A. I. Kαρπασίτης & Yιοί (Bιομηχανία) Λτδ και Άλλος ν. Eυγενίας Kαραφωκά και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 1980

(1999) 1 ΑΑΔ 1980

[*1980]26 Nοεμβρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1.  Α.Ι. ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ & YIOΙ (ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ) ΛΤΔ

2.  ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΚΑΡΠΑΣΙΤΗΣ,

Eφεσείοντες-Eναγόμενοι,

ν.

1.  ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΑΡΑΦΩΚΑ,

2.  ΑΝΤΩΝΗ ΑΡΓΥΡΙΔΗ,

Eφεσιβλήτων-Eναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10029)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων και της αξιοπιστίας των μαρτύρων, στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας και αφού αιτιολόγησε την κρίση του — Δεν παρεχόταν πεδίο επέμβασης του Εφετείου.

Αδικαιολόγητος πλουτισμός (unjust enrichment) — Δεν εγείρετο θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού στην παρούσα υπόθεση όπου η αγωγή έπρεπε να αντιμετωπισθεί στη βάση ως προς το κατά πόσο συγκεκριμένο δάνειο είχε εξοφληθεί ή όχι — Εκτενής αναφορά και ανάλυση αυθεντιών επί του θέματος του αδικαιολόγητου πλουτισμού — Τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην επισήμανση της βάσης της αγωγής είναι αποτέλεσμα μιας ανορθόδοξης διαδικασίας που ακολουθήθηκε αρχικά σε προηγούμενη αγωγή μεταξύ των διαδίκων.

Έξοδα — Αποστέρηση εξόδων από επιτυχόντα διάδικο — Άρνηση του Δικαστηρίου να επιδικάσει έξοδα σε επιτυχόντα εναγόμενο επειδή η υπεράσπιση ήταν κοινή με συνεναγόμενο — Ανατράπηκε κατ’ έφεση και επιδικάστηκε το 1/3 των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας και τα έξοδα της διαδικασίας της έφεσης.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα 1 είναι αδελφή του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2. Το 1986 ο εφεσίβλητος-ενάγων 2 ήταν νυμφευμένος με την κόρη του εφεσείοντα-εναγομένου 2. Ο γάμος αυτός διαλύθηκε γύρω στο 1989.

[*1981]Στις 6.6.1991 η εφεσείουσα-εναγόμενη 1 εταιρεία ήγειρε την αγωγή 1662/91 εναντίον της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1, ζητώντας το ποσό των £30.000, το οποίο ισχυρίζετο πως της είχε δανείσει περί τις 15.11.1986.

Στις 29.6.95, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1 και υπέρ της εφεσείουσας-εναγομένης 1 εταιρείας ως η απαίτηση, με £700 έξοδα.  Κατά το χρόνο του συμβιβασμού δηλώθηκε πως η απόφαση θα αναστέλλετο μέχρι 31.7.1995 και εφόσον μέχρι την ημερομηνία αυτή η εφεσίβλητη-ενάγουσα 1 και/ή ο εφεσίβλητος-ενάγων 2, ήγειραν αγωγή εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας, εναγόμενης 1, και/ή του εφεσείοντα-εναγόμενου 2, τότε θα υπήρχε περαιτέρω αναστολή της απόφασης μέχρι τελικής εκδίκασης της νέας αγωγής.  Περαιτέρω είχε συμφωνηθεί ότι οποιαδήποτε απόφαση ενδεχομένως θα εκδιδόταν στη νέα αγωγή θα συμψηφιζόταν και/ή θα αφαιρείτο από το ποσό της απόφασης.

Στις 11.7.95 οι δύο εφεσίβλητοι-ενάγοντες ήγειραν την υπό έφεση αγωγή κατά των εφεσειόντων-εναγομένων αξιώνοντας $42.500 που όπως ισχυρίζονταν είχε πληρωθεί από αυτούς για λογαριασμό των εφεσειόντων-εναγομένων.  Επιπρόσθετα, αξίωναν ποσό χρημάτων το οποίο θα συμπλήρωνε το ποσό μέχρι £30.000.  Στην ουσία ισχυρίζονταν ότι το ποσό του δανείου των £30.000, αντικείμενο της απόφασης στην αγωγή 1662/91 είχεν εξοφληθεί.

Στην έκθεση απαιτήσεως οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα 1 πήρε από τους εναγομένους το ποσό των £30.000 με σκοπό να αγοράσει περιουσία στη Λάρνακα και ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι επιθυμούσαν όπως το εν λόγω ποσό πληρωθεί σ’ αυτούς στις Η.Π.Α. όπου ο εφεσίβλητος-ενάγων 2 κατοικούσε μόνιμα με την τότε σύζυγο του.  Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες υποστήριξαν ότι το ποσό των $42.500 πληρώθηκε στην Αμερική για λογαριασμό των εφεσειόντων-εναγομένων από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα και ότι το υπόλοιπο μέχρι ποσού £30.000 θεωρήθηκε ως πληρωθέν στα πλαίσια συμφωνίας διακανονισμού των περιουσιακών διαφορών μεταξύ του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 και της κόρης του εφεσείοντα-εναγομένου 2.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι με την έκθεση υπεράσπισης τους αρνούνταν την καταβολή σ’ αυτούς οποιουδήποτε ποσού και ισχυρίζονταν ότι το μόνο που συνέβηκε ήταν η συμφωνία για το δάνειο των £30.000 ποσό για το οποίο εκδόθηκε εκ συμφώνου η απόφαση στην αγωγή 1662/91.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλή[*1982]των-εναγόντων και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 και εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου 2 για ποσό $60.000 πλέον έξοδα και απέρριψε την αγωγή εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης εταιρείας χωρίς έξοδα.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση, προσβάλλοντας με τους λόγους έφεσης 1, 2 και 3, τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των γεγονότων και επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει την αγωγή της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1 εναντίον των εναγομένων.  Με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποβλήθηκε ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην έκθεση απαιτήσεως υπήρχε το υπόβαθρο από το οποίο φαινόταν ότι το επίδικο ποσό οφείλετο στον ενάγοντα διότι ο εναγόμενος 2 κατέστη πλουσιότερος, είναι λανθασμένο.  Με τον έκτο λόγο έφεσης υποβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε απόφαση για Δ.Α. αφού η απαίτηση των εφεσιβλήτων-εναγόντων ήταν για ΛΚ30.000 και όχι για $60.000 όπως ήταν τελικά η απόφαση.  Με τον τελευταίο λόγο έφεσης επροσβάλλετο το διάταγμα εξόδων και συγκεκριμένα το γεγονός ότι δεν επιδικάσθηκαν έξοδα υπέρ της εφεσείουσας εταιρείας, αφού η αγωγή εναντίον της απερρίφθη, με το δικαιολογητικό ότι η υπεράσπιση των δύο εναγομένων ήταν κοινή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία των διαδίκων αφού ανέλυσε και σχολίασε την μαρτυρία τους, και αιτιολόγησε την κρίση του.  Κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ήταν έτοιμο να αποφασίσει τα γεγονότα στηριζόμενο στην προφορική μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων-εναγόντων, επισημαίνοντας όμως επιπρόσθετα ότι και τα όσα προφορικά εξέθεσαν ενισχύονταν από τα διάφορα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιόν του.  Τα ευρήματα, τόσο των γεγονότων, όσο και της αξιοπιστίας των μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν επιτρεπτά και δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου.

2.  Η πρωτόδικη απόφαση αναφέρει ότι:  “Κακώς ίσως η παρούσα αγωγή ηγέρθη και εκ μέρους της ενάγουσας και εναντίον της εναγομένης.  Η αγωγή επομένως εναντίον της εναγομένης εταιρείας θα απορριφθεί”.

3.  Δεν υπάρχουν, στην παρούσα υπόθεση, εκ πρώτης όψεως, οι προϋποθέσεις για εφαρμογή της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως έπραξε το Δικαστήριο.

[*1983]       Στην παρούσα υπόθεση δεν εγείρεται θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού.  Η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να εξετασθεί κάτω από τις πραγματικά ιδιόρυθμες καταστάσεις της που αφορούν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε.  Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην επισήμανση της βάσης της αγωγής, είναι αποτέλεσμα μιας ανορθόδοξης διαδικασίας που ακολουθήθηκε αρχικά στην αγωγή 1662/91 με την απόφαση της οποίας αφέθηκε να κριθεί με την νέα αγωγή που τελεί υπό έφεση το κατά πόσο το δάνειο είχε εξοφληθεί ή όχι.  Πάνω σ’ αυτή τη βάση θα έπρεπε να είχε αντιμετωπισθεί η αγωγή από τους διαδίκους και το Δικαστήριο πρωτόδικα, το θέμα θα τελείωνε εδώ και δεν θα εγειρόταν θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού.  Η εξόφληση έγινε από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα 2 με την προϋπόθεση και αντιπαροχή της οφειλής του δανείου από την εφεσίβλητη-ενάγουσα 1.  Αφ’ ης στιγμής επετεύχθη απόφαση για αποπληρωμή δανείου, εξέπεσε και απέτυχε η αντιπαροχή (failure of consideration) και τα πληρωθέντα ποσά θα πρέπει να επιστραφούν.  Η κατάληξη του Δικαστηρίου είτε με τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είτε με τη βάση της αποτυχίας της αντιπαροχής, θα ήταν η ίδια.

4.  Το Δικαστήριο είχε το αναγκαίο υπόβαθρο και εδικαιούτο να εκδώσει απόφαση για $60.000, αφού σύμφωνα με τα ευρήματά του είχε συμφωνηθεί ότι η εξόφληση των £30.000 θα γινόταν σε δολλάρια Αμερικής και συγκεκριμένα $60.000.  Έτσι δεν ήταν αναγκαία η ύπαρξη μαρτυρίας περί ισοτιμίας λίρας και δολλαρίου.

5.  Η εφεσείουσα-εναγόμενη 1, ως επιτυχούσα εναγομένη, δικαιούται το 1/3 των εξόδων της με βάση την υπόθεση Χαραλάμπους & Άλλου ν. Ιωάννου.

Η έφεση επέτυχε μερικώς με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πελεκάνου ν. Πελεκάνου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 912,

Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286,

Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713,

Minerva Finance & Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 A.A.Δ. 2173,

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Ιωάννου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 389.

[*1984]Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Aρέστης, Π.E.Δ.) που δόθηκε την 1 Iουλίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 2677/95) με την οποία επιδικάστηκε η πληρωμή από τον εναγόμενο 2 προς τον ενάγοντα 2 ποσού 42.250 δολαριών τα οποία ο ενάγοντας 2 κατέβαλε για λογαριασμό του εναγομένου 2 για αγορά μετοχών καθώς και ποσού 60.000 δολαρίων το οποίο, ναι μεν δεν καταβλήθηκε από τον ενάγοντα στον εναγόμενο τα γεγονότα όμως της υπόθεσης εκάλυπταν τη σχετική απαίτηση.

Α. Ζαχαρίου, για τους Eφεσείοντες.

Γ. Λουκαΐδης για Ποιητή, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στην υπόθεση που τελεί υπό έφεση η εφεσίβλητη-ενάγουσα 1 είναι αδελφή του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2.  Το 1986 ο εφεσίβλητος-ενάγων 2 ήταν νυμφευμένος με την κόρη του εφεσείοντα-εναγομένου 2 Μιχαλάκη Καρπασίτη.  Γύρω στο 1989, μετά από την ύπαρξη διαφορών μεταξύ των συζύγων, ακολούθησε διαζύγιο. Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο η κατάσταση αυτή αναπόφευκτα δημιούργησε κακά αισθήματα μεταξύ των μερών που εμπλέκονται στη διαφορά και τα οποία σε κάποιο βαθμό επηρέασαν τη στάση τους στην πορεία της υπόθεσης.

Στις 6.6.91 η εφεσείουσα-εναγόμενη 1 εταιρεία ήγειρε την αγωγή 1662/91 εναντίον της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1, ζητώντας το ποσό των £30.000, το οποίο κατ΄ισχυρισμό τής είχε δανείσει περί τις 15.11.86.  Ο φάκελος της αγωγής αυτής βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως τεκμήριο 1.  Στις 29.6.95 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1 και υπέρ της εφεσείουσας-εναγομένης 1 εταιρείας ως η απαίτηση, με £700 έξοδα.  Σύμφωνα με δηλώσεις που έγιναν το χρόνο του συμβιβασμού, η εκτέλεση της απόφασης θα αναστέλλετο μέχρι 31.7.95 και εφόσον μέχρι την ημερομηνία αυτή η εφεσίβλητη-ενάγουσας 1 και/ή ο αδελφός της Αντώνης Αργυρίδης, εφεσίβλητος-ενάγων 2, ήγειραν αγωγή εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας, εναγομένης 1, και/ή του εφεσείοντα-εναγομένου 2, τότε θα υπήρχε περαιτέρω αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι τελικής εκδίκασης της νέας αγωγής.  Περαιτέρω, είχε συμφωνηθεί ότι οποιαδήποτε απόφαση ενδεχομένως θα εκδιδόταν στη νέα αγωγή θα συμψηφιζόταν [*1985]και/ή θα αφαιρείτο από το ποσό της απόφασης.

Στις 11.7.95 και οι δύο εφεσίβλητοι-ενάγοντες ήγειραν την υπό έφεση αγωγή εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων αξιώνοντας το ποσό των $42.500 ως κατ’ ισχυρισμό πληρωθέν απ΄αυτούς για λογαριασμό των εφεσειόντων-εναγομένων.  Επιπρόσθετα, αξίωναν ποσό χρημάτων το οποίο θα συμπλήρωνε το πιο πάνω ποσό μέχρι £30.000. Δηλαδή, στην ουσία, ήταν ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων-εναγόντων ότι το ποσό του δανείου των £30.000 που υπήρξε αντικείμενο της απόφασης στην αγωγή 1662/91, είχεν εξοφληθεί.

Ήταν ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων-εναγόντων ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα 1 γύρω στο Νοέμβριο του 1986 επήρε από τους εναγομένους το ποσό των £30.000, το οποίο θα χρησιμοποιούσε για την αγορά περιουσίας στη Λάρνακα, και ήταν επιθυμία των εφεσειόντων-εναγομένων, όπως το ισόποσο του ποσού αυτού πληρωθεί σ΄ αυτούς ή σε οποιοδήποτε απ΄αυτούς στις Η.Π.Α., όπου ο εφεσίβλητος-εναγόμενος 2 με την τότε σύζυγο του κατοικούσαν μόνιμα.  Όπως φαίνεται μέσα από την Έκθεση Απαίτησης, είναι ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων-εναγόντων ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων πλήρωσε για λογαριασμό των εφεσειόντων-εναγομένων στην Αμερική το ποσό των $42.500 και ότι το υπόλοιπο μέχρι του ποσού των £30.000 θεωρήθηκε ως πληρωθέν στα πλαίσια συμφωνίας διακανονισμού των περιουσιακών διαφορών μεταξύ του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 και της κόρης του εφεσείοντα-εναγομένου 2 Μιχαλάκη Καρπασίτη.  Έτσι, ήταν η θέση των εφεσίβλητων-εναγόντων ότι, αφού η εφεσείουσα-εναγομένη εταιρεία ήγειρε εναντίον της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1 την Αγωγή 1662/91 και επήρε απόφαση εναντίον της παρά τα πιο πάνω συμφωνηθέντα, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες δικαιούνταν στην καταχώρηση της νέας αγωγής.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι με την Έκθεση Υπεράσπισής τους αρνούνταν την καταβολή οποιουδήποτε ποσού σε αυτούς και ισχυρίζονταν ότι το μόνο που είχε συμβεί ήταν η συμφωνία για το δάνειο των £30.000, ποσό για το οποίο εκδόθηκε εκ συμφώνου η απόφαση στην αγωγή 1662/91.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προφορική μαρτυρία που είχε ενώπιον του, καθώς και τα σχετικά έγγραφα-τεκμήρια, αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσίβλητων-εναγόντων και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 και εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου 2 για ποσό $60.000 πλέον έξοδα, απορρίπτοντας την αγωγή εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης [*1986]εταιρείας χωρίς έξοδα.

Παραθέτουμε κατά λέξη τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

“Δέχομαι ότι ο εναγόμενος 2 έδωσε ποσό £30.000.- στην ενάγουσα 1 με επιταγή της εναγομένης 2 και συμφώνησε να πληρωθεί αυτό το ποσό στην Αμερική από τον ενάγοντα 2.  Το γεγονός ότι η ενάγουσα έλαβε το ποσό με επιταγή της εναγομένης εταιρείας δεν σήμαινε ότι το ποσό εδίδετο από την εναγομένη και θα επιστρεφόταν σ΄αυτήν αλλά από τον εναγόμενο και θα επιστρεφόταν σ΄αυτόν προσωπικά στην Αμερική.  Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ο ίδιος ο εναγόμενος δέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι χρεώθηκε η προσωπική του μερίδα στα βιβλία της εταιρείας με το αντίστοιχο ποσό.  Αν η εταιρεία σαν τέτοια είχε απόφαση να δανείσει χρήματα την ενάγουσα δεν θα χρέωνε το διευθυντή της με το ποσό αυτό.

Ο ενάγων συμφώνησε να επιστρέψει το ποσό των £30.000.- και μάλιστα με συμφωνία όπως αυτό μετατραπεί σε 60,000 δολλάρια στην Αμερική πράγμα που θα απάλλαττε την αδελφή του να πληρώσει το ποσό αυτό στον εναγόμενο εφ’ όσον τα δύο αδέλφια θα διακανόνιζαν την υποχρέωση που θα προέκυπτε από αυτή την πράξη της αδελφής προς τον αδελφό με διευθέτηση την οποία οι ίδιοι είχαν συμφωνήσει.

Ενώ η εναγομένη δεν είχε να λαμβάνει χρήματα από την ενάγουσα ήγειρε την αγωγή 1662/91 εναντίον της και υπήρξε η περιγραφείσα ήδη διευθέτηση με την οποία η ενάγουσα ανέλαβε να πληρώσει στην εναγομένη το ποσό των £30.000.-.

Ο ενάγων πλήρωσε για λογαριασμό του εναγομένου το ποσό των 42,250 δολλαρίων αγοράζοντας γι’ αυτόν μετοχές στο χρηματιστηριακό οίκο στον οποίο εργαζόταν. Έχω βεβαίως σημειώσει το γεγονός ότι στην αγωγή γίνεται αναφορά για ποσό 42,500 δολλαριών ενώ στο Τεκμ.3 αναγράφεται το ποσό των 42,250 δολλαρίων.  Η διαφορά αυτή δεν μπορεί ν’ αντανακλά με οποιοδήποτε τρόπο στην αξιοπιστία του ενάγοντα.  Δεχθηκε ότι το ποσό δεν ήταν αυτό που αρχικά είπε αλλά κατά 250 δολλάρια μικρότερο.

Για το υπόλοιπο ποσό μέχρι τις 60,000 δολλάρια ο εναγόμενος δέχθηκε όπως μη επιμένει στην είσπραξη του από τον ενάγοντα προς όφελος της κόρης του πράγμα που σημαίνει ότι ο [*1987]ενάγοντας υπέστη μείωση των περιουσιακών του στοιχείων κατά 17,750 δολλάρια. Αντί δηλαδή ο ενάγοντας να επιμένει όπως πάρει από την κόρη του εναγομένου το αντίστοιχο ποσό και στη συνέχεια θεωρητικά να το πληρώσει στον εναγόμενο ο τελευταίος δέχθηκε όπως εγκαταλείψει ο ίδιος το ποσό αυτό ώστε και ο ενάγοντας να εγκαταλείψει τη διεκδίκηση του έναντι της κόρης του.

Ο ενάγοντας πλήρωσε επομένως με αυτό τον τρόπο το υπόλοιπο των 60,000 δολλαρίων ήτοι 17,750 στον εναγόμενο.”

Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 αφορούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των γεγονότων και της αξιοπιστίας των μαρτύρων και αναπτύχθηκαν από κοινού στο περίγραμμα αγορεύσεων των εφεσειόντων.  Στο περίγραμμά τους αυτό αμφισβητήθηκε η δεκτότητα των τεκμηρίων 2 και 3 που ήσαν λογαριασμοί που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Επισημαίνουμε ότι στο εφετήριο δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να καλύπτει τον ισχυρισμό αυτό.  Αντίθετα, με το λόγο 1 στην έφεση, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τα τεκμήρια 2 και 3 και δεν τους έδωσε τη σημασία που έπρεπε, αφού σε αυτά δεν παρουσιαζόταν, κατά τον ισχυρισμό τους, μείωση της αξίας των μετοχών του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2  κατά το ισόποσο της αξίας των μετοχών που ισχυρίστηκε ότι αγόρασε για λογαριασμό του εφεσείοντα-εναγομένου 2, ποσό που σχετίζεται με τις $42.250. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός αυτός δεν  μπορεί να αποτελέσει θέμα της έφεσης και δεν θα εξετασθεί. 

Ενώπιον του Δικαστηρίου βρισκόταν και το τεκμήριο 4, που αποτελεί την έγγραφη συμφωνία μεταξύ του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 και της κόρης του εφεσείοντα-εναγομένου 2, το οποίο κατατέθηκε για να ενισχυθεί η θέση των εφεσιβλήτων ότι μέρος της απαίτησης των εφεσειόντων είχε διευθετηθεί με την εν λόγω συμφωνία.  Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι  τέτοια ενίσχυση δεν παρείχετο, διότι η συμφωνία αυτή αποτελείτο από 9 σελίδες και, ενώ υπήρχαν μονογραφές σε όλες τις σελίδες, δεν υπήρχε μονογραφή στην ουσιαστική σελίδα, που ήταν και η μοναδική που είχε σημασία για την υπόθεση του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2. 

Βασιζόμενος στα πιο πάνω, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε στο Δικαστήριο ότι κάτω από τις συνθήκες κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε όλα τα πιο πάνω τεκμήρια (τεκμήρια 2, 3 και 4) ως ενισχυτικά της εκδοχής των εφεσιβλήτων.

[*1988]Αναφορικά με το τεκμήριο 4, που ήταν φωτοαντίγραφο του πρωτότυπου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η έλλειψη μονογραφής στο ουσιαστικό, όπως χαρακτηρίστηκε, τμήμα του τεκμηρίου, δεν μειώνει την αξία του, κρίνοντας περαιτέρω ότι στην πραγματικότητα πρέπει να υπήρχε μονογραφή, η οποία όμως δεν αποτυπωθήκε καλά στο φωτοαντίγραφο.

Έχοντας εξετάσει το φωτοαντίγραφο αυτό είμαστε της άποψης ότι τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου εδικαιολογούντο υπό τις περιστάσεις. Από το τεκμήριο αυτό προέκυπτε ότι, η οφειλή του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 προς τον Μιχαήλ Καρπασίτη για το ποσό των $17.750 (που είναι η διαφορά των $42.250 μέχρι του ποσού των £30.000), εθεωρείτο ότι ικανοποιείτο με την παραλαβή από την κόρη του εφεσείοντα-εναγομένου 2 Καρπασίτη και σύζυγο του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 Αργυρίδη, του συμφέροντος του συζύγου της.  Περαιτέρω, η κρίση του Δικαστηρίου περί ύπαρξης μονογραφής που δεν αποτυπώθηκε ήταν επιτρεπτή με βάση την εξέταση του τεκμηρίου στο σύνολο του και της κακής ποιότητας της αποτύπωσης.

Αναφορικά με την επέμβαση του Εφετείου σε ευρήματα γεγονότων από το πρωτόδικο Δικαστήριο,  υπάρχει εκτενής νομολογία.  Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Πελεκάνου ν. Πελεκάνου και Άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 912 στη σελ. 918:

“Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη (Βλ. Neocleous and Another v. Christodoulou (1979) 1 C.L.R. 714, Epiphaniou v. Hadjigeorghiou (1982) 1 C.L.R. 609, Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δη. Ευγενίου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 691, Αριστείδου ν. Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, Λεοντίου ν. Μωσαϊκή Μ.Α.Σ. Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ.351).”

Ανάλογες αρχές ισχύουν και για ευρήματα αξιοπιστίας.  (Βλ. Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε, σχολίασε και αιτιολόγησε την κρίση του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων-[*1989]εναγόμενος 2 ήταν αναξιόπιστος, σε αντίθεση με τον εφεσίβλητο-ενάγοντα 2, που τον έκρινε ως αξιόπιστο, παρόλη τη δόση υπερβολής, όπως ανέφερε, στη μαρτυρία του.  Κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ήταν έτοιμο ν΄αποφασίσει τα γεγονότα στηριζόμενο στην προφορική μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων-εναγόντων, επισημαίνοντας όμως επιπρόσθετα ότι και τα όσα προφορικά εξέθεσαν ενισχύονταν από τα διάφορα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιόν του.  Από τα όσα αναφέραμε πιο πάνω σχετικά με το τεκμήριο 4, διαφαίνεται ότι η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 4 ενίσχυε την προφορική μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εφεσίβλητων-εναγόντων, ήταν ορθή.  Όσον αφορά τα τεκμήρια 2 και 3, έστω και αν η θέση που υπέβαλαν οι εφεσείοντες, πώς δηλαδή δεν παρουσιαζόταν στους λογαριασμούς της αξίας των μετοχών του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 κατά το ισόποσο της αξίας των μετοχών που ισχυριζόταν ότι αγόρασε για λογαριασμό του εφεσείοντα-εναγομένου 2, ήταν ορθή (που σε τέτοια περίπτωση η ενισχυτική τους αξία για την προφορική μαρτυρία θα ήταν περιθωριακή) εντούτοις, έχοντας υπόψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε βασικά την υπόθεση με βάση την προφορική μαρτυρία, θεωρούμε ότι δεν θα επηρέαζε την τελική του κατάληξη.

Εν κατακλείδι θεωρούμε ότι, τόσο τα ευρήματα γεγονότων όσο και εκείνα  της αξιοπιστίας των μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν επιτρεπτά και ως εκ τούτου δεν χωρεί επέμβαση μας.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι το Δικαστήριο παρέλειψε ν’ αποφασίσει την αγωγή της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1 εναντίον των εναγομένων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.14 της απόφασης του αναφέρει  σε σχέση με την εφεσίβλητη-ενάγουσα 1 :  “Κακώς ίσως η παρούσα αγωγή ηγέρθη και εκ μέρους της ενάγουσας και εναντίον της εναγομένης. Η αγωγή επομένως εναντίον της εναγομένης εταιρείας θα απορριφθεί”.

Στην τελική του κατάληξη  εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 και εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου 2 και απέρριψε την αγωγή εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης 1 εταιρείας, παραλείποντας να αναφέρει οτιδήποτε σχετικά με την αγωγή της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1.

Είναι προφανές από τα πιο πάνω σχόλια του Δικαστηρίου στη σελ.14 της απόφασής του καθώς και από το γεγονός ότι απόφαση τελικά δεν εξεδόθη υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1, ότι πρόθε[*1990]ση του Δικαστηρίου ήταν η απόρριψη της αγωγής της, κάτι που προφανώς εκ παραδρομής δεν έγινε.  Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι η αγωγή της θα έπρεπε να απορριφθεί.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην Έκθεση Απαίτησης υπήρχε το υπόβαθρο από το οποίο φαινόταν ότι “το υπόλοιπο ποσό και/ή οιονδήποτε οφείλεται στον ενάγοντα διότι ο εναγόμενος 2 κατέστη πλουσιότερος” είναι λανθασμένο, και περαιτέρω δεν υπήρχαν οι νομικές προϋποθέσεις για τέτοιο συμπέρασμα.

Με το σημείο αυτό και οι δύο πλευρές ασχολήθηκαν εκτενώς στις αγορεύσεις του και στα περιγράμματα με παράθεση αριθμού σχετικών αυθεντιών, συμπεριλαμβανομένης και της πρόσφατης απόφασης στη Minerva Finance & Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 A.A.Δ. 2173, όπου ο Κωνσταντινίδης Δ., εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Εφετείου, ασχολήθηκε εκτενώς και ανέλυσε το θέμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment).  Παραθέτουμε εκτενές απόσπασμα από την απόφαση:

“Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου επικαλέστηκε διαζευκτικά τις διατάξεις των άρθρων 70 - 72 του Κεφ. 149 και επίσης την υπόθεση Moses v. McFerlan [1558 - 1774] A.M.E.R. Rep 581 όπως τη συνοψίζει ο Chitty on Contracts 24η Έκδοση § 1789. Εισηγείται πως στη βάση των διαπιστώσεων που έγιναν οι εφεσείοντες υποχρεούνται να επιστρέψουν το ποσό κατά τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της επιείκειας.  Πλούτισαν (en-riched) από όφελος (benefit) εξόδοις (at the expense) του εφεσίβλητου και η διατήρηση αυτού του πλουτισμού είναι άδικη (unjust).

Ο άδικος πλουτισμός (unjust enrichment) δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί ακόμα στο Αγγλικό Δίκαιο, παρά τον προβληματισμό που εκδηλώνεται, αυτόνομη αιτία αγωγής.  Αναγνωρίζεται όμως πλέον πως, ως έννοια βρίσκεται στον πυρήνα της αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) ως συνιστώσα την αρχή που την υποστηλώνει.  Το θέμα αναπτύσσεται στον Chitty On Contracts 27η Έκδοση, ειδικά από την παράγραφο 29-007 κ.ε.  Και το σύγγραμμα The Law of Restitution των Goff & Jones, 2η Έκδοση, αρχίζει ακριβώς με την επεξήγηση πως το δίκαιο της αποκατάστασης είναι το δίκαιο που αφορά σε όλες τις αξιώσεις, οιονεί συμβατικές ή άλλως, που θεμελιώνονται στην αρχή του άδικου πλουτισμού.  (Βλ. επίσης σελ.11 κ.ε.).  Και είναι με την πιο πάνω έννοια που και τα δύο συγγράμματα ανα[*1991]φέρονται στα τρία στοιχεία του άδικου πλουτισμού στα οποία αναφέρθηκε ο εφεσίβλητος. (Βλ. παράγραφος 29-011 και σελ.13 αντίστοιχα).

Εκδίδοντας την πρώτη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Orakpo v. Manson Investments [1977] 3 All E.R. σελ.1, στη σελίδα 7 ο Lord Diplock τόνισε ακριβώς πως δεν υπάρχει γενικός θεσμός περί άδικου πλουτισμού αναγνωρισμένος στο Αγγλικό Δίκαιο.  Παρέχονται, συνεχίζει, ειδικές θεραπείες σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως άδικος πλουτισμός σε νομικό σύστημα που βασίζεται στο αστικό δίκαιο.

“There is no general doctine of unjust enrichment recognised in English law. What it does is to provide specific remedies in particular cases of what might be classified as unjust enrichment in a legal system that is based on the civil law.”

Θεωρήσαμε αναγκαία αυτή τη σύντομη εισαγωγή γιατί, όπως είδαμε, έχει γίνει, πέραν από την αναφορά σε λάθος, και γενική αναφορά στον άδικο πλουτισμό και σε όρους υπό τους οποίους στοιχειοθετείται.  Χωρίς εξειδίκευση του κανόνα, κατά το δίκαιο της αποκατάστασης ή την Κυπριακή Νομοθεσία στην έκταση που το ενσωματώνει, που κάλυπτε την περίπτωση.

Θα προσθέταμε εδώ πως αρκετά πρόσφατα, στην υπόθεση Woolwich Building Society v. I.R.C. (H.L.(E)) [1993] A.C. 167 αποφασίστηκε πως όπου έχει πληρωθεί ποσό χρημάτων αχρεωστήτως αλλά ο πληρώσας δεν μπορεί να θεμελιώσει κάποια βάση για επιστροφή του, το ποσό δεν μπορεί να επιστραφεί.  Τέτοια βάση θα μπορούσε να είναι το λάθος, ως πτυχή της ευρύτερης έννοιας που συνοπτικά αποδίδεται με τον πορο “money had and received”. (Χρήματα του ενάγοντα που λήφθηκαν από τον εναγόμενο.).  Όρος που στην Κύπρο, στο πλαίσιο του Άρθρου 72 του Κεφ. 149 καλύπτει και το νομικό λάθος (βλ. George William Portsmouth v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1967) 1 C.L.R. 87 και συναφώς C.T.C. Consultants v. Grindlays Bank (1988) 1 C.L.R. 294). Όπως και η πληρωμή συνεπεία  εξαναγκασμού (duress ή compulsion ή coercion) που επίσης συνιστά βασικό κεφάλαιο του δικαίου που διέπει την αποκατάσταση.  Συνοψίζουν την αγγλική νομολογία πάνω στο θέμα τα δύο συγγράμματα στα οποία έχουμε αναφερθεί, ο Chitty on Contracts από την παράγραφο 29-056 και οι Goff & Jones από τη σελίδα 161.  Αναγνωρίζονται εν προκειμένω όσα περι[*1992]γράφονται ως όρια στο δικαίωμα για αποκατάσταση.  Αποκλείεται, μεταξύ άλλων, η αποκατάσταση όταν ο ενάγων ενεργεί εκουσίως προς δικό του όφελος. Ή κατ’ αποδοχή ή συμβιβασμό έντιμης αξίωσης.  (Βλ. Chitty ανωτέρω παράγραφος 29-011 κ.ε., Goff & Jones σελ. 24 κ.ε.).

Στην Κύπρο, οι ρυθμίσεις του Κεφ.149 κάτω από τον τίτλο “Σχέσεις που προσομοιάζουν με τις Συμβατικές” έχουν στη ρίζα τους τις αρχές ως προς την αποκατάσταση και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επεκτείνοντας τις μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις.  Είδαμε ότι ο εφεσίβλητος αναφέρθηκε στα Άρθρα 70-72. Το Άρθρο 71 είναι εντελώς άσχετο.  Αναφέρεται στα δικαιώματα που προκύπτουν από την ανεύρεση αγαθών. Οι προϋποθέσεις για την ένταξη ορισμένης περίπτωσης στο άρθρο 70, εξηγήθηκαν σε αριθμό υποθέσεων. (Βλ. Polyxeni Demou Kyriakou v. The Estate of the Late Katina Petrou (1961) C.L.R. 300, Ismini Kyriakou Hji Loizi and Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11, Stelios P. Orphanides v. Vyron K. Michaelides (1967) 1 C.L.R. 309, Charalambous v. Kazanou & Another (1982) 1 C.L.R. 326, Theodoulou v. Theodoulou  (1987) 1 C.L.R. 101, Sekavin S.A. v. Ship “Platon Ch.” (1987) 1 C.L.R. .297).  Όπως έχει τονισθεί, δεν εφαρμόζεται το άρθρο στις περιπτώσεις στις οποίες η πράξη για την οποία επιδιώκεται αποκατάσταση, που περιλαμβάνει και την πληρωμή χρημάτων, τελείται μετά από ρητή απαίτηση (express request) του εναγομένου.”

Προκύπτει από τα πιο πάνω εκ πρώτης όψεως ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να εφαρμοστεί η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως έπραξε το Δικαστήριο. 

Eίμαστε όμως της γνώμης ότι στην παρούσα υπόθεση δεν εγείρεται  θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού.  Η παρούσα περίπτωση θα πρέπει να εξετασθεί κάτω από τις πραγματικά ιδιόρυθμες περιστάσεις της που αφορούν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην όλη υπόθεση.  Τα προβλήματα που δημιουργούνται στην επισήμανση της βάσης της αγωγής επί του θέματος είναι αποτέλεσμα της κατά την κρίση μας ανορθόδοξης διαδικασίας που ακολουθήθηκε αρχικά στην αγωγή 1662/91.  Ενώ η εναγόμενη (εφεσίβλητη 1 στην παρούσα αγωγή) παραδέχοταν το δάνειο προς αυτή των £30.000, αντί να προτάξει την υπεράσπιση της για εξόφληση και να εκδικαστεί το θέμα από το Δικαστήριο που με την απόφαση του θα εκρίνοντο όλες οι πτυχές της υπόθεσης και τα επίδικα θέματα, κατέληξε στην εκ συμφώνου απόφαση που αναφέραμε πιο πάνω, ως αποτέλεσμα της οποίας δημιουργήθηκαν τα νομικά προβλήματα που [*1993]αναφέραμε, καθώς και άλλα που περιττεύει να αναφέρουμε αφού δεν ηγέρθηκαν ούτε πρωτόδικα ούτε στην έφεση.

Στην ουσία θεωρούμε ότι με την απόφαση εκείνη αφέθηκε να κριθεί με τη νέα αγωγή που τελεί υπό έφεση το κατά πόσο είχε εξοφληθεί το δάνειο ή όχι.  Έτσι, είναι με αυτή τη βάση που θα έπρεπε να είχε αντιμετωπισθεί η αγωγή από τους διαδίκους και το Δικαστήριο πρωτόδικα.  Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την ενώπιον του μαρτυρία και τα ευρήματα του έκρινε ότι πράγματι το δάνειο εξοφλήθηκε με τον τρόπο που προκύπτει από την απόφαση του, το θέμα τελείωνε εδώ και δεν εγειρόταν θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού.  Η εξόφληση έγινε από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα 2 με την προϋπόθεση και αντιπαροχή της οφειλής του δανείου από την εφεσίβλητη-ενάγουσα 1.  Αφ΄ης στιγμής επετεύχθη απόφαση για αποπληρωμή του δανείου εξέπεσε και απέτυχε η αντιπαροχή (failure of consideration) και τα πληρωθέντα ποσά θα πρέπει να επιστραφούν.

Προκύπτει βεβαίως από τα πιο πάνω ότι, είτε με αυτή τη βάση ή με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η κατάληξη του Δικαστηρίου θα ήταν η ίδια.

Με το λόγο 6 της έφεσης υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε απόφαση για δολλάρια Αμερικής αφού η απαίτηση των εφεσιβλήτων-εναγόντων ήταν για λίρες Κύπρου, συγκεκριμένα για ποσό Λ.Κ.30.000 και όχι για $60.000, όπως ήταν τελικά η απόφαση.  Περαιτέρω, υπεβλήθη ότι το Δικαστήριο εκδίδοντας αυτή την απόφαση  δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία σχετικά με την ισοτιμία λίρας και δολλλαρίου, καθιστώντας έτσι την απόφαση του εν πάση περιπτώσει τρωτή.

Επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου είχε συμφωνηθεί ότι η εξόφληση του ποσού των £30.000 θα γινόταν από τον εφεσίβλητο-εναγόμενο 2 σε δολλάρια Αμερικής και συγκεκριμένα $60.000.  Ως εκ τούτου, παρόλον ότι στην Έκθεση Απαίτησης εγίνετο αναφορά σε ποσό £30.0000 το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε το αναγκαίο υπόβαθρο και εδικαούτο να εκδώσει απόφαση για $60.000, όπως είχε συμφωνηθεί και έτσι δεν ήταν αναγκαία η ύπαρξη μαρτυρίας περί της ισοτιμίας της λίρας και του δολλαρίου.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται το διάταγμα του Δικαστηρίου αναφορικά με τα έξοδα και συγκεκριμένα το γεγονός ότι δεν επιδικάστηκαν έξοδα υπέρ της εφεσείουσας εταιρείας, [*1994]αφού η αγωγή εναντίον της απορρίφθηκε, με το δικαιολογητικό ότι η υπεράσπιση των δύο εναγομένων στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν κοινή.  Στην υπόθεση Χαραλάμπους και Άλλου ν. Ιωάννου (1996) 1 A.A.Δ. 389, το Εφετείο σε παρόμοια περίπτωση ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση επιδικάζοντας το 1/3 των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ της επιτυχούσας εναγόμενης.

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι και εδώ πρέπει να ακολουθήσουμε την πιο πάνω απόφαση χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι το θέμα εξόδων βρίσκεται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η έφεση γίνεται εν μέρει αποδεκτή.

Η αγωγή της εφεσίβλητης-ενάγουσας 1 ενόψει των όσων αναφέραμε  απορρίπτεται και επιδικάζεται το 1/3 των εξόδων πρωτόδικα εναντίον της.

Η πρωτόδικη απόφαση για $60.000 υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα 2 επικυρώνεται.

Το πρωτόδικο διάταγμα για έξοδα τροποποιείται και επιδικάζεται το 1/3 των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ της εφεσείουσας-εναγομένης 1.

Έχοντας υπόψη πως, παρόλον ότι η πρωτόδικη απόφαση τροποποιήθηκε μερικώς, στην ουσία της επικυρώθηκε, επιδικάζουμε τα 2/3 των εξόδων κατ’ έφεση υπέρ των εφεσιβλήτων.

H έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο