Θεοδούλου Παναγιώτης ν. A. Panayides Contracting Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 2134

(1999) 1 ΑΑΔ 2134

[*2134]22 Δεκεμβρίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων,

v.

A. PANAYIDES CONTRACTING LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9996)

 

Αμέλεια — Εργατικό ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Οικοδόμος τραυματίστηκε στο μάτι ενώ εργαζόταν στο εργοτάξιο υπό ανέγερση ξενοδοχείου — Κρίθηκε υπεύθυνος αμέλειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ποσοστό 40%.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Προσωπικές βλάβες — Σοβαρό τραύμα στον αριστερό οφθαλμό με μόνιμη απώλεια οράσεως – Εναπομείνασα όραση αριστερού οφθαλμού μεταξύ 15% και 35% σε οικοδόμο ηλικίας 35 ετών κατά τον χρόνο του ατυχήματος — Επιδίκαση ποσού £15.000 — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Απώλεια μελλοντικών απολαβών — Έμπειρος οικοδόμος, ηλικίας 35 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος υπέστη σοβαρό τραυματισμό του κάτω βλεφάρου και του δακρυϊκού σωληναρίου του αριστερού οφθαλμού — Εναπομείνασα όραση αριστερού οφθαλμού μεταξύ 15% και 35% — Αδυναμία Δικαστηρίου να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο του συντελεστή και του πολλαπλασιαστέου λόγω παράλειψης του ενάγοντα να προσάξει πιστευτή μαρτυρία — Επιδίκαση ποσού £10.000 για απώλεια της εισοδηματικής του ικανότητας — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Τόκος — Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 — Από πότε πρέπει να επιδικάζεται τόκος — Υιοθέτηση των αρχών που διαμορφώθηκαν στις υποθέσεις Στεφανή ν. Λαμπή, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους και Φοινικαρίδη ν. Γεωργίου.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της [*2135]αξιοπιστίας μαρτύρων — Το Εφετείο δεν επενέβη.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Λεπτομέρειες — Πρέπει να ζητηθούν από τον διάδικο — Αν δεν ζητηθούν, είναι δυνατό να προσαχθεί μαρτυρία για απόδειξη ενός γενικού ισχυρισμού.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Ισχυρισμός για παράβαση των Κανονισμών των περί Οικοδομών και Έργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία και Ευημερία) Κανονισμών του 1973, χωρίς να είχε γίνει σχετική αναφορά στην έκθεση απαιτήσεως — Η παράλειψη αναφοράς στους συγκεκριμένους Κανονισμούς δεν είναι μοιραία.

Ο εφεσείων, ηλικίας 35 ετών, ο οποίος είναι οικοδόμος τραυματίσθηκε στο μάτι κατά την εκτέλεση της εργασίας του.  Σύμφωνα με ισχυρισμό του το ατύχημα έγινε στο ισόγειο υπό ανέγερση ξενοδοχείου σε μέρος σκοτεινό, από σίδερο, που προεξείχε από τοίχο σε ύψος ενός περίπου μέτρου από το έδαφος.  Δεν δόθηκε άλλη μαρτυρία για τις συνθήκες τραυματισμού του.  Το Δικαστήριο απέρριψε απόλυτα την εκδοχή του εφεσείοντα, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία του ως πλήρη υπερβολών και αντιφάσεων.  Αντίθετα δέκτηκε την εκδοχή των μαρτύρων των εναγομένων ότι το ατύχημα έγινε στον πρώτο όροφο, όπου λόγω του ότι δεν είχαν κτιστεί οι τοίχοι ο φωτισμός ήταν ικανοποιητικός.

Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν έμπειρος οικοδόμος, υπέστη τραυματισμό του κάτω βλεφάρου και του δακρυϊκού σωληναρίου του αριστερού οφθαλμού.  Στις 18.9.90 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση.  Κατά την ιατρική εξέταση που έγινε στις 4.4.96 για σκοπούς ετοιμασίας του ιατρικού πιστοποιητικού, διαπιστώθηκε στο αριστερό μάτι μετατραυματική απόφραξη του κάτω δακρυϊκού σωληναρίου.  Από το βυθό διαπιστώθηκε ωχροπάθεια με κυστική εκφύλιση και με μετεξέλιξη σε ψευδοπή, που δικαιολογεί μείωση της κεντρικής όρασης.  Η εναπομείνασα όραση του αριστερού οφθαλμού ήταν μεταξύ 15% και 35%.  Λόγω της πάθησης της ωχράς κηλίδας του αριστερού οφθαλμού αναμένεται και ανάλογο κεντρικό σκότωμα στο αριστερό οπτικό πεδίο.  Τα πιο πάνω συμπτώματα είναι μόνιμα και αποδίδονται στον τραυματισμό.

Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η ικανότητα του εφεσείοντα για εργασία περιορίστηκε γιατί δεν μπορούσε να εργαστεί σε ψηλές οικοδομές, κοντά σε κενό ή πάνω σε ικριώματα. Όμως δεν εμποδιζόταν απόλυτα να εργαστεί σε οικοδομή, αν και λόγω της αναπηρίας του ήταν σε μειονεκτική θέση για εξασφάλιση και διατήρηση σταθερής εργασίας σ’ αυτό τον κλάδο.  Το Δικαστήριο του επιδίκασε ποσό £10.000 ως απο[*2136]ζημιώσεις, ενόψη της ανυπαρξίας στοιχείων για εφαρμογή της μεθόδου του συντελεστή και του πολλαπλασιαστέου.  Επίσης επιδίκασε τόκο προς 8% ετησίως επί του ποσού των £9.000 που αντιπροσωπεύουν τις γενικές αποζημιώσεις από 18.9.90, ημερομηνία έγερσης του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι 8.6.92, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και από 29.5.97, ημερ. έκδοσης της απόφασης, μέχρις εξόφλησης.  Επιδίκασε περαιτέρω το ένα δεύτερο του τόκου επί του ποσού των £705 που αντιπροσωπεύουν τις ειδικές αποζημιώσεις, από 18.9.90 μέχρι 8.6.92 και τέλος τόκο επί του ποσού των £6.000, τις αποζημιώσεις για απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας από 29.5.97 μέχρις εξοφλήσεως.

Με την έφεση προσβάλλονται τα ακόλουθα:

1.  Ο επιμερισμός ευθύνης.

2.  Το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων εξακολουθεί και μετά το ατύχημα να έχει την ικανότητα να εργάζεται στις οικοδομές.

3.  Η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην έκθεση απαίτησης δεν γίνεται, όπως θα έπρεπε να γίνει, αναφορά στους συγκεκριμένους κανονισμούς που κατ’ ισχυρισμό παραβιάσθηκαν, ούτως ώστε να παρασχεθεί δυνατότητα εξέτασης κατά την ακρόαση.

4.  Το εύρημα ότι οι μάρτυρες των εφεσεσιβλήτων ήταν αξιόπιστοι.

5.  Ο υπολογισμός των £10.000 ως αποζημιώσεων για απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντα.

6.  Ο υπολογισμός των γενικών αποζημιώσεων στις £15.000.

7.  Η επιδίκαση τόκου.  Ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Δικαστήριο έπρεπε να του επιδικάσει νόμιμο τόκο 8% από την επίδοση της αγωγής μέχρι την απόφαση.  Επίσης ότι στην παρούσα υπόθεση έπρεπε να ισχύσει η νέα διευθέτηση του τροποποιημένου Άρθρου 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1997 (Ν. 49(1)/97).

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης πλην εκείνου που αναφέρεται στους τόκους και διέταξε την τροποποίηση της πρωτόδικης απόφασης ανάλογα.

Αναφορικά με το θέμα επιδίκασης του τόκου επί των αποζημιώσε[*2137]ων του εφεσείοντα, αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με την πρόσφατη υπόθεση Στεφανή ν. Λαμπή, στον εφεσείοντα θα μπορούσε να επιδικαστεί τόκος προς 8% ετησίως επί του ποσού των £9.000 (60% του ποσού των γενικών αποζημιώσεων) από τις 18.9.90, ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, μέχρι τις 8.6.92, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, ενώ δεν θα πρέπει να επιδικαστεί τόκος για την περίοδο μεταξύ 9.6.92 μέχρι τις 29.11.96 ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου 102(1)/96.  Από την πιο πάνω ημερ. μέχρι την εξόφληση ο εφεσείων δικαιούται και πάλι τόκο προς 8% ετησίως, δεδομένου ότι δεν διαπιστώνονται λόγοι περί του αντιθέτου.  Επί του ποσού των αποζημιώσεων για απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας δεν επιδικάζονται τόκοι.

2.  Επιπλέον κατ’ εφαρμογή των αρχών στην υπόθεση Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου θα έπρεπε για τις ίδιες χρονικές περιόδους, να επιδικαστεί τόκος προς 8% ετησίως επί του ενός δευτέρου του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων, δηλαδή επί του ποσού των £353.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε τόκους από 29.11.96 μέχρι την έκδοση της απόφασης 29.5.97 επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων (£9.000) και του μισού των ειδικών αποζημιώσεων (£353) και συνεπώς η απόφαση θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

3.  Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι έπρεπε να ισχύσει ο Νόμος 49(1)/97, δεν εγείρεται στην ειδοποίηση έφεσης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα, μόνο όσον αφορά τους τόκους.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κουρσουμά, ανήλικος ν. Κοσμά (1991) 1 C.L.R. 973,

Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1 A.A.Δ. 44,

Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,

Παναγής ν. Θεοδώρου κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1303,

Στεφανή ν. Λαμπή (1999) 1 A.A.Δ. 1847,

[*2138]

Κυριάκου ν. Λοϊζίδη (1999) 1 A.A.Δ. 414,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396,

Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεώργιου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα οικοδόμο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Παπαδοπούλου, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Mαΐου, 1997 (Aγωγή Aρ. 477/92) και του τρόπου υπολογισμού του ποσού το οποίο επιδικάστηκε σαν γενικές αποζημιώσεις και τόκοι για σωματικές βλάβες τις οποίες υπέστη κατά την εκτέλεση οικοδομικής εργασίας για λογαριασμό και προς όφελος των εφεσιβλήτων-εναγομένων.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Eφεσείοντα.

Λ. Γεωργίου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: H παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου να επιδικάσει στον εφεσείοντα αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες που υπέστη σε εργατικό ατύχημα στις 18.9.1990.

Προσβάλλεται ο καταμερισμός της ευθύνης, αλλά και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων, ο οποίος είναι οικοδόμος, εξακολουθεί και μετά το δυστύχημα να έχει την ικανότητα να εργάζεται στις οικοδομές.  Η έφεση στρέφεται επίσης εναντίον του επιδικασθέντος ποσού των γενικών αποζημιώσεων και τέλος εναντίον του τρόπου υπολογισμού των τόκων.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων ευθύνεται σε ποσοστό 40% για τον τραυματισμό του.  Κατά το χρόνο του ατυχήματος εργοδοτείτο από τους εφεσίβλητους και εργαζόταν στο εργοτάξιο υπό ανέγερση ξενοδοχείου στον Πρωταρά.  Στις 18.9.1990, ύστερα από οδηγίες του βοηθού επιστάτη μετέβη στον πρώτο όροφο για να κτίσει σειρά τούβλων που θα σημείωνε το μέρος όπου θα ανεγειρόταν τοίχος.  Εκεί τραυματίστηκε στο μάτι από σίδερο που προ[*2139]εξείχε από παρακείμενο τοίχο.

Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι το ατύχημα έγινε στο ισόγειο σε μέρος σκοτεινό.  Ενώ προσπαθούσε να καθαρίσει το μέρος όπου θα εργαζόταν από σύρματα που ήταν ριγμένα εκεί, αντιλήφθηκε στο κάτω μέρος του τοίχου προεξέχοντα σίδερα. Άγγιξε σ’ αυτά με το ξύλο που κρατούσε, προφανώς για να σιγουρευτεί για την παρουσία τους και στη συνέχεια στραβώνοντάς τα, τα έκοψε.  Στην προσπάθειά του να ανασηκωθεί κτύπησε στο αριστερό μάτι από άλλο σίδερο που επίσης προεξείχε σε ύψος ενός περίπου μέτρου από το έδαφος.

Για τις συνθήκες του τραυματισμού καμιά άλλη μαρτυρία δεν δόθηκε. Το Δικαστήριο απέρριψε απόλυτα την εκδοχή του εφεσείοντα, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία του ως πλήρη υπερβολών και αντιφάσεων. Αντίθετα δέκτηκε την εκδοχή των μαρτύρων των εναγομένων ότι το ατύχημα έγινε στον πρώτο όροφο, όπου λόγω του ότι δεν είχαν κτιστεί οι τοίχοι ο φωτισμός ήταν ικανοποιητικός.  Παρ’ όλα αυτά συνεπέρανε ότι ο τρόπος που συνέβη το ατύχημα, ότι δηλαδή ο εφεσείων τραυματίστηκε τη στιγμή που προσπάθησε να σηκωθεί, φαινόταν να είναι αληθινός.

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα ο ισχυρισμός ότι οι εφεσίβλητοι παρέβηκαν τους εν ισχύι κανονισμούς.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν ήταν απαραίτητη η διαπίστωση αν οι συγκεκριμένοι κανονισμοί είχαν παραβιαστεί, αφού σύμφωνα με τη νομολογία το περιεχόμενο των κανονισμών καλύπτεται από το ευρύτερο καθήκον του εργοδότη προς τον εργοδοτούμενο.  Επισημαίνει περαιτέρω ότι στην έκθεση απαίτησης δεν γίνεται, όπως θα έπρεπε να είχε γίνει, αναφορά στους συγκεκριμένους κανονισμούς που κατ’ ισχυρισμόν παραβιάστηκαν, ούτως ώστε να παρασχεθεί δυνατότητα εξέτασης κατά την ακρόαση.

Εναντίον της πιο πάνω θέσης στρέφεται και το πρώτο παράπονο του εφεσείοντα ο οποίος ισχυρίζεται ότι όταν τα γεγονότα που αναγράφονται στην έκθεση απαίτησης στοιχειοθετούν παράβαση κάποιου κανονισμού, δεν υπάρχει υποχρέωση αναφοράς στο συγκεκριμένο κανονισμό. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση τραυματισμού εργοδοτούμενου συνεπεία παράβασης θεσμίου καθήκοντος από τον εργοδότη, δημιουργείται σχεδόν απόλυτη ευθύνη και η απλή απροσεξία του εργοδοτούμενου δεν είναι αρκετή για να του καταλογιστεί συντρέχουσα αμέλεια.

Οι κανονισμοί τους οποίους ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι εφε[*2140]σίβλητοι παρέβηκαν είναι οι Κανονισμοί 6(2), 7 και 113(1) των περί Οικοδομών και Έργων Μηχανικών Κατασκευών (Ασφάλεια, Υγεία και Ευημερία) Κανονισμών του 1973, Κ.Δ.Π. 161/73.

Αφού το Δικαστήριο, ορθά όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, δεν δέκτηκε την εκδοχή του εφεσείοντα, δεν έχουμε μαρτυρία για τις συνθήκες του τραυματισμού του και συνεπώς δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι εναγόμενοι παρέβηκαν οιονδήποτε κανονισμό, αλλά ούτε και η συνάφεια μεταξύ του τραυματισμού και της κατ’ ισχυρισμόν παράβασης θεσμίου καθήκοντος. Δεν μπορούμε να εξετάζουμε πιθανή παράβαση, όταν ελλείπουν πλήρως τα γεγονότα.

Πέραν τούτου παρατηρούμε ότι ο μόνος Κανονισμός που θα μπορούσε να είναι σχετικός είναι ο Κανονισμός 6(2). Όμως διακρίνουμε ότι ο Κανονισμός αυτός πράγματι δεν εναποθέτει στον εργοδότη ευρύτερη ευθύνη από εκείνη του αστικού αδικήματος της αμέλειας.  Όμως ούτως ή άλλως, ελλείψει μαρτυρίας το θέμα καθίσταται άνευ σημασίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι θα έπρεπε να γίνει ακριβής αναφορά στην έκθεση απαίτησης των Κανονισμών που παραβιάστηκαν, κάτι που ο εφεσείων παρέλειψε να πράξει.  Κάθε διάδικος έχει την υποχρέωση να αναφέρει στο δικόγραφό του όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Η παράλειψη όμως αναφοράς στους συγκεκριμένους Κανονισμούς δεν είναι μοιραία. 

Αν στην έκθεση απαίτησης προβάλλεται ισχυρισμός για παράβαση θεσμίου καθήκοντος, η άλλη πλευρά μπορεί πάντα να ζητήσει λεπτομέρειες.  Διάδικος που παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από αυτές, έτσι που να μην μπορεί κατά τη δίκη να αποκλείσει την εισαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη κάποιου γενικού ισχυρισμού (Κουρσουμά, ανήλικος ν. Κοσμά (1991) 1 C.L.R. 973 και Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1 A.A.Δ. 44).  Πέραν όμως από αυτά θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε εν παρόδω και δεν επηρεάζει την τελική κατάληξη.

Ο εφεσείων προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι στην περίπτωση παράβασης κανονισμού, η ευθύνη του αδικοπραγούντα είναι απόλυτη.  Και αυτό το επιχείρημα, εν όψει των πιο πάνω, καταντά θεωρητικό και χωρίς σημασία.

Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του μια μόνο εκδοχή για τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα, αυτήν του ενάγοντα.  Την απέρριψε, αφού [*2141]χαρακτήρισε τη μαρτυρία του πλήρη υπερβολών και αντιφάσεων.  Η απόρριψη της μαρτυρίας του ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Ο εφεσείων προσπάθησε να παραπλανήσει, ισχυριζόμενος ότι ο τραυματισμός του έγινε στο ισόγειο στο οποίο υπήρχε τόσο λίγο φως, ούτως ώστε να αισθανθεί την παρουσία, παρά πράγματι να δει κάποια σίδερα, όταν τα ακούμπησε με το ξύλο που κρατούσε.  Στην πραγματικότητα το συμβάν έγινε στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχε ικανοποιητικός φωτισμός, αλλά δεν έχουμε οποιαδήποτε μαρτυρία για το τι ακριβώς έγινε. 

Το Δικαστήριο προχώρησε και κατέληξε σε συμπέρασμα ως προς τον τρόπο τραυματισμού του εφεσείοντα. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν αντιλαμβανόμαστε πού στηρίκτηκε για να το κάμει.  Αφού η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν έγινε αποδεκτή, δεν μπορούσαν να εξαχθούν, ελλείψει άλλης μαρτυρίας, οποιαδήποτε συμπεράσματα για τον τρόπο με τον οποίο τραυματίστηκε.  Δεν μπορούμε όμως να υπεισέλθουμε στο θέμα αυτό.

Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τι έγινε.  Τα παράπονα του εφεσείοντα στο θέμα αυτό δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία.  Για τον ίδιο λόγο και όσα αναφέρτηκαν για την ύπαρξη μη αναγκαίων κινδύνων ή για ανασφαλή υποστατικά δεν μπορούν να μας απασχολήσουν.

Οι λόγοι που δίδονται στο περίγραμμα για να ενισχυθεί ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων Χ”Γαβριήλ και Λοΐζου δεν προωθούν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την επιχειρηματολογία του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο αιτιολόγησε τις διαπιστώσεις του με σαφήνεια. Οι μικροαντιφάσεις που τυχόν επισημαίνονται, όπως για παράδειγμα ότι ο Χ”Γαβριήλ ανέφερε ότι έστειλε σχέδιο των ορόφων στην κα Πρωτοπαπά, η οποία στην κατάθεσή της το αρνήθηκε, δεν χρειάζονται καν σχολιασμό.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δέχτηκε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες των εφεσίβλητων Χ” Γαβριήλ και Λοΐζου, ήταν ότι η Μ.Υ.3 Ανδρούλα Πρωτοπαπά, κατάθεσε ότι κατά τη διάρκεια του διαλείμματος οι μάρτυρες αυτοί διαβουλεύονταν για το θέμα του ορόφου στον οποίο έλαβε χώρα το ατύχημα, κάτι που οι ίδιοι αρνήθηκαν ότι έπραξαν. Ο ισχυρισμός είναι παντελώς αβάσιμος.  Αντίθετα, η Πρωτοπαπά επανειλημμένα επέμενε ότι ποτέ δεν τέθηκε θέμα αμφισβήτησης ή αμφιβολίας μεταξύ των μαρτύρων για τον όροφο στον οποίο έγινε το ατύχημα, κάτι για το [*2142]οποίο τόσο ο Χ” Γαβριήλ, όσο και ο Λοΐζου, παρουσιάζονταν απόλυτα σίγουροι. Μάλιστα αντέδρασε έντονα όταν έγινε προσπάθεια να δοθεί διαφορετική ερμηνεία σε όσα έλεγε.

Το βάρος απόδειξης φέρει ο εφεσείων που απέτυχε, μια και η εκδοχή του δεν έγινε πιστευτή από το Δικαστήριο, να το αποσείσει.  Η αξίωσή του θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.  Το Δικαστήριο προχώρησε και κατέληξε σε συμπεράσματα για την ευθύνη των εφεσίβλητων, στα οποία, όπως είδαμε, δεν μπορούσε να καταλήξει.  Τα πιο πάνω ισχύουν για όλα τα παράπονα του εφεσείοντα που έχουν σχέση με τον καταμερισμό της ευθύνης.

Οι επόμενοι οκτώ λόγοι έφεσης αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας.  Ο εφεσείων ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ένας έμπειρος οικοδόμος ηλικίας 35 χρόνων. Υπέστη τραυματισμό του κάτω βλεφάρου και του δακρυϊκού σωληναρίου του αριστερού οφθαλμού. 

Σύμφωνα με κοινό ιατρικό πιστοποιητικό που ετοιμάστηκε από τέσσερις γιατρούς, υποβλήθηκε στις 18.9.1990, ημέρα εισαγωγής του στο Οφθαλμολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Λάρνακας, σε χειρουργική επέμβαση.  Απολύθηκε την επομένη και παρακολουθείτο στα εξωτερικά ιατρεία. 

Κατά την ιατρική εξέταση που έγινε στις 4.4.1996 για σκοπούς ετοιμασίας του ιατρικού πιστοποιητικού, διαπιστώθηκε φυσιολογική όραση στο δεξί μάτι, ενώ στο αριστερό διαπιστώθηκε μετατραυματική απόφραξη του κάτω δακρυϊκού σωληναρίου.  Από το βυθό διαπιστώθηκε ωχροπάθεια με κυστική εκφύλιση και με μετεξέλιξη σε ψευδοοπή, που δικαιολογεί μείωση της κεντρικής όρασης.  Η οπτική οξύτητα υπολογίζεται μεταξύ 6/60 και 6/24, δηλαδή η εναπομείνασα όραση του αριστερού οφθαλμού ήταν μεταξύ 15% και 35%. Το οπτικό νεύρο και ο περιφερειακός αμφιβληστροειδής ήταν φυσιολογικά. Η πλήρης αμαύρωση του αριστερού οπτικού πεδίου αμφισβητείται λόγω του φυσιολογικού οπτικού νεύρου και των φυσιολογικών οπτικών δυναμικών.  Λόγω της πάθησης της ωχράς κηλίδας του αριστερού οφθαλμού αναμένεται, σύμφωνα με τους ιατρούς και ανάλογο κεντρικό σκότωμα στο αριστερό οπτικό πεδίο.  Τα πιο πάνω συμπτώματα είναι μόνιμα και αποδίδονται στον τραυματισμό.

Ο εφεσείων επέστρεψε για κάποιο διάστημα στην εργασία του ως οικοδόμος αλλά σταμάτησε, λόγω κατ’ ισχυρισμόν μόλυνσης στα μάτια και ζαλάδων. Τα συμπτώματα αυτά αποκλείστηκαν από [*2143]την ιατρική μαρτυρία.

Στη συνέχεια ανέλαβε το κυλικείο του σωματείου Άδωνις Ιδαλίου.  Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι το κυλικείο είχε αναλάβει η σύζυγός του την οποία και βοηθούσε, άνκαι δεν μπορούσε καν, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, να ψήσει καφέδες.  Για τα εισοδήματά του ο ίδιος δεν είπε τίποτε.  Η σχετική αναφορά προέρχεται από τη σύζυγό του, τη μαρτυρία της οποίας στο σημείο αυτό το Δικαστήριο χαρακτήρισε ως εξωπραγματική και μη πιστευτή.  Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το Δικαστήριο, η μάρτυς είχε ένα και μοναδικό σκοπό, να συμπληρώσει τα κενά που αφέθηκαν από τον εφεσείοντα και να βοηθήσει την υπόθεσή του με κάθε τρόπο.  Τίποτε δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας που να δικαιολογεί παρέμβασή μας για ανατροπή του πιο πάνω συμπεράσματος του Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η ικανότητα του εφεσείοντα για εργασία έχει περιοριστεί γιατί δεν μπορούσε να εργαστεί σε ψηλές οικοδομές, κοντά σε κενό ή πάνω σε ικριώματα. Τα πιο πάνω όμως δεν τον εμποδίζουν απόλυτα να εργαστεί σε οικοδομή, άνκαι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα βρίσκεται, λόγω της αναπηρίας του, σε μειονεκτική θέση για εξασφάλιση και διατήρηση σταθερής εργασίας σ’ αυτό τον κλάδο.  Το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο εφεσείων μπορεί να ασκεί το επάγγελμα του οικοδόμου, τονίζει δε ότι δεν εγκατέλειψε την εργασία του για τους λόγους που ανέφερε, αλλά γιατί αναζήτησε άλλη εργασία. 

Είναι δίκαιο να λεχθεί ότι σε άλλο μέρος της απόφασης αναφέρεται ότι οι δυνατότητες ειδίκευσής του σε άλλη εργασία είναι ανύπαρκτες και η ικανότητά του να εργαστεί ως οικοδόμος θεωρητική.  Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόδειξη της μείωσης της εισοδηματικής του ικανότητας βαραίνει τον εφεσείοντα.  Προχωρώντας εν όψει της ανυπαρξίας στοιχείων για εφαρμογή της μεθόδου του συντελεστή και του πολλαπλασιαστέου, κατέληξε και επιδίκασε ποσό της τάξης των £10.000 ως αποζημιώσεις για την απώλεια της εισοδηματικής του ικανότητας.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εισοδηματική του ικανότητα έχει εκμηδενιστεί.  Επίσης ισχυρίζεται ότι λανθασμένα ελήφθη υπ’ όψιν ότι επέστρεψε στην εργασία του για έντεκα μήνες.  Ο εφεσείων καταλήγει ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε τη μέθοδο του συντελεστή και του πολλαπλασιαστέου, ότι ο υπολογισμός της μείωσης της εισοδηματικής του ικανότητας σε £10.000 ήταν λανθασμένος, ενώ τέλος λανθασμένα δεν δέχθηκε τη μαρτυρία της συζύγου [*2144]του.

Κανένα από τα πιο πάνω παράπονα δεν ευσταθεί.  Το Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, δεν είχε ενώπιόν του σχεδόν κανένα στοιχείο ως προς τη μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας.  Προσπάθησε να καθοδηγηθεί από τη μαρτυρία του Νικολάου, πολιτικού μηχανικού και υπεύθυνου επί των προσλήψεων εργοληπτικής εταιρείας και του Μάριου Βαρναβίδη, ενός των Διευθυντών των εναγομένων.  Έλαβε βεβαίως υπ’ όψιν και την ιατρική μαρτυρία. Στη μαρτυρία όμως αυτή δεν υπάρχει κανένα αριθμητικό δεδομένο που θα βοηθούσε το Δικαστήριο να αποτιμήσει χρηματικά, έστω και κατά προσέγγιση, την απώλεια της εισοδηματικής του ικανότητας.

Στην ουσία ο υπολογισμός των £10.000 ως αποζημιώσεις για απώλεια της εισοδηματικής του ικανότητας είναι ατεκμηρίωτος. Αναμφισβήτητα η ικανότητα του εφεσείοντα προς εργασία περιορίστηκε, αλλά κάθε άλλο παρά εκμηδενίστηκε. Παρά την κάποια ασάφεια στη διατύπωση της απόφασης επί του συγκεκριμένου σημείου, από το όλο πνεύμα της απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι ο εφεσείων μπορούσε να απασχοληθεί ακόμα και σαν οικοδόμος, έστω και με πολλούς περιορισμούς στην απόδοσή του.

Το Δικαστήριο ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον του υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων, μέρος των οποίων είναι και η απώλεια των μελλοντικών εισοδημάτων ή η μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσείοντα. Λόγω της παράλειψής του να προσάξει πιστευτή μαρτυρία το Δικαστήριο αδυνατούσε να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο του συντελεστή και του πολλαπλασιαστέου. 

Η απόδειξη των ουσιωδών ισχυρισμών ήταν καθήκον του εφεσείοντα.  Απέτυχε να το εκπληρώσει.  Προτίμησε να μην πει την αλήθεια και έτσι το Δικαστήριο παρέμεινε αβοήθητο.  Το Δικαστήριο στην προσπάθειά του να καταλήξει σε ένα δίκαιο υπολογισμό κατέληξε στο συγκεκριμένο ποσό.  Είναι φανερό ότι το ποσό αυτό που άλλως είναι ατεκμηρίωτο, υπολογίστηκε ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων.  Έτσι το εκλαμβάνουμε και θεωρούμε ότι ως γενικές αποζημιώσεις επιδικάστηκε το ποσό των £25.000, το άθροισμα δηλαδή του ποσού των £10.000 που υπολογίστηκε ως απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας και των £15.000 που επιδικάστηκε ως γενικές αποζημιώσεις.

Αυτό μας φέρνει στον επόμενο λόγο έφεσης που είναι το επιχείρημα ότι το ποσό των £15.000 που του επιδικάστηκε υπό μορφή [*2145]γενικών αποζημιώσεων είναι χαμηλό.  Κι’ αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως είδαμε στον εφεσείοντα επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων το ποσό των £25.000 που κάτω από τις περιστάσεις θεωρούμε ικανοποιητικό.  Ας μη ξεχνούμε ότι και πάλιν το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του πιστευτή μαρτυρία για τις συνέπειες του τραυματισμού.  Δεν βρίσκουμε κανένα λόγο να επέμβουμε.

Χρήσιμες στον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων ήταν και οι αποφάσεις Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 A.A.Δ. 239 και Παναγής ν. Θεοδώρου κ.ά. (1992) 1 A.A.Δ. 1303, άνκαι αμφότερες είναι πολύ σοβαρότερες από την παρούσα.

Ο εφεσείων προβάλλει τέλος το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο έπρεπε να του επιδικάσει νόμιμο τόκο 8% από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής μέχρι την ημερομηνία της απόφασης. Το Δικαστήριο επιδίκασε τόκο προς 8% ετησίως επί του ποσού των £9.000 που αντιπροσωπεύουν τις γενικές αποζημιώσεις από 18.9.1990, ημερομηνία έγερσης του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι 8.6.1992, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και από 29.5.1997, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, μέχρι εξόφλησης. Επιδίκασε περαιτέρω το ένα δεύτερο του τόκου επί του ποσού των £705 που αντιπροσωπεύουν τις ειδικές αποζημιώσεις, από 18.9.1990 μέχρι 8.6.1992 και τέλος τόκο επί του ποσού των £6.000, τις αποζημιώσεις για απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας από 29.5.1997 μέχρι εξόφλησης.

Το θέμα επιδίκασης του τόκου στις υποθέσεις αποζημιώσεων σωματικών βλαβών έχει διευκρινιστεί στην υπόθεση Στεφανή ν. Λαμπή (1999) 1 A.A.Δ. 1847.  Σύμφωνα μ’ αυτή στον εφεσείοντα θα μπορούσε να επιδικαστεί τόκος προς 8% ετησίως επί του ποσού των £9.000 (60% του ποσού των γενικών αποζημιώσεων) από τις 18.9.1990, ημερομηνία γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος, μέχρι τις 8.6.1992, ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής, ενώ δεν θα πρέπει να επιδικαστεί τόκος για την περίοδο μεταξύ 9.6.1992 μέχρι τις 29.11.1996. ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου 102(1)/96.  Από την πιο πάνω ημερομηνία μέχρι της εξόφλησης ο εφεσείων δικαιούται και πάλι τόκο προς 8% ετησίως, δεδομένου ότι δεν διαπιστώνονται λόγοι περί του αντιθέτου (βλέπε επίσης Κυριάκου ν. Λοϊζίδη (1999) 1 A.A.Δ. 414).  Επί του ποσού των αποζημιώσεων για απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας δεν επιδικάζονται τόκοι (Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 A.A.Δ. 396), πλην του νόμιμου τόκου από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

[*2146]Επιπλέον κατ’ εφαρμογή των αρχών που ερμηνεύονται στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεώργιου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, θα έπρεπε για τις ίδιες χρονικές περιόδους, να επιδικαστεί τόκος προς 8% ετησίως επί του ενός δευτέρου του ποσού των ειδικών αποζημιώσεων, δηλαδή επί του ποσού των £353.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επιδίκασε τόκους από 29.11.1996 μέχρι της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης 29.5.1997 επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων (£9.000) και του μισού των ειδικών (£353) και συνεπώς η απόφαση θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

Ο εφεσείων προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι αφού μεταξύ της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και της εκδίκασης της έφεσης έχει ψηφιστεί ο περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1997, Ν.49(1)/97, στον οποίο η τροποποίηση της πρόνοιας για τους τόκους ισχύει σε κάποιο βαθμό και για εκκρεμούσες αγωγές ή απαιτήσεις, θα πρέπει η νέα διευθέτηση του τροποποιημένου άρθρου 58Α του Κεφ. 148, να ισχύσει και στην παρούσα υπόθεση. 

Το επιχείρημα δεν εγείρεται στην ειδοποίηση έφεσης και γι’ αυτό δεν μπορούμε να του επιληφθούμε.  Βέβαια σημειώνουμε ότι η έφεση καταχωρήθηκε στις 13.6.1997 ημερομηνία κατά την οποία, κατά σύμπτωση δημοσιεύτηκε και άρχισε να ισχύει ο Νόμος 49(1)/97. Όμως αυτό δεν μεταβάλλει την κατάσταση.  Θα μπορούσε να είχε καταχωρηθεί αίτηση για τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει μόνο στο σημείο που αναφέρεται στους τόκους.  Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ανάλογα.  Τα μισά των εξόδων της έφεσης θα βαρύνουν τους εφεσίβλητους.

H έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα, μόνο όσον αφορά τους τόκους.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο