Στεφανή Λουκάς ν. Kυριάκου K. Λαμπή (1999) 1 ΑΑΔ 1847

(1999) 1 ΑΑΔ 1847

[*1847]29 Οκτωβρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΟΥΚΑΣ ΣΤΕΦΑΝΗ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΡΙΑΚΟY Κ. ΛΑΜΠΗ,

Εφεσίβλητου.

 

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9966)

 

Αμέλεια — Συντρέχουσα αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Πεζός έπεσε θύμα τροχαίου στη μέση λεωφόρου τετραπλής κατευθύνσεως όταν αυτοκίνητο που ερχόταν από αριστερά προσπάθησε να προσπεράσει προπορευόμενο λεωφορείο ξεπροβάλλοντας από τη δεξιά του πλευρά και χρησιμοποιώντας όχι μόνο τη δεύτερη λωρίδα αλλά και μέρος της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας — Ο πεζός δεν έλεγξε το δρόμο και από τις δύο κατευθύνσεις προτού αρχίσει να διασταυρώνει — Επιμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 70% για τον οδηγό του αυτοκινήτου και σε ποσοστό 30% για τον πεζό —Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αμέλεια — Συντρέχουσα αμέλεια — Αιτιώδης συνάφεια — Το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ενεργειών του ενάγοντα και του ατυχήματος και όχι αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του και της αμέλειας του εναγομένου.

Τόκος —Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και Νόμοι 156/85 και 101(1)/96 — Καθορισμός τόκου — Από πότε πρέπει να επιδικάζεται τόκος — Διάκριση μεταξύ διαφόρων κατηγοριών αποζημιώσεων.

Τόκος — Επιδίκαση τόκου σε ποσά που οφείλονται δυνάμει δικαστικών αποφάσεων — Άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) όπως τροποποιήθηκε — Εφαρμοστέες αρχές.

Τόκος — Επιδίκαση τόκου στις ειδικές αποζημιώσεις, τις αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια απόλαυσης ζωής, καθώς και στην [*1848]απώλεια μελλοντικών απολαβών — Αρχές της απόφασης Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. — Αναφέρονται στη άσκηση διακριτικής ευχέρειας και στους παράγοντες που το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν κατά τον υπολογισμό του ποσού και της περιόδου για την επιδίκαση τόκου.

Το βράδυ της 29.8.92, ο ενάγων-εφεσείων στην προσπάθειά του να διασταυρώσει τη λεωφόρο Μακαρίου στη Λάρνακα παρασύρθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων παρέλειψε να κοιτάξει και αριστερά πριν αρχίσει να διασταυρώνει με αποτέλεσμα να αναγκασθεί, όταν διασταύρωσε τις δύο λωρίδες και έφτασε στη μέση της λεωφόρου, να περιμένει λίγο μέχρις ότου καθαρίσει η κίνηση στις άλλες δύο λωρίδες.  Τότε αντιλήφθηκε να πλησιάζει από αριστερά αυτοκίνητο.  Την ίδια στιγμή το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγομένου που ακολουθούσε το λεωφορείο προσπάθησε να το προσπεράσει ξεπροβάλλοντας από τη δεξιά του πλευρά και χρησιμοποιώντας όχι μόνο τη δεύτερη λωρίδα, αλλά και μέρος της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας.  Έτσι αναπόφευκτα βρήκε τον εφεσείοντα στην πορεία του και τον παρέσυρε τραυματίζοντας τον.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων έφερε 30% της ευθύνης.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και πρόβαλε τους ακόλουθους λόγους:

1.  Ο επιμερισμός ευθύνης δεν ήταν ορθός.

2.  Το Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε τόκο επί των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, δηλαδή από την 19.8.92 ή από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής προς 8% ή ακόμα και προς 6% όπως ήταν υποχρεωμένο να πράξει δυνάμει του Άρθρου 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 156/85 και 101(1)/96.

3.  Το Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε τόκο επί των ειδικών αποζημιώσεων με βάση το ίδιο άρθρο από την ημέρα γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσείων επέδειξε συντρέχουσα αμέλεια, γιατί άρχισε να διασταυρώνει χωρίς να βεβαιωθεί ότι από τα δεξιά του δεν υπήρχε κί[*1849]νηση.  Η ενέργεια του αυτή δεν του επέτρεψε να διασταυρώσει ολόκληρη τη λεωφόρο, αλλά τον ανάγκασε να παραμείνει στο μέσο της περιμένοντας να καθαρίσει ο δρόμος από τα δεξιά, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό του σε κινδύνους.  Ο επιμερισμός ευθύνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθός, παρ’ όλον ότι ίσως ένα άλλο δικαστήριο να κατέληγε σε μικρότερο ποσοστό ευθύνης για τον εφεσείοντα.

2.  Η επιδίκαση τόκου επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων είναι εσφαλμένη.  Οι αρχές που εφαρμόζονται επί του θέματος αυτού καθορίζονται στο Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 5 του περί Αστικών Αδικημάτων (Τροπ.) Νόμου του 1985, (Ν. 156/85).  Από την 29.11.96 το επιτόκιο αυξήθηκε με το Νόμο 101(1)/96 σε 8% ετησίως.

3.  Είναι φανερό ότι ο νομοθέτης διαφοροποιεί τον τόκο που επιδικάζεται στις περιπτώσεις αστικών αδικημάτων και προβλέπει τόκο, όχι πλέον από την ημερομηνία της απόφασης, αλλά από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, μέχρι της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης. Μετά την εν λόγω ημερομηνία ισχύουν οι γενικές διατάξεις του Άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε και επιδικάζεται νόμιμος τόκος.

4.  Στο Νόμο 101(1)/96 δεν έγινε πρόνοια για εκκρεμούσες αγωγές.  Όμως, σ’ αυτές ισχύουν οι γενικές ρυθμίσεις του περί Δικαστηρίων Νόμου. Έτσι στην περίπτωση αυτή τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 33(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 102(1)/96, που προβλέπει ότι στις εκκρεμούσες αγωγές επιδικάζεται τόκος από την έναρξη της ισχύος του Νόμου 102(1)/96, δηλαδή από τις 29.11.96.

5.  Η απόφαση πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα ούτως ώστε να επιδικασθεί ο τόκος με βάση τις αρχές που καθορίζονται στις πιο πάνω αναφερόμενες νομοθετικές πρόνοιες.  Αναφορικά με την επιδίκαση τόκου επι των ειδικών αποζημιώσεων εφαρμόζονται οι αρχές που αναλύθηκαν στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά..

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Baker v. Willoughby [1969] 3 All E.R. 1528,

[*1850]Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kληρίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 31 Mαρτίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 3552/93) με την οποία επιμερίστηκε σ’ αυτόν ποσοστό ευθύνης 30% για τροχαίο ατύχημα και διατάχθηκε να καταβάλει στον εφεσίβλητο-εναγόμενο το ποσό των £4.200 σαν γενικές αποζημιώσεις και το ποσό των £2.674 σαν ειδικές αποζημιώσεις.

Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τον Eφεσείοντα.

Α. Ζαχαρίου, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: To βράδυ της 29.8.1992 ο ενάγων-εφεσείων στην προσπάθειά του να διασταυρώσει τη λεωφόρο Μακαρίου στη Λάρνακα παρασύρθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος.  Η λεωφόρος διαθέτει τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε ότι ο ενάγων προτού αρχίσει να διασταυρώσει κοίταξε προς τα αριστερά και αντιλήφθηκε ένα λεωφορείο να τον προσεγγίζει από απόσταση 40-50 μέτρων.  Χωρίς να κοιτάξει προς την αντίθετη πλευρά, προχώρησε και όταν έφτασε στη μέση της λεωφόρου σταμάτησε πάνω στη διαχωριστική γραμμή και τότε κοίταξε στα αριστερά για να διαπιστώσει κατά πόσο του ήταν δυνατόν να συνεχίσει για να διασταυρώσει τις άλλες δύο λωρίδες κυκλοφορίας. 

Τότε αντιλήφθηκε να πλησιάζει από τα αριστερά αυτοκίνητο και γι’ αυτό αναγκάστηκε να παραμείνει στη μέση του δρόμου.  Την ίδια στιγμή το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-εναγόμενου που ακολουθούσε το λεωφορείο, προσπάθησε να το προσπεράσει ξεπροβάλλοντας από τη δεξιά του πλευρά και χρησιμοποιώντας όχι μόνο τη δεύτερη λωρίδα, αλλά και μέρος της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας. Έτσι αναπόφευκτα βρήκε τον εφεσείοντα στην πορεία του και τον παρέσυρε τραυματίζοντάς τον.

[*1851]Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων, πριν αρχίσει να διασταυρώνει τη λεωφόρο, είχε παραλείψει να κοιτάξει αριστερά με αποτέλεσμα να αναγκαστεί, όταν διασταύρωσε τις δύο λωρίδες και έφτασε στη μέση της λεωφόρου, να περιμένει λίγο μέχρις ότου καθαρίσει η κίνηση στις άλλες δύο λωρίδες για να μπορέσει να ολοκληρώσει το εγχείρημά του.  Η παράλειψή του αυτή να ελέγξει το δρόμο και από τις δύο κατευθύνσεις, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, του επέτρεψε να διασταυρώσει το δρόμο με ασφάλεια μόνο μέχρι τη μέση, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό του σε κίνδυνο.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι γι΄ αυτή του την συμπεριφορά ο εφεσείων έφερε 30% της ευθύνης. 

Ένας από τους λόγους έφεσης στρέφεται ακριβώς εναντίον του καταμερισμού της ευθύνης. Λόγος έφεσης που αφορούσε τον καθορισμό και επιδίκαση των γενικών αποζημιώσεων εγκαταλείφθηκε και αποσύρθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης. Ο εφεσείων ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε τόκο επί των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, δηλαδή από την 19.8.1992 ή από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής προς 8% ή ακόμα και προς 6% όπως ήταν υποχρεωμένο να πράξει, βάσει του Άρθρου 58 Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 156/85 και 101 (1)/96. 

Τέλος ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε τόκο επί των ειδικών αποζημιώσεων με βάση το ίδιο άρθρο από την ημέρα που γενήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα, μια και το Άρθρο 58 Α του Κεφ. 148 επιτάσσει την επιδίκαση τόκου, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί περί του αντιθέτου λόγοι.  Τέτοιοι λόγοι, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, δεν εξετέθηκαν στην απόφαση.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εφεσίβλητος φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για το ατύχημα. Προσπερνούσε το προπορευόμενο λεωφορείο, ένα όχημα μεγάλο, που του περιόριζε σημαντικά την ορατότητα, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει.  Αντί να ξεπροβάλει αργά και σταδιακά, κατέλαβε τη δεξιά πλευρά του δρόμου, καλύπτοντας μάλιστα και μέρος της αντίθετης λωρίδας κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να δει, όπως ήταν αναμενόμενο, τον εφεσείοντα που στεκόταν στη μέση του δρόμου.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι στεκόταν επί της διαχωριστικής γραμμής, στη μέση της λεωφόρου, δεν συνιστά [*1852]αμέλεια, αφού δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ενεργειών του και της υπαιτιότητας ή της αμέλειας του εφεσίβλητου.  Η τοποθέτηση αυτή είναι λανθασμένη.  Οι ενέργειες του εφεσείοντα κατά την εξέταση του θέματος της συντρέχουσας αμέλειας δεν θα πρέπει να εξετάζονται σε συσχετισμό με την αμέλεια του εφεσίβλητου.  Αντίθετα με διαπιστωμένη την αμέλεια του εφεσίβλητου, εξετάζεται κατά πόσο ο εφεσείων συνέβαλε με τη δική του αμέλεια στο ατύχημα.  Με άλλα λόγια το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ενεργειών του ενάγοντα και του ατυχήματος και όχι αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειάς του και της αμέλειας του εναγομένου.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν εξέθεσε τον εαυτό του σε ορατούς κινδύνους γιατί είδε το λεωφορείο να κινείται με μικρή ταχύτητα και να κρατά την εξωτερική λωρίδα κυκλοφορίας, ενώ έκρινε ότι λόγω της απόστασης μεταξύ του και του λεωφορείου μπορούσε να πάει στο κέντρο του δρόμου όπου μπορούσε με ασφάλεια να περιμένει.  Δεν μπορούσε, όταν άρχισε να διασταυρώνει, να προβλέψει ότι ο εφεσίβλητος θα προσπερνούσε υπερβαίνοντας τη διαχωριστική γραμμή, εισερχόμενος ακόμα και στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας.

Δεν συμφωνούμε με τα πιο πάνω επιχειρήματα. Ο εφεσείων επέδειξε συντρέχουσα αμέλεια γιατί, όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο, άρχισε να διασταυρώνει τη λεωφόρο, χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί ότι από τα δεξιά του δεν υπήρχε κίνηση. Η ενέργεια του αυτή πράγματι δεν του επέτρεψε να διασταυρώσει ολόκληρη τη λεωφόρο, αλλά τον ανάγκασε να παραμείνει στο μέσο της περιμένοντας να περάσουν τα αυτοκίνητα που έρχονταν από δεξιά, εκθέτοντας έτσι τον εαυτό του σε κινδύνους. 

Στην υπόθεση Baker v. Willoughby [1969] 3 All E.R. 1528 όπου το Δικαστήριο κατένειμε την ευθύνη σε 75% με 25%, ο εφεσίβλητος οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα και χωρίς τη δέουσα προσοχή (proper look-out) ή και τα δύο.  Ο εφεσείων στην περίπτωση εκείνη, που επίσης διέσχιζε δρόμο, βρέθηκε ότι ήταν αμελής, γιατί παρέλειψε να αντιληφθεί ότι πλησίαζαν περισσότερα από ένα αυτοκίνητα και δεν περίμενε μέχρι να περάσουν. 

Εν όψει των γεγονότων όπως τα δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να επέμβουμε για να μεταβάλουμε τον καταμερισμό της ευθύνης, παρ’ όλον ότι ίσως ένα άλλο δικαστήριο να κατέληγε σε κάπως μικρότερο ποσοστό ευ[*1853]θύνης του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης για το ότι το Δικαστήριο επιδίκασε στον εφεσείοντα τόκο επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων προς 6% ετησίως από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής στον εναγόμενο, δηλαδή από 11.1.1994 μέχρι 29.11.1996 που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος 101 (1)/96 και ακολούθως 8% από 30.11.1996 μέχρι εξοφλήσεως, παρέλειψε δε να επιδικάσει ποσό επί των ειδικών αποζημιώσεων.  Προβάλλει τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν ανέφερε ειδικούς περί του αντιθέτου λόγους, όπως προβλέπει το άρθρο 58 Α του Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 156/85 και 101 (1)/96, και συνεπώς έπρεπε να επιδικάσει τόκο προς 8% από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος. 

Ανέκαθεν υπήρχε νομοθετική εξουσιοδότηση για την επιδίκαση τόκου σε ποσά που οφείλονται δυνάμει δικαστικών αποφάσεων. Με το άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, όπως ήταν στην αρχική του μορφή, ο τόκος οριζόταν στο 4% ετησίως από της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης μέχρι της τελικής αποπληρωμής του χρέους.  Σταδιακά το επιτόκιο αυξήθηκε σε 6% και αργότερα σε 8% (Ν. 35/82 και Ν. 102(1)/96 αντίστοιχα).

Στις περιπτώσεις είσπραξης αποζημιώσεων για σωματική βλάβη ή θάνατο συνεπεία αστικού αδικήματος γίνεται διαφορετική ρύθμιση.  Το Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 33 (2) και (3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 για επιδίκαση νόμιμου τόκου, επιδίκαζε, στην απουσία ειδικών περί του αντιθέτου λόγων, τόκο με επιτόκιο 6% ετησίως επί ολόκληρου ή μέρους του ποσού των επιδικαζομένων αποζημιώσεων για ολόκληρη ή μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας που γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης, ως ήθελε κρίνει πρέπον (άρθρο 58 Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1985, Ν.156/85).  Από την 29.11.1996 το επιτόκιο αυξήθηκε με το Νόμο 101(1)/96 σε 8% ετησίως.

Είναι φανερό ότι ο νομοθέτης διαφοροποιεί τον τόκο που επιδικάζεται στις περιπτώσεις αστικών αδικημάτων και προβλέπει τόκο, όχι πλέον από την ημερομηνία της απόφασης, αλλά από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, μέχρι της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης.  Μετά την ημερομηνία έκδο[*1854]σης της απόφασης ισχύουν βέβαια οι γενικές διατάξεις του άρθρου 33 του Νόμου 14/60, όπως τροποποιήθηκε και επιδικάζεται νόμιμος τόκος. 

Σε κάποιο στάδιο, ο νομοθέτης θέλησε να επεκτείνει τη ρύθμιση σε όλα τα αγώγιμα δικαιώματα και έτσι με το άρθρο 4 του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1966, Ν.102(1)/96, τροποποίησε το άρθρο 33 του βασικού νόμου, ούτως ώστε να επιδικάζεται τόκος προς 8% ετησίως από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Σε σχέση με εκκρεμούσες αγωγές, τόκος επιδικάζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, δηλαδή από τις 29.11.1996.  Μετά την τροποποίηση αυτή το άρθρο 58 Α του Κεφ. 148 δεν είχε βέβαια νόημα, παρά μόνο για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος και της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής.

Για να μην υπάρχει επιδίκαση επάλληλων τόκων, ψηφίστηκε ο περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1996, Νόμος 101(1)/96, με τον οποίο (άρθρο 2) τροποποιήθηκε το άρθρο 58(Α) του Κεφ.148.  Αυξάνεται και στην περίπτωση αυτή το επιτόκιο που μέχρι τότε ήταν 6%, σε 8%, ενώ τόκος επιδικάζεται από της γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, αλλά αντί μέχρι της έκδοσης της απόφασης, μέχρι της καταχώρησης της αγωγής.  Μετά την καταχώρηση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους, ισχύουν οι σχετικές γενικές διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου.

Στο Νόμο 101(1)/96 δεν έγινε πρόνοια για τις εκκρεμούσες αγωγές, πρόνοια που επαναλαμβάνεται σχεδόν σε όλα τα άλλα σχετικά νομοθετήματα.  Όμως, σ’ αυτές ισχύουν οι γενικές ρυθμίσεις του περί Δικαστηρίων Νόμου. Έτσι στην περίπτωση αυτή τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 33(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 102(1)/96, που προβλέπει ότι στις εκκρεμούσες αγωγές επιδικάζεται τόκος από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου 102(1)/96, δηλαδή από τις 29.11.1996.

Άξιο σημείωσης είναι ότι οι διατάξεις του Νόμου 156/85, πλην των διατάξεων του άρθρου 5 που αναφέρονται στην επιδίκαση τόκου, δεν εφαρμόζονται σε σχέση με τα αγώγιμα δικαιώματα που δημιουργήθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του νόμου.  Αυτό σημαίνει ότι ως προς τη ρύθμιση για τον τόκο, ο νόμος έχει αναδρομική ισχύ και οι πρόνοιες του άρθρου 58 Α όπως τροποποιήθηκε, ισχύουν και στις εκκρεμούσες αγωγές, [*1855]στις οποίες το αγώγιμο δικαίωμα είχε δημιουργηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου.

Στην παρούσα υπόθεση, με βάση το Άρθρο 58 Α του Κεφ. 148, θα μπορούσε να επιδικαστεί στον ενάγοντα-εφεσείοντα τόκος προς 8% ετησίως από την ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαίωματος μέχρι της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής, δηλαδή από τις 31.3.1992 μέχρι τις 14.9.1993.  Στη συνέχεια με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 102(1)/96 ο εφεσείων δικαιούται τόκο επίσης προς 8% από τις 29.11.1996 μέχρι πλήρους αποπληρωμής.  Λόγω του ότι ο Νόμος 102(1)/96 προβλέπει την επιδίκαση τόκου σε εκκρεμούσες αγωγές μόνο από την ημερομηνία ισχύος του, δεν μπορεί να επιδικαστεί τόκος για την περίοδο μεταξύ της καταχώρησης της αγωγής που έγινε στις 14.9.1993 και της 29.11.1996.

Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε τόκο προς 6% ετησίως επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από της ημερομηνίας επίδοσης της αγωγής στον εναγόμενο μέχρι τις 29.11.1996 που τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόμος και στη συνέχεια 8% από 30.11.1996 μέχρι εξόφλησης.  Το θέμα προσεγγίστηκε λανθασμένα ως άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε πιο πάνω, η νομοθετική ρύθμιση δεν του έδιδε αυτό το δικαίωμα.

Προφανώς το Δικαστήριο έχει επιδικάσει στον εφεσείοντα τόκο για μεγαλύτερη περίοδο από ότι μπορούσε με βάση την ισχύουσα νομοθεσία να πράξει, αλλά ελλείψει αντέφεσης δεν μπορούμε να επέμβουμε.  Η έφεση στο σημείο αυτό θα πρέπει να απορριφθεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε επί του ποσού των £2.674 που αντιπροσώπευε το 70% των ειδικών αποζημιώσεων, νόμιμο τόκο.  Η απόφαση αυτή είναι εσφαλμένη. Εφαρμόζοντας όσα είπαμε πιο πάνω καταλήγουμε ότι στον εφεσείοντα μπορεί να επιδικαστεί τόκος 8% από την ημερομηνία έγερσης του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι της καταχώρησης της αγωγής, δηλαδή από τις 21.3.1992 μέχρι τις 14.9.1993, ενώ δεν δικαιούται τόκο για την περίοδο από 15.9.1993 μέχρι τις 29.11.1996, ημερομηνίας δημοσίευσης του Νόμου 102(1)/96.  Από την πιο πάνω ημερομηνία μέχρι της εξόφλησης δικαιούται τόκο προς 8% ετησίως.

Η επιδίκαση του προβλεπόμενου τόκου είναι υποχρεωτική, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί περί του αντιθέτου λόγοι.  Η διακρι[*1856]τική ευχέρεια του Δικαστηρίου περιορίζεται μόνο στο ποσό και στην περίοδο για την οποία επιδικάζεται ο τόκος. Το Δικαστήριο, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε ειδική αιτιολογία, όπως απαιτείται, παρέλειψε να επιδικάσει τόκο προς 8% επί των ειδικών αποζημιώσεων. Από την άλλη, ο εφεσίβλητος δεν έδειξε οποιονδήποτε περί του αντιθέτου λόγο.

Εφαρμόζοντας τις αρχές που αναλύθηκαν στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, θεωρούμε δίκαιο να επιδικάσουμε τόκο προς 8% ετησίως επί του ενός δευτέρου του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων που σχετίζονται με απώλεια απολαβών, δηλαδή επί του ποσού των £1.337.

Στην υπόθεση Φοινικαρίδης, δίδονται κατευθυντήριες γραμμές για την επιδίκαση τόκου.  Επισημαίνεται ότι το Άρθρο 58 Α επιτάσσει την επιδίκαση τόκου με επιτόκιο 6% (τότε) ετησίως επί του ποσού των αποζημιώσεων.  Βέβαια το άρθρο έχει έκτοτε επανειλημμένα τροποποιηθεί, αλλά η επιτακτική έννοια δεν έχει ουσιαστικά μεταβληθεί, άνκαι στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο του 1997, Ν.49(1)/97 η λέξη “δέον” έχει παραλειφθεί.  Βέβαια ο Νόμος 49(1)/97 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

Οι αρχές που τίθενται στη Φοινικαρίδης αναφορικά με την επιδίκαση τόκου στις ειδικές αποζημιώσεις, τις αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια απόλαυσης ζωής, καθώς και στην απώλεια μελλοντικών απολαβών, αναφέρονται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και στους παράγοντες που στην κάθε μια από τις πιο πάνω περιπτώσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν κατά τον υπολογισμό του ποσού και της περιόδου. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου εξαντλείται ακριβώς στα πιο πάνω, αλλά οι αρχές που τέθηκαν εφαρμόζονται βέβαια μόνο εκεί που ο νόμος επιτρέπει την επιδίκαση τόκου.

Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι στο ενοποιημένο κείμενο του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, που κυκλοφόρησε, οι πρόνοιες του Άρθρου 33 δεν διατυπώθηκαν ορθά και η διατύπωση δεν αποδίδει τις αληθείς πρόνοιες του νόμου, όπως προκύπτουν από τις τροποποιήσεις.

Η απόφαση θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα ούτως ώστε να επιδικαστεί τόκος επί του ποσού των £1.337, που αποτελεί το ένα δεύτερο του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων που σχετίζονται με την απώλεια των απολαβών του εφεσείοντα, από 31.3.1992 μέχρι 14.9.1993 και από την 29.11.1996 μέχρι εξόφλησης. Κάτω [*1857]από τις περιστάσεις, αποφασίσαμε να μην προβούμε σε οποιανδήποτε απόφαση ως προς τα έξοδα.

H έφεση επιτρέπεται μερικώς.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο