Nικολάου Aνδρέας ν. Aνδρέα Mιχαήλ (1999) 1 ΑΑΔ 1866

(1999) 1 ΑΑΔ 1866

[*1866]4 Nοεμβρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείων-Eναγόμενος,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΑΗΛ, ΩΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσίβλητου-Eνάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10161)

 

Αποζημιώσεις — Υπέρ της εξαρτώμενης συζύγου, δυνάμει του Άρθρου 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 — Υπολογισμός αποζημιώσεων όπως καθορίσθηκε πρωτόδικα, αποτελεί την ορθή και νόμιμη πρακτική, όπου δεν υπάρχει ισχυρή μαρτυρία για την ύπαρξη περιστάσεων που καθιστούν την αποδεχτή αυτή πρακτική ακατάλληλη — Αναφορά σε αποσπάσματα από αγγλικά συγγράμματα και νομολογία.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Πραγματικά ευρήματα και ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Το Εφετείο δεν επεμβαίνει, εκτός αν δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία εξεταζόμενη στο σύνολό της ή δεν είναι δεόντως αιτιολογημένα.

Ο εφεσίβλητος, διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Μ. Κυριάκου, καταχώρησε αγωγή κατά του εφεσείοντα για αποζημιώσεις εκ μέρους των εξαρτωμένων του αποβιώσαντος. Η μόνη εξαρτώμενη ήταν η ηλικίας 66 ετών σύζυγος του. Το επίδικο θέμα αφορούσε τις αποζημιώσεις με βάση το Άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Ο θανών ήταν ηλικίας 66 ετών κατά το χρόνο του θανάτου του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, κατέληξε στα συμπεράσματά του αναφορικά με το καθαρό [*1867]εισόδημα του θανόντα κατά το χρόνο του θανάτου του, αφαίρεσε από αυτό το 1/3 ως προσωπικΆτου έξοδα και αφού υπολόγισε ως πολλαπλασιαστή δύο χρόνια, εξέδωσε απόφαση για το υπόλοιπο προς όφελος της συζύγου του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και υποστήριξε ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα το Άρθρο 58 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, γιατί, όπως εισηγήθηκε, με βάση τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου, θα έπρεπε να υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία για την ακριβή απώλεια της εξαρτώμενης συζύγου.

Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης προσβάλλονται τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με το εισόδημα του θανόντα σε συνάρτηση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν χωρούσε επέμβαση στα ευρήματα του Δικαστηρίου, διότι δικαιολογούνταν από τη μαρτυρία και δεν υπήρχε σφάλμα στην κρίση του Δικαστηρίου επί τούτων ή επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

2.  Οι πρόνοιες του Άρθρου 58 του Κεφ. 148 είναι σχεδόν ταυτόσημες με τις αντίστοιχες πρόνοιες του αγγλικού Administration of Justice Act του 1982.

3.  Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά το Άρθρο 58 του Κεφ. 148. Όπως διαφαίνεται από τις αυθεντίες που πραγματεύονται τον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων που επιδικάζονται προς όφελος της εξαρτώμενης συζύγου, ο υπολογισμός στον οποίο βασίστηκε το Δικαστήριο αποτελεί την αποδεκτή και νόμιμη πρακτική, όπου δεν υπάρχει ισχυρή μαρτυρία για ύπαρξη περιστάσεων που καθιστούν την αποδεχτή αυτή πρακτική ακατάλληλη.  Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,

[*1868]Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286,

Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713,

Ιορδάνου ν. Κυριάκου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1364,

Davies v. Powell Duffryn Associated Collieries Ltd [1942] A.C. 601.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Mιχαήλ Kυριάκου κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολάου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 9764/93) αναφορικά με το ύψος του ποσού το οποίο επιδικάστηκε στην εξαρτώμενη σύζυγο του αποβιώσαντος ως ζημιά η οποία προέκυψε λόγω του θανάτου του συζύγου της σε τροχαίο ατύχημα από όχημα το οποίο οδηγούσε ο εναγόμενος.

Α. Μάγος, για τον Eφεσείοντα.

Α. Παναγιώτου, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Με αγωγή του εφεσίβλητου εναντίον του εφεσείοντα που καταχώρησε ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Μιχαήλ Κυριάκου, διεκδικούντο αποζημιώσεις εκ μέρους των εξαρτωμένων.  Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, σχεδόν όλα τα επίδικα θέματα συμφωνήθηκαν και δηλώθηκε  και από τις δύο πλευρές ότι η μόνη εξαρτώμενη του θανόντα κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν η ηλικίας 66 χρονών σύζυγός του. Το εναπομείναν επίδικο θέμα ήταν οι διεκδικούμενες αποζημιώσεις με βάση το άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, κατέληξε στα συμπεράσματά του αναφορικά με το καθαρό εισόδημα του θανόντα κατά το χρόνο του θανάτου του, αφαίρεσε από αυτό το 1/3 ως προσωπικά του έξοδα και αφού υπολόγισε ως πολλαπλασιαστή δύο χρόνια ( ο θανών ήταν 66 χρονών κατά το χρόνο του θανάτου του) εξέδωσε απόφαση για το υπόλοιπο προς όφελος της συζύγου του.

[*1869]Με τους λόγους 1 και 2 της έφεσης ο εφεσείων-εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του υπέρ της εξαρτωμένης συζύγου χωρίς να έχει συγκεκριμένη μαρτυρία αναφορικά με το ακριβές ποσό που επωφελείτο από το εισόδημα του συζύγου της και που κατά συνέπεια έχασε με το θάνατό του. Πρόβαλε, δηλαδή, ο εφεσείων, ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 58 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, γιατί, κατά την εισήγησή του, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου αυτού θα έπρεπε να υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία για την ακριβή απώλεια της εξαρτωμένης συζύγου.

Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης προσβάλλονται τα πραγματικά ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με το εισόδημα του θανόντα σε συνάρτηση με την  αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων.

Θα προχωρήσουμε κατά πρώτο να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που αφορούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Είναι ευρέως νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός αν ο εφεσείων το ικανοποιήσει ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, εξεταζόμενη στο σύνολο της. Έτσι, με απροθυμία επεμβαίνει στα ευρήματα γεγονότων, εκτός στις περιπτώσεις όπου τούτο υπαγορεύεται από τη δικαιοσύνη, δηλαδή όταν τα ευρήματα αυτά δεν είναι εύλογα επιτρεπτά.  (Βλ. Bullows v. Νεοφύτου και Άλλης (1994) 1 Α.Α.Δ. 41).

Ανάλογες αρχές ισχύουν και για ευρήματα αξιοπιστίας.  (Βλ. Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Aγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713).

Έχοντας ανατρέξει στη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο και αφού εξετάσαμε την ανάλυση που έκαμε για να καταλήξει στα συμπεράσματά του, κρίνουμε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε μεμπτό στην απόφαση.  Θεωρούμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό να καταλήξει το Δικαστήριο στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε και να προβεί στα ανάλογα ευρήματα.  Η μαρτυρία των παιδιών του θανόντα που γνώριζαν τα γεγονότα υποστηριζόταν και από άλλους μάρτυρες, γεωργούς, που γνώριζαν το θανόντα.  Ας σημειωθεί εδώ ότι το εισόδημα του θανόντα που ήταν γεωργός προέρχετο από καλλιέργεια χωραφιών με τον ελκυστήρα του για τρίτους και από καλλιέργεια δικών του χωραφιών και πα[*1870]ραγωγή πατατών.  Τα επιχειρήματα που πρόβαλε ο εφεσείων σχετικά με τη μαρτυρία, εισηγούμενος ότι δεν θα έπρεπε να είχε γίνει η μαρτυρία αυτή αποδεχτή όπως έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι πειστικά. 

Ενδεικτικά, αναφερόμαστε στον ισχυρισμό ότι, αν το Δικαστήριο δεχόταν τη μαρτυρία του μάρτυρα υπεράσπισης, υπαλλήλου της Σ.Π.Ε. Περιστερώνας, που ανέφερε ότι αγόραζε μόνο 3 σάκκους πατατόσπορο ο θανών, που ήταν αναντίλεκτη, δεν θα κατέληγε στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.  Το επιχείρημα αυτό είναι λανθασμένο:  επισημαίνουμε ότι ο ίδιος ο μάρτυρας δεν απέκλεισε, και δεν μπορούσε βεβαίως να αποκλείσει, την αγορά πατατόσπορου και από άλλες πηγές.

Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη διάφορα εξωγενή γεγονότα για να καταλήξει στο εισόδημα του θανόντα, όπως το ότι ήταν φιλόπονος και εργαζόταν πολλές ώρες, ήταν καλός οικογενειάρχης και σπούδασε όλα του τα παιδιά, έκτισε και το δικό του σπίτι μετά την προσφυγιά και το  ότι βρέθηκαν και χρήματα, τόσο πάνω του όσο και στο σπίτι του, μετά από το θάνατό του. Επισημαίνουμε ότι η αναφορά του Δικαστηρίου σε αυτά τα θέματα έγινε προφανώς γιατί τα γεγονότα αυτά υποστήριζαν τη θέση των μαρτύρων του ενάγοντα για τα ψηλά εισοδήματα του θανόντα και ως εκ τούτου ορθά λήφθηκαν υπόψη.

Όσον αφορά την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ. Κώστα Ηρακλή και πάλιν δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι θα πρέπει να επέμβουμε. Ήταν καθήκον  του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία του και το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στη σελ. 17 της απόφασης του, παράγραφος 9, αιτιολογεί το γεγονός της μη αποδοχής της μαρτυρίας του.

Είναι προφανές από τα πιο πάνω και την όλη αναφορά στη μαρτυρία και την ανάλυση στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιοδήποτε σφάλμα. Ενδεικτικό της προσοχής με την οποία επιλήφθηκε της μαρτυρίας είναι και το γεγονός ότι, σε ορισμένα από τα διεκδικούμενα ποσά, δεν δέχτηκε την απαίτηση του εφεσίβλητου, αλλά τα μείωσε με αναφορά σε συγκρουόμενη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και απέρριψε και την απαίτηση για κατ’ ισχυρισμό εισόδημα από καλλιέργεια σιτηρών.

Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασής μας και κατά συνέπεια  οι λόγοι έφεσης που αφορούν τα θέματα αυτά θα πρέπει να [*1871]απορριφθούν.

Θα εξετάσουμε τώρα τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα υπολογισμού του ποσού των αποζημιώσεων όσον αφορά την εξαρτώμενη σύζυγο. 

Το άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, προνοεί τα ακόλουθα στο εδάφιο (15):

“Στην αγωγή δύναται να επιδικαστούν τέτοιες αποζημιώσεις, άλλες από τις αποζημιώσεις λόγω απώλειας, οι οποίες αναλογούν προς τη ζημιά η οποία προκύπτει από το θάνατο στους εξαρτώμενους αντίστοιχα, και αφού αφαιρεθούν οποιαδήποτε έξοδα που δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο, οποιοδήποτε ποσό που εισπράχθηκε άλλως παρά ως αποζημιώσεις λόγω απώλειας θα καταμερίζεται μεταξύ των εξαρτωμένων σε τέτοια μερίδια σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου”.

Οι πρόνοιες του άρθρου 58 του Κεφ. 148 είναι σχεδόν ταυτόσημες με τις αντίστοιχες πρόνοιες του αγγλικού Administration of Justice Act του 1982.

Προς υποστήριξη του επιχειρήματός του, ότι θα έπρεπε να υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία για την ακριβή απώλεια της συζύγου του θανόντα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε στην απόφαση στην υπόθεση Ιορδάνου ν. Κυριάκου (1996) 1 A.A.Δ. 1364, με ειδική αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα:

“Σκοπός του Άρθρου 58 είναι η εξασφάλιση σε πρόσωπα εξαρτώμενα από τον αποβιώσαντα (η τάξη των οποίων καθορίζεται) αγώγιμου δικαιώματος, για αποζημίωση για τη ζημία και την απώλεια που υφίστανται λόγω του θανάτου του. Το Άρθρο 58 του ΚΕΦ. 148 αποκαλύπτει ότι τα δικαιώματα των εξαρτωμένων για αποζημίωση καθορίζονται εξαντλητικά στις διατάξεις του. Όπως συνάγεται, το δικαίωμα των εξαρτωμένων προσώπων δεν είναι συνάλληλο ούτε με τα αγώγιμα δικαιώματα του αποβιώσαντος, εάν δεν επερχόταν ο θάνατος, ούτε και με εκείνα των προσωπικών του αντιπροσώπων, ως διαδόχων της περιουσίας του.  Τα δικαιώματα τα οποία εξασφαλίζονται από το Άρθρο 58 είναι προσωπικά, αλληλένδετα με τη ζημία και την απώλεια που υφίστανται οι εξαρτώμενοι, λόγω αυτού τούτου του θανάτου.”

[*1872]Επισημαίνουμε ότι το απόσπασμα αυτό δεν υποστηρίζει την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα, αλλά απλώς παραθέτει τη φύση του δικαιώματος που εξασφαλίζεται από το άρθρο 58 προς όφελος των εξαρτωμένων.

Παραθέτουμε πιο κάτω αποσπάσματα από αγγλικά συγγράμματα και νομολογία, που καταδεικνύουν πώς καθορίζεται το ποσό των αποζημιώσεων που θα πρέπει να επιδικάζεται προς όφελος της εξαρτωμένης συζύγου.

Ο τρόπος υπολογισμού περιγράφεται στην υπόθεση Davies v. Powell Duffryn Associated Collieries Ltd [1942] A.C. 601, στη σελ.617:

“The starting point is the amount of wages which the deceased was earning, the ascertainment of which to some extent may depend on the regularity of his employment.  Then there is an estimate of how much was required or expended for his own personal and living expenses.  The balance will  give a datum or basic figure which will generally be turned into a lump sum by taking a certain number of years’ purchase.”

Στην παράγραφο 1559 του συγγράμματος McGregor Οn Damages 15η Έκδοση, αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Τhe starting point in the calculation has for long been the amount earned by the deceased before his death; from this has been deducted that portion of his earnings which was not used for the support of his dependants but was spent exclusively on himself.  Today it has become more common to express the annual dependency as a percentage of the deceased’s annual earnings or as a fraction of them.  This has become, as a conventional figure, 66.2/3 per cent. of earnings for the dependency of a widow alone, 75 per cent. of earnings for a widow and children, but there is room for variation if the particular circumstances justify.”

(H υπογράμμιση είναι δική μας)

Στην υπόθεση Harris v. Empress Motors Ltd [1983] 3 All E.R. 561, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 565:

“In times past the calculation called for a tedious inquiry into how much housekeeping money was paid to the wife, who paid how [*1873]much for the children’s shoes etc.  This has all been swept away and the modern practice is to deduct a percentage from the net income figure to represent what the deceased would have spent exclusively on himself. The percentages have become conventional in the sense that they are used unless there is striking evidence to make the conventional figure inappropriate because there is no departure from the principle that each case must be decided on its own facts. Where the family unit was husband and wife the conventional figure is 33% and the rationale of this is that broadly speaking the net income was spent as to one-third for the benefit of each and one-third for their joint benefit.”

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

Στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε το άρθρο 58 του Κεφ. 148. Όπως διαφαίνεται από τις πιο πάνω αυθεντίες, ο υπολογισμός στον οποίο βασίστηκε το Δικαστήριο αποτελεί την αποδεκτή και νόμιμη πρακτική, όπου δεν υπάρχει ισχυρή μαρτυρία για την ύπαρξη περιστάσεων που καθιστούν την αποδεχτή αυτή πρακτική ακατάλληλη.  Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία.

Με βάση όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο