Zήνων Mερκής Λτδ ν. Eλληνικής Tράπεζας Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1923

(1999) 1 ΑΑΔ 1923

[*1923]23 Νοεμβρίου, 1999.

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΖΗΝΩΝ ΜΕΡΚΗΣ ΛΤΔ.,

Εφεσείοντες,

ν.

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ.,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10072)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα, διαπιστώσεις και τελικά συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αγωγή για είσπραξη τελών αποθήκευσης, δυνάμει συμβάσεως αποθηκεύσεως εμπορευμάτων έναντι αμοιβής, τα οποία δεν συνάδουν με τα δικόγραφα και τη μαρτυρία κατά τη δίκη — Επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Αποζημιώσεις — Ειδικές αποζημιώσεις — Ανάγκη εξειδίκευσης και απόδειξης.

Η αξίωση των εφεσειόντων-εναγόντων, ιδιοκτητών αποθηκών αποταμίευσης, αφορούσε την είσπραξη αποθηκευτικών τελών για την αποθήκευση των εμπορευμάτων της εφεσίβλητης-εναγόμενης.  Το επίδικο ποσό ήταν £8.718,52.

Η εφεσίβλητη, ισχυρίσθηκε ότι οι εφεσείοντες εμποδίζοντο να απαιτούν το πιο πάνω ποσό, λόγω του ότι επέτρεψαν να αποσυρθούν τα εμπορεύματα της από τις αποθήκες τους παρά τις ρητές οδηγίες της εφεσίβλητης δυνάμει του διατακτικού παραδόσεως (delivery order) υπ’ αρ. 152044 όπως οι εφεσείοντες “εισπράξουν όλα τα αποθηκευτικά και άλλα έξοδα προτού παραδώσουν τα εν λόγω εμπορεύματα”.

Η εφεσίβλητη με σχετική ανταπαίτηση της ισχυρίσθηκε ότι ήταν “εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας” μεταξύ των διαδίκων ότι οι εφεσείοντες “ως θεματοφύλακες (bailees) των εμπορευμάτων θα ασκούσαν τη δέουσα επιμέλεια” ώστε τα αποθηκευμένα εμπορεύματά της να μη υποστούν απώλεια ή ζημιά.  Ανταπαίτησε εναντίον των εφεσειόντων το ποσό των ΛΚ8.718,52 ως αποζημιώσεις για ζημιά που [*1924]υπέστη λόγω αμέλειας και/ή παραβάσεως καθήκοντος των εναγόντων ως θεματοφυλάκων (bailees), οι οποίοι παρέδωσαν τα αποθηκευμένα εμπορεύματα της κατά παράβαση των ρητών οδηγιών της όπως εισπράξουν όλα τα αποθηκευτικά τέλη προτού επιτρέψουν την απόσυρση των εμπορευμάτων από τις αποθήκες τους.

Με την απάντηση στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι ουδέποτε η εφεσίβλητη τους ειδοποίησε “για τον όρο που έθεσαν επί του delivery order αρ. 152044, όπως μη παραδοθούν τα εμπορεύματα προς της εισπράξεως των αποθηκευτικών εξόδων”, ούτε και έλαβαν ποτέ γνώση οι εφεσείοντες προ της παραδόσεως – των εμπορευμάτων – “του ως άνω delivery order”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η νομική σχέση μεταξύ των διαδίκων εκαθορίζετο από τη μεταξύ τους συμφωνία που περιλαμβάνετο στο Πιστοποιητικό Κατάθεσης Τεκ. 1. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι οι ενάγοντες κατά παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων επέτρεψαν την απόσυρση των εμπορευμάτων από τις αποθήκες τους χωρίς να έχουν στην κατοχή τους το Διατακτικό (Delivery Order) που εξέδωσε η εναγόμενη Τράπεζα στο οποίο περιλαμβάνετο όρος ότι τα αποθηκευτικά τέλη θα έπρεπε να επληρώνοντο από τρίτο πρόσωπο αντί της ιδίας.  Η απαίτηση των εφεσειόντων για το επίδικο ποσό απερίφθη. 

Αναφορικά με την ανταπαίτηση το Δικαστήριο αποφάσισε ότι, σε περίπτωση που η αγωγή δεν θα απορρίπτετο καθ’ όσον αφορά τα επίδικα τέλη, με βάση τη μαρτυρία και τα ευρήματα, θα εξέδιδε απόφαση υπέρ των εναγομένων για το ποσό που ανταπαιτούσαν.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν κατ’ έφεση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προσέγγισε το όλο θέμα και τη διαφορά σαν θέμα όρων παράδοσης των εμπορευμάτων, ενώ ήταν καθαρά περίπτωση συμφωνίας για φύλαξη εμπορευμάτων έναντι τιμήματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από το Τεκ. 1, καθίσταται πρόδηλο ότι πρόκειται για συμφωνία φύλαξης εμπορευμάτων έναντι αμοιβής.  Ο όρος ο οποίος σχετίζεται με την παράδοση των εμπορευμάτων έναντι απόδειξης, δεν μεταβάλλει τη φύση της συμφωνίας.  Εφόσον η νομική σχέση των μερών διέπεται από το Τεκ. 1, η κατ’ ισχυρισμό, μη συμμόρφωση των εφεσειόντων με τους όρους παράδοσης δεν αλλοιώνει τη φύση της συμφωνίας και τις υποχρεώσεις των μερών δυνάμει αυτής.  Η εφεσίβλητη με την υπεράσπιση και ανταπαίτησή της δεν αποδί[*1925]δει οποιαδήποτε υπαιτιότητα στους εφεσείοντες για παράδοση των εμπορευμάτων κατά παράβαση των όρων του Τεκ. 1, αλλά για παράδοση τους κατά παράβαση των όρων του διατακτικού.

2.  Οι εφεσείοντες, ουδέποτε μέχρι την παράδοση έλαβαν γνώση του ως άνω διατακτικού παράδοσης, αφού η εφεσίβλητη ουδέποτε τους το είχε αποστείλει και ως εκ τούτου δεν είχαν συμβατική υποχρέωση να συμμορφωθούν με τον όρο του να μην παραδώσουν τα εμπορεύματα αν δεν πληρωθούν.  Εσφαλμένα λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο  είχε καταλογίσει στους εφεσείοντες παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων.

3.  Η συμφωνία των μερών, όπως διατυπώθηκε στην έκθεση απαιτήσεως, είναι συμφωνία αποθήκευσης εμπορευμάτων έναντι αμοιβής.  Οι εφεσείοντες δικαιούνται σε απόφαση για το επίδικο ποσό εφόσο η επίδικη αποθήκευση και το οφειλόμενο γι’ αυτή ποσό δεν έχει αμφισβητηθεί.  Εκδίδεται, ως εκ τούτου, απόφαση για το ποσό των ΛΚ8.718,52 υπέρ των εφεσειόντων, με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

4.  Η ζημιά που αξιώνεται με την ανταπαίτηση αποτελεί ειδική ζημιά.  ΄Ομως, για να επιδικασθεί, θα έπρεπε να ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της νομολογίας ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση, να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης είναι έγκυρος.  Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη και παραμερίζεται.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λεμονάρης v. Πολεμίτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 530,

Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766,

Παναγιώτου v. Φραγκίσκου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 687,

Αλεξάνδρου v. Ιωάννου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1157,

Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396,

Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,

[*1926]Λοΐζου ν. Μουρτζή (1999) 1 A.A.Δ. 883,

Μαϊττα ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 1.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Eρωτοκρίτου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 3452/93) με την οποία απορρίφθηκε μέρος της απαίτησης των εναγόντων για ποσό £8.718,- για αξιούμενα από τους ενάγοντες αποθηκευτικά τέλη για τη φύλαξη εμπορευμάτων της εναγομένης στις αποθήκες αποταμίευσης των εναγόντων.

Κ. Χατζηπιέρας, για τους Eφεσείοντες.

Γ. Μιχαηλίδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (οι εφεσείοντες) είναι ιδιοκτήτες αποθήκης αποταμίευσης.  Με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο αξίωσαν - αρχικά - από την εφεσίβλητη-εναγόμενη (η εφεσίβλητη) το ποσό των £32.266,32 για αποθηκευτικά τέλη. Η σχετική αξίωση αφορούσε 46 συνολικά ομάδες εμπορευμάτων της εφεσίβλητης τα οποία αποθηκεύτηκαν στις αποθήκες των εφεσειόντων.  Πριν από την έναρξη της ακρόασης της αγωγής οι διάδικοι διευθέτησαν ένα μεγάλο μέρος της αγωγής πλην ενός κονδυλίου για το οποίο η αγωγή προχώρησε σε ακρόαση.  Το κονδύλι αυτό είναι το υπ’ αριθμό (δ) των λεπτομερειών που αναγράφονται στην παράγραφο 3 της έκθεσης απαίτησης και το οποίο αφορά ποσό £8.718,52 (το επίδικο ποσό).

Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε (βλ. παράγραφο 2(β) της έκθεσης υπεράσπισης της) ότι τα σχετικά εμπορεύματα κατατέθηκαν από την ίδια στις αποθήκες των εφεσειόντων.  Ισχυρίσθηκε, όμως, ότι οι εφεσείοντες επέτρεψαν να αποσυρθούν τα εμπορεύματα από τις αποθήκες τους παρά τις ρητές οδηγίες της εφεσίβλητης “δυνάμει του διατακτικού παραδόσεως (delivery order) υπ’ αρ. 152044 ημερ. 20.4.93” όπως οι εφεσείοντες “εισπράξουν όλα τα αποθηκευτικά και άλλα έξοδα προτού παραδώσουν τα εν λόγω εμπορεύματα”.   Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι οι εφεσείοντες “λόγω της πιο πάνω ενέρ[*1927]γειας και/ή συμπεριφοράς των εμποδίζονται από του να απαιτούν το πιο πάνω ποσό των £8.718,52”.

Με σχετική ανταπαίτηση της η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι ήταν “εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας” μεταξύ των διαδίκων ότι οι εφεσείοντες “ως θεματοφύλακες (bailees) των εμπορευμάτων θα ασκούσαν την δέουσα επιμέλεια” ώστε τα εμπορεύματα που ήταν αποθηκευμένα στο όνομα της εφεσίβλητης να μη υποστούν απώλεια ή ζημιά.  Ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι κατά παράβαση του πιο πάνω καθήκοντος “και/ή λόγω αμέλειας των εναγόντων απωλέσθηκαν εμπορεύματα και/ή οι ενάγοντες επέτρεψαν την απόσυρση εμπορευμάτων από την αποθήκη αποταμιεύσεως χωρίς να εισπράξουν τα αποθηκευτικά και άλλα έξοδα από τους παραλήπτες ως οι ρητές οδηγίες της εναγομένης”.   

Η εφεσίβλητη ανταπαίτησε εναντίον των εφεσειόντων το πιο πάνω ποσό Λ.Κ. 8.718,52 “ως αποζημιώσεις για ζημιά που υπέστη η εναγομένη λόγω αμέλειας και/ή παραβάσεως καθήκοντος των εναγόντων ως θεματοφυλάκων (bailees), οι οποίοι παρέδωσαν εμπορεύματα τα οποία ήταν αποθηκευμένα στο όνομα της εναγομένης στην αποθήκη αποταμιεύσεως των εναγόντων κατά παράβαση των ρητών οδηγιών της εναγομένης όπως εισπράξουν όλα τα αποθηκευτικά και άλλα έξοδα προτού παραδώσουν και/ή επιτρέψουν την απόσυρση των εμπορευμάτων από την αποθήκη αποταμιεύσεως”.

Με την απάντηση στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση (βλ. παραγ. 2(β)) οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν πως ουδέποτε η εφεσίβλητη τους ειδοποίησε “για τον όρο που έθεσαν επί του delivery order αρ. 152044, όπως μη παραδοθούν τα εμπορεύματα προ της εισπράξεως των αποθηκευτικών εξόδων”, ούτε και έλαβαν ποτέ γνώση οι εφεσείοντες προ της παραδόσεως - των εμπορευμάτων - “του ως άνω delivery order”.   

Παραθέτουμε από την απόφαση περίληψη της μαρτυρίας:

Στις 12.4.89 η εφεσίβλητη κατέθεσε στην αποθήκη αποταμίευσης των εφεσειόντων τα επίδικα εμπορεύματα.  Αποτελούντο από 998 κιβώτια/χαρτόνια τα οποία περιείχαν ανεμιστήρες. Για την κατάθεση των εμπορευμάτων στις αποθήκες των εφεσειόντων εκδόθηκε από τους εφεσείοντες Πιστοποιητικό Κατάθεσης (Certificate of Deposit) (Τεκ. 1).  Θα αναφερθούμε σε μεταγενέστερο στάδιο στους σχετικούς όρους του Τεκ. 1.

[*1928]Στις 26.4.93 η εφεσίβλητη εξέδωσε Διατακτικό (Delivery Order) - Τεκ. 2 - με το οποίο εξουσιοδοτούντο οι εφεσείοντες να παραδώσουν το υπόλοιπο των εμπορευμάτων - 606 χαρτόνια με ένδειξη “Air Frans” αξίας £15.208 - στους κυρίους Α. Συλβέστρο Λτδ.   Στο μπροστινό μέρος του Διατακτικού υπήρχε τυπωμένος ο εξής όρος:

“Please deliver to the order of M/S A. SYLVESTROS LTD the above mentioned goods deposited in our name in the above mentioned warehouse against payment of all charges, dues of any sort and surrender of this Delivery Order.”

Στο πίσω μέρος του Διατακτικού υπήρχε η εξής χειρόγραφη σημείωση:

“Παρακαλούμεν όπως παραδώσετε τα σχετικά εμπορεύματα, νοουμένου ότι όλα τα αποθηκευτικά και άλλα έξοδα από την ημέρα της αποθήκευσης τους, εισπραχθούν από εσάς.”

Τα πιο πάνω 606 χαρτόνια αποσύρθηκαν στις 3.5.93.  Σύμφωνα με τον Διευθυντή των εφεσειόντων (Ζ. Μερκή) οι τελευταίοι επέτρεψαν την απόσυρση των εμπορευμάτων με βάση το Τελωνειακό Έντυπο C.41 - Τεκ. 4 - που τους παρουσίασε ο Στέλιος Γενεθλίου (Μ.Ε. 1) Τελωνειακός υπάλληλος.  Όπως εξήγησε ο μάρτυρας μέχρι και την παράδοση των εμπορευμάτων δεν είχε δει το Διατακτικό (Τεκ. 2). Το είδε για πρώτη φορά στις 12.5.93. Ήταν η θέση του ότι από την στιγμή που του παρουσιάστηκε το Τελωνειακό Έντυπο C.41 είχε υποχρέωση να παραδώσει τα εμπορεύματα εφόσον υπήρχε εκεί Τελωνειακός υπάλληλος.

Τα εμπορεύματα αποσύρθηκαν από την αποθήκη των εφεσειόντων στην παρουσία του τελωνειακού υπάλληλου Στέλιου Γενεθλίου (Μ.Ε.1).  Ο μάρτυρας αυτός ετοίμασε το πιο πάνω έντυπο C.41. Υπογράφοντας το έντυπο C.41 πιστοποιούσε ότι τα εμπορεύματα εξήχθησαν από αποθήκες αποταμίευσης για εξαγωγή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Διευθυντή των εφεσειόντων όσον αφορά την βάση της συναλλαγής όπως αυτή διαφαίνεται από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του.    Δεν δέχθηκε το μέρος της μαρτυρίας του με το οποίο ισχυρίσθηκε ότι σύμφωνα με την μεταξύ τους πρακτική, η εφεσίβλητη πίστωνε τον λογαριασμό του με τα αποθηκευτικά τέλη.

Η μαρτυρία όλων των άλλων μαρτύρων κρίθηκε αξιόπιστη και έγινε δεκτή.  Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο [*1929]δικαστήριο διατύπωσε τα πιο κάτω συμπεράσματα και ευρήματα:

“Στην προκειμένη περίπτωση η νομική σχέση μεταξύ των διαδίκων διέπεται από την μεταξύ τους συμφωνία που περιλαμβάνεται στο Πιστοποιητικό Κατάθεσης Τεκ. 1. Στο Τεκ. 1 δεν αναφέρεται ρητά οτιδήποτε για την έκδοση Διατακτικού για την παράδοση των εμπορευμάτων.  Γίνεται όμως έμμεση αναφορά στη δεύτερη παράγραφο του Τεκ. 1 που αναφέρεται ότι η παράδοση των εμπορευμάτων έναντι απόδειξης από τον νόμιμο ιδιοκτήτη ή η μεταβίβαση τους σε άλλο πρόσωπο ακυρώνει το Διατακτικό (“The delivery of the goods against a receipt from the lawful owner or the transfer to the transferee’s name cancels the present Certificate”).  Εν πάση περιπτώσει τα δύο μέρη συμφωνούν ότι οι εναγόμενοι σαν ιδιοκτήτες των εμπορευμάτων μπορούσαν να αποσύρουν εμπορεύματα με την έκδοση Διατακτικού είτε στο όνομα τους είτε στο όνομα άλλου προσώπου.  Για το σκοπό αυτό οι εναγόμενοι χρησιμοποιούσαν ειδικό έντυπο με την ονομασία Delivery Order. Το διατακτικό αυτό στη σύνεχεια θα έπρεπε να παραδοθεί στους ενάγοντες ώστε να γίνει δυνατή η εκτελώνιση των εμπορευμάτων.  Στις 26.4.93 οι εναγόμενοι εξέδωσαν σχετικό διατακτικό - Τεκ. 2 - με το οποίο εξουσιοδοτούντο οι ενάγοντες να παραδώσουν τα εμπορεύματα στην εταιρεία Α.  Συλβέστρος Λτδ.  Στο Τεκ. 2 υπήρχε ειδικός όρος τόσο στο μπροστινό μέρος όσο και στο πίσω μέρος ότι η παράδοση των εμπορευμάτων θα έπρεπε να είχε γίνει έναντι πληρωμής όλων των αποθηκευτικών τελών. Οι ενάγοντες επέτρεψαν στα εμπορεύματα να αποσυρθούν χωρίς να παραλάβουν το Διατακτικό με αποτέλεσμα να μην εισπράξουν τα αποθηκευτικά τέλη από τους παραλήπτες των εμπορευμάτων γεγονός που οδήγησε στην παρούσα αντιδικία.

............................................................................................................”

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε ως εξής το θέμα το οποίο εκαλείτο να αποφασίσει:

“Κατά πόσο οι ενάγοντες με βάση το διατακτικό - Τεκ. 2 - είχαν συμβατική υποχρέωση να συμμορφωθούν με τον όρο που έθεσαν οι εναγόμενοι στο Τεκ. 2.”

Αφού ανέλυσε τις αντίστοιχες θέσεις των δύο πλευρών το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως πιο κάτω:

“Ήταν κατά τη γνώμη μου υποχρέωση των εναγόντων να πα[*1930]ραδώσουν τα εμπορεύματα σύμφωνα με τις οδηγίες των εναγομένων. Υπό τις περιστάσεις αυτό θα μπορούσε να γίνει αφού παραλάμβαναν και συμμορφώνονταν με τους όρους του Διατακτικού.”

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε πως οι εφεσείοντες δεν πήραν το Διατακτικό στα χέρια τους πριν παραδώσουν τα εμπορεύματα. Σύμφωνα με την μαρτυρία το Διατακτικό το πήραν στις 12.5.93 από το Τελωνείο μετά που η Τράπεζα ζήτησε αντίγραφο.

Η τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει ως εξής:

“Με βάση τα πιο πάνω βρίσκω ότι οι ενάγοντες κατά παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων επέτρεψαν την απόσυρση των εμπορευμάτων από τις αποθήκες τους χωρίς να έχουν στην κατοχή τους το Διατακτικό (Delivery Order) που εξέδωσε η εναγόμενη Τράπεζα στο οποίο περιλαμβάνετο όρος ότι τα αποθηκευτικά τέλη θα έπρεπε να πληρώνοντο από τρίτο πρόσωπο αντί της ιδίας.

Με βάση τα πιο πάνω η αξίωση των εναγόντων όσον αφορά την λεπτομέρεια (δ) της παραγράφου 3 δεν μπορεί να ευσταθήσει και ως εκ τούτου το μέρος αυτό της απαίτησης απορρίπτεται.”

Σε σχέση με την ανταπαίτηση το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε:

“Έρχομαι τώρα στην ανταπαίτηση.  Όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εναγόμενης Τράπεζας η ανταπαίτηση της θα είχε ουσιαστική σημασία μόνο σε περίπτωση που το Δικαστήριο θα εξέδιδε απόφαση εναντίον της όσον αφορά τα αποθηκευτικά τέλη της παραγράφου 3(δ) της έκθεσης απαίτησης.  Επειδή όπως είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η απαίτηση των εναγόντων όσον αφορά την παράγραφο 3(δ) καταρρέει δεν χρειάζεται να εξετάσω περαιτέρω την ανταπαίτηση.  Σε περίπτωση όμως που η αγωγή των εναγόντων δεν θα απορρίπτετο όσον αφορά τα τέλη της παραγράφου 3(δ) της έκθεσης απαίτησης, τότε με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία και ευρήματα θα εξέδιδα απόφαση υπέρ των εναγομένων ως η παράγραφος 9Α της ανταπαίτησης.”

Έχουμε παραθέσει το ερώτημα το οποίο σύμφωνα με το πρω[*1931]τόδικο δικαστήριο, εγειρόταν για επίλυση (βλ. σελ. 5). Παρατηρούμε ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό σίγουρα προϋποθέτει ότι η εφεσίβλητη είχε θέσει υπόψη των εφεσειόντων το διατακτικό (Τεκ. 2).  Αυτή άλλωστε ήταν η θέση την οποία είχε προβάλει με το δικόγραφο της.  Αυτή, επίσης, ήταν και η θέση της στη διάρκεια της δίκης.  Καθώς φαίνεται από τα πρακτικά (βλ. σελ. 19 και 20) κατά την ακρόαση υπέβαλε στο Διευθυντή των εφεσειόντων ότι του παρεδόθη το “delivery order” κατά/ή περί την 26.4.93.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι το διατακτικό (Τεκ. 2) δεν είχε παραδοθεί στους εφεσείοντες. Στη συνέχεια προχώρησε να αποδώσει στους εφεσείοντες παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων γιατί “επέτρεψαν την απόσυρση των εμπορευμάτων από τις αποθήκες τους χωρίς να έχουν στην κατοχή τους το διατακτικό (delivery order), που εξέδωσε η εναγόμενη Τράπεζα, στο οποίο περιλαμβάνετο όρος ότι τα αποθηκευτικά τέλη θα έπρεπε να πληρώνοντο από τρίτο πρόσωπο αντί της ιδίας.”

Βλέπουμε, λοιπόν, πως ενώ με το δικόγραφο της η εφεσίβλητη αποδίδει ευθύνη στους εφεσείοντες επειδή παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις ρητές οδηγίες του διατακτικού, κάτι που εξυπακούει ότι είχαν στην κατοχή τους το διατακτικό, το πρωτόδικο δικαστήριο τους αποδίδει ευθύνη γιατί επέτρεψαν την απόσυρση των εμπορευμάτων “χωρίς να έχουν στην κατοχή τους το διατακτικό”. 

Είναι, επομένως, πρόδηλο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει λειτουργήσει πάνω σε βάση διαφορετική από εκείνη που είχε προβάλει η εφεσίβλητη με το δικόγραφο της και με τη θέση που υιοθέτησε κατά τη δίκη.  Τα ευρήματα, διαπιστώσεις και τελικά συμπεράσματα  του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν συνάδουν με το δικόγραφο και τη θέση της εφεσίβλητης - κατά τη δίκη.

Αυτή η αντινομία τέθηκε ενώπιον των συνηγόρων των μερών στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπέδειξε πως το ζήτημα δεν θίγεται από τους λόγους έφεσης.

Δέχθηκε ότι η υπόθεση πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικόγραφα αλλά υπέδειξε ότι δόθηκε μαρτυρία χωρίς ένσταση (Βλ.  Λεμονάρης ν. Πολεμίτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 530, 535).  Τα  ουσιώδη γεγονότα έχουν καλυφθεί.  Πρόκειται - συνέχισε - για πραγματικά ζητήματα τα οποία αξιολογήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και δεν υπάρχει πλάνη ή λάθος από το πρωτόδικο δικαστήριο.

[*1932]

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων συμφώνησε με την θέση του συναδέλφου του ότι το θέμα δεν καλύπτεται από τους λόγους της έφεσης.  Μπορεί όμως να εξετασθεί από το Εφετείο δυνάμει των εξουσιών που του παρέχονται από τη Δ.35  θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Έκαμε αναφορά στη Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766, 776. Υπέδειξε ωστόσο ότι η έφεση μπορεί να πετύχει με βάση τους υφιστάμενους λόγους της έφεσης.   

Δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε κατά πόσο είναι εφικτή η εξέταση της πιο πάνω αντινομίας δυνάμει της Δ.35  θ.8.  Θα προχωρήσουμε στην εξέταση της έφεσης με βάση τους λόγους της έφεσης.

Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προσέγγισε το όλο θέμα και την διαφορά σαν θέμα όρων παράδοσης των εμπορευμάτων, ενώ είναι καθαρά περίπτωση συμφωνίας για φύλαξη εμπορευμάτων έναντι τιμήματος. Ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία των μερών ότι “έχουν συμφωνήσει ότι η χρέωση των £8,718.52, αποτελεί λογική αμοιβή για αποθήκευση των επιδίκων εμπορευμάτων”, το θέμα τελείωνε και θα έπρεπε να εκδοθεί απόφαση εναντίον της εναγομένης. Οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης αποτελούν θέμα ανταπαίτησης, η οποία βέβαια υπήρχε στα δικόγραφα, αλλά χωρίς “λεπτομέρειες παράβασης καθήκοντος”.

Όπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 4) το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η νομική σχέση των μερών διέπεται από τη μεταξύ τους συμφωνία - Τεκ. 1.  Καθίσταται απαραίτηττη η αναφορά στο περιεχόμενο του Τεκ. 1. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος του:

Στο άνω μέρος του Τεκ. 1 υπάρχει το όνομα και η διεύθυνση των εφεσειόντων και ακολουθούν τα πιο κάτω:

“CERTIFICATE OF DEPOSIT

It has been deposited by Messrs HELLENIC BANK (SILVESTROS) the following goods:

Description and Quantity of Goods.

1653 CTNS  DOMESTIC AIR FANS

The above goods have been received into our Warehouse at [*1933]ASIAS STR., LIMASSOL, as described and insured against Fire for 55646.00 from today until removal.

Date 12/04/1989    Storekeeper ................  Director ...............

The present title is not transferable.

The delivery of the goods against a receipt from the lawful owner or the transfer to the transferee’s name cancels the present Certificate.

The goods are subject to storage fees and to the Internal Regulations and tariffs of the Company.

............................................................................................................

The Depositors Agree and undertake to comply with the Company’s Regulations and Tariffs and are ready to pay on request all charges as follows:

STORE RENT per package/piece per week or part thereof @ £0.04.

INSURANCE PREMIUM against FIRE for every 100 £ for one month or part thereof @ 0.20.

.............................................................................................................”

Σε μετάφραση:

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ.

Τα ακόλουθα εμπορεύματα έχουν κατατεθεί από τους Κυρίους ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (SILVESTROS).

Περιγραφή και ποσότητα εμπορευμάτων

        

1653 χαρτόνια οικιακών ανεμιστήρων.

Τα πιο πάνω εμπορεύματα έχουν παραληφθεί στις αποθήκες μας στην οδό ΑΣΙΑΣ, ΛΕΜΕΣΟΣ, όπως περιγράφονται και έχουν ασφαλισθεί έναντι πυρκαγιάς για 55646.00 από σήμερα μέχρι την μετακίνηση τους.

Ημερ. 12.4.1989    Αποθηκάριος ..............  Διευθυντής ..........

[*1934]

Ο παρών τίτλος δεν είναι μεταβιβάσιμος.  Η παράδοση των εμπορευμάτων έναντι απόδειξης από τον νόμιμο ιδιοκτήτη ή η μεταβίβαση στο όνομα του εκδοχέα ακυρώνει το παρόν πιστοποιητικό.

Τα εμπορεύματα υπόκεινται σε αποθηκευτικά τέλη και στους εσωτερικούς κανονισμούς και τέλη της Εταιρείας.

..............................................................................................................

Οι καταθέτες συμφωνούν και αναλαμβάνουν να συμμορφωθούν με τους Κανονισμούς και Τέλη της Εταιρείας και είναι έτοιμοι να πληρώσουν, αφού τους ζητηθεί, όλα τα τέλη ως ακολούθως:

Ενοίκιο αποθήκευσης για κάθε χαρτόνι/κομμάτι ή μέρος αυτού την εβδομάδα £0.04.

Ασφάλιστρα έναντι πυρκαγιάς για κάθε £100 για ένα μήνα ή μέρος αυτού £0.20.

............................................................................................................”

Από μια απλή ανάγνωση του Τεκ. 1 καθίσταται πρόδηλο ότι πρόκειται για συμφωνία φύλαξης εμπορευμάτων έναντι αμοιβής.  Ο όρος στον οποίο έχει αναφερθεί το πρωτόδικο δικαστήριο, ο οποίος σχετίζεται με την παράδοση των εμπορευμάτων έναντι απόδειξης, δεν μεταβάλλει τη φύση της συμφωνίας.  Εφόσον, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, η νομική σχέση των μερών διέπεται από το Τεκ. 1 η κατ’ ισχυρισμό μη συμμόρφωση των εφεσειόντων με τους όρους παράδοσης δεν αλλοιώνει τη φύση της συμφωνίας και τις υποχρεώσεις των μερών δυνάμει αυτής.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης είναι έγκυρος.  Το θέμα της κατ’ ισχυρισμό μη συμμόρφωσης με τους όρους παράδοσης αποτελεί θέμα ανταπαίτησης στο οποίο θα αναφερθούμε σε μεταγενέστερο στάδιο.  Πρέπει δε να τονιστεί ότι η εφεσίβλητη με την υπεράσπιση και με την ανταπαίτηση της δεν αποδίδει οποιαδήποτε υπαιτιότητα στους εφεσείοντες για παράδοση των εμπορευμάτων κατά παράβαση των όρων του Τεκ. 1 αλλά για παράδοση τους κατά παράβαση των όρων του διατακτικού. Άλλωστε αποτελούσε κοινό έδαφος ότι η εφεσίβλητη εξέδωσε διατακτικό για την παράδοση των εμπορευμάτων στην εταιρεία Α. Sylvestros Ltd.

Με άλλο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες διατείνονται ότι η υιοθέτηση από το πρωτόδικο δικαστήριο  του ισχυρισμού της εφεσίβλητης ότι οι εφεσείοντες είχαν συμβατική υποχρέωση να συμμορφω[*1935]θούν με τον όρο που η εφεσίβλητη έθεσε στο διατακτικό παράδοσης, Τεκ. 2, για να παραδώσουν τα εμπορεύματα νοουμένου ότι θα εισπραχθούν τα αποθηκευτικά, είναι λανθασμένη, ιδιαίτερα διότι η τέτοια θέση, παραγνωρίζει το αναμφισβήτητο γεγονός, το οποίο αποδέχεται και το δικαστήριο, ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε, μέχρι την παράδοση έλαβαν γνώση του ως άνω διατακτικού παράδοσης, αφού η εφεσίβλητη ουδέποτε απέστειλε αυτό στους εφεσείοντες.   

Για τον ίδιο λόγο είναι εσφαλμένο και το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι “η παράδοση των εμπορευμάτων χωρίς την παραλαβή του διατακτικού .... αποτελούσε και παράβαση του όρου που έθεσε η εναγόμενη Τράπεζα στο διατακτικό”.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι εφεσείοντες έχουν παραβεί τις συμβατικές τους υποχρεώσεις γιατί επέτρεψαν την απόσυρση των εμπορευμάτων από τις αποθήκες τους χωρίς να έχουν στην κατοχή τους το διατακτικό που εξέδωσε η εναγόμενη Τράπεζα στο οποίο περιλαμβάνετο όρος ότι τα αποθηκευτικά τέλη θα έπρεπε να πληρώνοντο από τρίτο πρόσωπο αντί της ιδίας.

Αυτή η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου προϋποθέτει την ύπαρξη συμβατικής υποχρέωσης η οποία να υπαγορεύει ότι η παράδοση των εμπορευμάτων είναι δυνατή μόνο με την παρουσίαση διατακτικού, το οποίο περιέχει και όρο για την πληρωμή των αποθηκευτικών τελών.  Τέτοια συμβατική υποχρέωση δεν είχε ποτέ συναφθεί.  Ούτε και μπορεί να είχε δημιουργηθεί εκ των υστέρων.  Εφόσον οι εφεσείοντες δεν είχαν ποτέ λάβει γνώση του διατακτικού, δεν είχαν λάβει ούτε και γνώση του σχετικού όρου.  Έπεται πως το βάθρο πάνω στο οποίο έχει στηριχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλογίσει στους εφεσείοντες παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων ήταν ανύπαρκτο.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης είναι  έγκυρος.  Εσφαλμένα λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο έχει καταλογίσει στους εφεσείοντες παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων.

Ποια θα πρέπει να είναι η τελική κατάληξη μας ενόψει της απόφανσης μας για εγκυρότητα των πιο πάνω λόγων της έφεσης;  Αυτό είναι ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί με βάση την συμφωνία των μερών και με βάση την έκθεση απαίτησης.  Όπως έχει ήδη υποδειχθεί πρόκειται για συμφωνία αποθήκευσης εμπορευμάτων έναντι αμοιβής. Η έκθεση απαιτήσεως έχει διατυπωθεί πάνω στην ίδια βάση.  Εφόσον η επίδικη αποθήκευση και το οφειλόμενο δια αυτή ποσό δεν έχουν αμφισβητηθεί οι εφεσείοντες δικαιούνται σε από[*1936]φαση για το επίδικο ποσό.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να είχε εκδώσει απόφαση υπέρ των εφεσειόντων. 

Για τους λόγους αυτούς, στην άσκηση των εξουσιών μας δυνάμει του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν 14/60) και της Δ.35  θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, επιτρέπουμε την έφεση.  Παραμερίζουμε την πρωτόδικη απόφαση και εκδίδουμε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων για το πιο πάνω ποσό των Λ.Κ. 8.718,52 με έξοδα τόσο στην έφεση όσο και στην πρωτόδικη διαδικασία (Βλ. Karaolis v. Karaolis (1965) 1 C.L.R. 24, 35).

Η ανταπαίτηση.

Έχουμε ήδη αναφερθεί στο μέρος της πρωτόδικης απόφασης το οποίο σχετίζεται με την ανταπαίτηση (βλ. σελ. 5-6).  Οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάσισε ότι “σε περίπτωση που η αγωγή των εναγόντων δεν θα απορρίπτετο”, τότε με βάσει την ενώπιόν του μαρτυρία και ευρήματα, θα εξέδιδε απόφαση υπέρ των εναγομένων, ως η παράγραφος 9Α της ανταπαίτησης.  Υποστήριξαν:

“α.Ελλείπει παντελώς η αιτιολογία στο πως κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο. Η μόνη αναφορά που γίνεται στην απόφαση, είναι η 1η παράγραφος της σελ. 17 της απόφασης, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία - η σχετική αναφορά παρατίθεται στις σελ. 5-6 πιο πάνω.

 β.  Προϋπόθεση διά να καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα και/ή απόφαση το Δικαστήριο, θα ήτο να υπήρχε εύρημα του Δικαστηρίου, ότι λόγω της συμπεριφοράς, της πράξης ή της παράλειψης της ενάγουσας, η εναγόμενη, υπέστη ισόποση ζημιά.  Όχι μόνο τέτοιο εύρημα του Δικαστηρίου δεν υπάρχει, όχι μόνο τέτοιος ισχυρισμός δεν προβάλλεται στα δικόγραφα, που να καθορίζει την ζημιά (όχι αόριστα να επικαλείται ζημιά) και να δίδει λεπτομέρειες της ζημιάς αυτής, αλλά τουναντίον ή ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία, είναι ότι η εναγόμενη, ουδεμία ζημιά υπέστη ή ακόμα θα υποστεί στο μέλλον από ενδεχόμενη απόφαση του Δικαστηρίου, υπέρ της ενάγουσας, αφού σ’ αυτή την περίπτωση, η εναγόμενη θα χρεώσει τον λογαριασμό της Εταιρείας που παρέλαβε τα εμπορεύματα, Α. Σιλβέστρος Λτδ, ο οποίος καλύπτεται με εγγυήσεις, με το ποσό της απόφασης.”

Η αρχή - κατέληξε η σχετική εισήγηση -  είναι ότι σε τέτοιες πε[*1937]ριπτώσεις δεν είναι αρκετός ο ισχυρισμός, στις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων, ότι ο διάδικος “υπέστη ζημιές”.  Θα έπρεπε να παραθέτονται λεπτομέρειες των ζημιών, άλλως δεν μπορεί όχι μόνο να επιδικασθούν τέτοιες ζημιές, αλλά ούτε καν να επιτραπεί να δοθεί τέτοια μαρτυρία, ενώπιον του δικαστηρίου.

Η ζημιά που αξιώνεται με την ανταπαίτηση αποτελεί ειδική ζημιά. Οι ισχυρισμοί που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης φέρνουν στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν την αξίωση και την απόδειξη ειδικών αποζημιώσεων.  Έχει νομολογηθεί ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση, να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία.  Ο ενάγων βαρύνεται με την υποχρέωση να αποδείξει με καθαρή μαρτυρία τα κονδύλια που διεκδικεί ως ειδικές αποζημιώσεις (Βλ. Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 687, Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 A.A.Δ. 1157, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 A.A.Δ. 396, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Λοΐζου ν. Μουρτζή (1999) 1 A.A.Δ. 883, Μαΐττα ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 1).

Έχουμε παραθέσει το μέρος του δικογράφου της εφεσίβλητης που σχετίζεται με την επίδικη ζημιά (βλ. σελ. 2).  Έχουμε την άποψη πως δεν ικανοποιεί τις πιο πάνω απαιτήσεις της νομολογίας.   Δεν εξειδικεύει γιατί η εφεσίβλητη έχει υποστεί τη ζημιά - αντικείμενο της ανταπαίτησης.  Περαιτέρω, από τη μελέτη της μαρτυρίας, προκύπτει πως η εφεσίβλητη όχι μόνο δεν έχει αποδείξει την ζημιά της με τον αυστηρό τρόπο που απαιτείται από τη νομολογία αλλά δεν την έχει αποδείξει με οποιοδήποτε λόγο.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης είναι έγκυρος.  Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη και παραμερίζεται.

Η έφεση επιτρέπεται.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης για ποσό Λ.Κ. 8.718,52 με έξοδα όπως υποδεικνύεται πιο πάνω.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο