Caterchef N.V. Ltd ν. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1912

(1999) 1 ΑΑΔ 1912

[*1912]18 Νοεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

N. V. CATERCHEF LTD.,

Eφεσείουσα-Eναγομένη,

ν.

P.C.P. ELECTRONICS LTD.,

Εφεσίβλητης-Eνάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10419)

 

Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Μη πληρωθείσα τραπεζική επιταγή —  Ισχυρισμός ότι η τράπεζα κλήθηκε να μην πληρώσει λόγω απουσίας νομίμου ανταλλάγματος για την έκδοση της επιταγής — Κατά πόσο είχαν δοθεί τέτοιες λεπτομέρειες υπεράσπισης ώστε να έπρεπε να είχε δοθεί άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης.

Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Ποίες οι προϋποθέσεις επιτυχίας της αίτησης για συνοπτική απόφαση.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα εξασφάλισε συνοπτική απόφαση κατά της εφεσείουσας-εναγόμενης για ποσό £20.000.  Το εν λόγω ποσό οφείλετο δυνάμει επιταγής που η εφεσείουσα εξέδωσε στο όνομα και προς όφελος της εφεσίβλητης αλλά δεν πληρώθηκε από την Τράπεζα όταν παρουσιάσθηκε για είσπραξη.  Η εφεσίβλητη είχε υποστηρίξει ότι δόθηκε νόμιμο αντάλλαγμα για την έκδοση της επιταγής.  Η αίτηση για συνοπτική απόφαση συνοδεύθηκε από ένορκη δήλωση που έκαμε διευθυντής της εφεσίβλητης.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση και υποστήριξε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ένορκη δήλωση που κατατέθηκε από διευθυντή της εφεσείουσας δεν αποκάλυπτε καλόπιστη υπεράσπιση, είναι εσφαλμένο.

Αποφασίστηκε ότι:

Αυτό που προβλήθηκε ως υπεράσπιση στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, είναι ότι η επιταγή επιστράφηκε απλήρωτη [*1913]στην εφεσίβλητη, όχι λόγω έλλειψης χρημάτων στον λογαριασμό της εφεσείουσας, αλλά επειδή αυτή η ίδια σταμάτησε την πληρωμή προς την εφεσίβλητη.  Για το λόγο ότι η τελευταία δεν έδωσε νόμιμο αντάλλαγμα για την έκδοση της.  Ο ισχυρισμός αυτός, χωρίς καμμιά άλλη εξήγηση, δεν ικανοποιεί το κριτήριο για ύπαρξη δικάσιμου θέματος, που υπαγορεύει παράθεση γεγονότων και λεπτομερειών έτσι ώστε να φαίνεται πως προβάλλεται καλόπιστα υπεράσπιση.  Το γεγονός ότι η Τράπεζα κλήθηκε να μην πληρώσει και η ξηρή άρνηση, χωρίς τίποτε άλλο, ότι δόθηκε αντάλλαγμα δεν συνιστούν από μόνα τους υπεράσπιση.  Ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή που το Άρθρο 30 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, δημιουργεί τεκμήριο αξίας και καλής πίστης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Chain Gulf Traders Ltd κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168,

New Orchidea Fashion Ltd v. Εργοληπτικής Εταιρείας Βαρνάβας Χ”Κυπριανού Λτδ (1998) 1 A.A.Δ. 202,

Barclays Bank Plc v. Piper, The Times 31/5/95,

Lagos v. Grunwaldt [1910] 1 KB 41,

Symon & Co v. Palmer’s Stores (1903) Ltd [1912] 1 KB 259.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολάου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 21 Iανουαρίου, 1999 (Aγωγή Aρ. 1720/97) με την οποία έγινε αποδεκτή η αξίωση των εναγόντων κατά των εναγομένων για το ποσό των £20.000 με νόμιμο τόκο και έξοδα δυνάμει επιταγής την οποία εξέδωσαν οι εναγόμενοι στο όνομα των εναγόντων για νόμιμο αντάλλαγμα.

Ελ. Νικολαΐδου, για την Eφεσείουσα.

Χ. Τσίγγης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*1914]ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Αντικείμενο της έφεσης είναι η απόφαση για το ποσό των £20.000 που η ενάγουσα/εφεσίβλητη εξασφάλισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε βάρος της εφεσείουσας, ύστερα από συνοπτική διαδικασία. Στην αγωγή της ζητούσε το παραπάνω ποσό δυνάμει επιταγής, που η τελευταία εξέδοσε στο όνομα και προς όφελος της εφεσίβλητης και που αυτή ισχυρίστηκε ότι της δόθηκε για νόμιμο αντάλλαγμα.  Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι η επιταγή παρουσιάστηκε σε Tράπεζα προς είσπραξη, αλλά δεν πληρώθηκε.  Η εφεσείουσα, πέρα από το χρηματικό ποσό, καταδικάστηκε στην πληρωμή τόκων και των εξόδων της αγωγής.

Ο τύπος κλητηρίου εντάλματος που έκαμε χρήση η εφεσίβλητη είναι o προβλεπόμενος από τη Δ.2 θ. 6 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.  Έτσι μετά τη δικονομική εμφάνιση της εναγομένης/εφεσείουσας, η εφεσίβλητη επωφελήθηκε του πλεονεκτήματος που παρέχει η Δ.18 και αποτάθηκε για τη λήψη συνοπτικής απόφασης. Η σχετική αίτηση συνοδεύθηκε από ένορκη δήλωση που έκαμε ένας από τους διευθυντές της.  Η αποτίμηση της από τον πρωτόδικο δικαστή ήταν ότι περιείχε κάθε απαραίτητο στοιχείο, που προβλέφθηκε από το θ. 1 της Δ.18, που επέτρεπε την έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης.

Οι προϋποθέσεις επιτυχίας αίτησης για συνοπτική απόφαση έχουν καθοριστεί από τη νομολογία, που ερμήνευσε την παραπάνω δικονομική διάταξη. Οι πιο πρόσφατες είναι οι αποφάσεις The Chain Gulf Traders Ltd. κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (1997) 1 A.A.Δ. 1168 και New Orchidea Fashion Ltd v. Εργοληπτικής Εταιρείας Βαρνάβας Χ”Κυπριανού Λτδ (1998) 1 A.A.Δ. 202. Στην Barclays Bank Plc v. Piper, The Times 31/5/95, το αγγλικό εφετείο τόνισε την ανάγκη αυστηρής τήρησης - και προσήλωσης - στις τεχνικές διατυπώσεις και προϋποθέσεις που είναι απαραίτητο να περιέχει η ένορκη δήλωση προτού το δικαστήριο βασισθεί στο περιεχόμενο της για την έκδοση απόφασης.  Η Δ.18 θ. 1 ορίζει σχετικά ότι:

“................the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action,......................”

Παρόμοιες πρόνοιες περιέχει η αγγλική Δ.14. Δύο βασικές υπο[*1915]θέσεις που την ερμηνεύουν είναι:  Lagos v. Grunwaldt [1910] 1 K.B. 41 και Symon & Co v. Palmer’s Stores (1903) Ltd [1912] 1 K.B. 259, τις οποίες έχουμε υιοθετήσει. 

Δεν αμφισβητήθηκε ή δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά, είτε στο πρωτόδικο δικαστήριο είτε ενώπιον μας, το πρωτόδικο εύρημα ότι η μαρτυρία που δόθηκε στην προκείμενη περίπτωση μπορούσε να στηρίξει την απαίτηση και την έκδοση απόφασης.  Δοθέντος ότι προσκομίστηκε και η επιταγή αντικείμενο της αγωγής.  Οι αντιρρήσεις της εφεσείουσας, που αντανακλώνται στους 4 προβληθέντες λόγους έφεσης, εστιάστηκαν - και προσβάλλουν - το συμπέρασμα της εκκαλουμένης ότι δεν αποκαλύπτει καλόπιστη υπεράσπιση στην αξίωση η ένορκη δήλωση που κατατέθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας από διευθυντή της. 

Η εισήγηση της δικηγόρου της είναι ότι η παράγραφος 3 περιέχει αρκετό υλικό που διαγράφει σαφώς την ύπαρξη υπεράσπισης.  Και ότι λανθασμένα ο πρωτόδικος δικαστής δεν χορήγησε άδεια.  Η κατάληξη του στο προκείμενο έχει ως εξής:

“Οι εναγόμενοι λοιπόν δεν με ικανοποίησαν ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουν τεκμηριωμένη ή βάσιμη υπεράσπιση σε σχέση με την επίδικη επιταγή ούτε έχουν αποδείξει είτε αποτυχία είτε ανυπαρξία αντιπαροχής ή την μη ύπαρξη καλού και νόμιμου ανταλλάγματος που αντίθετα ισχυρίζονται οι ενάγοντες.  (Melita Manufacturers Ltd v. Chris Ioannou Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 8935 ημερ. 28/11/96)”

Είναι αρκετό για εναγόμενο, για την εξασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης χωρίς όρους, να δείξει πως υπάρχει δικάσιμο θέμα ανεξάρτητα αν το δικαστήριο πιστεύει πως τελικά η προβαλλόμενη υπεράσπιση μπορεί να μην επιτύχει. Όμως, το κριτήριο δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση. Διαφορετικά θα ήταν εύκολο σε κάθε σχεδόν περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς. Με αποτέλεσμα την αχρήστευση του μέτρου.

Τη θέση μας ενισχύει το παρακάτω απόσπασμα από την Annual Practice (1959) σελ. 250, που αποτελεί το απαύγασμα της αγγλικής νομολογίας με την οποία είναι εναρμονισμένη η κυπριακή:

“The defendant’s affidavit must “condescend upon particulars”.  It is not enough merely to deny the debt, or allege fraud, or state a legal objection.  Sufficient facts and particulars must be given to [*1916]show that there is a bona fide defence (Wallingford v. Mutual Soc., 5 App Cas. 685, see judgment of Lord Blackburn at p. 704; Harrison v. Bottenheim, 26 W.R. 362; Ray v. Barker, 4 Ex. D. 283; Shurmer v. Young, 5 T.L.R. 155, and cases cited r. 6(n.).”

Στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση, ο διευθυντής της εφεσείουσας αναφέρει επί λέξει:

“Κατόπιν νομικής συμβουλής και εξ όσων κάλλιον γνωρίζω και πιστεύω η παρούσα αίτηση πρέπει να απορριφθεί διότι:

(α)  Η έκδοση συνοπτικής απόφασης θα στερήσει το δικαίωμα στους Εναγομένους Καθ’ ών η Αίτηση να αποδείξουν εις το Δικαστήριον ότι η επίδικη επιταγή έγινε stop payment καθ΄ότι δεν δόθηκε το νόμιμο αντάλλαγμα για το οποίον εκδόθηκε και επιφυλάττομαι να παρουσιάσω αποδείξεις κατά την ακρόαση καθ’ ότι η συμφωνία μεταξύ Εναγόντων και Εναγομένων δεν τηρήθηκε παρά τας υποσχέσεις των Εναγόντων.”

Ας λεχθεί πρώτα ότι καμιά άλλη μαρτυρία ή απόδειξη δεν προσκομίστηκε.  Αυτό που προβλήθηκε ως υπεράσπιση είναι ότι η επιταγή επιστράφηκε στην εφεσίβλητη απλήρωτη όχι γιατί δεν υπήρχαν χρήματα στο λογαριασμό της εφεσείουσας, αλλά επειδή αυτή η ίδια σταμάτησε την πληρωμή προς την εφεσίβλητη.  Για το λόγο ότι η τελευταία δεν έδωσε νόμιμο αντάλλαγμα για την έκδοση της.  Τίποτε άλλο επεξηγηματικό.  Όμως ο ισχυρισμός υπολείπεται του παραπάνω κριτηρίου, που υπαγορεύει παράθεση γεγονότων και λεπτομερειών έτσι ώστε να φαίνεται πως προβάλλεται καλόπιστα υπεράσπιση.  Το γεγονός ότι η Τράπεζα κλήθηκε να μην πληρώσει δεν είναι από μόνο του υπεράσπιση.  Ούτε ασφαλώς η ξηρή άρνηση, χωρίς τίποτε άλλο, ότι δόθηκε αντάλλαγμα.  Ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή που το άρθρ 30 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, δημιουργεί τεκμήριο αξίας και καλής πίστης.

Υπό το πρίσμα των όσων εξηγήσαμε η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει πως είχε καλόπιστη υπεράσπιση. Δε δικαιολογείται επέμβαση μας στον τρόπο που ο πρωτόδικος δικαστής άσκησε την εξουσία του.  Η έφεση απορρίπτεται.  Με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο