Miller Roza Maria και Άλλοι ν. Ute Petek (1999) 1 ΑΑΔ 2091

(1999) 1 ΑΑΔ 2091

[*2091]16 Δεκεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1.  MILLER ROZA MARIA,

2.  FEDERATED AGENCIES LTD,

Eφεσείοντες,

ν.

UTE PETEK,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10408)

 

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Προσωπικές βλάβες — Γυναίκα ηλικίας 55 ετών υπέστη “εγκεφαλική διάσειση με συμπτώματα κεφαλαλγίας, ζάλης, εμετούς και διανοητική σύγχιση και αμνησία, θλαστικό τραύμα σχήματος Χ κατά την ινιακή χώρα μήκους 3 και 4 εκατοστών, αιμάτωμα μεταθλάσεως δεξιού οφθαλμού και συστοίχου ζυγωματικής χώρας με ρωγμώδες κάταγμα του ζυγωματικού οστού, θλάση της μύτης και ρινορραγία” — Παραπονείτο για επίμονη ζάλη υπό μορφή ιλίγγου καθώς και αιμωδία δεξιάς ζυγωματικής χώρας και άνω χείλους και για ανοσμία — Τελικά κατάλοιπα:  Μόνιμη και ολοκληρωτική απώλεια της αίσθησης της όσφρησης, μείωση της αίσθησης της γεύσης, ενοχλήσεις και μουδιάσματα στο δεξί μέρος του προσώπου και του άνω χείλους, πονοκέφαλοι και ίλιγγος — Επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων £18.000 — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Τόκος — Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 — Γενικές και ειδικές αποζημιώσεις — Από πότε πρέπει να επιδικάζεται τόκος — Οι αρχές εξετάστηκαν στην υπόθεση Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου — Εναπόκειται στα μέρη όταν καταλήγουν σε διευθέτηση των αποζημιώσεων να διευκρινίζουν επαρκώς τη θέση τους σε σχέση με τον τόκο και να θέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου σχετική μαρτυρία.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Επίδειξη σταθερής ανόδου του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων — Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο, αλλά παρέχουν καθοδήγηση.

[*2092]Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Στην υπόθεση αυτή η εφεσίβλητη, υπέστη τα τραύματα που αναφέρονται με λεπτομέρεια στην πρώτη από τις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις συνεπεία οδικού ατυχήματος για το οποίο οι εφεσείοντες αποδέχθηκαν πλήρη ευθύνη.  Δέχθηκαν επίσης ότι το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων ανέρχετο σε £1.500 και ότι τα έξοδα μετάβασης της εφεσίβλητης στην Κύπρο για να δώσει μαρτυρία, ανέρχοντο σε £400.

Το μόνο θέμα που παρέμεινε προς εκδίκαση ήταν το θέμα του υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των £18.000 θα αντικατόπτριζε ορθά το ποσό των γενικών αποζημιώσεων που δικαιούται η εφεσίβλητη.  Επιδίκασε λοιπόν υπέρ της εφεσίβλητης το “ποσό £18.000 ως γενικές αποζημιώσεις, £1.500 ως ειδικές και £400 ως έξοδα μαρτύρων πλέον τόκο 6% από 9.3.94 (ημερ. καταχώρησης της αγωγής) μέχρι 28.11.96 σύμφωνα με το Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και 8% από 29.11.96 μέχρι την εξόφληση σύμφωνα με το Νόμο 101(1)/96 επί των γενικών αποζημιώσεων και νόμιμο τόκο επί των ειδικών αποζημιώσεων”.

Η έφεση στρέφεται κατά του ύψους του ποσού των γενικών αποζημιώσεων και της επιδίκασης τόκων προς όφελος της εφεσίβλητης από την ημερομηνία του ατυχήματος επί ολόκληρου του ποσού των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ενόψει του γεγονότος ότι η εφεσίβλητη, ενώ ήταν ένα καθ’ όλα υγιές και αρτιμελές άτομο θα στερηθεί των πιο πάνω αισθήσεων και των απολαύσεων που αυτές προσφέρουν για το υπόλοιπο της ζωής της, και της σταθερής ανόδου του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, το επιδικασθέν ποσό δεν είναι υπερβολικά ψηλό ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.

2.  Το θέμα της επιδίκασης τόκου διέπεται από το Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 (όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 156/85).  Οι αρχές οι οποίες διέπουν την εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου εξετάστηκαν στην υπόθεση Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου.

     Σε σχέση με τις γενικές αποζημιώσεις, υποδείχθηκε πως είναι δυ[*2093]νατό να διαδραματίσει ρόλο ο τρόπος προώθησης της αγωγής προς εκδίκαση και ότι στην περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή.

     Σε σχέση με ειδικές αποζημιώσεις, σε συνηθισμένες περιπτώσεις, επιδικάζεται τόκος επί του συνολικού ποσού των ειδικών αποζημιώσεων από τη γέννηση του αγώγιμου δικαιώματος ως τη δίκη, μειωμένου κατά το μισό ώστε να αντισταθμιστεί το γεγονός ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή.

     Εξέταση του ιστορικού της διαδικασίας αποκαλύπτει ότι η εφεσίβλητη δεν έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα στην προώθηση της αγωγής.  Ως εκ τούτου δεν είναι δίκαιο να στερηθεί τον τόκο επί των γενικών αποζημιώσεων που δικαιούται δυνάμει του άρθρου 58Α.

     Αναφορικά με τις ειδικές αποζημιώσεις, στην απουσία μαρτυρίας αναφορικά με την ημερομηνία κατά την οποία η εφεσίβλητη είχε υποστεί την κάθε ζημιά, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Εναπόκειται στα μέρη όταν καταλήγουν σε διευθέτηση των αποζημιώσεων να διευκρινίζουν επαρκώς τη θέση τους σε σχέση με τον τόκο και να θέτουν ενώπιον του Δικαστηρίου τη σχετική μαρτυρία.  Ωστόσο ο δικηγόρος της εφεσίβλητης συμφώνησε ότι δεν έπρεπε να επιδικασθεί τόκος επί του ποσού των £400 που αντιπροσώπευε τα έξοδα μετάβασης της εφεσίβλητης στην Κύπρο για να δώσει μαρτυρία.  Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τη πτυχή αυτή παραμερίζεται.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ioannou and Paraskevaides (Overseas) Ltd a.o. v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789,

Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευά (1992) 1 Α.Α.Δ. 498,

Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303,

Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,

Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

[*2094]Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45,

Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 397,

Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 687,

Αριστοδήμου ν. Θωμά (1998) 1 A.A.Δ. 2138,

Μαϊττα ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 1,

Βρυωνίδη ν. Σωφρονίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1181,

Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 10 Δεκεμβρίου, 1998 (Aγωγή Aρ. 848/94) με την οποία επιδικάστηκε η πληρωμή ποσού £18.000 ως γενικές αποζημιώσεις για πρόκληση σωματικής βλάβης στην εφεσείουσα από όχημα το οποίο οδηγούσε η εναγόμενη 1 και η πληρωμή τόκων προς όφελος της εφεσίβλητης από την ημερομηνία του ατυχήματος και επί ολόκληρου του ποσού των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.

Α. Δράκος, για τους Eφεσείοντες.

.

Μ. Μοντάνιος προσωπικά και για K. Kούρτη, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη τραυματίσθηκε σε οδικό ατύχημα.   Οι εφεσίβλητοι δέχθηκαν πλήρη ευθύνη για το ατύχημα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Δέχθηκαν, επίσης, ότι το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων ανέρχεται σε £1500 και ότι τα έξοδα μετάβασης της εφεσίβλητης στην Κύπρο για να δώσει μαρτυρία στις 18.4.97 ανέρχοντο σε £400.

Το μόνο θέμα που παρέμεινε προς εκδίκαση ήταν το θέμα του [*2095]υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων.

Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία, η οποία αποτελείτο από ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία κατατέθηκαν εκ συμφώνου:

Η εφεσίβλητη εισήχθη εκτάκτως στη χειρουργική κλινική του Νοσοκομείου Λάρνακας την 1.3.94 με “εγκεφαλική διάσειση με συμπτώματα κεφαλαλγίας, ζάλης, εμετούς και διανοητική σύγχιση και αμνησία, με θλαστικό τραύμα σχήματος Χ κατά την ινιακή χώρα μήκους 3 και 4 εκατοστών, αιμάτωμα μεταθλάσεως δεξιού οφθαλμού και συστοίχου ζυγωματικής χώρας με ρωγμώδες κάταγμα του ζυγωματικού οστούν, θλάση της μύτης και ρινορραγία”.   Παρέμεινε στο Νοσοκομείο μέχρι 11.3.94 οπόταν και απελύθη αλλά συνέχισε να παρακολουθείται στο εξωτερικό χειρουργικό ιατρείο. Στις 18.3.94 προσήλθε για χειρουργική εξέταση παραπονούμενη για επίμονη ζάλη υπό  μορφή ιλίγγου καθώς και αιμωδία δεξιάς ζυγωματικής χώρας και άνω χείλους και για ανοσμία.  Της συνεστήθη παράταση φαρμακευτικής αγωγής και υπομονή έχοντας υπόψη την προοδευτική βελτίωση των συμπτωμάτων της με την πάροδο του χρόνου και την έλλειψη κλινικών νευρολογικών ευρημάτων.  Μέχρι τις 23.5.94 η εφεσίβλητη παρουσίαζε τα ίδια συμπτώματα και της συνεστήθη να αναμένει βελτίωση με την πάροδο του χρόνου.

Τα τελικά κατάλοιπα στην υγεία της εφεσίβλητης ήταν τα εξής:

1.  Απώλεια της αίσθησης της όσφρησης η οποία είναι ολοκληρωτική και μόνιμη.

2.  Μείωση της αίσθησης της γεύσης.

3.  Ενοχλήσεις και μουδιάσματα στο δεξί μέρος του προσώπου και του άνω χείλους.

4.  Πονοκεφάλοι και ίλιγγος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι τα τραύματα που είχε υποστεί η εφεσίβλητη ήταν ιδιαίτερα σοβαρά “και προκαλούν μόνιμες και σοβαρές επιπτώσεις στην ενάγουσα σε ένα μέρος του σώματος, στο πρόσωπο, το οποίο είναι κεντρικό για κάθε δραστηριότητα της”.  Αφού έλαβε υπόψη την τάση να καταστούν τα ποσά των αποζημιώσεων πιο φιλελεύθερα και το γεγονός ότι υπάρχει πληθωρισμός και υποτίμηση της αξίας του χρήματος (Βλ. Ioannou and Paraskevaides (Overseas) Ltd and Another v. Christofis [*2096](1982) 1 C.L.R. 789, Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευά (1992) 1 Α.Α.Δ. 498, Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239 και Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66) έκρινε ότι ποσό της τάξης των £18.000 θα αντικατόπτριζε ορθά το ποσό των γενικών αποζημιώσεων που δικαιούται η εφεσίβλητη. Επεδίκασε λοιπόν υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων “ποσό £18.000 ως γενικές αποζημιώσεις, £1500 ως ειδικές και £400 ως έξοδα μαρτύρων πλέον τόκο 6% από 9.3.94 (ημερ. καταχώρισης της αγωγής) μέχρι 28.11.96 σύμφωνα με το άρθρο 58 A  του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148  και 8% από 29.11.96 μέχρι την εξόφληση σύμφωνα με το Νόμο 101(Ι)/96 επί των γενικών αποζημιώσεων και νόμιμο τόκο επί των ειδικών αποζημιώσεων”.

Η έφεση.

Ο πρώτος λόγος της έφεσης στρέφεται κατά του ύψους του ποσού των γενικών αποζημιώσεων.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι το ποσό των £18.000 που επιδικάσθηκε ως γενικές αποζημιώσεις είναι τόσο υπερβολικά ψηλό που να μην αποτελεί ορθή και δίκαιη αποζημίωση.  Πρέπει να μειωθεί  δραστικά περισσότερο “από το ήμισυ αυτού” ώστε να συνάδει προς τα ποσά που συνήθως επιδικάζονται στα Δικαστήρια της Κύπρου όπως αυτά διαφαίνονται μέσα από τις τάσεις που καθόρισε η Νομολογία και τις προηγούμενες παρόμοιες αποφάσεις.

Τόνισε ότι η φύση και το είδος του τραυματισμού της εφεσίβλητης δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί τόσο ψηλό ποσό αποζημίωσης όπως τις Λ.Κ.18.000. Δόθηκε τόσο υπερβολική βαρύτητα στην απώλεια της όσφρησης σαν μετατραυματικής συνέπειας και εκτιμήθηκε η αποζημίωση της τόσο ψηλά που αν είναι ορθή η εκτίμηση τότε συγκριτικά θα πρέπει να εκτιναχθούν προς τα πάνω άλλες σοβαρότερες μετατραυματικές συνέπειες. Υπέβαλε, περαιτέρω, ότι το Δικαστήριο πλανήθηκε και απέτυχε να λάβει υπόψη δύο πολύ σχετικούς παράγοντες για τον καθορισμό των αποζημιώσεων.  Την ηλικία των 55 ετών της εφεσίβλητης και το ότι ο τραυματισμός της δεν είχε συνέπεια στην ικανότητα της για εργασία και στις απολαβές της από αυτή.

Έχουμε κληθεί να παραμερίσουμε το ποσό των αποζημιώσεων που έχει επιδικασθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Πρέπει να λεχθεί ότι το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε με βά[*2097]ση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων (βλ. Ioannou v. Howard (1966) 1 C.L.R. 45, Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 A.A.Δ. 397 και Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 687).

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιδείξει μια σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων.  Έχει τονίσει την ανάγκη για μια πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας (Βλ. Ioannou and Paraskevaides (Overseas) (πιο πάνω), Παναγή (πιο πάνω),  Ηρακλέους (πιο πάνω), Παναγιώτου (πιο πάνω), Αριστοδήμου ν. Θωμά (1998) 1 A.A.Δ. 2138, Μαΐττα ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 A.A.Δ. 1 και Βρυωνίδη ν. Σωφρονίου (1997) 1 A.A.Δ. 1181). Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis αλλά παρέχουν καθοδήγηση (βλ. Παναγή, πιο πάνω).  Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξία του χρήματος (βλ. Παναγιώτου, πιο πάνω).

Έχουμε λάβει υπόψη την έκταση των κακώσεων που έχει υποστεί η εφεσίβλητη σε συνάρτηση με τα τελικά κατάλοιπα στην  υγεία της.  Έχουμε λάβει ιδιαίτερα υπόψη ότι η εφεσίβλητη έχει υποστεί ολική απώλεια της αίσθησης της όσφρησης και μείωση της αίσθησης της γεύσης.  Η εφεσίβλητη ενώ ήταν ένα καθ’ όλα υγιές και αρτιμελές άτομο θα στερηθεί των πιο πάνω αισθήσεων και των απολαύσεων που αυτές προσφέρουν για το υπόλοιπο της ζωής της.  Υπό το φως των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προσεγγίσει εσφαλμένα το θέμα των αποζημιώσεων.  Το επιδικασθέν ποσό δεν ήταν υπερβολικά ψηλό ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος της έφεσης στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει τόκους προς όφελος της εφεσίβλητης από την ημερομηνία του ατυχήματος και επί ολόκληρου του ποσού των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.  Υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση είναι λανθασμένη και αντίθετη με τη νομολογία.  Το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης προήλθε από την αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης την 12.6.96 και την αύξηση της κλίμακας από Λ.Κ.5000-Λ.Κ.10000 [*2098]σε Λ.Κ.10000-Λ.Κ.25000 και συνεπώς αποτελούσε ευθύνη της εφεσίβλητης.  Τονίσθηκε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου “έγινε σε απόλυτη αντίθεση προς τις αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Φοινικαρίδης και άλλη ν. Γεωργίου και άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 και έτσι η τέτοια ευχέρεια δεν ασκήθηκε δικαστικά αλλά αντίθετα προς τη Νομολογία”.

Το θέμα της επιδίκασης τόκου διέπεται από το άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 (όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 156/85).  Οι αρχές οι οποίες διέπουν την εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου εξετάστηκαν στην Φοινικαρίδης (πιο πάνω).

Σε σχέση με τις γενικές αποζημιώσεις υποδείχθηκε πως σε όλες τις περιπτώσεις είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση και ότι στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή.

Σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις το θέμα τέθηκε ως εξής από τον Κωνσταντινίδη, Δ., (βλ. σελ. 494-95):

“Το ύψος των ειδικών ζημιών είναι γνωστό κατά το χρόνο της δίκης και, ως θέμα αρχής, το ορθό θα ήταν να επιδικάζεται τόκος από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων είχε υποστεί την κάθε ζημιά. Όμως αυτό θα συνεπαγόταν πολυδιάσπαση των ποσών και ενασχόληση με πολλές αριθμητικές πράξεις συνήθως με αντικείμενο μικρά ποσά κάθε φορά.

.............................................................................................................

Έτσι ευνοήθηκε η προσέγγιση του  θέματος πάνω σε γενικές γραμμές και προκρίθηκε ως δίκαιη η επιδίκαση τόκου πάνω στο συνολικό ποσό των ειδικών αποζημιώσεων που επιδικάζονται, από την ημέρα της γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος ως τη δίκη, μειωμένου όμως κατά το μισό ώστε να αντισταθμιστεί το γεγονός ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή.   Τονίζεται πως αυτό μόνο σε συνηθισμένες περιπτώσεις. Δεν αποκλείεται διαφορετική προσέγγιση όταν τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης το δικαιολογούν.”

Ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η υπόθεση είναι ένας σχετικός παράγοντας.  Αυτό μας φέρνει στο ιστορικό της διαδικα[*2099]σίας. Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 9.3.94 και η αρχική έκθεση απαίτησης στις 7.3.95.  Στις 16.3.95 η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης των εφεσειόντων να καταχωρήσουν υπεράσπιση. Η αρχική έκθεση υπεράσπισης καταχωρήθηκε στις 12.9.95.  Στις 20.5.96 χορηγήθηκε διάταγμα για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης η οποία καταχωρήθηκε στις 20.6.96. Η τροποποίηση είχε καταστεί αναγκαία λόγω εξελίξεων στην υγεία της εφεσίβλητης. Οι εφεσείοντες δεν καταχώρησαν τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης και στις 9.7.96 η εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση για απόφαση του δικαστηρίου λόγω παράλειψης των εφεσειόντων να καταχωρίσουν υπεράσπιση.  Στις 3.7.96 η αγωγή αναβλήθηκε “επ’ αόριστο” λόγω της μη καταχώρισης της τροποποιημένης έκθεσης υπεράσπισης.  Η τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης καταχωρήθηκε στις 10.9.96.  Στις 9.10.96 η αγωγή ορίσθηκε για ακρόαση στις 27.1.97 και κατόπιν αίτησης του δικηγόρου των εφεσειόντων η υπόθεση επανορίσθηκε για ακρόαση στις 18.4.97. Η ακρόαση άρχισε στις 3.4.98 και συμπληρώθηκε στις 3.7.98. Στο μεταξύ στις 11.6.98 δόθηκε ακόμη μια αναβολή μετά από αίτηση του δικηγόρου των εφεσειόντων. Είχαν, επίσης, σημειωθεί και άλλες αναβολές αλλά με πρωτοβουλία του δικαστηρίου.

Εξέταση του ιστορικού της διαδικασίας αποκαλύπτει ότι η εφεσίβλητη δεν έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα στην προώθηση της αγωγής.  Μάλιστα σε δύο περιπτώσεις έλαβε μέτρα για να εξαναγκάσει τους εφεσείοντες να καταχωρίσουν υπεράσπιση. Η αίτηση για τροποποίηση δεν συνέβαλε στην καθυστέρηση λαμβανομένης υπόψη της μετέπειτα συμπεριφοράς των εφεσειόντων. Δεν είναι λοιπόν δίκαιο να στερηθεί οποιουδήποτε μέρους των τόκων που δικαιούται δυνάμει του πιο πάνω άρθρου 58Α. Ακολουθεί πως σε ότι αφορά τον τόκο για τις γενικές αποζημειώσεις η πρωτόδικη προσέγγιση ήταν ορθή.  

Σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις οι εφεσείοντες είχαν συμφωνήσει ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου “ότι το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων ανέρχεται σε £1500”.  Δεν είχαν θέσει οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με την ημερομηνία από την οποία θα έπρεπε να επιδικαστεί ο τόκος.  Δεν είχαν επιδιώξει να θέσουν μαρτυρία αναφορικά με την ημερομηνία κατά την οποία η εφεσίβλητη είχε υποστεί την κάθε ζημιά η οποία αποτελεί το πιο πάνω ποσό των £1500.  Το άρθρο 58Α του Κεφ. 148 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να επιδικάζει τόκο “δι’ ολόκληρον ή μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας που εγεννήθη το αγώγιμον δικαίωμα και της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως ως θέλει κρίνει πρέπον”.  Στην απουσία της πιο πάνω μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο [*2100]ορθά επεδίκασε τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής όπως έπραξε και με το ποσό των γενικών αποζημιώσεων.  Το σχετικό μέρος της απόφασης του επικυρώνεται.  Εναπόκειται στα μέρη όταν καταλήγουν σε διευθέτηση των αποζημιώσεων να διευκρινίζουν επαρκώς τη θέση τους και σε σχέση με τον τόκο και να θέτουν ενώπιον του δικαστηρίου τη σχετική μαρτυρία.  Ωστόσο ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης συμφώνησε ότι δεν έπρεπε να επιδικασθεί καθόλου τόκος σε σχέση με το ποσό των εξόδων  (£400) μετάβασης της εφεσίβλητης στην Κύπρο για να δώσει μαρτυρία.  Έπεται πως η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με αυτή την πτυχή πρέπει να παραμερισθεί και παραμερίζεται.

Η έφεση αποτυγχάνει σε σχέση με το ποσό των γενικών αποζημιώσεων και επιτυγχάνει μερικώς, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, σε σχέση με το μέρος της απόφασης που σχετίζεται με τον τόκο επί του ποσού των £400.  

Η μερική επιτυχία της έφεσης έχει τις επιπτώσεις της στα έξοδα της έφεσης.  Οι εφεσείοντες να πληρώσουν στην εφεσίβλητη μόνο τα 3/4 των εξόδων της έφεσης.

H έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο