Νίτσα Κυριάκου κ.α. ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ (2000) 1 ΑΑΔ 589 Νίτσα Κυριάκου κ.α. ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10047, 21.4.00

(2000) 1 ΑΑΔ 589

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10047

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

1. Νίτσα Κυριάκου από Λευκωσία,

2. Κωνσταντίνος Πόλεος, από Λευκωσία

3. C. & G. POLEOS DIAMOND AND JEWELLERY

CO LTD,

4. C & G DIAMOND EXCHANGE CENTER CO LTD,

Εφεσεί οντες-Εναγόμενοι,

και

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσίβ λητος-Ενάγων.

- - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 21.4.00

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τους εφεσείοντες: κ. Ν. Ανδρέου

Για τον εφεσίβλητο: κα Στ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-ενάγων στις 12.8.93 κατεχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή, με την οποία αξιούσε από τους εναγομένους το ποσό των £3.858,83, που αντιπροσώπευε διαφορά εισαγωγικών δασμών και έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης που οφειλόταν και ήταν πληρωτέο στην Κυπριακή Δημοκρατία, συνεπεία υποτιμολόγησης σε εισαγόμενα μαργαριτάρια και ημιπολύτιμους λίθους.

Ήταν η θέση του εφεσίβλητου-ενάγοντα, όπως προκύπτει από την έκθεση απαίτησης, ότι μετά από έρευνες που έγιναν διαπιστώθηκε ότι οι εναγόμενοι με δόλο απέκρυψαν τη δασμολογητέα αξία εισαχθέντων ειδών, δηλώνοντας χαμηλότερη, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται η καταβολή των πραγματικά οφειλομένων εισαγωγικών δασμών και της έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης. Με σχετική απόφαση του ενάγοντα ημερομηνίας 6.11.91 και 20.2.92 απαιτήθηκε η καταβολή της διαφοράς χωρίς όμως να συμμορφωθούν οι εναγόμενοι. Ακολούθησε η αγωγή του ενάγοντα για είσπραξη του οφειλόμενου ποσού, με βάση το άρθρο 176 των Περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων του 1967-1991.

Με την υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι πρόβαλαν δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος ήταν ότι η αγωγή δεν μπορούσε να ευσταθήσει για το λόγο ότι, με βάση το άρθρο 176(3) οιαδήποτε "τελωνειακή δίωξη" πρέπει να ασκείται εντός 3 ετών από τη διάπραξη του αδικήματος. Με το δεύτερο ισχυρισμό ουσιαστικά αμφισβητούν την ορθότητα επιβολής της διαφοράς του φόρου, προβάλλοντας ότι δεν προέβησαν σε οποιεσδήποτε υποτιμολογήσεις, ούτως ώστε η Δημοκρατία να υποστεί την ανερχόμενη στο απαιτούμενο ποσό ζημιά.

Με αίτηση του ημερομηνίας 21.7.93 ο εφεσίβλητος-ενάγων ζήτησε (α) τη διαγραφή της υπεράσπισης των εναγομένων ως μη αποτελούσας έγκυρη υπεράσπιση (valid defence) και (β) απόφαση του Δικαστηρίου ως η απαίτηση.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι καταχώρησαν την ένστασή τους και το Δικαστήριο εξεδίκασε την αίτηση και εξέδωσε την απόφαση του, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η υπεράσπιση των εναγομένων ότι η αγωγή ήταν εκπρόθεσμη δεν ευσταθούσε και περαιτέρω αποφάσισε ότι το θέμα που εγειρόταν με τη λοιπή υπεράσπιση αφορούσε διοικητική πράξη εναντίον της οποίας δεν προσέφυγαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι. Ως αποτέλεσμα των πιό πάνω διέταξε τη διαγραφή της έκθεσης υπερασπίσεως και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, με βάση τη νομολογία, οι αποφάσεις των τελωνειακών αρχών στην εκτέλεση των καθηκόντων τους για επιβολή δασμών ανάγονται στον τομέα του δημοσίου δικαίου και μπορούν να ελεγχθούν μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση τις αποκλειστικές εξουσίες που του παρέχει το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Έτσι, αν η χρηματική απαίτηση, στην οποία αναφέρεται μία αγωγή, είναι το αποτέλεσμα διοικητικής απόφασης για την ορθότητα της οποίας το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να αποφανθεί, αφ΄ης στιγμής δεν προσβλήθηκε η εγκυρότητα της απόφασης, η οφειλή πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη. (Βλέπε The Director of the Department of Customs & Excise v. Grecian Hotel Enterprises Ltd (1985) 1 C.L.R. 476 και Διευθυντής Τελωνείων ν. Τροκούδης Όμορφο Σπίτι Λτδ, Αρ. Αγ. Λευκωσίας 1958/82, ημερομηνίας 9.7.86). Στην υπόθεση Τροκούδη, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

"Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν δικαιούται εις την παρούσα διαδικασία να εξετάσει κατά πόσο η απόφαση της αρμόδιας αρχής ήτο ορθή.

Η εναγομένη εταιρεία θα έπρεπε μετά τη λήψη της επιστολής, τεκμήριο 8, να προσβάλει την ορθότητα της απόφασης της αρμόδιας αρχής με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Τούτο θα έπρεπε να είχε γίνει, σύμφωνα με το άρθρο 146.3 του Συντάγματος, μέσα σε 75 μέρες από τη λήψη της επιστολής. Η εναγομένη εταιρεία παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τη θεραπεία αυτή που της προσφέρει ο Νόμος και ως εκ τούτου, έχει εγκαταλείψει αυτό το δικαίωμα."

Αναφορικά με το πρώτο σημείο της υπεράσπισης των εφεσειόντων-εναγομένων που αφορά το εμπρόθεσμο ή μη της αγωγής παραθέτουμε τις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 176 του Νόμου 82/67:

τελωνειακή δίωξις δυνατόν να ασκείται καθ΄οιονδήποτε χρόνον εντός τριών ετών αφ΄ης το αδίκημα διεπράχθη ή λογίζεται διαπραχθέν."

Περαιτέρω, το εδάφιο (1) ορίζει τα ακόλουθα:

"Αι ποινικαί διώξεις δι΄αδικήματα εναντίον του παρόντος Νόμου ως και πάσα διαδικασία προς είσπραξιν των τελωνειακών δασμών ή χρηματικών ποινών ή διά την κήρυξιν εις δήμευσιν σκαφών ή ετέρων μεταγωγικών μέσων ή εμπορευμάτων, αναφέρονται εν τω παρόντι Νόμω ως "τελωνειακαί διώξεις" και ασκούνται τηρουμένων των οδηγιών ας ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ήθελεν εκάστοτε παράσχει."

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

Με βάση αυτές τις πρόνοιες οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, αφού είχε παρέλθει η περίοδος των τριών ετών. Την απάντηση στη θέση αυτή δίδει η απόφαση στην Director of Department of Customs v. Chr. Platanis & Co Ltd (1981) 1 C.L.R. 635, όπου αποφασίστηκε ότι η αναστολή της παραγραφής που εισήχθηκε με το Νόμο 57/1964 (Τhe Suspencion of Prescription Law) εφαρμόζεται και στις τελωνειακές διώξεις με βάση το άρθρο 176 του Νόμου 82/67. Παρατίθεται πιό κάτω σχετικό απόσπασμα από την πιό πάνω απόφαση (σελ. 641):

"Τhe suspension of prescription was, as from the year 1964, an important aspect of the policy of the law aimed to put a stop to the clock of statutory periods of limitation until conditions in the island improved and the necessary stability for the pursuit of citizens' rights returned. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Nor were there any valid reasons why the right to recover customs and excise duties should be placed on any different footing from other causes of action. Had this been in the contemplation of the legislature, we would anticipate that they would say so expressly and make provision, inter alia, about the fate of customs liabilities that were incurred prior to the enactment of Law 82/67. Far from discerning any weakening of the general presumption that consolidating enactments do not aim to change the law, there are compelling reasons for giving full effect to this presumption. In our judgment, all three claims for recovery of duties are sustainable, and we so find."

 

Kατά συνέπεια η θέση των εφεσειόντων ότι η αγωγή ήταν εκπρόθεσμη δεν ευσταθεί.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είναι προφανές ότι με την ευκαιρία που είχαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι να υπερασπισθούν, παρέθεσαν στα δικόγραφα τους την υπεράσπιση τους. Η υπεράσπιση τους συνίστατο, όπως είπαμε, στην αμφισβήτηση της ορθότητας της επιβολής των πρόσθετων τελών και στη θέση ότι η αγωγή ήταν εκπρόθεσμη. Μόλις έχουμε κρίνει ότι η αγωγή ήταν εμπρόθεσμη και εν όψει και της απόφασης μας ότι, αφ΄ης στιγμής δεν πρόσβαλαν την απόφαση επιβολής εναντίον της επιβολής των πρόσθετων τελών, δεν μπορούν πλέον να αμφισβητήσουν ούτε την επιβολή, ούτε και το ύψος των τελών, η απαίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα παραμένει ουσιαστικά χωρίς υπεράσπιση που θα μπορούσε υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να επιτύχει.

Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

 

Δ. Δ. Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο