Tρύφωνος Kώστας ν. Takis Vashiotis Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1953

(1999) 1 ΑΑΔ 1953

[*1953]24 Νοεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,

Αιτητής,

v.

TAKIS VASHIOTIS LTD,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Yπόμνημα Aρ. 329)

 

Έφεση δι’ Υπομνήματος — Το Ανώτατο Δικαστήριο στην εξέταση εφέσεων δι’ Υπομνήματος δεν υπεισέρχεται στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων αλλά περιορίζεται στον έλεγχο επί νομικών μόνο θεμάτων.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποφάσισε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσίβλητου-αιτητή από την εταιρεία Takis Vashiotis Ltd., που εφεσιβάλλει και την απόφαση, ήταν αδικαιολόγητος και όχι λόγω πλεονασμού.  Πέντε από τους προβαλλόμενους λόγους αποσύρθηκαν ως μη αφορώντες νομικά σημεία αλλά κρίση της μαρτυρίας.

Το θέμα αυτό διέπει και ευρύτερα την εξέταση των υπόλοιπων λόγων του Υπομνήματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η γενική αρχή είναι ότι μόνο λόγοι συνεπαγόμενοι νομικά σημεία μπορούν να εξεταστούν από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια του Υπομνήματος.  Η νομολογία βεβαιώνει την αρχή αυτή.

2.  Ο πρώτος αναφερόμενος στο Υπόμνημα λόγος έφεσης αφορά όντως σε νομικό σημείο αφού εγείρει θέμα εφαρμογής του Άρθρου 18(γ)(ν) του Νόμου.  Η Εταιρεία είχε περιορίσει την υπόθεσή της στο Άρθρο 18(γ)(vii) και η ακρόαση διεξήχθη επί αυτής της βάσης και μόνο.  Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να παραπονείται τώρα ότι η υπόθεση δεν εξετάσθηκε και σε αναφορά με το Άρθρο [*1954]18(γ)(ν).

3.  Ο δεύτερος αναφερόμενος στο Υπόμνημα λόγος έφεσης μπορεί να εξετασθεί ως συνεπαγόμενος νομικό σημείο καθ’ όσον αφορά την ερμηνεία του όρου “όγκος εργασίας” στο Νόμο.

4.  Οι τρίτος και ο πέμπτος αναφερόμενοι στο Υπόμνημα λόγοι δεν είναι καθαρά νομικοί καθόσον αναφέρονται ο μεν ένας στην απόρριψη της μαρτυρίας μάρτυρος της Εταιρείας, ο δε άλλος στην αξιολόγηση λογαριασμών της Εταιρείας.

5.  Ο έκτος αναφερόμενος στο Υπόμνημα λόγος αν και συνεπάγεται νομικό σημείο, δεν αφορά θέμα που προκύπτει από την απόφαση.

6.  Οι ένατος, δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος και δέκατος τρίτος λόγοι έφεσης δεν συνεπάγονται νομικά σημεία.

7.  Ο δέκατος πέμπτος αναφερόμενος στο Υπόμνημα λόγος έφεσης, δεν προσθέτει οτιδήποτε στα ήδη επί μέρους εγερθέντα θέματα.

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Christofides v. Reduncant Employers Fund (1978) 1 C.L.R. 208,

Constantinidou v. F.W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd (1980) 1 C.L.R. 302,

Hadjicostas (1984) 1 C.L.R. 513,

Stylianides v. Paschalidou (1985) 1 C.L.R. 49,

Edwards v. Bairstow [1955] 3 All E.R. 48,

Cole Bros Ltd v. Phillips [1982] 2 All E.R. 247,

Alouet Clothing Manufacturers Ltd v. Athanasiou (1988) 1 C.L.R. 626.

Yπόμνημα.

Yπόμνημα από τους Kαθ’ ων η αίτηση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών στην Aίτηση Aρ. 47/97, ημερομηνίας 6 Oκτωβρίου, 1998 με την οποία αποφασίστηκε ότι ο τερ[*1955]ματισμός των υπηρεσιών του αιτητή από την υπηρεσία των καθ’ ων η αίτηση, ήταν αδικαιολόγητος και παράνομος και δεν έγινε λόγω πλεονασμού.

Λ. Τσικίνης με Χρ. Χριστοφή, για τους Eφεσείοντες-καθ’ ων η αίτηση.

Kαμία εμφάνιση για τον Eφεσίβλητο-αιτητή.

Kαμία εμφάνιση για το Tαμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Το Υπόμνημα εγείρει δεκαέξι λόγους, χαρακτηριζόμενους ως νομικά σημεία, ένεκα των οποίων προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία αποφασίσθηκε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του κ. Τρύφωνος από την Εταιρεία Takis Vashiotis Ltd, που εφεσιβάλλει και την απόφαση, ήταν αδικαιολόγητος και όχι λόγω πλεονασμού. Tέσσερις από τους προβαλλόμενους λόγους, οι 7, 8, 14 και 16, απεσύρθησαν στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εταιρεία, όπως απεσύρθη κατά την ακρόαση και ο λόγος 4 ως μη αφορών νομικό σημείο αλλά κρίση της μαρτυρίας.

Το θέμα αυτό διέπει και ευρύτερα την εξέταση των υπολοίπων λόγων του Υπομνήματος.  Η γενική αρχή είναι ότι μόνο λόγοι συνεπαγόμενοι νομικά σημεία μπορούν να εξετασθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια του Υπομνήματος (άρθρο 12(13)(β)(ιι) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ απολαβών Νόμου του 1967, όπως τροποποιήθηκε, και Κανονισμός 17 των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του Νόμου).  Η νομολογία βεβαιώνει την αρχή αυτή.  Στην υπόθεση Christofides v. Redundant Employers Fund (1978) 1 C.L.R. 208, υπεδείχθη η ανάγκη “... the specific questions for which the opinion of this Court is sought, must be clearly and separately set out so that the very purpose of stating a case, i.e. of having well defined legal issues, can be achieved.” (per A. Λοΐζου, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση του Δικαστηρίου). Ομοίως, στην υπόθεση Constantinidou v. F.W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd (1980) 1 C.L.R. 302, υποδεικνύοντας ότι όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι έφεσης δεν είναι αναγκαστικά νομικά σημεία που μπορούν να αποφασι[*1956]σθούν με υπόμνημα. Στην υπόθεση In re Hadjicostas (1984) 1 C.L.R. 513, ο Πικής, Δ., ως ήτο τότε, εξετάζοντας το θέμα στα ανάλογα πλαίσια του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, είπε τα ακόλουθα στη σ. 519:

“What amounts to a pure question of law is perhaps easy to define but hard to apply to the particular circumstances of a case.  The question of law raised, whatever its nature, must necessarily be one relevant to the facts of the case.  A pure question of law cannot be one extricated or detached from the facts of the case for in those circumstances it would be an academic question of law.  It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law.  So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one.  It merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law.  Exploration of the ambit of the law is always a question of law.”

Δίδοντας δε την απόφαση του Εφετείου στην Stylianides v. Paschalidou (1985) 1 C.L.R. 49, o Πικής, Δ., αναφέρθηκε στην πιο πάνω νομολογία και στο παρατεθέν απόσπασμα από την Ιn re Hadjicostas, όπως και στην Αγγλική νομολογία και ιδιαίτερα στις αποφάσεις του House of Lords Edwards v. Bairstow [1955] 3 All E.R. 48 και Cole Bros Ltd v. Phillips [1982] 2 All E.R. 247.

Στην υπόθεση Alouet Clothing Manufacturers Ltd v. Athanasiou (1988) 1 C.L.R. 626, ο Πογιατζής, Δ., δίδοντας την απόφαση του Εφετείου, παρατήρησε ότι (σ. 633):

“Learned counsel for the appellants must have confused the concepts of an appeal by way of case stated with an ordinary appeal where the Supreme Court, sitting as appellate Court, is not bound by any findings of fact made by the trial Court, and which, therefore, may be challenged before it by the appellant (see section 25(3) of the Courts of Justice Law No. 14 of 1960 as amended), albeit with little chance of success unless unwarranted by the evidence adduced.  If the appeal is by way of case stated findings of fact are not the subject of review.”

Σχολίασε δε την In re Hadjicostas, παραθέτοντας και το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση, και αναφέρθηκε περαιτέρω στη Stylianides v. Paschalidou.

[*1957]Ο πρώτος αναφερόμενος στο Υπόμνημα λόγος έφεσης αφορά όντως νομικό σημείο αφού εγείρει θέμα εφαρμογής του άρθρου 19(γ)(v) του Νόμου.  Το Δικαστήριο εξέτασε την Αίτηση με βάση το άρθρο 18(γ)(vii) του Νόμου που αφορά πλεονασμό λόγω περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως του εργοδότη, η δε Εταιρεία ισχυρίζεται στο λόγο αυτό ότι θα έπρεπε να εξετάζετο και με βάση το άρθρο 18(γ)(v) του Νόμου που αφορά πλεονασμό λόγω έλλειψης παραγγελιών ή πρώτων υλών.  Στη σ. 2 της απόφασης όμως αναφέρεται ότι “η Εργοδότρια Εταιρεία περιόρισε τη θέση της αναφορικά με τον επικαλούμενο πλεονασμό, στη μείωση ή περιορισμό του όγκου των εργασιών της επιχείρησης και προς αυτή την κατεύθυνση προσκόμισε μαρτυρία”, και ότι το Δικαστήριο απεδέχθη τη θέση αυτή αφού και το ίδιο θεωρούσε ότι το άρθρο 18(γ)(v) δεν είχε εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.  Εις δε τη σ. 11 της απόφασης αναφέρεται ότι ήταν κατά την τελική αγόρευση του που ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία εισηγήθηκε ως άλλο λόγο απόλυσης την έλλειψη παραγγελιών ή πρώτων υλών καθώς και λόγους αφορώντες τις πιστωτικές δυσκολίες και την έλλειψη ρευστότητας της Εταιρείας.  Καθ’ όσον λοιπόν η ίδια η Εταιρεία είχε περιορίσει την υπόθεση της στο άρθρο 18(γ)(vii), και η ακρόαση διεξήχθη ακόλουθα επί αυτής της βάσης και μόνο, δεν μπορούσε και δεν μπορεί να παραπονείται τώρα ότι η υπόθεση δεν εξετάσθηκε και σε αναφορά με το άρθρο 18(γ)(v).

Ο δεύτερος αναφερόμενος στο Υπόμνημα λόγος έφεσης είναι ότι κακώς το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο όγκος της εργασίας της Εταιρείας, μείωση του οποίου συνιστά λόγο απόλυσης για πλεονασμό, είναι συνάρτηση της χρηματικής αξίας των διεξαχθεισών εργασιών της Εταιρείας.  Αυτός ο λόγος μπορεί να εξετασθεί ως συνεπαγόμενος νομικό σημείο καθ’ όσον αφορά την ερμηνεία του όρου “όγκος εργασίας” στο Νόμο.  Το Δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη ότι ο ισχυρισμός της Εταιρείας για μείωση του όγκου εργασιών της δεν επαληθεύετο από τους λογαριασμούς της Εταιρείας που έδειχναν όχι μείωση αλλά αύξηση στην αξία της εκτελεσθείσας εργασίας για το έτος που απελύθη ο κ. Τρύφωνος, και ότι η αύξηση της ζημιάς της Εταιρείας κατά το εν λόγω έτος δεν ήταν ενδεικτική ή αποδεικτική της μείωσης του όγκου εργασίας. Συμφωνούμε με την άποψη αυτή.  Η ζημιά μιας επιχείρησης, και μάλιστα η λογιστική τοιαύτη, μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα λόγων άσχετων με τον όγκο εργασίας της, όπως σχολίασε και το Δικαστήριο στην απόφαση του, ενώ, αν και ο όγκος εργασίας (που δεν ορίζεται στο Νόμο και δεν επιδιώκουμε να ορίσουμε αποκλειστικά), επίσης είναι συνάρτηση πολλών παραμέτρων, η αξία των διεξαχθεισών εργασιών ασφαλώς συνιστά ορθή, αν όχι την ορθότερη, ένδειξη τού[*1958]του.  Ούτε ταύτισε το Δικαστήριο, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία, τον όγκο εργασίας με την αξία των εργασιών της εταιρείας, παρά μόνο αξιολόγησε τη σημασία της αξίας των εργασιών ως ενδεικτικής του όγκου εργασίας της.

Ο τρίτος αναφερόμενος στο Υπόμνημα λόγος έφεσης δεν είναι καθαρά νομικός καθ΄όσον αναφέρεται στην απόρριψη της μαρτυρίας μάρτυρος της Εταιρείας.  Καθ΄όσον αναφέρεται δε στην εξαγωγή συμπερασμάτων από το Δικαστήριο με βάση τους λογαριασμούς της Εταιρείας, ήδη καλύπτεται από το δεύτερο λόγο.  Αυτό ισχύει και για τον πέμπτο λόγο, ο οποίος αφορά την αξιολόγηση των λογαριασμών της Εταιρείας για το 1996, με τη συμπλήρωση ότι το Δικαστήριο δεν βασίσθηκε στους λογαριασμούς του 1996 για να αποφασίσει κατά πόσο υπήρξε μείωση του όγκου εργασίας - αφού ήδη έκρινε ότι το σχετικό έτος ήταν το 1995 - αλλά για να καταδείξει περαιτέρω τη λογιστική προσέγγιση της Εταιρείας στον υπολογισμό της ζημιάς από πωλήσεις.

Σχετικός προς την ερμηνεία του όρου “όγκος εργασίας” και συνεπαγόμενος νομικό σημείο είναι και ο έκτος αναφερόμενος στο Υπόμνημα λόγος έφεσης, ο οποίος ισχυρίζεται ότι κακώς το Δικαστήριο συνάρτησε τη μείωση του όγκου εργασίας προς τη γενική απόδοση της επιχείρησης αντί προς την ειδική εργασία που εκτελούσε ο κ. Τρύφωνος.  Τέτοιο θέμα όμως δεν ηγέρθη.  Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης στο οποίο παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία σε στήριξη της εισήγησης του δεν αφορά καθόλου το θέμα αυτό παρά μόνο το συσχετισμό του όγκου εργασίας προς την αξία παρά προς τον αριθμό των εκτελεσθέντων έργων από την Εταιρεία, που είναι εντελώς διαφορετικό θέμα.  Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος δεν αφορά θέμα που προκύπτει από την απόφαση.

Ο ένατος αναφερόμενος στο Υπόμνημα λόγος έφεσης σαφώς δεν μπορεί να εξετασθεί καθ’ όσον δεν συνεπάγεται νομικό σημείο.  Αφορά την αξιολόγηση από το Δικαστήριο της μαρτυρίας σε σχέση με το ότι η μη ανάληψη από την Εταιρεία έργων κατά το δίμηνο Δεκεμβρίου 1995 - Ιανουαρίου 1996 οφείλετο σε εποχιακή κρίση.  Εκτός τούτου, το Δικαστήριο είχε ήδη αποφασίσει και καταλήξει ότι ο τερματισμός απασχόλησης του κ. Τρύφωνος δεν οφείλετο σε πλεονασμό, εις δε  το επίδικο απόσπασμα εξέφρασε την άποψη ότι, και αν ακόμα είχε δεχθεί τη μαρτυρία της Εταιρείας, η οικονομική κατάσταση της οφείλετο σε εποχιακή κρίση και όχι σε μείωση του όγκου εργασίας.  Η ενασχόληση του με το θέμα ήταν τόσο αχρείαστη όσο και άσχετη με την ήδη ληφθείσα απόφαση.  Εν πάση περι[*1959]πτώσει όμως δεν συνεπάγετο νομικό θέμα.

Ούτε οι αναφερόμενοι στο Υπόμνημα δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος και δέκατος τρίτος λόγοι έφεσης συνεπάγονται νομικά σημεία, παρά μόνο την εκτίμηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο σε αναφορά με την αξιοπιστία της εκδοχής της Εταιρείας.

Για το δέκατο πέμπτο αναφερόμενο στο Υπόμνημα λόγο έφεσης το μόνο που χρειάζεται να λεχθεί είναι ότι το νόμιμο της απόλυσης του κ. Τρύφωνος ήταν ακριβώς το ζητούμενο, ώστε η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εταιρεία, ότι έγκειτο στον εργοδότη να αποφασίσει ουσιαστικά αν υπήρχε πλεονασμός, να μην μπορεί να ευσταθεί, ενώ η περαιτέρω εισήγηση του ότι η μαρτυρία αποκάλυπτε ότι η απόλυση οφείλετο σε πλεονασμό δεν προσθέτει οτιδήποτε στα ήδη επί μέρους εγερθέντα θέματα.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα ενόψει του ότι δεν υπάρχει εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο ή για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο