Γεωργίου Kύπρος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Tραπέζης Kύπρου Λτδ (Aρ. 2) (1999) 1 ΑΑΔ 1938

(1999) 1 ΑΑΔ 1938

[*1938]24 Nοεμβρίου, 1999

[ΠIKHΣ, Π., HΛIAΔHΣ, XATZHXAMΠHΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Eφεσείων-Eναγόμενος 2,

v.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ

ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ (AΡ. 2),

Eφεσιβλήτων-Eναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10096)

 

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην — Ο αιτητής οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση — Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός του δικαιώματος διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών — Όμως η χωρίς λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να λάβει έγκαιρα μέτρα προς ακύρωση της απόφασης συνιστούν λόγο για απόρριψη της αίτησης.

Η εφεσίβλητη εταιρεία καταχώρησε στις 9/8/94 ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα με το οποίο ζητούσε από την πρωτοφειλέτιδα και τρεις εγγυητές (μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων) την καταβολή του ποσού των £1.780,04σ. ως καθυστερημένα ενοίκια, τόκους και έξοδα, σύμφωνα με τους όρους σύμβασης ενοικιαγοράς ενός οχήματος.  Η αγωγή επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 4/10/94 αλλά αυτός παρέλειψε να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να εξασφαλίσει απόφαση για το οφειλόμενο ποσό στις 31/10/94.  Στις 9/10/96 η εφεσίβλητη καταχώρησε εναντίον του εφεσείοντα αίτηση καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους διά μηνιαίων δόσεων.  Ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ο εφεσείων καταχώρησε στις 22/9/97 αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο.  Κατ’ έφεση ο εφεσείων αμφισβήτησε την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης.

[*1939]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η γενική αρχή του δικαίου όπως προκύπτει από τη νομολογία είναι ότι για να επιτύχει τον παραμερισμό μιας απόφασης ο αιτητής θα πρέπει να πείσει ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη από τη μια την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών. Όμως η χωρίς λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγο για την απόρριψη της αίτησης.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ανάλυση των νομικών αρχών που εφαρμόζονται και μέσα στα πλαίσια των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του η απόφαση του κρίνεται ορθή. Η χωρίς σοβαρό λόγο παράλειψη του εφεσείοντα να καταχωρήσει αρχικά εμφάνιση και η μετέπειτα αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να λάβει άμεσα μέτρα για τον παραμερισμό της απόφασης συνιστούν τη βάση που έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την απόρριψη της έφεσης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646,

Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317,

Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159,

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

Mine and Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 A.A.Δ. 26,

Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 A.A.Δ. 28,

Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1 A.A.Δ. 941.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο 2 κατά της απόφασης του Eπαρχια[*1940]κού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xατζηγιάννη-Iωσήφ, E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Oκτωβρίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 7723/94) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του για έκδοση διατάγματος παραμερισμού απόφασης του Δικαστηρίου για καταβολή ποσού, ως ενός εκ των τριών εγγυητών της πρωτοφειλέτιδας για καθυστερημένα ενοίκια, τόκους και έξοδα, σύμφωνα με τους όρους σύμβασης ενοικιαγοράς ενός οχήματος.

Ε. Βραχίμη και Λ. Βραχίμης, για τον Eφεσείοντα.

Στ. Ανδρέου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση προσβάλλει την εγκυρότητα απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του εφεσείοντος που καταχωρήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.17, θ. 10 για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του.

(α)       Τα γεγονότα

Η εφεσίβλητη εταιρεία καταχώρησε στις 9/8/94 ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα με το οποίο ζητούσε από την πρωτοφειλέτιδα και τρεις εγγυητές (μεταξύ των οποίων και ο εφεσίβλητος) την καταβολή του ποσού των £1.780.04 σ. ως καθυστερημένα ενοίκια, τόκους και έξοδα, σύμφωνα με τους όρους σύμβασης ενοικιαγοράς ενός οχήματος.  Η πιο πάνω αγωγή επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 4/10/94 αλλά αυτός παρέλειψε να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης.  Ετσι η εφεσίβλητη στις 31/10/94 εξασφάλισε απόφαση εναντίον όλων των εναγομένων για το οφειλόμενο ποσό.

Στις 9/10/96 η εφεσίβλητη καταχώρησε εναντίον του εφεσείοντος αίτηση καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους δια μηνιαίων δόσεων.  Ο τελευταίος σε σχετική ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε ισχυρίστηκε ότι (i)  ουδέποτε εγγυήθηκε την α΄ εναγομένη, (ii)  δεν γνώριζε τα νομικά επακόλουθα της μη καταχώρισης εμφάνισης γιατί δεν είχε τύχει νομικής συμβουλής και (iii)  για πρώτη φορά έμαθε ότι εκδόθηκε απόφαση   εναντίον του όταν του επιδόθηκε αίτηση καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις.

[*1941]Ενώ ακόμα εκκρεμούσε η διαδικασία εξέτασης της αίτησης καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις, ο εφεσείων καταχώρησε στις 22/9/97 αίτηση παραμερισμού της απόφασης.  Ο εφεσείων αμφισβητεί την εγκυρότητα της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης ισχυριζόμενος ότι,

           

(1)   Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τη μέχρι σήμερα νομολογία ότι ο αιτητής που επιζητεί τον παραμερισμό μιας απόφασης θα πρέπει να αποκαλύψει απαραίτητα σοβαρό λόγο για τη μη εμφάνιση του στο Δικαστήριο και να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η καθυστέρηση του να καταχωρίσει αίτηση για τον παραμερισμό της απόφασης είναι δικαιολογημένη.

(2)   Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το περιεχόμενο ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης σε άλλη αίτηση που βρισκόταν καταχωρημένη στο φάκελο του Δικαστηρίου.

(β)       Η νομική πλευρά

Οι αρχές που διέπουν τον παραμερισμό μιας απόφασης λόγω παράλειψης του εναγομένου να εμφανισθεί αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών Αγγλικών και Κυπριακών αποφάσεων.  (Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R 646, Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317, Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159, Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρο) (1993) 1 A.A.Δ. 26, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ. (1997) 1 A.A.Δ. 28).  Στην Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτης (1997) 1 A.A.Δ. 941 γίνεται μια εκτενής ανάλυση της σχετικής νομολογίας· υιοθετήθηκαν οι αρχές όπως καθορίσθηκαν στην απόφαση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210, που τονίζουν αφενός την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουσθεί και αφετέρου την ανάγκη διασφάλισης της άνευ προσκόμματος αποπεράτωσης της δίκης.  Ταυτόχρονα σημειώθηκε ότι όταν η συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης ισοδυναμεί με καταφρόνηση του Δικαστηρίου ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση.  Όπως εξηγεί ο Πικής, Π., που έδωσε την απόφαση του Εφετείου,

“Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, [*1942]νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης.”

Η γενική αρχή του δικαίου όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις είναι ότι για να επιτύχει τον παραμερισμό μιας απόφασης ο αιτητής θα πρέπει να πείσει ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη από τη μια την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών.  Όμως η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγο για την απόρριψη της αίτησης.  (Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) και Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτης (πιο πάνω).  Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Νικήτα στην απόφαση Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) (πιο πάνω),

“Η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεση του.”

(γ)        Συμπεράσματα

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του διαπίστωσε ότι από το μέρος εκείνο του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος που μπορούσε να γίνει αποδεκτό, ο ισχυρισμός του ότι ουδέποτε υπέγραψε ως εγγυητής της σχετικής συμφωνίας, είναι λόγος που θα μπορούσε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως την ύπαρξη υπεράσπισης.  Ταυτόχρονα όμως το Δικαστήριο εξέτασε γιατί ο εφεσείων παρέλειψε να καταχωρήσει εμφάνιση και γιατί καθυστέρησε να λάβει μέτρα για τον παραμερισμό της απόφασης.  Για τη μη καταχώριση εμφάνισης το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο ισχυρισμός της παράλειψης που προβλήθηκε, ότι δηλαδή ο εφεσείων δεν γνώριζε τα γεγονότα και ότι δεν έτυχε νομικής συμβουλής, δεν ήταν σοβαρός ή εύλογος λόγος για τη μη καταχώριση εμφάνισης. Για την καθυστέρηση των 2½ χρόνων που παρατηρήθηκε από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης μέχρι την καταχώριση της αίτησης για παραμερισμό της πρω[*1943]τόδικης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι κανένας σοβαρός ισχυρισμός δεν προβλήθηκε από τον εφεσείοντα.  Εστω και αν ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι έλαβε γνώση της ύπαρξης της απόφασης μετά την επίδοση της αίτησης καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους δια μηνιαίων δόσεων μπορούσε να γίνει αποδεκτός, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρχε μια καθυστέρηση άλλων 8 μηνών χωρίς να έχει δοθεί οποιαδήποτε ικανοποιητική εξήγηση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μια ανάλυση των νομικών αρχών που εφαρμόζονται και μέσα στα πλαίσια των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του, η απόφαση του κρίνεται ορθή.  Η χωρίς σοβαρό λόγο παράλειψη του εφεσείοντος να καταχωρήσει αρχικά εμφάνιση και η μετέπειτα αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να λάβει άμεσα μέτρα για τον παραμερισμό της απόφασης συνιστούν τη βάση που έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την απόρριψη της έφεσης.

Ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του έλαβε υπόψη στοιχεία από ένορκη δήλωση άλλης αίτησης που περιέχεται στο φάκελο της αγωγής, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.  Η άλλη αίτηση αποτελούσε μέρος του φακέλου και αφορούσε τόσο την ίδια διαδικασία όσο και τους ίδιους διαδίκους. Συνακόλουθα κρίνεται ότι το διάταγμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν λανθασμένο, αφού το Δικαστήριο μπορούσε να αντλήσει πληροφορίες και άλλα στοιχεία από έγγραφα που αποτελούσαν μέρος του φακέλου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο