαρακτηριζομένων ως προϊόντων και Τεχνολογιών που επηρεάζουν την Εθνική Ασφάλεια θα πραγματοποιούνται κατόπιν χορηγήσεως σχετικής εγκριτικής άδειας από το Υπουργείο Εμπορίου.”

Η πιο πάνω δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και φέρεται ότι έχει υπογραφεί από τον Αναπληρωτή Υπουργό                         Εμπορίου Σωτ. Χατζηγάκη.

Ο κατάλογος των απαγορευμένων εμπορευμάτων (μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται και υπολογιστές και/ή λογισμικοί υπολογιστές) δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης (αρ. 341).  Το σχετικό διάταγμα φέρεται ότι έχει υπογραφεί από την Αναπληρωτή Υπουργό Άννα Ψαρούδα - Μπενάκη.  Σε περίπτωση παραβίασης των πιο πάνω διατάξεων η παράνομη πράξη επισύρει ποινές φυλάκισης, προστίμου και κατάσχεσης των εμπορευμάτων.

Τόσο το περιεχόμενο του Νόμου 936/79 όσο και εκείνο του Υπουργικού Διατάγματος κατατέθηκαν χωρίς ένσταση.  Η ισχύς των πιο πάνω δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσείουσα και δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για να αντικρούσει τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της εφεσίβλητης.  Η εφεσείουσα δεν μπορεί να αμφισβητήσει σε αυτό το στάδιο το περιεχόμενο εγγράφων που κατατέθηκαν πρωτόδικα χωρίς ένσταση με τον ισχυρισμό ότι το σχετικό διάταγμα εκπίπτει από τα νομικά πλαίσια που διαγράφουν οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.  Ενας τέτοιος ισχυρισμός θα έπρεπε να υποβληθεί στο δικηγόρο - μάρτυρα που κατέθεσε εκ μέρους της εφεσίβλητης, που θα μπορούσε να παρουσιάσει τη νομική θέση που εφαρμόζεται στην Ελλάδα.

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω μπορεί να λεχθεί ότι το αρμόδιο διάταγμα της 6/3/91 μπορεί να έχει υπογραφεί από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εμπορίου αλλά φαίνεται από τον τίτλο και την εισαγωγή του διατάγματος ότι τούτο έγινε με την έγκριση και συγκατάθεση του Υπουργού Εμπορίου. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τη σχετική διόρθωση του διατάγματος που έγινε [*1821]για να συμπεριλάβει τους υπολογιστές και το Λογισμικό Υπολογιστών, που φαίνεται ότι έχει γίνει από το Υπουργείο Εμπορίου.

Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η απαγόρευση περιορίζεται σε αγαθά που εισάγονται και εξάγονται και δεν καλύπτει εμπορεύματα σε διαμετακόμιση (in transit), δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Και τούτο γιατί εμπορεύματα σε διαμετακόμιση καλύπτονται ρητά από το σχετικό κανονισμό που θεσπίστηκε σύμφωνα με την πιο πάνω νομοθετική διάταξη.

Στην παρούσα περίπτωση το κύριο ερώτημα ήταν κατά πόσο η εκτέλεση του συμβολαίου συνεπαγόταν παραβίαση της Ελληνικής νομοθεσίας.  Η απόρριψη της αγωγής από το πρωτόδικο Δικαστήριο λόγω παρανομίας δεν καθιστούσε την εξέταση και των υπόλοιπων θεμάτων ως επιτακτική, άνκαι σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβάνεται όλων των επίδικων θεμάτων, αφού μια τέτοια ενέργεια μπορεί να οδηγήσει σε μια τελεσίδικη διαδικασία σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης.  Τα επίδικα θέματα καθορίζονται από τα δικόγραφα, την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα που εξάγονται από αυτά.  Η ειδική εξέταση κάθε εισήγησης που προβάλλεται εξαρτάται από την επίδραση που μπορεί να έχει με τα επίδικα θέματα.  (Ίδε Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 490.)

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο