Colocassides S & G Ltd ν. Πολύβιου Λαζαρίδη και Άλλου (1999) 1 ΑΑΔ 2181

(1999) 1 ΑΑΔ 2181

[*2181]23 Δεκεμβρίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

S. & G. COLOCASSIDES LTD,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΠΟΛΥΒΙΟY ΛΑΖΑΡΙΔΗ,

2. ΤΑΜΕΙΟY ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

 

(Υπόμνημα Αρ. 320)

 

Έφεση με υπόμνημα — Διαπίστωση Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ότι δεν στοιχειοθετήθηκε πλεονασμός — Δεν επροσβάλλετο κανένα από τα νομικά ερωτήματα τα οποία είχαν παραπεμφθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο υπό μορφή υπομνήματος.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών επί των γεγονότων — Το Εφετείο δεν επενέβη ενόψει της εξουσίας του να εξετάζει μόνο νομικά ερωτήματα και όχι θέματα αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Οι εφεσείοντες ετερμάτισαν την απασχόληση του εφεσίβλητου 1 για λόγους πλεονασμού, με βάση το Άρθρο 18(γ)(i) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 18(γ)(i), έκρινε τον τερματισμό παράνομο και του επιδίκασε αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 3 του νόμου.

Παραπέμφθηκαν υπό μορφή υπομνήματος έξι ερωτήματα, τα οποία εκτίθενται στην απόφαση του Δικαστηρίου.

Η θέση των εφεσειόντων ουσιαστικά συνοψίστηκε στον ισχυρισμό ότι από τη δοθείσα μαρτυρία δεν εδικαιολογείτο το συμπέρασμα το πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός απασχόλησης του εφεσί[*2182]βλητου έγινε χάριν οικονομίας ή ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε μείωση στον όγκο εργασίας των εφεσειόντων, που να δικαιολογεί κατάργηση θέσεων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι αναφορές που προβλήθηκαν εκ μέρους των εφεσειόντων συνιστούν στην ουσία την κατάληξη του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, επί της οποίας το Εφετείο δεν μπορεί να επέμβει.

2.  Καμιά από τις αναφορές των εφεσειόντων στη μαρτυρία δεν μπορεί να ενταχθεί ή εξεταστεί κατ’ έφεση ως νομικό ερώτημα μέσα στα ερωτήματα που τέθηκαν.

3.  Ο πυρήνας των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου με βάση τις οποίες έκρινε πως δεν στοιχειοθετήθηκε πλεονασμός παραμένει ουσιαστικά απρόσβλητος από σχετικό νομικό ερώτημα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Pillinger v. Manchester Area Health Authority, The Law of Redundancy της Cyril Grunfeld, Τρίτη Έκδοση, σελ. 134.

Έφεση δι’ υπομνήματος.

Έφεση δι’ υπομνήματος από τους καθ’ ων η αίτηση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών (Παπαμιλτιάδης, Π., Kαλογήρου και Θεοφάνους, Mέλη) ημερομηνίας 20 Φεβρουαρίου, 1997, με την οποία κρίθηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου 1 ήταν παράνομος και επιδικάστηκαν υπέρ αυτού αποζημιώσεις, δυνάμει του περί Tερματισμού Aπασχολήσεως Nόμου του 1967.

Σπ. Ευαγγέλου, για τους Eφεσείοντες.

Σ. Πούγιουρος, για τον Eφεσίβλητο 1.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

[*2183]ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος 1 (στο εξής “ο εφεσίβλητος”) είχε προσληφθεί στις 13.7.1987 από τους εφεσείοντες ως διευθυντής πωλήσεων αυτοκινήτων Λευκωσίας.  Γύρω στο Γενάρη του 1994 υπήρξε αλλαγή των μετόχων της εταιρείας.

Στις 18.9.1995 οι εφεσείοντες γνωστοποίησαν στον εφεσίβλητο ότι λόγω αναδιοργάνωσης του τμήματος πωλήσεων αυτοκινήτων Λευκωσίας, η θέση του διευθυντή πωλήσεων που κατείχε καταργείται.  Ο εφεσίβλητος κηρύχθηκε ως πλεονάζων.

Πότε εργοδοτούμενος μπορεί να κηρυχθεί ως πλεονάζων προβλέπεται από τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967, Ν.24/67.  Οι εφεσείοντες ήγειραν ως λόγο πλεονασμού, τον προνοούμενο από το άρθρο 18(γ)(i).  To άρθρο προβλέπει ότι εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησή του τερματίστηκε ένεκα εκσυγχρονισμού, μηχανοποίησης ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης, η οποία ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων.  Το άρθρο 18 προβλέπει και αριθμό άλλων περιπτώσεων πλεονασμού, οι οποίες όμως δεν ενδιαφέρουν στην παρούσα περίπτωση.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18(γ)(i), έκρινε τον τερματισμό παράνομο και του επιδίκασε αποζημιώσεις δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου.

Ειδικότερα δέκτηκε ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν ότι τα καθήκοντα της θέσης του εφεσίβλητου εξέλειπαν λόγω γενόμενης αναδιοργάνωσης, αλλά τουναντίον ότι εξακολουθούν να υφίστανται και να εκτελούνται από άλλα πρόσωπα.  Έτσι κατέληξε ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για αντικατάσταση του εφεσίβλητου με άλλο πρόσωπο, κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί μέσα στην έννοια της αναδιοργάνωσης αφού η κατάργηση της θέσης έγινε μόνο φραστικά και ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου χάριν οικονομίας.

Παραπέμφθηκαν υπό μορφή υπομνήματος τα ακόλουθα έξι ερωτήματα :

1.  Ορθά ή εσφαλμένα το Δικαστήριο απεφάσισε ότι οι καθ’ ων [*2184]η αίτηση αρ. 2, απέτυχαν να αποσείσουν το φερόμενον βάρος αποδείξεως σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.

2.  Η απόλυση χάριν οικονομίας (όχι οικονομικοί λόγοι) αποτελεί νόμιμον λόγο τερματισμού απασχόλησης.

3.  Ορθά ή εσφαλμένα το Δικαστήριο ηρμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 18(γ) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Αρ. 24/1967-96.

4.  Κριθέντος ότι ο τερματισμός της απασχολήσεως του αιτητή δεν έγινε λόγω πλεονασμού, ορθά ή εσφαλμένα απεφάσισε ότι ο αιτητής δικαιούται αποζημιώσεις από την καθ΄ ης η αίτηση 2, βάσει του άρθρου 3 του Νόμου 24/67.

5.  Ορθά ή εσφαλμένα το Δικαστήριο μεταξύ άλλων έλαβε υπόψιν και την υπόθεση Pillinger v. Manchester Area Health Authority σελ. 134, Σύγγραμμα The Law of Redundancy Third Edition by Cyril Grunfeld Sweet & Maxwell.

6.  Παραμενόντων των καθηκόντων μιας θέσεως εκτελουμένων υπό Διοικητικού Συμβούλου, η φραστική κατάργηση θέσεως αποτελεί πλεονασμόν.

Στο περίγραμμα έφεσης οι εφεσείοντες αναφέρουν ότι δεν είχαν πρόθεση να αναπτύξουν επιχειρηματολογία που να υποστηρίζει τα νομικά ερωτήματα (2) και (6), γιατί όπως τίθενται από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν θεωρητικά και δεν σχετίζονταν με τα γεγονότα της υπόθεσης.  Στην πραγματικότητα αυτά τα δύο ερωτήματα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτελούν την ουσία της υπόθεσης. 

Το νομικό ερώτημα (4) αναφέρεται στις αποζημιώσεις.  Υποστηρίζεται ότι αφού ο εφεσίβλητος απολύθηκε λόγω πλεονασμού δεν θα έπρεπε να του επιδικαστούν αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση. Είναι προφανές ότι το ερώτημα είναι απόρροια των προηγούμενων ερωτημάτων και δεν μπορεί να εξεταστεί χωριστά.  Σημειώνεται ότι η διατύπωση του συγκεκριμένου ερωτήματος υπονοεί κάποια διαφορετική αντιμετώπιση, αλλά στη γραπτή τους αγόρευση οι εφεσείοντες δίδουν το νόημα που δώσαμε προηγουμένως.

Το ερώτημα (5) αναφέρεται στην υπόθεση Pillinger v. Manchester Area Health Authority που το Δικαστήριο αναφέρει [*2185]στην απόφασή του.  Δεν μπορέσαμε να ανατρέξουμε στο ακριβές κείμενο της απόφασης γιατί δεν μας δόθηκε οποιαδήποτε αναφορά.  Απλώς περιέχεται στη μελέτη The Law of Redundancy της Cyril Grunfeld, Τρίτη Έκδοση, σελ. 134, στην οποία το Δικαστήριο αναφέρτηκε. Το ερώτημα (5) τίθεται μεν ως αυτοτελές, αλλά στην πραγματικότητα συνδέεται με το συλλογισμό του Δικαστηρίου αναφορικά με το τι συνιστά πλεονασμό.  Είναι σχετική με το ζήτημα του πλεονασμού και δεν διακρίνουμε λάθος στο ότι έγινε αναφορά σ’ αυτήν.  Τελικά βέβαια το Δικαστήριο κατέληξε με βάση τις δικές του διαπιστώσεις.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων επικεντρώθηκε στα ερωτήματα (1) και (3).  Ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης, αφού αγνοώντας τη μαρτυρία αποφάσισε λανθασμένα ότι τα καθήκοντα του εφεσίβλητου ανέλαβε ο κ. Χάρης Σταυράκης, παρά το ότι καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο.

Περαιτέρω το Δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τον κ. Ευαγγέλου, αποφάσισε λανθασμένα ότι μετά τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσίβλητου, στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1996 προσελήφθη άλλο πρόσωπο ως διευθυντής πωλήσεων αυτοκινήτων, γιατί το συγκεκριμένο άτομο δεν εργαζόταν ως διευθυντής πωλήσεων της επαρχίας Λευκωσίας, αλλά παγκύπρια.  Υποστηρίζεται ότι λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο τερματισμός απασχόλησης του εφεσίβλητου έγινε χάριν οικονομίας ή ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε μείωση στον όγκο εργασίας των εφεσειόντων, που να δικαιολογεί κατάργηση θέσεων.  Οι εφεσείοντες ουδέποτε επικαλέστηκαν, σύμφωνα με τον κ. Ευαγγέλου, ως λόγο τερματισμού των υπηρεσιών του εφεσίβλητου τα πιο πάνω.

Τέλος τονίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι στο διοικητικό συμβούλιο των εφεσειόντων προσετέθη και ο κ. Χάρης Σταυράκης, ενώ από τη μαρτυρία προκύπτει ότι κατά το χρόνο μεταβολής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των εφεσειόντων, ήταν ήδη μέτοχος και σύμβουλος.

Η θέση των εφεσειόντων ουσιαστικά συνοψίζεται στον ισχυρισμό ότι από τη δοθείσα μαρτυρία δεν δικαιολογείται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου.

Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.  Ο κ. Ευαγγέλου επεσήμανε [*2186]διάφορα αποσπάσματα της μαρτυρίας που αναφέρτηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου.  Όμως οι αναφορές αυτές συνιστούν στην ουσία την κατάληξη του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, επί της οποίας όμως δεν μπορούμε να επέμβουμε, αφού μπορούμε να εξετάσουμε μόνο νομικά ερωτήματα που εγείρονται και όχι την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Παρατηρούμε ότι καμιά από τις αναφορές των εφεσειόντων στη μαρτυρία δεν μπορεί να ενταχθεί ή εξεταστεί κατ΄ έφεση ως νομικό ερώτημα μέσα στα ερωτήματα που τέθηκαν.

Το Δικαστήριο, εν όψει της επιστολής που οι ίδιοι εφεσείοντες απέστειλαν στον εφεσίβλητο και της μαρτυρίας του κ. Σταυράκη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ουσιαστικά τα καθήκοντα του εφεσίβλητου ανελήφθηκαν από τον κ. Σταυράκη, με τη βοήθεια άλλου εργοδοτούμενου. Όπως το έθεσε ο κ. Σταυράκης καταθέτοντας, η θέση του εφεσίβλητου καταργήθηκε, αλλά τα καθήκοντά του τα οποία δεν μπορούσαν βέβαια να καταργηθούν, ανατέθηκαν σε άλλους.

Η ουσία της απόφασης του Δικαστηρίου είναι ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου έγινε γιατί κατέστη αναγκαία η ελάττωση του αριθμού των εργοδοτουμένων λόγω εκσυγχρονισμού ή αλλαγής στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης. 

Μέσα στο πνεύμα αυτής της διαπίστωσης το Δικαστήριο ανέλυσε την ενώπιόν του μαρτυρία, άνκαι δεν απέφυγε την αναφορά σε θέματα που πράγματι δεν είχαν σημασία ή δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.  Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αναφορά στο διορισμό του κ. Χάρη Σταυράκη στο νέο διοικητικό συμβούλιο των εφεσειόντων, μετά την αλλαγή των μετόχων. Στην πραγματικότητα ο κ. Σταυράκης ήταν και πριν την αλλαγή σύμβουλος της εταιρείας. Όμως είναι προφανές ότι η λανθασμένη αυτή διαπίστωση είναι εντελώς άνευ σημασίας.  Εξ ίσου άνευ σημασίας είναι και η αναφορά στην πρόσληψη άλλου προσώπου ως διευθυντή πωλήσεων αυτοκινήτων, άνκαι στην πρωτόδικη απόφαση πράγματι επισημαίνεται ότι ο νεοπροσληφθείς εκτελούσε και καθήκοντα συντονιστή πωλήσεων παγκύπρια.  Όμως οι ανακρίβειες αυτές είναι ασήμαντες και δεν επηρεάζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τελική απόφαση του Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο, στη βάση των διαπιστώσεών του αναφορικά με τα γεγονότα, έκρινε πως η απόλυση έγινε χάριν οικονομίας και [*2187]πως, αφού παρέμειναν τα καθήκοντα της θέσης και εκτελούνταν από άλλο, υπήρχε μόνο φραστική κατάργησή της που δεν οδηγούσε, σύμφωνα με το Νόμο, σε απόλυση λόγω πλεονασμού.

Όπως είδαμε, απόψεις από τους εφεσείοντες σε σχέση με τα ερωτήματα (2) και (4) δεν διατυπώθηκαν.  Είναι λοιπόν σαφές πως είναι δεκτό ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο που αναφέρονται σ’ αυτά, στοιχειοθετούν πλεονασμό. Ερωτήματα που να στοχεύουν τη βάση των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου δεν έχουμε. Τα ερωτήματα (1) και (3) δεν εγείρουν οποιοδήποτε ειδικό νομικό ζήτημα, όπως δε σημειώσαμε όσα συζητήθηκαν ενώπιόν μας ουσιαστικά αφορούν επί μέρους αμφισβητήσεις αναφορικά με ορισμένες πτυχές.

Ο πυρήνας των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου με βάση τις οποίες έκρινε πως δεν στοιχειοθετήθηκε πλεονασμός παραμένει ουσιαστικά απρόσβλητος από σχετικό νομικό ερώτημα.

Τα ερωτήματα όπως τέθηκαν και που οριοθετούν το αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιόν μας απαντώνται ως εξής:  Το πρώτο, τρίτο και πέμπτο καταφατικά και το δεύτερο και έκτο αρνητικά.  Το τέταρτο, όπως εξηγήσαμε, δεν εγείρεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο