Σεργίου Mίτοβα Kόστοβα Mαριγιάνα (1999) 1 ΑΑΔ 1917

(1999) 1 ΑΑΔ 1917

[*1917]19 Nοεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155 (4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ) ΚΑΙ ΤΟ

ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΔΙΑΦΟΡAΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΓΙΑΝΑΣ

ΚΟΣΤΟΒΑ ΜΙΤΟΒΑ ΣΕΡΓΙΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΣ

ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣH ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ

CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 4.6.99 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΤΙΜΟΥΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ

κ. Π. Χ” ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, κ. Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, κ. Σ. ΚΑΡΑΤΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠ. ΑΡ. ΑΙΤΗΣΗ 51/99

ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ

ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥΤΟΥ ΩΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ

ΑΡΘΡΟΥ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΝ. 3

ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ

(ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ 1960)

(Aίτηση Aρ. 128/99)

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari και Prohibition — Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari και Prohibition αναφορικά με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία κηρύχθηκε λυμένος ο γάμος της αιτήτριας, για ισχυριζόμενη έλλειψη δικαιοδοσίας — Παράλειψη της αιτήτριας να εξασφαλίσει τα δικαιώματά της με τη χρήση άλλων ένδικων μέσων — Απουσία εξαιρετικών περιστάσεων — Άρνηση χορήγησης της αιτούμενης άδειας.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Ποία η εμβέλεια του εν λόγω προνομιακού εντάλματος.

[*1918]Λέξεις και Φράσεις — “Εξαιρετικές περιστάσεις”, αναφορικά με την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων — Είναι αδύνατο και νομικά λανθασμένο να οριστεί τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις και τι όχι — Κάθε περίπτωση κρίνεται από τα δικά της γεγονότα.

Η αιτήτρια, Βουλγάρα υπήκοος, ζήτησε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition για ακύρωση απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία κηρύχθηκε λυμένος ο πολιτικός γάμος που τέλεσε στη Βουλγαρία με πολίτη της Δημοκρατίας, μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.  Η αιτήτρια υποστήριξε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης για λύση του γάμου, γιατί δεν είναι Κυπρία υπήκοος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο για θεραπεία, και ειδικά διαδικασία έφεσης, το Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις δίδει άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, έστω και αν έχει ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή/και συζητήσιμο θέμα.  Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις δεν είναι δυνατό να ορισθεί.  Κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα δικά της γεγονότα.

2.  Η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου τόσο ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Εφετείου, αν βεβαίως εφεσίβαλλε την πρωτόδικη απόφαση.  Αντίθετα, άφησε να παρέλθει η προθεσμία καταχώρησης έφεσης για να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος.  Η διαδικασία του certiorari δεν έχει τεθεί για να έχουν επιπλέον θεραπείες άτομα που παραμελούν ή παραλείπουν να εξασφαλίσουν τα δικαιώματά τους.

3.  Η αιτήτρια δεν απέδειξε ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις.

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Περρέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Ανθίμου (1991) 1 C.L.R. 41,

R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 All E.R. 257,

[*1919]Αρχή Λιμένων Κύπρου (1991) 1 C.L.R. 260,

Δημητρίου (1991) 1 C.L.R. 600.

Aίτηση.

Aίτηση της αιτήτριας για παραχώρηση άδειας καταχώρισης αίτησης για έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibion για μεταφορά στο Aνώτατο Δικαστήριο και ακύρωση της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 4 Iουνίου, 1999 στην αίτηση 51/99 με την οποία κηρύχθηκε λυμένος ο γάμος της.

Χρ. Χατζηστερκώτης, για την Aιτήτρια.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο και ακύρωση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 4.6.99 στην αίτηση 51/99, με την οποία κηρύχθηκε λυμένος ο γάμος της αιτήτριας.

Η αιτήτρια είναι Βουλγάρα υπήκοος, ορθόδοξη και κάτοικος Λεμεσού.  Ο σύζυγός της είναι πολίτης της Δημοκρατίας, μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και μόνιμος κάτοικος Λεμεσού.  Στις 25.1.1996 τέλεσαν πολιτικό γάμο στη Βουλγαρία. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε τελικά στην Κύπρο, αλλά ο σύζυγος κατέθεσε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού την υπ’ αριθμό 51/99 αίτηση για λύση του πολιτικού τους γάμου. 

Η αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε στη διαδικασία, προφανώς γιατί έτσι επιθυμούσε.  Στις 4.6.1999 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού κήρυξε το γάμο τους ως λυμένο. 

Με την παρούσα αίτηση προσβάλλεται η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης και να λύσει το γάμο, γιατί δεν είναι Κυπρία υπήκοος. 

Το προνομιακό ένταλμα Certiorari, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, δίνει δυνατότητα άσκησης ελέγχου των κατωτέρων Δικαστηρίων, αλλά δεν σκοπεί την αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασής του (Αναφορικά με τον Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ.2) (1995) 1 [*1920]Α.Α.Δ. 692). 

Η δικαιοδοσία των προνομιακών ενταλμάτων είναι κατ’ εξαίρεση διαδικασία με δραστικά αποτελέσματα.  Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιείται όπου οι διάδικοι είχαν στη διάθεσή τους άλλα ένδικα μέσα.

Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι κι’ αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό για να του παρασχεθεί η αναγκαία άδεια. Πρέπει να αποδείξει επίσης ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες. Όπου προνοείται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά διαδικασία έφεσης, το Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παρέχει μια τέτοια άδεια (Αναφορικά με τον Γεώργιο Ανθίμου (1991) 1 C.L.R. 41). 

Όπου ο νομοθέτης έχει παραχωρήσει διαδικασία έφεσης, η δικαστική αναθεώρηση έχει θέση μόνο όταν ο αιτητής μπορεί να ξεχωρίσει την υπόθεσή του από τον τύπο της υπόθεσης για τον οποίο έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα έφεσης.  Ο αιτητής θα πρέπει να δείξει τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις που να ικανοποιούν τη θέση ότι θα πρέπει να υπάρξει παρέκκλιση του κανόνα.  Είναι αδύνατο και νομικά λανθασμένο να οριστεί τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις και τι όχι.  Κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα δικά της γεγονότα.

Η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε δύο προηγούμενες περιπτώσεις.  Κατ’ αρχήν μπορούσε να εμφανιστεί ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου και να προβάλει τη θέση την οποία προβάλλει σήμερα, ότι δηλαδή το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας. Παρέλειψε να το πράξει.  Μπορούσε περαιτέρω να εφεσιβάλει την τελική απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ούτε αυτό το έπραξε.  Αντίθετα, άφησε να παρέλθει η προθεσμία καταχώρησης έφεσης για να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού διατάγματος.

Νομίζω ότι αν προχωρούσα να εξετάσω το αίτημα της αιτήτριας στην ουσία του, ουσιαστικά θα παραβίαζα τις αρχές που τέθηκαν με τη νομολογία. Το γεγονός ότι  προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης η έλλειψη δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, δεν νομίζω ότι αποτελεί ικανοποιητική δικαιολογία για να απομακρυνθώ από τις αρχές που έχουν τεθεί. Η διαδικασία του [*1921]Certiorari δεν έχει τεθεί για να έχουν επιπλέον θεραπείες άτομα τα οποία παραμελούν ή παραλείπουν να εξασφαλίσουν τα δικαιώματά τους.

Η αιτήτρια δεν έχει δείξει οποιεσδήποτε περιστάσεις που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικές.  Από την αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορού της προκύπτει ότι θεωρεί εξαιρετικές περιστάσεις το γεγονός ότι, κατά τον ισχυρισμό της, το Οικογενειακό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας. Όμως το θέμα αυτό καλύπτει μόνο την πρώτη προϋπόθεση, τη διαπίστωση της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης.

Από την υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 All E.R. 257 φαίνεται ότι η πιο πάνω αρχή των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει και στην περίπτωση όπου η προθεσμία άσκησης έφεσης έχει παρέλθει.  Στη σελ. 262 αναφέρεται ότι είναι πρωταρχικός κανόνας ότι, εκτός σε απόλυτα εξαιρετικές περιστάσεις, η διαδικασία προνομιακών ενταλμάτων δεν θα ασκείται όπου άλλες θεραπείες ήταν διαθέσιμες αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν.

Σχετική είναι επίσης και η υπόθεση Αναφορικά με την Αρχή Λιμένων Κύπρου (1991) 1 C.L.R. 260, όπου τονίστηκε ότι εν όψει της παράλειψης της αιτήτριας να χρησιμοποιήσει τα ένδικα μέσα που της παρείχε ο νόμος, το Δικαστήριο ήταν δεσμευμένο από την απόφαση Ανθίμου, ανωτέρω, να αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, εκτός αν αποδεικνυόταν η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.

Χρήσιμη επίσης αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Αναφορικά με τον Νίνο Δημητρίου (1991) 1 C.L.R. 600, όπου το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για Certiorari όταν ο αιτητής άσκησε το δικαίωμα έφεσής του ζητώντας ανατροπή της απόφασης και συνάμα καταχώρησε και αίτηση για παροχή άδειας για καταχώρηση Certiorari.

Όπως είπαμε και προηγουμένως θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να επιχειρηθεί ο ορισμός των “εξαιρετικών περιστάσεων”.  Αρκεί να λεχθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η αιτήτρια δεν έχει ικανοποιήσει ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις ικανές να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τον κανόνα που επιβάλλει την απόρριψη της αίτησης όταν υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα. 

Πριν τελειώσω θα ήθελα να επισημάνω ότι η υπόθεση Αναφορι[*1922]κά με την Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 A.A.Δ. 1010 στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε, δεν βοηθά καθόλου την επιχειρηματολογία της αιτήτριας.

Η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

H αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο