Γεωπάν Kο Λτδ και Άλλοι ν. Πανίκου Παναγή (1999) 1 ΑΑΔ 1879

(1999) 1 ΑΑΔ 1879

[*1879]10 Νοεμβρίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΠΑΝ ΚΟ ΛΤΔ (GEOPAN CO LTD)

(Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Aρ. 9594)

Α/ΦΟΙ ΛΕΥΚΑΡΙΤΗ ΛΤΔ,

(Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Aρ. 9595)

ν.

ΠΑΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτικές Eφέσεις Aρ. 9594, 9595)

 

Αμέλεια — Εργατικό ατύχημα — Ευθύνη εργοδότη — Παράλειψη νόμιμου καθήκοντος εργοδότη για παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας για εργοδοτούμενό του — Νεοπροσληφθείς ανειδίκευτος εργάτης τραυματίστηκε όταν έπεσε από φορτηγό - το οποίο δεν ανήκε στους εργοδότες - κατά την εκτέλεση της εργασίας του για μεταφορά κυλίνδρων υγραερίου — Επιμερισμος ευθύνης σε 40% για τους εργοδότες και 30% για τους ιδιοκτήτες του φορτηγού — Εργοδοτούμενος ένοχος συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 30% λόγω παράβασης οδηγιών των εργοδοτών του — Κατ’ έφεση κρίθηκε ότι οι ιδιοκτήτες του φορτηγού δεν έφεραν καμία ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος — Κατά τα άλλα η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Εργατικό ατύχημα — Ανειδίκευτος εργάτης τραυματίσθηκε στο πόδι — Μόνιμα κατάλοιπα: παραμόρφωση της υποστραγαλικής άρθρωσης, περιορισμός κινήσεων κατά το ήμισυ, πρόκληση δυσκολίας και πόνου κατά τη βάδιση ιδιαίτερα σε ανώμαλο έδαφος και ανάπτυξη οστεοαρθρίτιδας — Επιδικασθείσες αποζημιώσεις £7.000 επί πλήρους ευθύνης — Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Αμέλεια — Αρχή res ipsa loquitur — Επιτρέπει συμπέρασμα αμέλειας του εναγομένου κάτω απο συγκεκριμένες περιστάσεις και κανένα άλλο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξυπονοείται — Δεν επιτρέπει την επιβολή ευθύνης χωρίς σφάλμα — Ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει τα ουσιώδη της αγώγιμης αμέλειας.

[*1880]Αμέλεια — Επιμερισμός ευθύνης — Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Στην υπόθεση αυτή, ο εφεσίβλητος-ενάγων, υπάλληλος των εφεσειόντων στην Π.Ε. 9595 τραυματίσθηκε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.  Το ατύχημα συνέβη όταν πραγματοποιούσε μεταφορά κενού κυλίνδρου υγραερίου από το έδαφος στο φορτηγό των εφεσειόντων στην Π.Ε. 9595, για εμφιάλωση υγραερίου.  Ο τραυματισμός οφειλόταν στην υποχώρηση του κιγκλιδώματος του φορτηγού, με αποτέλεσμα την πτώση του εφεσίβλητου στο έδαφος.  Ο εφεσίβλητος είχε προσληφθεί 20 περίπου μέρες πριν το ατύχημα.  Η κύρια εργασία του ήταν στα δημόσια έργα ως ωρομίσθιος εργάτης και διατήρησε αυτή την εργασία του μετά το δυστύχημα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι για το ατύχημα ευθύνονταν οι εργοδότες του εφεσίβλητου γιατί δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους για παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας και οι ιδιοκτήτες του φορτηγού, κατ’ εφαρμογή της αρχής res ipsa loquitur.  Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 30%.  Το υπόλοιπο της ευθύνης επιμερίσθηκε σε 40% για τους εργοδότες και σε 30% για τους ιδιοκτήτες του φορτηγού.  Εκδόθηκαν ξεχωριστές αποφάσεις για £3.088 κατά των εργοδοτών και για £3.316 κατά των ιδιοκτητών του φορτηγού.

Η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσιβλήτου συναρτήθηκε προς την παράλειψη του να μεριμνήσει ώστε το ημιφορτηγό των εργοδοτών του να βρίσκεται δίπλα στο φορτηγό, όπως ήταν οι οδηγίες των εργοδοτών και να έχει την πλαϊνή πόρτα του φορτηγού ανοικτή.  Η ανοικτή πόρτα θα περιόριζε τον κίνδυνο πτώσης του στο έδαφος από ύψος.

Η ευθύνη των ιδιοκτητών του φορτηγού συναρτήθηκε και προς γνώση που είχαν ή όφειλαν να έχουν αναφορικά με τη χρήση ή τη δυνατότητα χρήσης του κιγκλιδώματος στο φορτηγό ως στηρίγματος, στο πλαίσιο του συστήματος εργασίας που ακολουθείτο.  Υποστήριξαν ότι το σύστημα εργασίας αφορούσε τους εργοδότες και οι ίδιοι δεν είχαν καμιά συμμετοχή σ’ αυτό ή γνώση.  Το φορτηγό τους ήταν διασκευασμένο για ότι ενδιέφερε του ίδιους δηλαδή για τη μεταφορά των κυλίνδρων.

Ο εφεσίβλητος δεν ανέπτυξε επιχειρήματα ως προς το γιατί όφειλαν, κάτω από τις περιστάσεις, να γνώριζαν οι ιδιοκτήτες του φορτηγού το σύστημα εργασίας.

Οι εναγόμενοι άσκησαν ξεχωριστές εφέσεις, οι οποίες ακούστηκαν [*1881]μαζί.  Ο καθένας αμφισβητούσε την ορθότητα της απόφασης αναφορικά με τον καταλογισμό σ’ αυτόν οποιασδήποτε ευθύνης.  Ο ενάγων, με ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, διεκδικεί το σύνολο της ζημιάς του και υποστηρίζει πως οι £7.000 γενικές αποζημιώσεις για τα τραύματα του, πρέπει να αυξηθούν.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να δείχνει την αποδοθείσα γνώση στους ιδιοκτήτες του φορτηγού, αυτό το μέρος της πρωτόδικης απόφασης παραμένει ατεκμηρίωτο.

2.  Η αρχή res ipsa loquitur δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, αφού ήταν γνωστό ότι το ατύχημα έγινε επειδή υποχώρησε το κιγκλίδωμα του φορτηγού.  Η αρχή res ipsa loquitur εφαρμόζεται μόνο για να αποδείξει παράβαση καθήκοντος και όχι την ύπαρξη καθήκοντος.  Δεν αποτελεί αφ’ εαυτής οποιαδήποτε απόδειξη ότι ο εναγόμενος υπείχε καθήκον να επιδείξει εύλογη ή συνήθη επιμέλεια.  Οι ιδιοκτήτες του φορτηγού δεν υπείχαν καθήκον παροχής μέσων για διεξαγωγή της εργασίας από τους υπαλλήλους των εργοδοτών.  Το κιγκλίδωμα από τη δική τους σκοπιά, εξυπηρετούσε μόνο τη μεταφορά των κυλίνδρων στο ίδιο το φορτηγό.  Συνεπώς, ο εφεσίβλητος απέτυχε να θεμελιώσει την ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας έναντι του, με αναφορά στο κιγκλίδωμα και η απόδοση ευθύνης στους ιδιοκτήτες του φορτηγού για τη ζημιά που υπέστη είναι εσφαλμένη.

3.  Ο τραυματισμός του εφεσίβλητου οφειλόταν στην υποχώρηση του κιγκλιδώματος που ήταν ενταγμένο ως στήριγμα στο σύστημα εργασίας και ορθά κρίθηκαν υπεύθυνοι οι εργοδότες, αφού αυτό το στήριγμα αποδείχθηκε ανασφαλές.

4.  Ο καταμερισμός της ευθύνης είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα περιστατικά της υπόθεσης δεν δικαιολογούν υποκατάσταση της κρίσης του με την κρίση του Εφετείου.

5.  Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι, λόγω του τραυματισμού του, δεν θα μπορούσε να εκτελεί και δεύτερη εργασία, δεν αποδείχθηκε με αξιόπιστη μαρτυρία.  Ως εκ τούτου η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος των γενικών αποζημιώσεων είναι ορθή.

Ενόψει των πιο πάνω, οι εργοδότες του εφεσίβλητου είναι υπεύθυνοι σε ποσοστό 70%.  Συνεπώς εκδίδεται απόφαση εναντίον τους [*1882]για το ποσό των £5.404 με τόκο όπως καθορίσθηκε στην πρωτόδικη απόφαση.

Η έφεση υπ’ αρ. 9595 επιτράπηκε με έξοδα. Η έφεση υπ’ αρ. 9594 και η ειδοποίηση του εφεσίβλητου απορρίφθηκαν. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα μεταξύ εργοδοτών και εφεσίβλητου.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Manthopoulos Plastics v. Hadjiiosif (1983) 1 C.L.R. 291,

Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 423,

Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 453,

Kubach v. Hollands a.o. [1937] 3 All E.R. 907,

Morides v. Chrystalla Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117,

Theodoulou v. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230,

Simou a.o. v. Motitis a.o. (1985) 1 C.L.R. 428,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614,

Barkway v. South Wales Transport [1950] 1 All E.R. 392.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τις εναγόμενες εταιρείες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aρέστης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 31 Oκτωβρίου, 1995 (Aγωγή Aρ. 3/91) με την οποία επιμερίστηκε ποσοστό ευθύνης 40% στην εναγόμενη 1 και 30% στην εναγόμενη 3 και επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων ύψους £7.000 για σωματικές βλάβες τις οποίες υπέστη ο ενάγων κατά την εκτέλεση της εργασίας του.

Ε. Φλουρέντζου, για τους Eφεσείοντες στην Π.E. Aρ. 9594.

Α. Ανδρέου, για τους Eφεσείοντες στην Π.E. Aρ. 9595.

Ε. Βραχίμη, για τον Eφεσίβλητο.

[*1883]Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση 9594 παρέδιδαν στους εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση 9595 κενούς κυλίνδρους για εμφιάλωση υγραερίου.  Χρησιμοποιούνταν δυο αυτοκίνητα.  Το ημιφορτηγό των πρώτων και το φορτηγό των δεύτερων. Υπάλληλοι των πρώτων πραγματοποιούσαν τη μεταφορά από το ένα στο άλλο.  Ένας από αυτούς, ο εφεσίβλητος και στις δυο εφέσεις, τραυματίστηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας του.  Με αγωγή του διεκδίκησε αποζημιώσεις και από τις δυο εταιρείες ή από εκάτερη.

Απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο η φύση και η διασύνδεση των επίδικων θεμάτων σε συσχετισμό προς την τελική κατάληξη, ανάλογα με τις διαπιστώσεις στις οποίες θα κατέληγε.  Θεμελίωση ευθύνης του ενός μόνο από τους εναγομένους θα οδηγούσε σε απόφαση εναντίον του για όση ζημιά θα αποδεικνυόταν, λαμβανομένης υπόψη της τυχόν συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα.  Άκουσε τις απόψεις των διαδίκων αναφορικά με το πρακτέο εφόσον θα αποδεικνυόταν ευθύνη και των δυο εναγομένων.  Αυτές συνέκλιναν στο ότι, σε τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε να εκδοθούν χωριστές αποφάσεις εναντίον τους, ανάλογα με το ποσοστό της ευθύνης τους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ευθύνονταν οι εργοδότες γιατί δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους για παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας και οι ιδιοκτήτες του φορτηγού, όπως το έθεσε, κατ’ εφαρμογήν της αρχής res ipsa loquitur.  Επίσης ο ίδιος ο ενάγων, για συντρέχουσα αμέλεια.  Ακολούθησε την εισήγηση των διαδίκων και αφού καθόρισε τη συντρέχουσα αμέλεια του ενάγοντα σε 30%, επιμέρισε το υπόλοιπο μεταξύ των άλλων.  Απέδωσε 40% στους εργοδότες, 30% στους ιδιοκτήτες του φορτηγού και εξέδωσε ξεχωριστές αποφάσεις ανάλογα.  Κατά των εργοδοτών για £3.088 και κατά των ιδιοκτητών του φορτηγού για £2,316.

Οι εναγόμενοι άσκησαν ξεχωριστές εφέσεις οι οποίες, βέβαια, ακούστηκαν μαζί.  Ο καθένας αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης αναφορικά με τον καταλογισμό σ’ αυτόν οποιασδήποτε ευθύνης. Ο ενάγων, με ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 θ.10 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, στρέφεται “εναντίον ολοκλήρου της εν λόγω απόφασης”.  Είναι η  ουσία της πως διεκδικεί το σύ[*1884]νολο της ζημιάς του.  Θεωρεί δε σφάλμα την απόδοση σ’ αυτόν συντρέχουσας αμέλειας.  Επιπλέον υποστηρίζει πως οι £7,000 που καθορίστηκαν ως γενικές αποζημιώσεις για τα τραύματα που υπέστη και τα επακόλουθά τους, πρέπει να αυξηθούν.  Τίθεται συνεπώς υπό συζήτηση ολόκληρο το φάσμα των θεμάτων που απασχόλησαν πρωτοδίκως, με ένα μόνο περιορισμό.  Όπως διευκρίνησαν οι διάδικοι, αν επικυρωθεί η κρίση πως ευθύνονται και οι δυο εφεσείοντες, δεν θα αποτελεί αντικείμενο της έφεσης ο μεταξύ τους καταμερισμός.

Το φορτηγό ήταν ειδικά διασκευασμένο για τη μεταφορά κυλίνδρων σε  τρία επίπεδα, το ένα υπεράνω του άλλου.  Το πρώτο ήταν η βάση του και στην πλευρά της υπήρχαν μεταλλικές πόρτες.  Αυτές άνοιγαν προς τα έξω και σταθεροποιούνταν στο ύψος της βάσης.  Τα άλλα δυο δημιουργήθηκαν με την κατασκευή μεταλλικών “ορόφων”. Στο πλευρό του καθενός υπήρχε σιδερένιο κιγκλίδωμα που άνοιγε για να επιτρέπει την κατευθείαν παραλαβή ή τοποθέτηση των κυλίνδρων.  Το ημιφορτηγό των εργοδοτών ήταν συνηθισμένο και είχε ένα μόνο επίπεδο, εκείνο της βάσης του.

Ο εφεσίβλητος είχε προσληφθεί  20 περίπου μέρες πριν το ατύχημα.  Έργο του ήταν, σε συνεργασία με συνάδελφό του, να μεταφέρει τους κυλίνδρους από το φορτηγό στο ημιφορτηγό και αντιστρόφως.  Τα δυο οχήματα τοποθετούνταν το ένα δίπλα στο άλλο, άνοιγαν οι πόρτες της βάσης του φορτηγού και μεταφέρονταν οι κύλινδροι.  Ως προς τις λεπτομέρειες της μεθόδου που ακολουθείτο κατέθεσαν ο εφεσίβλητος και ένας υπάλληλος των εργοδοτών του.  Η μαρτυρία του δεύτερου, ως ασαφής και αντιφατική για λόγους που εξηγήθηκαν, απορρίφθηκε.  Στη βάση της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου το πρωτόδικο δικαστήριο προσδιόρισε ως εξής τον τρόπο της μεταφοράς:

“Η μετακίνηση των φυαλών από και προς το φορτηγό ιδιαίτερα στους πιο ψηλούς χώρους του εγίνετο με το ανέβασμα του εργάτη προς το άνω μέρος του οχήματος εφόσον αυτός εκρατούσε για βοήθεια στα κάγκελλα του φορτηγού τα οποία ήταν τοποθετημένα στα πλαϊνά μέρη για να συγκρατούν τις φυάλες υγραερίου.  Η όλη αυτή εργασία εγένετο πάντοτε με τη βοήθεια δεύτερου εργάτη.”

Την ημέρα του ατυχήματος διαπιστώθηκε πως ξεχάστηκε ένας άδειος κύλινδρος στο έδαφος.  Το ημιφορτηγό είχε απομακρυνθεί από το σημείο εκείνο και ο εφεσίβλητος ανέλαβε την τοποθέτησή του στο φορτηγό.  Πάνω στην ίδια βάση, το πρωτόδικο δικαστήριο [*1885]διαπίστωσε τα ακόλουθα:

“Έπρεπε λόγω του ύψους του να τοποθετηθεί στην οροφή του φορτηγού.  Ο συνάδελφος του ενάγοντα παρέμεινε στο έδαφος ενώ ο ίδιος σκαρφάλλωσε στο φορτηγό κρατώντας στα κάγκελλα.  Στηριζόμενος με το αριστερό χέρι στο κάγκελλο πήρε με το δεξί έναν άδειο κύλινδρο από την οροφή για να τον ρίξει στο έδαφος ώστε να δημιουργήσει χώρο για τον ψηλό κύλινδρο.  Το κάγκελλο όπου κρατούσε με το αριστερό χέρι υποχώρησε, έπεσε στο έδαφος και τραυματίσθηκε στο αριστερό πόδι στην περιοχή του αστράγαλου.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε ως προς στις αρχές από τις υποθέσεις Manthopoulos Plastics v. HadjiIosif (1983) 1 C.L.R. 291, Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 423 και Στρατμάρκο Λτδ ν. Πέτρου Μιχαήλ (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 453 και κατέληξε, όπως σημειώσαμε, πως οι εργοδότες δεν παρείχαν ασφαλές σύστημα εργασίας.  Δεν το αρθρώνει το πρωτόδικο δικαστήριο αλλά διακρίνουμε στη ρίζα της εκτίμησής του τη διαπίστωση πως το κιγκλίδωμα στο οποίο στηρίχτηκε ο εφεσίβλητος στο πλαίσιο του συστήματος που ακολουθείτο, ήταν ανασφαλές στήριγμα.  Αναφέρθηκε συναφώς το πρωτόδικο δικαστήριο σε παράλειψη των εργοδοτών να κάμουν παραστάσεις στους ιδιοκτήτες του φορτηγού ώστε να διατηρούν το όχημά τους “σε καλή κατάσταση”, να εφοδιάσουν τον εφεσίβλητο με άλλα μέσα “για το ανέβασμα στο όχημα” και για ελλιπή επίβλεψη του άπειρου εφεσίβλητου.  Οι ιδιοκτήτες του φορτηγού επικαλέστηκαν την Κubach v. Hollands and Another [1937] 3 All ER 907 αλλά το πρωτόδικο δικαστήριο εντόπισε διαφορά στα γεγονότα της.  Εκεί “δεν υπήρχε γνώση της διαφορετικής χρήσης του πράγματος το οποίο προκάλεσε τη ζημιά από αυτόν που το διέθεσε”.  Ενώ, εν προκειμένω “η εναγόμενη γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τα κάγκελα στο αυτοκίνητο εχρησιμοποιούντο ή μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν στηρίγματα για τη φορτοεκφόρτωση του αυτοκινήτου”. Όπως εξήγησε περαιτέρω, “δεν εφάνη ότι υπήρχε άλλος τρόπος για ν’ ανεβαίνει κάποιος στο πάνω μέρος του οχήματος για μετακίνηση των κυλίνδρων”. Η συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου συναρτήθηκε προς την παράλειψή του να μεριμνήσει ώστε να βρίσκεται το ηφιφορτηγό δίπλα στο φορτηγό, όπως ήταν οι οδηγίες των εργοδοτών και να έχει την πλαϊνή πόρτα του φορτηγού ανοικτή.  Η ανοικτή πόρτα θα περιόριζε τον κίνδυνο πτώσης του στο έδαφος από ύψος.

Θα σχολιάσουμε πρώτα την αναφορά στην Κubach (ανωτέρω).  Χημική ουσία έφερε περιγραφή λανθασμένη και η ανάμειξή της με [*1886]άλλες σε σχολικό πείραμα προκάλεσε έκρηξη που τραυμάτισε μαθήτρια. Οι πωλητές της ουσίας κρίθηκαν υπόλογοι για αμέλεια αλλά η αξίωσή τους κατά των κατασκευαστών για συνεισφορά απορρίφθηκε, αφού, όπως εξήγησε ο δικαστής, αυτοί οι τριτοδιάδικοι δεν γνώριζαν το σκοπό για τον οποίο θα διατίθετο η ουσία και οι πωλητές δεν την έλεγξαν, όπως πρόβλεπε το τιμολόγιο που εκδόθηκε.  Μόνο αμυδρός συσχετισμός μπορεί να γίνει μεταξύ της πιο πάνω υπόθεσης και της παρούσας.  Αλλά το έχουμε πλέον ως δεδομένο πως, από την πιο πάνω άποψη, η ευθύνη των ιδιοκτητών του φορτηγού συναρτήθηκε και προς τη γνώση που είχαν ή όφειλαν να έχουν αναφορικά με τη χρήση ή τη δυνατότητα χρήσης του κιγκλιδώματος ως στηρίγματος, στο πλαίσιο του συστήματος εργασίας που ακολουθείτο.  Αμφισβητούν όμως οι ιδιοκτήτες του φορτηγού πως παρεχόταν δυνατότητα για τέτοια διαπίστωση.  Επικαλούνται την έλλειψη τέτοιας μαρτυρίας.  Το σύστημα εργασίας αφορούσε στους εργοδότες και οι ίδιοι δεν είχαν καμιά συμμετοχή σ΄αυτό ή γνώση. Το φορτηγό τους ήταν διασκευασμένο για ό,τι ενδιέφερε τους ίδιους δηλαδή για τη μεταφορά των κυλίνδρων.  Τα κιγκλιδώματα εξυπηρετούσαν μόνο το σκοπό της περίφραξης των πλευρών του φορτηγού ώστε να παραμένουν σΆ υτό οι κύλινδροι κατά τη μεταφορά τους.  Η δική τους συμμετοχή, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους με τους εργοδότες, εξαντλείτο στην οδήγηση του φορτηγού στον τόπο της μεταφοράς των κυλίνδρων.  Μετά δε, στην απομάκρυνση του μετά τη συμπλήρωση της μεταφοράς.  Δεν διαδραμάτιζαν άλλο ρόλο, δεν γνώριζαν τον τρόπο της μεταφοράς και δεν είχαν λόγο ή ευθύνη να πληροφορηθούν ποιό σύστημα εργασίας παρεχόταν σε πρόσωπα εντελώς ξένα προς αυτούς.

Ο εφεσίβλητος δεν ανέπτυξε επιχειρήματα ως προς το γιατί όφειλαν, κάτω από τις περιστάσεις, να γνώριζαν οι ιδιοκτήτες του φορτηγού το σύστημα εργασίας. Κατά τη θέση του, με βάση τη μαρτυρία, οι ιδιοκτήτες του φορτηγού είχαν τη γνώση που τους αποδόθηκε. Δεν προσδιόρισε όμως ποιά μαρτυρία είχε υπόψη του, και όπως εξήγησε, αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι καθημερινά διεξαγόταν η ίδια εργασία.  Κατά την εισήγησή του, θα έπρεπε να συμπεράνουν πως αφού δεν γινόταν χρήση σκάλας, όπως διευκρίνισαν ενσωματωμένη στο φορτηγό, αναποφεύκτως θα έπρεπε σε κάποιο στάδιο να χρησιμοποιηθεί το κιγκλίδωμα ως στήριγμα.

Στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να δείχνει την αποδοθείσα γνώση στους ιδιοκτήτες του φορτηγού, αυτό το μέρος της πρωτόδικης αποφασης παραμένει χωρίς στήριγμα. Περαιτέρω, οι ιδιοκτήτες του δεν έχουν συνδεθεί με θετική μαρτυρία με οτιδή[*1887]ποτε αφορούσε στο σύστημα εργασίας που ακολουθείτο, και δεν μπορούμε να δεκτούμε πως ήταν λογικό να εξαχθεί συμπέρασμα γνώσης επειδή η εργασία ήταν επαναλαμβανόμενη. Επίσης, δεν μπορούμε να δούμε γιατί οι ιδιοκτήτες του φορτηγού όφειλαν να γνωρίζουν.  Όπως σημειώσαμε, δεν έχει αιτιολογηθεί αυτή η πτυχή.

Αυτά μας φέρνουν στην αρχή res ipsa loquitur κατ’ εφαρμογήν της οποίας, όπως κρίθηκε, θεμελιώνεται ευθύνη των ιδιοκτητών του φορτηγού.  Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε σε σχέση με τις γενικές αρχές από τις υποθέσεις Αchilleas Morides ν. Chrystalla Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117 και Theodoulou ν. Pelopidha (1981) 1 C.L.R. 230.  Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να μας απασχολήσει το κατά πόσο, αφού ήταν γνωστό πως το ατύχημα έγινε επειδή υποχώρησε το κιγκλίδωμα, ήταν δυνατό να τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής.  (βλ. συναφώς Simou and Another v.  Motitis and Another (1985) 1 C.L.R. 428 και Κυριακή Αθανασίου κ.α. ν. Αντώνη Κουνούνη (1997) 1 A.A.Δ. 614, όπου μεταξύ άλλων, αναφέρεται και η Barkway v. South Wales Transport [1950] 1 All E.R. 392 που επικαλέστηκαν οι ιδιοκτήτες του φορτηγού.  Το κιγκλίδωμα δεν άντεξε στο βάρος του εφεσίβλητου και δεν ήταν ποτέ η θέση των εφεσειόντων πως αυτό ήταν κατάλληλο για τέτοια χρήση.

Συζητούμε θέματα που συνάπτονται προς τους μηχανισμούς απόδειξης παράβασης του καθήκοντος για επιμέλεια, νοουμένου ότι υφίσταται τέτοιο καθήκον. Διαφορετικά, το εγχείρημα είναι άσκοπο.  Η αρχής res ipsa loquitur δεν διαδραματίζει ρόλο σ’ αυτό το προκριματικό επίπεδο. Έχουμε υπόψη συναφώς το σύγγραμμα Τhe Negligence Case - Res Ipsa Loquitur του Stuart M. Speiser, Vol. 1 έκδοση 1972 .  Είναι αμερικανικό αλλά το πιο κάτω απόσπασμα από τη σελίδα 90 περιλαμβάνει όσα θα μπορούσαν να λεχθούν πάνω στο θέμα.

“It is still incumbent on a plaintiff in a res ipsa loquitur case to prove the essentials of actionable negligence, which are, the existence of a duty owing by the defendant to the plaintiff......

The doctrine permits an inference of a defendant’s negligence in certain conditions, and no other inferences can be read into it.  It does not permit the imposition of liability without fault, and therefore does not help to establish the duty of care, which is essential to every negligence case......

The doctrine of res ipsa loquitur is applicable only to show a [*1888]breach of duty, and not the existence of a duty.  It is not in itself any proof that the defendant was under any duty to exercise reasonable or ordinary care.”

Σε μετάφραση:

Σε υπόθεση res Ipsa loquitur εξακολουθεί να επιβάλλεται στον ενάγοντα να αποδείξει τα ουσιώδη της αγώγιμης αμέλειας, τα οποία είναι, η ύπαρξη καθήκοντος οφειλόμενου από τον εναγόμενο στον ενάγοντα...

Η αρχή επιτρέπει συμπέρασμα αμέλειας του εναγομένου κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις και κανένα άλλο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξυπονοείται.  Δεν επιτρέπει την επιβολή ευθύνης χωρίς σφάλμα και επομένως δεν βοηθά στη θεμελίωση του καθήκοντος επιμέλειας, το οποίο είναι ουσιώδες σε κάθε υπόθεση αμέλειας........

Η αρχή res ipsa loquitur εφαρμόζεται μόνο για να αποδείξει παράβαση καθήκοντος και όχι την ύπαρξη καθήκοντος.  Δεν αποτελεί αφ΄εαυτής οποιαδήποτε απόδειξη ότι ο εναγόμενος υπείχε καθήκον να επιδείξει εύλογη ή συνήθη επιμέλεια.

Ο εφεσίβλητος δεν είχε συμβατική ή άλλη σχέση με τους ιδιοκτήτες του φορτηγού.  Αυτοί δεν είχαν γνώση του συστήματος εργασίας που ακολουθείτο και το υπόβαθρο για συζήτηση ως προς την εναπόθεση στους ώμους τους καθήκοντος επιμέλειας πάνω σε τέτοια βάση, δεν υπάρχει. Το γεγονός ότι, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, το κιγκλίδωμα, στο πλαίσιο της εργασίας του εφεσίβλητου, εχρησιμοποιείτο ως στήριγμα, δεν ήταν αρκετό αφού, για ό,τι αφορούσε στους ίδιους, το κιγκλίδωμα δεν προοριζόταν για τέτοια χρήση.  Δεν υπείχαν δηλαδή καθήκον διατήρησης τέτοιου κιγκλιδώματος που θα άντεχε κατά οποιονδήποτε δοσμένο χρόνο τέτοιο βάρος ούτε, πρέπει να προσθέσουμε, παροχής μέσων για διεξαγωγή της εργασίας από τους υπαλλήλους των εργοδοτών. Το κιγκλίδωμα, από τη δική τους σκοπιά, εξυπηρετούσε μόνο τη μεταφορά των κυλίνδρων στο ίδιο το φορτηγό.  Συνεπώς, ο εφεσίβλητος απέτυχε να θεμελιώσει το πρωταρχικό, δηλαδή την ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας έναντί του, με αναφορά στο κιγκλίδωμα και ή απόδοση  ευθύνης στους ιδιοκτήτες του φορτηγού για τη ζημιά που υπέστη, είναι εσφαλμένη.

Δεν συμφωνούμε πως στοιχειοθετείται αιτία παρέμβασής μας σε σχέση με τα υπόλοιπα.  Οι εργοδότες εισηγούνται παραμερισμό [*1889]της πρωτόδικης απόφασης για τρεις βασικά λόγους.  Προτείνουν πως κακώς έγινε δεκτή η μαρτυρία του εφεσιβλήτου αναφορικά με το σύστημα εργασίας, ειδικά τη χρήση στην οποία υποβαλλόταν το κιγκλίδωμα και τονίζουν πως το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την εξαγωγή των συμπερασμάτων του, παραγνώρισε ουσιώδη γεγονότα, παραδεκτά μάλιστα, ως εξής:   Στο πλαίσιο του συστήματος εργασίας συνεργάζονταν δυο πρόσωπα για την εκτέλεση της μεταφοράς, τα δυο αυτοκίνητα θα έπρεπε να ήταν το ένα δίπλα στο άλλο και οι πλαϊνές πόρτες του φορτηγού θα έπρεπε να ήταν ανοικτές, οπότε ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να σταθεί σ’ αυτές.  Αλλά και να ήταν ενταγμένη στο σύστημα εργασίας η χρήση του κιγκλιδώματος, η στήριξη σ’ αυτό με τον κύλινδρο ανά χείρας πρόσθεσε βάρος και συνιστούσε εκτροπή από αυτό.

Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε αυτές τις απόψεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το σύνολο της μαρτυρίας. Μάλιστα τη συντρέχουσα αμέλεια του εφεσιβλήτου την εντόπισε ακριβώς με αναφορά στο γεγονός ότι τα δυο οχήματα δεν ήταν το ένα δίπλα στο άλλο και οι πλαϊνές πόρτες του φορτηγού δεν ήταν ανοικτές.  Έναντι της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου ως προς το σύστημα εργασίας υπήρχε η μαρτυρία άλλου υπαλλήλου των εργοδοτών.  Αυτή την απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστη και δέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου. Τους λόγους τους συνοψίσαμε ήδη και δεν στοιχειοθετείται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων.

Το κιγκλίδωμα, όσο και αν οι ιδιοκτήτες του φορτηγού δεν το προόριζαν για τέτοια χρήση, κατέστη τελικά μέρος του συστήματος εργασίας.  Είχε και άλλες πτυχές αυτό το σύστημα.  Αλλά το ουσιώδες είναι πως το κιγκλίδωμα προσφερόταν ως μέσο στήριξης.  Με αυτό το δεδομένο νομίζουμε πως θα ήταν υπερβολικό να αναμένεται από τον εφεσίβλητο, ο οποίος μάλιστα ήταν νέος υπάλληλος, να προβαίνει ο ίδιος σε αναλύσεις και συσχετισμούς αναφορικά με το πότε ακριβώς θα το χρησιμοποιούσε.  Ανεξάρτητα από αυτό, δεν υπήρχε καν μαρτυρία αναφορικά με τα όποια όρια αντοχής του κιγκλιδώματος ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση της σημασίας του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος, τη στιγμή της πτώσης, κρατούσε κενό κύλινδρο. Ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε εκτελώντας την εργασία του. Ο τραυματισμός οφειλόταν στην υποχώρηση του κιγκλιδώματος που ήταν ενταγμένο ως στήριγμα στο σύστημα εργασίας και ορθά κρίθηκαν υπεύθυνοι οι εργοδότες αφού αυτό το στήριγμα αποδείχθηκε ανασφαλές.

Ο εφεσίβλητος λέγει πως δεν θα έπρεπε να του αποδοθεί συ[*1890]ντρέχουσα αμέλεια ή πως ήταν υπερβολικό το ποσοστό που του αποδόθηκε.  Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε.  Όσα επεσήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο επ’ αυτού είναι βάσιμα.  Ο καταμερισμός της ευθύνης είναι κατ’ εξοχήν έργο του  πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι τα περιστατικά δικαιολογούν υποκατάσταση της όποιας δικής μας κρίσης στη θέση της δικής του.

Μένει το θέμα των γενικών αποζημιώσεων. Το παράπονο του εφεσίβλητου είναι συγκεκριμένο. Συνίσταται στο ότι εσφαλμένα κρίθηκε πως δεν αποδείχθηκε ότι “δεν είναι σε θέση να εξεύρει και δεύτερη εργασία”.  Αυτό, επειδή έγινε δεκτό ότι:

(α)  Λόγω μόνιμης παραμόρφωσης της υποστραγαλικής άρθρωσης οι κινήσεις του ήταν περιορισμένες κατά το ήμισυ με επακόλουθο “να δοκιμάζει κάποια δυσκολία και πόνο όταν βαδίζει ιδιαίτερα σε ανώμαλο έδαφος”,

(β)  αναπτύχθηκε οστεοαρθρίτιδα η οποία, αν χειροτερεύσει, θα προκαλεί αφόρητο πόνο,

(γ)  είναι ανειδίκευτος εργάτης “και η σωματική του ικανότητα είναι απαραίτητη τόσο για την καθημερινή του εργασία όσο και δια τη δεύτερη”.

Υποστηρίχθηκε συναφώς πως η μαρτυρία του ότι “δεν ήταν δυνατό γ’ αυτόν να εκτελεί δεύτερη εργασία” παραμένει αναντίλεκτη και πως το γεγονός ότι δεν είχε προσπαθήσει “να εξεύρει δεύτερη εργασία ενόψει των τραυμάτων και της ικανότητάς του δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψιν”.

Ο εφεσίβλητος ήταν ωρομίσθιος εργάτης στα “δημόσια έργα” και διατήρησε αυτή την εργασία του μετά το δυστύχημα.  Ο ιατρός που τον παρακολουθούσε, όπως σημειώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν είχε δει λόγο για τον οποίο δεν θα μπορούσε να εκτελεί και δεύτερη εργασία τα απογεύματα “εφόσον δεν θα φορτίζει το πόδι του”. Οι διαπιστώσεις του ιατρού που κάλεσε η υπεράσπιση, όπως επίσης σημειώνεται στην πρωτόδικη αποφαση, “συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό” με εκείνες του προηγούμενου.  Κατέθεσε πράγματι επί του θέματος ο ίδιος ο εφεσίβλητος αλλά αυτή την πτυχή της μαρτυρίας του το πρωτόδικο δικαστήριο την απέρριψε ως αναξιόπιστη. Τη χαρακτήρισε “αντιφατική και συγκρουόμενη” και εξήγησε γιατί.  Η αρχική του θέση ήταν πως δεν αναζήτησε δεύτερη εργασία γιατί θεωρούσε πως θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα.  Στη συνέχεια απέδωσε στον ιατρό του τη γνώμη πως δεν θα έπρεπε να αναζητήσει “άλλη εργασία λιγότερο κουραστική”. Τελικά ανέ[*1891]φερε πως στην πραγματικότητα αναζήτησε δεύτερη εργασία, χωρίς όμως επιτυχία αφού οι ώρες κατά τις οποίες θα μπορούσε να εργαστεί ήταν περιορισμένες.  Ενώ δε σ’ αυτό το πλαίσιο υποστήριζε πως επισκέφθηκε κάποια γραφεία, δεν ήταν σε θέση να δώσει ονόματα ή άλλες λεπτομέρειες. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο δικαστήριο και οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν πρέπει να απορριφθούν.  Δεν είχε αποδειχθεί από τον εφεσίβλητο η “μόνιμη ολική ανικανότητα να εκτελεί οποιαδήποτε δεύτερη εργασία κατά τα απογεύματα”, όπως υποστήριζε.

Ενόψει των πιο πάνω και με προσδιορισμένο το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου, οι εργοδότες του  είναι υπεύθυνοι σε ποσοστό 70%. Συνεπώς εκδίδεται απόφαση εναντίον τους για το ποσό των £5.404 με τόκο όπως καθορίστηκε στην πρωτόδικη απόφαση και έξοδα στην ανάλογη κλίμακα.  Η έφεση των ιδιοκτητών του φορτηγού (Π.Ε.9595) επιτυγχάνει. Τα έξοδά της και αυτά της πρωτόδικης διαδικασίας θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.  Η έφεση των εργοδοτών (ΠΕ 9594) και η ειδοποίηση του εφεσιβλήτου σε σχέση με τη συντρέχουσα αμέλεια και το ύψος των αποζημιώσεων αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.  Δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα μεταξύ των εργοδοτών και του εφεσίβλητου.

Η έφεση υπ’ αρ. 9595 επιτρέπεται με έξοδα. Η έφεση υπ’ αρ. 9594 και η ειδοποίηση του εφεσίβλητου απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα μεταξύ εργοδοτών και εφεσίβλητου.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο