Nικολαΐδης Σταμάτης ν. Aστυνομίας (1999) 1 ΑΑΔ 1964

(1999) 1 ΑΑΔ 1964

[*1964]25 Νοεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ,

Εφεσείων-Αιτητής,

KAI

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10412)

 

Φυγόδικοι — Έκδοση φυγοδίκων — Έκδοση Έλληνα υπηκόου στην Ελλάδα για να δικαστεί για εγκλήματα που διέπραξε στην Ελλάδα και για να εκτίσει ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν από τα ελληνικά Δικαστήρια — Προϋποθέσεις για εγκυρότητα της απόφασης για έκδοση φυγοδίκου — Ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Ν. 95/70) — Ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμος του 1970, (Ν. 97/70) — Εφαρμοστέες αρχές.

Φυγόδικοι — Έκδοση φυγοδίκων — Κατά πόσο θα ήταν άδικο ή καταπιεστικό μέτρο μέσα στην έννοια του Άρθρου 10(3) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, (Ν. 97/70), η έκδοση φυγοδίκου – Εφαρμοστέες αρχές — Απόρριψη αίτησης για habeas corpus.

Συνταγματικό Δίκαιο — Δίκαιη δίκη — Φυγόδικοι — Η καθυστέρηση, ως παράγων ανασχετικός της έκδοσης φυγοδίκου, άπτεται και των εχέγγυων της δίκαιης δίκης όπως προσδιορίζονται στο Σύνταγμα και εξηγούνται από την κυπριακή νομολογία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Λέξεις και Φράσεις — “Φυγόδικος” στον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970 (Ν. 97/70) — Στοιχείο διπλής εγκληματικότητας — Συναρτάται με το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος και όχι με το χρόνο υποβολής του αιτήματος προς έκδοση φυγοδίκου.

Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε αίτηση του εφεσείοντα, Έλληνα υπηκόου, για έκδοση εντάλματος habeas corpus με [*1965]την οποία ζητούσε απόλυση του από κράτηση που διατάχθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος μετά από απόφαση έκδοσής του.

Η εγκυρότητα της απόφασης για την έκδοσή του είχε προσβληθεί για δύο λόγους:

(α)   Την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην προσαγωγή του στη δίκη με επιβαρυντικά για τον ίδιο αποτελέσματα.

(β)   Τα αδικήματα για τα οποία καταδικάσθηκε και για τα οποία επιδιώκεται η έκδοσή του, δεν είναι εκδόσιμα λόγω της απουσίας του στοιχείου της διπλής εγκληματικότητας που θέτει ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Ν. 95/70) ως προϋπόθεση έκδοσης φυγοδίκου.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας και τους δύο πόλους στους οποίους θεμελιώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.  Αναφορικά με το θέμα της καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης, υποστήριξε ότι αυτή, τόσο σε σχέση με τη δίκη όσο και σε σχέση με την έκτιση της ποινής δεν οφείλετο στον ίδιο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Είναι θεμελιωμένο ότι επιβαρυντική καθυστέρηση στην εκδίκαση υπόθεσης φυγοδίκου δικαιολογεί την απόρριψη αιτήματος προς έκδοση του.  Επιβαρυντική είναι η καθυστέρηση η οποία οφείλεται σε λόγους άλλους από τη φυγή του υποδίκου, η οποία καθιστά τη διεξαγωγή της δίκης, στο χρονικό σημείο που θα λάβει χώραν, μέτρο καταπιεστικό για τον κατηγορούμενο.

2.  Η καθυστέρηση, ως παράγων ανασχετικός της έκδοσης φυγοδίκου, όπως προδιαγράφεται στην αγγλική νομολογία, άπτεται και των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, όπως προσδιορίζονται στο Σύνταγμα και εξηγούνται από την κυπριακή νομολογία και την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

3.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή, στην προκείμενη περίπτωση – ότι η καθυστέρηση για την προσαγωγή του εφεσείοντος στη δίκη οφείλεται αποκλειστικά σε δική του υπαιτιότητα – εξουδετερώνει την, εξ αντικειμένου, σημειωθείσα καθυστέρηση ως παράγοντα ανατρεπτικού της έκδοσης.

4.  Το Άρθρο 6(2) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. [*1966]97/70), συνδέει το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας με το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος.

5.  Ορθά διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν παρεμβάλλεται κώλυμα στην έκδοση του εφεσείοντος, για να δικαστεί για τα εγκλήματα απάτης, που αποτελούν αντικείμενο των τριών βουλευμάτων των ελληνικών δικαστικών αρχών, βάσει των οποίων ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη για τη διάπραξη εγκλημάτων απάτης και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

6.  Δεν χωρούσε έκδοση του εφεσείοντος για την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε, επειδή τα εγκλήματα, για τα οποία καταδικάσθηκε σε φυλάκιση, ήταν τιμωρητέα στην Κύπρο, κατά το χρόνο διάπραξής τους, με φυλάκιση κάτω του ενός έτους αντί, όπως προνοεί η παράγραφος 1 του Άρθρου 2 της Σύμβασης, με ποινή στερήσεως της ελευθερίας ή ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους.  Όμως το κώλυμα αυτό αίρεται, εφόσον διατάσσεται η έκδοση του φυγοδίκου για άλλα διακριτέα εκδόσιμα αδικήματα και νοουμένου ότι τα μη εκδόσιμα αδικήματα έχουν τα χαρακτηριστικά που διαγράφει η παράγραφος 2 του Άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων, δηλαδή τιμωρούνται με ποινή στερήσεως της ελευθερίας τόσο από το Νόμο του αιτούντος Μέρους όσο και από αυτόν του Μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση.

     Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων στην Ελλάδα, η έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα συνιστούσε αδίκημα και στην Κύπρο – τιμωρητέο με φυλάκιση έξι μηνών.  Τούτο δοθέντος, και λαμβανομένου υπόψη ότι εδικαιολογείτο η έκδοση του εφεσείοντος για να δικαστεί για τα εγκλήματα απάτης, ήταν παραδεκτή παράλληλα, και η έκδοση του προς έκτιση των ποινών φυλάκισης που του είχαν επιβληθεί.

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56,

Καυκαρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,

Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,

[*1967]Δημοκρατία v. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

Hachem (1991) 1 C.L.R. 723,

Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 856.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή Σταμάτη Nικολαΐδη κατά της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου-Δικαιοδοσία Προνομιακών Διαταγμάτων ημερ. 26 Iανουαρίου, 1999 με την οποία απορρίφθηκε η υπ’ αρ. 114/98 αίτησή του για έκδοση διατάγματος της φύσεως Habeas Corpus at subjiciendum ώστε να αφεθεί ελεύθερος και/ή αποφυλακισθεί.

Π. Αγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.

M. Eυαγγέλου, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος διέταξε την έκδοση του Σταμάτη Νικολαΐδη από την Ελλάδα, για να -

(α)  δικαστεί σε τρεις υποθέσεις, στις οποίες παραπέμφθηκε σε δίκη, βάσει αντίστοιχου αριθμού βουλευμάτων των ελληνικών δικαστικών αρχών, για τη διάπραξη εγκλημάτων απάτης και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις· και

(β)  εκτίσει ποινές φυλάκισης, που του επιβλήθηκαν από τα ελληνικά δικαστήρια, για τη διάπραξη αδικημάτων για την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα, πλημμελημάτων συναφών προς το αδίκημα το οποίο στοιχειοθετεί το Άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154.

Ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, με αίτημα την ακύρωση της κράτησης, παρεπόμενου της έκδοσης, για το λόγο ότι η απόφαση, με την οποία διατάχθηκε η έκδοσή του, είναι εσφαλμένη. Συνεπώς αξίωσε τη χορήγηση εντάλματος habeas corpus.

Η εγκυρότητα της απόφασης για την έκδοσή του προσβλήθηκε [*1968]για δυο λόγους:-

1.  Την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην προσαγωγή του σε δίκη, η διεξαγωγή της οποίας, σ’ αυτό το χρονικό στάδιο, θα απέληγε σε καταπιεστικό μέτρο.

2.  Τα  αδικήματα,  για τα οποία  καταδικάστηκε για την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε και για τα οποία επιδιώκεται η έκδοσή του, δεν είναι εκδόσιμα, λόγω της απουσίας του στοιχείου της διπλής εγκληματικότητας, που θέτει ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Ν. 95/70) ως προϋπόθεση έκδοσης φυγοδίκου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της πρωτογενούς δικαιοδοσίας του, κάτω από το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, απέρριψε το αίτημα για την απελευθέρωση του Σταμάτη Νικολαΐδη.  Έκρινε, αφενός, ότι για τις υπό εκδίκαση υποθέσεις δε σημειώθηκε επιβαρυντική καθυστέρηση και, αφετέρου, ότι το κριτήριο της διπλής εγκληματικότητας συνέτρεχε, εφόσον, κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος (προς έκδοση), η έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα συνιστούσε, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, αδίκημα τιμωρητέο με ποινή φυλάκισης μεγαλύτερης του ενός έτους, το όριο που προσδιορίζει τα εκδόσιμα αδικήματα. 

Στην απόφαση του Δικαστηρίου, γίνεται αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την έκδοση των τριών ξεχωριστών βουλευμάτων των ελληνικών δικαστικών αρχών, βάσει των οποίων ο εφεσείων παραπέμφθηκε σε δίκη για τα εγκλήματα απάτης και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, την αδυναμία ανεύρεσης του εφεσείοντος και τη δραστηριοποίηση των ελληνικών αρχών σε διεθνή κλίμακα (μέσω της Ίντερπολ) για τον εντοπισμό του, προς το σκοπό προσαγωγής του σε δίκη.  

Αφού θεώρησε τη μαρτυρία, που προσάχθηκε προς υποστήριξη της έκδοσης του εφεσείοντος, το Δικαστήριο κατέληξε ότι «... η καθυστέρηση στην εκδίκαση των τριών υποθέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο αιτητής ’ήταν άγνωστης διαμονής’ ...».  Στους ίδιους λόγους αποδίδεται και η αδυναμία των ελληνικών αρχών να τον θέσουν υπό κράτηση, για να εκτίσει την ποινή του.   

Είναι θεμελιωμένο ότι επιβαρυντική καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης φυγοδίκου δικαιολογεί την απόρριψη αιτήματος προς έκδοσή του. Επιβαρυντική είναι η καθυστέρηση η οποία οφεί[*1969]λεται σε λόγους άλλους από τη φυγή του υποδίκου, η οποία καθιστά τη διεξαγωγή της δίκης, στο χρονικό σημείο που θα λάβει χώραν, μέτρο καταπιεστικό για τον κατηγορούμενο.  Ο επηρεασμός του δικαιώματος υπεράσπισης του κατηγορουμένου από την καθυστέρηση μπορεί, αφ’ εαυτού, να καταστήσει τη δίκη μέτρο καταπιεστικό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε την προσέγγιση που ακολουθήθηκε επί του θέματος στην In re Wehbe (1985) 1 C.L.R. 56 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Π.) και τη σχετική αγγλική νομολογία, στην οποία η ανωτέρω απόφαση θεμελιώνεται - (βλ. Kakis v. Republic of Cyprus [1978] 2 All E.R. 634. Re Tarling [1979] 1 All E.R. 981, 989, 990 και Ali v. Secretary of State [1984] 1 All E. R. 1009).  Καθυστέρηση, η οποία απολήγει σε καταπίεση, μπορεί να καταστήσει την έκδοση άδικο ή καταπιεστικό μέτρο, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 10(3) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, (Ν. 97/70).  Ανάλογη πρόνοια υπάρχει και στον αγγλικό νόμο, η ερμηνεία της οποίας εξετάζεται στην αγγλική νομολογία, στην οποία αναφέρεται το Δικαστήριο στην In re Wehbe, (ανωτέρω).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσείων υποστήριξε ότι η καθυστέρηση, τόσο σε σχέση με τη δίκη όσο και με την έκτιση της ποινής, δεν οφείλεται στον ίδιο.  Δεν έγινε εισήγηση ότι θα ήταν άδικο ή καταπιεστικό για τον εφεσείοντα είτε να δικαστεί είτε να εκτίσει την ποινή του, έστω και αν η καθυστέρηση οφείλεται στον ίδιο.

Στην αγόρευση του εφεσείοντος - περίγραμμα και προφορική αγόρευση - προσβάλλονται και οι δύο πόλοι, στους οποίους θεμελιώνεται η πρωτόδικη απόφαση.  Γίνεται αναφορά στα γεγονότα, που περιστοιχίζουν την παραπομπή του εφεσείοντος σε δίκη για τα εγκλήματα απάτης, και τονίζεται ο χρόνος διάπραξής τους (Νοέμβριο 1987 - Φεβρουάριο 1988), σε συνάρτηση με το χρόνο έκδοσης των βουλευμάτων για την παραπομπή του σε δίκη.  Στην ανάλυση των δεδομένων της καθυστέρησης, γίνονται παραπομπές στα εχέγγυα της δίκαιης δίκης, στην πτυχή που αφορά το εύλογο του χρόνου μέσα στο οποίο πρέπει να διεξάγεται η δίκη - (Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203) - και σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευτικές του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - (“Wemhoff” Case, Judgment of 27th June 1968, Series A,. “Neumeister” Case, Judgment of 27th June 1968, Series A,. Ringeisen Case, Judgment of 16th July 1971, Series A). 

Η καθυστέρηση, ως παράγοντας ανασχετικός της έκδοσης φυγοδίκου, όπως διαγράφεται από την αγγλική νομολογία, άπτεται [*1970]και των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, όπως προσδιορίζονται στο Σύνταγμα και εξηγούνται από την κυπριακή νομολογία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Η αρχή της δίκαιης δίκης είναι καθολική αναπόσπαστη πτυχή των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Διαφωτιστική για τον προσδιορισμό παραγόντων, που προσμετρούν στον καθορισμό του εύλογου του χρόνου διεξαγωγής της δίκης, είναι η Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149. επίσης, η Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 και η Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232.  Βάσιμη είναι η θέση ότι καθυστέρηση, η οποία οφείλεται αποκλειστικά στον εφεσείοντα και προκαλείται από αυτόν, δεν προσμετρά στον καθορισμό του εύλογου του χρόνου διεξαγωγής της δίκης.

Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην προκείμενη περίπτωση - ότι η καθυστέρηση για την προσαγωγή του εφεσείοντος στη δίκη οφείλεται αποκλειστικά σε δική του υπαιτιότητα - εξουδετερώνει την, εξ αντικειμένου, σημειωθείσα καθυστέρηση, ως παράγοντα ανατρεπτικού της έκδοσης. Στο θέμα αυτό συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Διάφορη όμως είναι η θέση μας (από εκείνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου) στο θέμα της διπλής εγκληματικότητας.

Η δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι ο ορισμός του όρου «φυγόδικος» στο Ν. 97/70, συναρτά, ως θέμα γραμματικής ερμηνείας, το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας με το χρόνο υποβολής του αιτήματος προς έκδοση του φυγοδίκου. Ο όρος «φυγόδικος» ορίζεται - (Άρθρο 2) - ως ακολούθως:-

«φυγόδικος» σημαίνει πρόσωπον, όπερ διώκεται ή κατεδικάσθη δι’ αδίκημα, δι’ ο δύναται να χωρήση έκδοσις, διαπραχθέν εντός της δικαιοδοσίας ξένου τινός Κράτους ή χώρας τινός της Κοινοπολιτείας και όπερ ευρίσκεται ή υπάρχουν υπόνοιαι ότι ευρίσκεται εν τη Δημοκρατία ή έν τινι ξένω Κράτει ή έν τινι χώρα της Κοινοπολιτείας.»

Αυτολεξεί, η εισήγηση της δικηγόρου της εφεσίβλητης έχει ως εξής:-

«Η φράση ’φυγόδικος σημαίνει πρόσωπο’ είναι η κύρια πρόταση. Η φράση ’όπερ κατεδικάσθη δι’ αδίκημα’ είναι δευτερεύουσα πρόταση με αναφορά στο υποκείμενο, τον φυγόδικο. Η φράση ’δι’ ο δύναται να χωρήση έκδοσις’ είναι δευτερεύουσα, επίσης πρόταση με αναφορά στο αδίκημα. Παρατηρείται ότι ενώ ο [*1971]χρόνος της μιας δευτερεύουσας πρότασης είναι αόριστος (’κατεδικάσθη’) ο χρόνος της άλλης δευτερεύουσας πρότασης είναι ενεστώτας (’δύναται’).  Ο Νόμος δεν αναφέρεται και στον αόριστο χρόνο, λέγοντας ’δι’ ο ηδύνατο και δύναται’. Αρκεί συνεπώς την ώρα που κρίνεται το κατά πόσο κάποιος είναι ’φυγόδικος’ να διαπιστωθεί ότι το αδίκημα για το οποίο [κάποτε] (αόριστος) καταδικάστηκε, είναι αδίκημα για το οποίο [σήμερα] (ενεστώτας) δύναται να χωρήσει έκδοση.»

Η επιχειρηματολογία δεν είναι πειστική, ούτε, κατά την κρίση μας, αγγίζει την ουσία του ζητήματος.  Δε διαγράφονται στον ορισμό οι προϋποθέσεις έκδοσης φυγοδίκου.  Άλλη διάταξη της σχετικής νομοθεσίας ορίζει το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας ως προϋπόθεση της έκδοσης φυγοδίκου, το Άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η οποία κυρούται με το Ν. 95/70, ενώ τρίτη διάταξη, το Άρθρο 6(2) του Ν. 97/70, δίνει το στίγμα του χρόνου προς τον οποίο συσχετίζεται η διπλή εγκληματικότητα.  Το Άρθρο 2 της Σύμβασης προβλέπει:-

«1.  Έκδοσις ενεργείται διά πράξεις κολασίμους υπό των Νόμων του αιτούντος Μέρους και του Μέρους παρ’ ου αιτείται η έκδοσις, αίτινες τιμωρούνται διά ποινής στερήσεως της ελευθερίας ή διά μέτρου ασφαλείας, ανωτάτου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή αυστηροτέρας ποινής. 

Οσάκις έλαβε χώραν καταδίκη εις ποινήν φυλακίσεως ή επεβλήθη μέτρον ασφαλείας εις το έδαφος του αιτούντος Μέρους, η απαγγελθείσα κύρωσις δέον να είναι διαρκείας τεσσάρων μηνών κατ’ ελάχιστον όριον.»

Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γίνεται αναφορά στην ιδιαιτερότητα των κανόνων που διέπουν την ερμηνεία διεθνών συμβάσεων, η οποία αναγνωρίζεται από τη νομολογία.  (Παραπομπή γίνεται στην In re Hachem (1991) 1 C.L.R. 723. Vladimir Petrov ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 A.A.Δ. 856.) 

Το Άρθρο 6(2) του Ν. 97/70 προβλέπει:-

«(2)  Πρόσωπον διωκόμενον δι’ αδίκημά τι δεν δύναται να εκδοθή δυνάμει του παρόντος Νόμου εις οιονδήποτε Κράτος ή χώραν ουδέ δύναται να εκδοθή ένταλμα κρατήσεώς του ή να κρατηθή διά τους σκοπούς της τοιαύτης εκδόσεως, εφ’ όσον ήθελε φανή, ως εν τοις ανωτέρω, ότι εάν το πρόσωπον τούτο κατηγορείτο εν τη Δημοκρατία διά την διάπραξιν του εν λόγω αδικήματος θα εδικαιούτο να απαλλαγή της κατηγορίας δυνάμει οιουδήποτε κανόνος δικαίου, αφορώντος εις προηγουμένην αθώωσιν ή καταδίκην.»

Η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, στην Ex p Pinochet Ugarte (No 3) [1999] 2 All E.R. 97, θεώρησε πρόνοια αντίστοιχη προς το Άρθρο 6(2), που απαντάται στον αγγλικό περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο, (s. 9(8) Extradition Act, 1989), ως αποκαλυπτική και συνάμα καθοριστική για το χρονικό σημείο προς το οποίο συναρτάται η ύπαρξη διπλής εγκληματικότητας.  Η ίδια αρχή ήταν ενσωματωμένη στον αγγλικό περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1870, τον οποίο αντικατέστησε ο Νόμος Extradition Act του 1989. Όπως υποδεικνύεται στην Pinochet, (ανωτέρω), το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας στον περί Φυγοδίκων Νόμο ήταν πάντα αλληλένδετο  με το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος. αρχή η οποία ηθελημένα διατηρήθηκε σε ισχύ, όπως προκύπτει από τα travaux preparatoires* (προπαρασκευαστικές πράξεις), που οδήγησαν στον καταρτισμό της Σύμβασης περί Εκδόσεως Φυγοδίκων. 

Το Άρθρο 6(2) του Ν. 97/70, συνδέει το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας με το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος.  Αυτό είναι φυσιολογικό και δίκαιο.  Φυσιολογικό, γιατί η διάσπαση των συνόρων για την καταπολέμηση του κοινού εγκλήματος αποτελεί βασικό άξονα της καταπολέμησης της φυγοδικίας. και δίκαιο, γιατί είναι το στοιχείο του κοινού σοβαρού εγκλήματος που καθιστά τη δίκη του φυγοδίκου κοινή υπόθεση της κοινότητας των κρατών.

Καθοδηγούμενοι από τις διαπιστώσεις μας, κρίνουμε ότι -

(α)   ορθά διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν παρεμβάλλεται κώλυμα στην έκδοση του εφεσείοντος, για να δικαστεί για τα εγκλήματα απάτης, που αποτελούν το αντικείμενο των τριών βουλευμάτων· και

(β)   δε χωρούσε έκδοση του εφεσείοντος για την έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε, επειδή τα εγκλήματα, για τα οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση, ήταν τιμωρητέα στην Κύπρο, κατά το χρόνο διάπραξής τους, με φυλάκιση κάτω του ενός έτους.  Όμως το κώλυμα αυτό αίρεται, εφόσον διατάσσεται [*1973]η έκδοση του φυγοδίκου για άλλα διακριτέα εκδόσιμα αδικήματα και νοουμένου ότι  τα μη εκδόσιμα αδικήματα έχουν τα χαρακτηριστικά που διαγράφει η παράγραφος (2) του Άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων, το κείμενο της οποίας ορίζει:-

«2.  Εάν η αίτησις εκδόσεως αφορά περισ-σοτέρας διακεκριμένας πράξεις, εκάστη των οποίων τιμωρείται υπό του Νόμου του αιτούντος Μέρους, και του Μέρους παρ’ ου αιτείται η έκδοσις, διά ποινής στερήσεως της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εκ των οποίων όμως τινές δεν πληρούσι τους όρους, τους σχετικούς με το όριον της ποινής, το καλούμενον μέρος θα έχη την ευχέρειαν χορηγήσεως της εκδόσεως και διά τας τελευταίας ταύτας πράξεις.»

Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων στην Ελλάδα, η έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα συνιστούσε αδίκημα και στην Κύπρο -  (Άρθρο 305Α, το οποίο προστέθηκε με το Άρθρο 4 του περί Ποινικού Κώδικος (Τροποποιητικός) Νόμου του 1986, (Ν.186/86)) - τιμωρητέο με φυλάκιση έξι μηνών.  Τούτου δοθέντος, και λαμβανομένου υπόψη ότι εδικαιολογείτο η έκδοση του εφεσείοντος για να δικαστεί αναφορικά με τα εγκλήματα απάτης, στα οποία έχουμε αναφερθεί, παραδεκτή ήταν, παράλληλα, και η έκδοσή του προς έκτιση των ποινών φυλάκισης που του έχουν επιβληθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο