Γεώργιος Xρυσοστόμου & Yιός Λτδ ν. Long Life Construction Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1944

(1999) 1 ΑΑΔ 1944

[*1944]24 Νοεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

LONG LIFE CONSTRUCTION LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10297)

 

Συμβάσεις — Ποινική ρήτρα — Άρθρο 74(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 — Απουσία μαρτυρίας που να συσχετίζει την έκταση της πραγματικής ζημιάς με το προβλεπόμενο από την ποινική ρήτρα ποσό.

Το επίδικο θέμα στην παρούσα υπόθεση αφορά το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι εδικαιούντο να ενεργοποιήσουν εγγυητική επί τραπέζης η οποία εδόθη από τους εφεσείοντες και να κρατήσουν το ποσό της εγγυητικής ανερχόμενο σε £25.000.  Η εν λόγω εγγυητική είχε δοθεί από τους εφεσείοντες, εργοληπτική εταιρεία, σε σχέση με σύμβαση για ανέγερση του συγκροτήματος των εφεσιβλήτων για το ποσό των £250.000.  Με σκοπό, προφανώς, την πιστή τήρηση της συμφωνίας εκ μέρους των εφεσειόντων, και της παροχής, στο ύψος τουλάχιστον του ποσού της, ασφάλεια στους εφεσίβλητους σε περίπτωση παράβασης της συμφωνίας από τους εφεσείοντες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να ενεργοποιήσουν την εγγυητική αφού δεν είχαν περατωθεί οι εργασίες κατά την ημέρα που την ενεργοποίησαν.  Αποφασίστηκε επίσης ότι οι εφεσίβλητοι εδικαιούντο να κρατήσουν το εισπραχθέν ποσό της εγγυητικής, το οποίο διεκδικούσαν με βάση το Άρθρο 74 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, καθ’ όσον δεν είχε τεθεί θέμα ότι το ποσό αυτό ήταν υπερβολικό ως προς το ύψος των ζημιών τους, παρά το ότι δεν υπήρξε συγκεκριμένη μαρτυρία για τις ζημιές τους και παρά το ότι το θέμα των ζημιών τους είχε παραπεμφθεί σε διαιτησία.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.

[*1945]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η είσπραξη και κράτηση του ποσού της εγγυητικής εσυναρτάτο άμεσα με οποιαδήποτε ζημιά ήθελαν υποστεί οι εφεσίβλητοι ως αποτέλεσμα παράβασης της συμφωνίας από τους εφεσείοντες.  Ούτε τέτοια παράβαση όμως υπήρξε, ούτε οι εφεσίβλητοι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης (και αν ακόμα υπήρχε παράβαση).

2.  Η πτυχή του θέματος, που αφορά το κατά πόσο οι εφεσείοντες ήσαν ένοχοι παράβασης της σύμβασης, ουσιαστικά δεν εξετάσθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία επικεντρώθηκε στo κατά πόσο το έργο παρεδόθη ή όχι στις 30.6.90 που έληγε η εγγυητική.  Από αυτό το ερώτημα όμως και όχι από το ουδέτερο στοιχείο της παράδοσης του έργου είναι που εξαρτάτο το δικαίωμα των εφεσιβλήτων στην εγγυητική. Η πρωτόδικη απόφαση παραγνωρίζει, στα πλαίσια αυτά, και το ότι οι εφεσείοντες εγείρουν ακριβώς το θέμα της ευθύνης στα δικόγραφα τους όπως αναφέρεται στην παραγρ. 4 της εκθέσεως απαιτήσεως, ότι η εγγυητική εδόθη υπό τον όρο ότι δεν θα εζητείτο η είσπραξη της εκτός αν οι εφεσείοντες ήσαν ένοχοι παράβασης της σύμβασης και οι εφεσίβλητοι δεν όφειλαν χρήματα στους εφεσείοντες.

3.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αν και η ζημιά των εφεσιβλήτων δεν συγκεκριμενοποιήθηκε, εν τούτοις εδικαιούντο να κρατήσουν όλο το ποσό της εγγυητικής διότι δεν είχε αμφισβητηθεί ως υπερβολικό, εκτός του ότι δεν ήταν η θέση των συνηγόρων των εφεσειόντων, συνιστά παρερμηνεία του Άρθρου 74 και της σχετικής νομολογίας.

4.  Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε παντελής έλλειψη μαρτυρίας αναφορικά με οποιαδήποτε ζημιά των εφεσιβλήτων.  Ελλείψει τέτοιας μαρτυρίας η απόδοση του ποσού της εγγυητικής στους εφεσίβλητους με την πρωτόδικη απόφαση, ισοδυναμούσε με έγκριση ποινικής ρήτρας κατά των εφεσειόντων.

5.  Η εγγυητική στερείται συμβατικής ουσίας και συνάρτησης, αφού η ίδια η συμφωνία των μερών δεν αναφέρει ότι το ποσό της είναι συμφωνημένες αποζημιώσεις ή ποινική ρήτρα.  Και η ίδια η εγγυητική δεν αναφέρεται ως συμφωνημένες αποζημιώσεις η ως ποινική ρήτρα και δεν συσχετίζεται αφ’ εαυτής με τη συμφωνία.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.

[*1946]Αναφερόμενη υπόθεση:

Χαραλάμπους ν. A. N. Stasis Estates Ltd (1991) 1 A.A.Δ. 418.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες (εργοληπτική εταιρεία) κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Φωτίου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Iουνίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 5797/90) με την οποία απορρίφθηκε αγωγή τους λόγω αποτυχίας απόδειξης ότι οι εναγόμενοι δεν ενεργοποίησαν νόμιμα το ποσό εγγυητικής επί τράπεζας την οποία οι ίδιοι έδωσαν και η οποία απέρρεε από συμβατική υποχρέωση των εναγόντων για ανέγερση πέντε ορόφων σε συγκρότημα των εναγομένων.

Ρ. Μιχαηλίδης, για τους Eφεσείοντες.

Μ. Παυλίδης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση  του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Οι τέσσερις λόγοι έφεσης στην υπόθεση αυτή έχουν περιορισθεί ουσιαστικά σε δύο - τους (α) και (β) - αφού για τους (γ) και (δ) δεν παρέχεται εξειδίκευση και απλώς γίνεται παραπομπή στην αιτιολόγηση που παρεσχέθη για τους άλλους.  Αλλά και οι λόγοι (α) και (β) είναι συναφείς και αφορούν το ίδιο θέμα, κατά πόσο δηλαδή οι εφεσίβλητοι (α) νόμιμα ενεργοποίησαν εγγυητική επί τραπέζης η οποία εδόθη από τους εφεσείοντες και (β) κράτησαν το ποσό της εγγυητικής.

Το θέμα προέκυψε από σύμβαση μεταξύ των εφεσειόντων, που είναι εργοληπτική εταιρεία, και των εφεσιβλήτων, για την ανέγερση πέντε ορόφων σε συγκρότημα των εφεσιβλήτων για το ποσό των £250,000.  Σε σχέση με την εν λόγω σύμβαση, εδόθη εκ μέρους των εφεσειόντων η ακόλουθη εγγυητική επιστολή προς όφελος των εφεσιβλήτων υπό της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ:

“With reference to tender by your contract with MESSRS GEORGIOS CHRYSOSTOMOU & SON LTD Limassol dated 1.09.88 and at his/their request we hereby undertake to hold at your disposal the sum of up to C£25,000.- (CYPRUS POUNDS [*1947]TWENTY FIVE THOUSAND ONLY) only which we shall pay to you without any reference to, and in spite of any contestation by the said MESSRS GEORGIOS CHRYSOSTOMOU & SON LTD LIMASSOL immediately on your demand being made to us in writing by ordinary or registered post or by delivery by hand at our offices or by authenticated cable or telex message, stating that Mr/Messrs GEORGIOS CHRYSOSTOMOU & SON LTD have not fulfilled the terms and conditions of their above mentioned tender contract you claim payment under this guarantee.

Any claim under this guarantee should be received by us on or before the 28.02.1990 which date our aforesaid guarantee shall cease and be of any effect and must be returned.”

Η εν λόγω εγγυητική ανανεώθηκε τελικά μέχρι τις 30.6.1990.  Την ημέρα εκείνη οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από την Τράπεζα το ποσό της εγγυητικής, το οποίο και εισέπραξαν στις 13.7.1990.  Στις 28.6.1990 οι εφεσείοντες είχαν αποστείλει την ακόλουθη επιστολή στους εφεσίβλητους:

“Αναφερόμαστε στην υποχρέωση να παραδώσουμε το όλο έργο στις 30.6.1990.

Επειδή λήγει η τραπεζική εγγύηση μας με αρ. 5023/022/88, και έχωντας υπ’ όψη ότι δεν έχουμε ανταποκριθεί στην υποχρέωση μας, για λόγους τους οποίους σας αναφέραμε επανειλημμένα στις επιστολές μας και μπορείτε να ζητήσετε την είσπραξη του ποσού της εγγυήσεως, θέλουμε με την παρούσα να σας διαβεβαιώσουμε ότι καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια να ολοκληρώσουμε το έργο μέχρι τις 15.7.90, νοουμένου ότι και οι διάφοροι υπεργολάβοι σας θα ακολουθήσουν το νέο πρόγραμμα.  Ζητούμε παράταση μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία για να έχουμε περιθώρια τουλάχιστον 8 ημερών μετά τις εργασίες των υπεργολάβων για να παραδώσουμε στον επιβλέποντα μηχανικό το όλο έργο.”

Στην επιστολή αυτή δεν ελήφθη απάντηση.  Στις 9.7.1990 όμως οι εφεσείοντες είχαν αποστείλει άλλη επιστολή στους εφεσίβλητους με την οποία ισχυρίζοντο ότι είχαν εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και ότι παράνομα οι εφεσίβλητοι είχαν εισπράξει το ποσό της εγγυητικής και μάλιστα αφού οι εφεσείοντες είχαν συμφωνήσει να τους δώσουν παράταση μέχρι τις 15.7.1990.  Ακολούθησε διαιτησία κυρίως επί του κατά πόσο οι εφεσείοντες ήσαν υπεύθυνοι για την καθυστέρηση στην αποπεράτωση των εργασιών, που τελικά επεκτάθησαν ώστε να καλύψουν αρκετά υπο[*1948]λογίσιμη επιπρόσθετη εργασία, το δε πόρισμα των διαιτητών ήταν ότι οι εφεσείοντες δεν ευθύνοντο για την καθυστέρηση.  Μάλιστα οι διαιτητές απεφάνθησαν ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν να καταβάλουν προς τους εφεσείοντες και ποσό £21,193 (πέραν των συνολικά καταβληθέντων £348,000) για τις επιπρόσθετες εργασίες.

Παρά ταύτα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούντο να ενεργοποιήσουν την εγγυητική και να κρατήσουν το ποσό των £25,000 που αφορούσε.  Η άποψη του ήταν ότι, καθ΄όσον οι διάδικοι δεν είχαν συμφωνήσει ότι το αποτέλεσμα της διαιτησίας θα ήταν δεσμευτικό όσον αφορά το θέμα της εγγυητικής, η κατάληξη της διαιτησίας ότι οι εφεσείοντες δεν ήσαν υπαίτιοι για την καθυστέρηση (και, όπως είπαμε, είχαν να λαμβάνουν από τους εφεσίβλητους), δεν επηρέαζε το τι είχε να αποφασίσει.  Βρίσκοντας δε ότι οι εργασίες δεν είχαν αποπερατωθεί μέχρι τις 30.6.1990, όπως και οι ίδιοι οι εφεσείοντες παραδέχοντο στην επιστολή τους ημερομηνίας 28.6.1990, κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να ενεργοποιήσουν την εγγυητική στις 30.6.1990.  Περαιτέρω, αποφάνθηκε ότι, και αν ακόμα η κρίσιμη ημερομηνία εθεωρείτο η 15.7.1990, μέχρι την οποία οι εφεσείοντες είχαν ζητήσει και ισχυρίζοντο ότι πήραν παράταση, και πάλι οι εφεσίβλητοι εδικαιούντο να εισπράξουν την εγγυητική αφού ούτε μέχρι τότε είχαν αποπερατωθεί οι εργασίες.  Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής έκρινε επίσης ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούντο να κρατήσουν το εισπραχθέν ποσό της εγγυητικής, το οποίο διεκδικούσαν με βάση το άρθρο 74 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφάλαιο 149, καθ΄όσον δεν είχε τεθεί θέμα ότι το ποσό αυτό ήταν υπερβολικό ως προς το ύψος των ζημιών τους, παρά το ότι δεν υπήρξε συγκεκριμένη μαρτυρία για τις ζημιές τους και παρά το ότι το θέμα των ζημιών των εφεσιβλήτων είχε παραπεμφθεί σε διαιτησία.

Διαπιστώνουμε λανθασμένη αντίληψη και προσέγγιση στην πρωτόδικη απόφαση σε όλη την έκταση της. Η ίδια η εγγυητική, όπως είναι διατυπωμένη, δίδει βέβαια το δικαίωμα στους εφεσίβλητους να ζητήσουν την είσπραξη της από την Τράπεζα εφ΄όσον πληροφορούσαν την Τράπεζα ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας.  Η προϋπόθεση της παράβασης της συμφωνίας από τους εφεσείοντες δεν θα μπορούσε να διαχωρισθεί από το δικαίωμα των εφεσιβλήτων σε τέτοια περίπτωση να ζητήσουν την είσπραξη της εγγυητικής και να κρατήσουν το ποσό της έναντι των εφεσειόντων.  Καθ΄ όσον η εγγυητική είχε σκοπό προφανώς να διασφαλίσει την πιστή τήρηση της συμφωνίας εκ μέρους των εφεσειόντων και να παρέχει, στο ύψος τουλάχιστον του ποσού της, ασφάλεια στους εφεσίβλητους σε περίπτωση παράβα[*1949]σης της συμφωνίας από τους εφεσείοντες, η είσπραξη και κράτηση του ποσού της ήταν άμεση συνάρτηση της οποιασδήποτε ζημιάς ήθελαν υποστεί οι εφεσίβλητοι ως αποτέλεσμα παράβασης της συμφωνίας από τους εφεσείοντες. Ούτε τέτοια παράβαση όμως υπήρξε, ούτε οι εφεσίβλητοι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης (και αν ακόμα υπήρχε παράβαση).  Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της διαιτησίας, ότι οι εφεσείοντες δεν ήσαν υπεύθυνοι για την καθυστέρηση και ότι ήσαν οι εφεσείοντες που είχαν να λαμβάνουν από τους εφεσίβλητους, εφόσον το αποτέλεσμα της διαιτησίας δεν ήταν δεσμευτικό για την αγωγή (πράγμα που και εστερείτο λογικής και δεν εξηγά γιατί εν τοιαύτη περιπτώσει έγινε δεκτή από το δικαστήριο κατά τη δίκη τόση μαρτυρία που αφορούσε τη διαιτησία), το ίδιο το εύρημα του δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν παρέδωσαν το έργο μέχρι τις 30.6.1990 που έληγε η εγγυητική οδήγησε σε ακροσφαλή κατάληξη.  Το εύρημα αυτό εβασίσθη ιδιαίτερα στην επιστολή των εφεσειόντων της 28.6.1990.  Η αναγνώριση όμως από τους εφεσείοντες στην επιστολή αυτή ότι δεν είχαν μέχρι τότε ανταποκριθεί στην υποχρέωση τους να παραδώσουν το έργο δεν θα μπορούσε να αποσυνδεθεί από το θέμα του αν οι ίδιοι ευθύνοντο, και έτσι ήσαν ένοχοι παράβασης της σύμβασης, για την καθυστέρηση.  Οι εφεσείοντες στην επιστολή αυτή κάνουν σαφή αναφορά στο ότι η παράταση εζητείτο καθ΄όσον η παράδοση του έργου εξαρτάτο από τη συμπλήρωση των εργασιών των υπεργολάβων των ιδίων των εφεσιβλήτων, θέμα στο οποίο αναφέρονται και στην επιστολή τους της  9.7.1990.  Αυτή η πτυχή του πράγματος, που αφορά το κατά πόσον οι εφεσείοντες ήσαν ένοχοι παράβασης της σύμβασης, ουσιαστικά δεν εξετάσθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία επικεντρώθηκε στο κατά πόσο το έργο απλώς παρεδόθη ή όχι μέχρι τις 30.6.1990.  Από αυτό το ερώτημα όμως και όχι από το ουδέτερο στοιχείο της παράδοσης του έργου είναι που εξαρτάτο το δικαίωμα των εφεσιβλήτων στην εγγυητική.  Η πρωτόδικη απόφαση παραγνωρίζει, στα πλαίσια αυτά, και το ότι οι εφεσείοντες εγείρουν ακριβώς το θέμα της ευθύνης στα δικόγραφα τους, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4 της έκθεσης Απαίτησης ότι η εγγυητική εδόθη υπό τον όρο ότι δεν θα εζητείτο η είσπραξη της εκτός αν οι εφεσείοντες ήσαν ένοχοι παράβασης της σύμβασης και οι εφεσίβλητοι δεν όφειλαν χρήματα στους εφεσείοντες. 

Πριν αφήσουμε το θέμα αυτό, παρατηρούμε και μια άλλη αδυναμία στο σκεπτικό της απόφασης στο στάδιο αυτό.  Το ερώτημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν εδόθη παράταση μέχρι τις 15.7.1990 δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία αλλά μάλλον αντικρούεται από αυτή, αφού ο ίδιος ο μάρτυρας των εφεσιβλήτων κ. [*1950]Τσάνος, στον οποίο βασίσθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, στην αντεξέταση του ουσιαστικά δέχθηκε ότι δόθηκε αυτή η παράταση, που εξ άλλου συνάδει πλήρως και με το γεγονός, το οποίο αγνοήθηκε εντελώς από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η εγγυητική δεν εισπράχθηκε στις 30.6.1990 αλλά στις 13.7.1990.  Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής αποφάνθηκε ότι, και αν ακόμα η κρίσιμη ημερομηνία ήταν η 15.7.1990 και όχι η 30.6.1990, με βάση τη θέση των εφεσειόντων ότι είχε δοθεί παράταση μέχρι 15.7.1990, και πάλι οι εφεσίβλητοι καλώς εισέπραξαν την εγγυητική στις 13.7.1990 αφού το έργο δεν παρεδόθη ούτε μέχρι τις 15.7.1990.  Η λογική της άποψης αυτής μας διαφεύγει εντελώς.  Αν το θέμα εκρίνετο με βάση το ότι εδόθη παράταση μέχρι τις 15.7.1990, σίγουρα οι εφεσίβλητοι δεν θα είχαν δικαίωμα να εισπράξουν την εγγυητική στις 13.7.1990, αφού στις 13.7.1990 ίσχυε η παράταση, έστω και αν, όπως προέκυψε αργότερα, το έργο δεν παραδόθη στις 15.7.1990.

Αλλά και ιδιαίτερα όσον αφορά το δεύτερο θέμα της συγκεκριμενοποίησης της οποιασδήποτε ζημιάς των εφεσιβλήτων (αν οι εφεσείοντες ήσαν ένοχοι παράβασης της συμφωνίας) σε συνάρτηση με το ισχυριζόμενο δικαίωμα τους να κρατήσουν το ποσό της εγγυητικής, είναι εμφανής η εσφαλμένη θεώρηση στην πρωτόδικη απόφαση.  Θεμελιακή αρχή του δικαίου των συμβάσεων είναι ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων σκοπεί στο να αποκαταστήσει τη ζημιά που το αθώο μέρος υπέστη ως αποτέλεσμα της παράβασης της σύμβασης.  Ακόλουθο αυτού είναι ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων συναρτάται άμεσα προς την ύπαρξη τέτοιας ζημιάς και δεν αποσκοπεί στην τιμωρία του ένοχου μέρους.  Η αρχή αυτή συνάδει απόλυτα με τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 74, το οποίο έχει ως εξής:

“74.-(1)  Αν στη σύμβαση διαλαμβάνεται όρος ως προς το ποσό το οποίο πρέπει να καταβληθεί σε περίπτωση παράβασης αυτής ή ποινική ρήτρα, σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης από τον ένα από τους συμβαλλόμενους, ο άλλος δικαιούται, και αν ακόμη δεν αποδειχτεί ότι υπέστη από την παράβαση πραγματική ζημιά ή απώλεια, να λάβει από τον υπαίτιο εύλογη αποζημίωση που δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίστηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, ή ανάλογα με την περίπτωση, την ποινική ρήτρα.

Ρήτρα για καταβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία, δύναται να θεωρηθεί ως ποινική ρήτρα.”

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε στη νομολο[*1951]γία που αφορά το άρθρο 74, και ιδιαίτερα στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Α. Ν. Stasis Estates Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 418, για να καταλήξει όμως ότι, αν και η ζημιά των εφεσιβλήτων δεν συγκεκριμενοποιήθηκε, εν τούτοις δικαιούντο να κρατήσουν όλο το ποσό της εγγυητικής διότι δεν είχε αμφισβητηθεί ως υπερβολικό. Αυτό όμως, εκτός του ότι δεν ήταν η θέση των συνηγόρων των εφεσειόντων, συνιστά παρερμηνεία του άρθρου 74 και της σχετικής νομολογίας.  Η ουσία του άρθρου 74 είναι ότι επιδικάζεται “εύλογη αποζημίωση” που δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το καθορισθέν ποσό ή την ποινική ρήτρα που έτσι καθίσταται το ανώτατο όριο ευθύνης. Η υπόθεση Χαραλάμπους, ανωτέρω, δείχνει ακριβώς την ανάγκη μαρτυρίας για τη ζημιά με βάση την οποία και μόνο θα είναι δυνατό για το δικαστήριο να κρίνει το εύλογο της αποζημίωσης.  Όπως το έθεσε ο Χρυσοστομής, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, στις σελίδες 424-425:

“Στην απουσία συσχετισμού του καθορισθέντος ποσού των £30.- ημερησίως με την έκταση της πραγματικής ζημιάς που πιθανό να προέκυψε από την καθυστέρηση, το καθορισθέν ποσό εξομοιώνεται με ποινική ρήτρα.  Το συμπέρασμα αυτό είναι πρόδηλο από την έλλειψη οιουδήποτε συσχετισμού του ποσού της ζημιάς με τον αριθμό των διαμερισμάτων, των οποίων η παράδοση καθυστέρησε.

Επομένως, το Δικαστήριο ελλείψει μαρτυρίας δεν θα μπορούσε να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό σαν αποζημιώσεις, παρά την καθυστέρηση που βρήκε ότι υπήρξε.”

Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε παντελής έλλειψη μαρτυρίας αναφορικά με οποιαδήποτε ζημιά των εφεσιβλήτων.  Ελλείψει τέτοιας μαρτυρίας η απόδοση του ποσού της εγγυητικής στους εφεσίβλητους με την πρωτόδικη απόφαση ισοδυναμούσε με έγκριση ποινικής ρήτρας κατά των εφεσειόντων. Αυτή μάλιστα ήταν και η ίδια η υπεράσπιση των εφεσιβλήτων (πέραν του ισχυρισμού ότι το πόρισμα της διαιτησίας δεν είχε καταστεί τελικό), ότι δηλαδή “η κατακράτηση του ποσού της εγγυήσεως αποτελεί ποινή και/ή προσυμφωνημένες αποζημιώσεις”.

Υπάρχει δε και μια άλλη παράμετρος στο θέμα.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα της εγγυητικής στα πλαίσια του άρθρου 74, και είναι σε αναφορά με αυτή τη θεώρηση που ελέχθησαν τα πιο πάνω.  Η ίδια η συμφωνία των μερών, όμως, δεν κάνει καμμιά αναφορά στην εγγυητική, ότι δηλαδή το ποσό της των £25,000 είναι συμφωνημένες αποζημιώσεις ή ποινική ρήτρα.  Απεναντίας, [*1952]στον όρο 9(β) της συμφωνίας υπό τον τίτλο “Χρηματικές εκτιμηθείσες αποζημιώσεις” αναφέρεται απλώς “νόμιμες αποζημιώσεις”.  Και η ίδια η εγγυητική δεν αναφέρεται ως συμφωνημένες αποζημιώσεις ή ως ποινική ρήτρα και δεν συσχετίζεται αφ΄εαυτή με τη συμφωνία.  Στην πραγματικότητα η εγγυητική αιωρείται στο στερέωμα των σχέσεων των μερών και στερείται συμβατικής ουσίας και συνάρτησης.  Ως τέτοια, και πάλι δεν θα μπορούσε να εκφύγει των πάγιων παραμέτρων των αρχών του δικαίου των συμβάσεων που καθορίζουν τα δικαιώματα των μερών σε περίπτωση παράβασης συμφωνίας.

Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει και επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων για το ποσό των £25,000 με νόμιμο τόκο από 13.7.1990.

Οι εφεσίβλητοι θα καταβάλουν τα έξοδα των εφεσειόντων τόσο πρωτοδίκως όσο και στην έφεση.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο