Ahmad Zein κ.α. ν. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 606 Ahmad Zein κ.α. ν. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10494, 27 Aπριλίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 606

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10494

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

1. Ahmad Zein, εκ Δαμασκού

2. Maamoun Meibar εκ Δαμασκού

και τώρα κάτοικος Λευκωσίας

Εφεσείοντες

και

Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ εκ Λευκωσίας

Εφεσίβλητου

------------------------------

27 Aπριλίου 2000

Για τους Εφεσείοντες: κ. Α. Χαβιαράς.

Για τους Εφεσίβλητους: κ. Ν. Πιριλίδης.

------------------

Πικής, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χατζηχαμπής, Δ.: Στις 7.2.1998 οι εφεσείοντες, ως ενάγοντες, στα πλαίσια αγωγής τους για αποζημιώσεις λόγω παράβασης συμφωνίας, υπέβαλαν μονομερή αίτηση για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος με το οποίο να απαγορεύετο στους εφεσίβλητους, ως εναγόμενους, να πωλήσουν, υποθηκεύσουν, ή άλλως πως αποξενώσουν συγκεκριμένη ακίνητη περιουσία τους. Η αίτηση εγκρίθηκε την ίδια μέρα. Εφ΄όσον ακολούθως οι εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση στη συνέχιση του διατάγματος, το πράγμα οδηγήθηκε σε ακρόαση. Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση του το δικαστήριο ακύρωσε το διάταγμα. Ας σημειωθεί ότι η ακρόαση περιορίσθηκε στις ένορκες δηλώσεις και τα συνοδευτικά τεκμήρια που είχαν καταχωρηθεί και δεν υπήρξε περαιτέρω μαρτυρία ή αντεξέταση.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αναφέρθη στις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 όπως και στις παραμέτρους που διέπουν ευρύτερα τη δυνατότητα του δικαστηρίου να ακυρώσει διάταγμα εκδοθέν επί μονομερούς αίτησης, τις οποίες και ανέλυσε στα πλαίσια της νομολογίας. Η κατάληξη του ήταν ότι, όπως και οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι εδέχοντο, υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ώστε να ικανοποιείτο η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32, αλλά ότι δεν ικανοποιείτο το δεύτερο κριτήριο της ορατής πιθανότητας επιτυχίας "δεδομένου ότι τα όσα καταλογίζονται εναντίον των εναγομένων, ως επιφέροντα την καταστρατήγηση της μεταξύ τους συμφωνίας και επιφέροντα ζημιές στους ενάγοντες, δηλαδή η αποχώρηση του κ. Καμπανελλά από τη Συρία, απαντώνται με επάρκεια στην ένσταση και δίδονται πλήρεις εξηγήσεις με σχετικά τεκμήρια". Το ίδιο ίσχυε για τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που αφορούσαν τη μη παράδοση ή την παράδοση ελαττωματικών μηχανημάτων. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος θεώρησε επίσης ότι δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 ότι αν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι εφεσείοντες, είπε, δεν είχαν παρουσιάσει οποιαδήποτε εκτίμηση ειδικού για την αξία της ακίνητης περιουσίας των εφεσιβλήτων παρά μόνο περιορίσθησαν στον ισχυρισμό του δεύτερου εφεσείοντα στην ένορκη δήλωση του ότι η περιουσία είχε αξία £600.000, ενώ εβαρύνετο με υποθήκη αξίας £465.000 ώστε να μην απέμενε περιουσία επαρκούς αξίας προς ικανοποίηση της απαίτησης των εφεσειόντων. Ενώ οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων που έδειχναν ότι η περιουσία τους είχε αξία £1.270.000 που, αφαιρουμένων των υποθηκών αξίας £465.000, άφηνε περιουσία επαρκούς αξίας προς ικανοποίηση της απαίτησης. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος έκρινε επίσης ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο που να συγκεκριμενοποιεί το γενικό ισχυρισμό στην ένορκη δήλωση του δεύτερου εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι προτίθεντο άμεσα να πωλήσουν ή άλλως αποξενώσουν την περιουσία τους ώστε ενδεχόμενη απόφαση να παρέμενε ανικανοποίητη.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αποφάσισε την ακύρωση του διατάγματος ήταν η μεγάλη καθυστέρηση των 14 μηνών που υπήρξε μεταξύ της ισχυριζόμενης από τους εφεσείοντες αποχώρησης στις 14.10.1997 του κ. Καμπανελλά από το εργοστάσιο της εταιρείας που οι διάδικοι συμφώνησαν να ιδρύσουν στη Συρία και της καταχώρησης της αγωγής στις 4.12.1998 και ακόλουθα της αίτησης στις 7.12.1998. Δοθέντος ότι, όπως ισχυρίζετο ο δεύτερος εφεσείων στην ένορκη δήλωση του, το εργοστάσιο παρέμεινε αδρανές από την ημέρα που έφυγε ο κ. Καμπανελλάς, η καθυστέρηση των 14 μηνών, η οποία και δεν εξηγήθηκε, αναιρούσε το επείγον στο οποίο βασίσθηκε η μονομερής αίτηση για το διάταγμα.

Τέλος, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος απεφάσισε ότι υπήρξε απόκρυψη τέτοιων γεγονότων κατά την έκδοση του διατάγματος που επέβαλλε την ακύρωση του. Συγκεκριμένα, δεν απεκαλύφθη η ύπαρξη προηγούμενης αγωγής στην οποία είχε εξασφαλισθεί στις 12.2.1998, δηλαδή δέκα μήνες πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα σε σχέση με τα ίδια κτήματα που αφορούσε το επίδικο διάταγμα. Η αγωγή εκείνη ήταν από εταιρεία που ανήκε στο δεύτερο εφεσείοντα εναντίον των εφεσιβλήτων και του ίδιου του κ. Καμπανελλά και σχετίζετο με τη διαφορά που αφορούσε η παρούσα αγωγή. Κατά την άποψη του ευπαίδευτου Προέδρου (σ.13):

"Το Δικαστήριο κρίνει ότι χωρίς αμφιβολία οι ενάγοντες έπρεπε να αποκάλυπταν την ύπαρξη προηγούμενου απαγορευτικού Διατάγματος για τα ίδια περιουσιακά στοιχεία. Οι ενάγοντες όφειλαν να προμήθευαν την πληροφόρηση αυτή στο δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι η αγωγή κινήθηκε από την Elba, να εξηγούσαν τη σχέση της Elba και της αγωγής εκείνης με τα παρόντα επίδικα θέματα και να άφηναν το Δικαστήριο να ενεργήσει ανάλογα. Η παράλειψη τους να προσφέρουν αυτή την πληροφορία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, δεδομένου ότι ήταν κάτι το γνωστό σ΄αυτούς και σχετίζεται με τα παρόντα επίδικα θέματα. Η όλη συμπεριφορά των εναγόντων εμπίπτει στα πλαίσια των επτά προτάσεων που ο Ralph Gibson L.J. έχει καταγράψει ως νομολογιακά αξιώματα στην υπόθεση Brink's Mat Ltd v. Elcombe (supra)."

 

Επιλαμβανόμεθα άμεσα του λόγου έφεσης που αφορά την τελευταία αυτή πτυχή της απόφασης καθ΄όσον είναι τόσο θεμελιακή όσο και σημαντική. Οι εφεσείοντες στη σχετική αιτιολογία του λόγου έφεσης λέγουν ότι το αντικείμενο της προηγούμενης αγωγής δεν ήταν το ίδιο με εκείνο της προκειμένης αλλά αφορούσε άλλη απαίτηση, ούτε υπήρχε μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι η ενάγουσα εταιρεία σε εκείνη την αγωγή ανήκε στο δεύτερο εφεσείοντα. Και περαιτέρω, ότι η ύπαρξη της αγωγής εκείνης και του εκδοθέντος σε αυτή διατάγματος δεν συνιστούσαν στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρέαζαν τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου κατά την εξέταση της ex parte αίτησης ούτε υπάρχει μαρτυρία που να καταδεικνύει κακοπιστία των εφεσειόντων στη μη αποκάλυψη τους.

Οι παράμετροι και οι διαστάσεις της υποχρέωσης αποκάλυψης σε μονομερείς αιτήσεις αναπτύχθησαν από τον Πική, Π., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd, Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 157/90, 30.5.1996, στις σελίδες 3-4:

"Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58. Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543. Sekavin S.A. v. Ship "Platon ch" (1987) 1 C.L.R. 297. Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and others, Αγωγή Ναυτοδικείου 27/93, ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 1993. Στη Zachariades v. Liveras and others (1989) 1 C.L.R. 437, κρίθηκε υπό το φως της Αγγλικής νομολογίας ότι η μη αποκάλυψη όρου της μεταξύ των μερών συμφωνίας για την παραπομπή διαφορών σε Δικαστήριο της αλλοδαπής συνιστά εκτροπή από την αρχή της πλήρους αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος. Αντίθετα με την απόφαση στη Zachariades (ανωτέρω) και τις αρχές των Αγγλικών αποφάσεων που υιοθετεί, η απόφαση του δικαστηρίου στην Ellinger v. Guinness, Mahom & Co., (1939) 4 All E.R. 16, τείνει να υποστηρίξει ότι η μη αποκάλυψη πρέπει να συνοδεύεται και από πρόθεση εξαπάτησης (deceit) για να δικαιολογείται η ακύρωση, προσέγγιση που απηχείται και σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Cyprus Potato Marketing Board v. Primiaks (Pacific Violet) και άλλου, υπόθεση αρ. 93/89, ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1990 και Sons of Afif Yamout v. Schiffahrts - Ges. Elbe M.B.H. & Co, και άλλων, Αγ. Ναυτοδικείου αρ. 11/89 και 12/89, ημερομηνίας 25 Ιουνίου 1990, η κατάληξη της οποίας δεν εγκρίθηκε κατά την αναθεώρηση της. (Βλέπε Sons of Afif Yamout (αναφέρεται πιο κάτω)). Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος. (Βλέπε The Andria (1984) 1 All E.R. 1126 (CA). The Hagen (1908) P. 189. Boyce v. Gill (1981) 64 L.T. 824. Brink's Mat Ltd Elombe (1988) 1 W.L.R. 1350 (C.A.). Stavros Hotel Appartments Limited και άλλοι ν. Χριστοφόρου και άλλων, Πολιτική Έφεση αρ. 8181, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 1995). Η θέση αυτή κρίνεται σωστή. Ό,τι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής."

 

Ο Πικής, Π., παρατήρησε περαιτέρω στην υπόθεση RESOLA (CYPRUS) LTD v. Χρήστου, Πολιτική Έφεση 9610, 31.3.1998, στη σ. 4:

"Όπως διαπιστώσαμε στην DEMSTAR LIMITED v. ZIM ISRAEL NAVIGATION CO LIMITED και άλλου - (Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 157/90 - 30.5.96)), πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Το κριτήριο είναι, όπως αναφέραμε, κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής."

 

Είναι λοιπόν κατ΄αρχή σαφές ότι η αναφερόμενη από τους εφεσείοντες έλλειψη κακοπιστίας εκ μέρους των στη μη αποκάλυψη της προηγούμενης αγωγής και του εκεί εκδοθέντος διατάγματος δεν είναι το κρίσιμο στοιχείο στο θέμα. Είναι η εξ αντικειμένου ουσιώδης σημασία των μη αποκαλυφθέντων γεγονότων που συνιστά το κριτήριο. Όσον αφορά αυτό δε, το πρώτο που θα παρατηρούσαμε είναι ότι το ουσιώδες της προηγούμενης αγωγής και του εκεί εκδοθέντος διατάγματος δεν θα αναιρείτο από το γεγονός και μόνο, στο οποίο αναφέρονται οι εφεσείοντες, ότι το αντικείμενο της αγωγής εκείνης ήταν διαφορετικό από αυτό της προκειμένης αφού η διαπίστωση της ουσιώδους σημασίας δεν είναι αναγκαστικά συνάρτηση ταυτότητας αντικειμένου ή και διαδίκων. Εξ άλλου, τα μόνα στοιχεία που ήσαν ενώπιον του δικαστηρίου αναφορικά με την εν λόγω προηγούμενη αγωγή ήσαν εκείνα που ανέφεραν οι εφεσίβλητοι στην ένορκη δήλωση τους, αφού οι εφεσείοντες δεν ανεφέρθησαν σε αυτή στη δική τους ένορκη δήλωση ούτε έφεραν άλλη μαρτυρία ούτε αντεξέτασαν επί της ένορκης δήλωσης των εφεσιβλήτων. Και οι εφεσίβλητοι στην ένορκη δήλωση τους αναντίλεκτα συνδέουν τη διάδικο στην εν λόγω αγωγή εταιρεία με το δεύτερο εφεσείοντα ως δική του αλλά και, προβαίνοντες σε πλήρη αναφορά στο ιστορικό της σχέσης τους με τους εφεσείοντες, καταδεικνύουν όχι μόνο το όλο υπόβαθρο της αγωγής εκείνης αλλά και άλλων αγωγών που απορρέουν από τις σχέσεις των μερών, τοποθετούν δε το εξασφαλισθέν διάταγμα στην εν λόγω αγωγή στα πλαίσια της πίεσης την οποία οι εφεσείοντες επεδίωξαν να ασκήσουν ώστε να εγκαταλείψουν τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Περαιτέρω αναφορά στην ένορκη δήλωση των εφεσιβλήτων γίνεται στη διαιτησία στη Συρία για να καταδειχθεί ότι αυτή δεν είναι μεταξύ της ιδρυθείσας εταιρείας και του κ. Καμπανελλά, και έτσι άσχετη όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, αλλά μεταξύ των ιδίων των εφεσειόντων και του κ. Καμπανελλά, τούτο καταδεικνύεται δε ως γεγονός και από το επισυναπτόμενο τεκμήριο Θ. Και για τούτο το θέμα λοιπόν δεν υπήρξε πλήρης και αληθής αποκάλυψη στο δικαστήριο αλλά μάλλον παραπλάνηση του. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μη αποκάλυψη της εν λόγω αγωγής και του διατάγματος, αλλά θα λέγαμε και των άλλων αγωγών που σχετίζονται με τα μέρη, όπως και των ορθών διαστάσεων της διαδικασίας στη Συρία, ήταν ουσιώδης αφού δεν παρεσχέθη στο δικαστήριο από τους εφεσείοντες το πλήρες πλαίσιο των σχέσεων και διαφορών τους με τους εφεσίβλητους, γεγονός που ασφαλώς αποτελεί τη βάση επί της οποίας το δικαστήριο επενεργεί στην άσκηση της δικαιοδοσίας του για έκδοση ex parte ενδιάμεσου διατάγματος.

Αν και η κατάληξη μου αυτή δεν καθιστά αναγκαίο να εξετάσουμε τις υπόλοιπες πτυχές της απόφασης, θεωρούμε πρόσφορο να ασχοληθούμε και με τον έκτο λόγο έφεσης που αφορά την καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης αφού θεωρούμε το θέμα καθαρό. Η σημασία της καθυστέρησης ήταν θεμελιακή για τον ευπαίδευτο Πρόεδρο και παραμένει έτσι και εδώ. Εφ΄όσον το βασικό παράπονο των εφεσειόντων ήταν ότι οι εφεσίβλητοι είχαν παραβεί τη συμφωνία με τη διακοπή της παροχής των υπηρεσιών και γνώσεων του κ. Καμπανελλά στο εργοστάσιο στη Συρία με αποτέλεσμα αυτό να καταστεί αδρανές από τις 14.10.1997, η καθυστέρηση καταχώρισης της αγωγής και της αίτησης αφέθη τόσο ανεξήγητη όσο κατέστη και σημαντική επί του κατά πόσο υπήρχε οτιδήποτε το κατεπείγον που να δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος ex parte. Το άρθρο 9(1) του Κεφαλαίου 6 έχει εφαρμογή εξαιρετικώς και μόνο προκειμένου περί επειγουσών ή άλλων ειδικών περιστάσεων που να δικαιολογούν την έκδοση του διατάγματος ex parte. Όπως παρετηρήθη από τον Πική, Π., στην υπόθεση RESOLA, ανωτέρω, στη σ. 7:

"Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσο καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.

Όπως διαπιστώνει ο Κωνσταντινίδης, Δ., σε δύο αποφάσεις του . (In Re Stavros Hotel Appartments Ltd. - (Aίτηση Αρ. 76/94 - 29.12.94). In Re B.P. CYPRUS LTD. - (Αίτηση Αρ 143/96 - 1.8.96)), το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το Άρθρο 9 του ΚΕΦ. 6.

Στην Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και άλλης (1992) 1 ΑΑΔ 1453, σελ. 1462, τονίστηκε ότι:-

«Η έκδοση προσωρινού διατάγματος εξ πάρτε, συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσο παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί.»"

 

Η προσέγγιση του ευπαίδευτου Προέδρου στο θέμα ήταν καθ΄όλα ορθή. Τοσούτο μάλιστα αφού, με τα όσα έθεσαν με την ένορκη δήλωση τους οι εφεσίβλητοι ενώπιον του δικαστηρίου, διαπιστώνετο έτι περαιτέρω η παντελής έλλειψη λόγου για την καθυστέρηση. Η επί του θέματος προσέγγιση του δικαστηρίου σε αίτηση ex parte για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος δεν διαφοροποιείται ως εκ του ότι το αιτούμενο διάταγμα αφορά ακίνητη περιουσία στα πλαίσια του άρθρου 5(1)(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στο οποίο αναφέρονται οι εφεσείοντες, είτε τούτο συνδέεται προς το άρθρο 32 είτε όχι. Η όλη δικαιοδοτική δυνατότητα έκδοσης ex parte διατάγματος βασίζεται πάντοτε στο άρθρο 9(1) ως εξαιρετικό μέρος προς το οποίο ο παράγων του χρόνου είναι ως εκ των πραγμάτων άμεση συνάρτηση αφού ανάγεται στο θεμελιακό ερώτημα του κατεπείγοντος του πράγματος, όπως ορθά θεώρησε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος. Αλλά ούτε και ως προς το κατεπείγον σε σχέση με ενδεχόμενη πώληση της περιουσίας των εφεσιβλήτων, στο οποίο επικεντρώνονται οι εφεσίβλητοι δεν καταδεικνύεται λανθασμένη προσέγγιση (και αν ακόμα μπορούσε να εξετάζετο το θέμα αυτό, δοθέντος ότι ο έκτος λόγος έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένη μόνο τη διαπίστωση του δικαστηρίου ως προς το διαρρεύσαν διάστημα των 14 μηνών για την καταχώριση της αγωγής και της αίτησης). Επ΄αυτού, όπως διαπίστωσε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος (και το εύρημα αυτό δεν προσβάλλεται με οποιοδήποτε λόγο έφεσης), ο γενικός ισχυρισμός των εφεσειόντων, ότι οι εφεσίβλητοι προτίθεντο να πωλήσουν ή άλλως αποξενώσουν την περιουσία τους ώστε ενδεχόμενη απόφαση να παρέμενε ανικανοποίητη και ότι ο κίνδυνος αυτός ήταν άμεσος, δεν συγκεκριμενοποιήθηκε και δεν ήταν επαρκής, δοθέντων μάλιστα των όσων οι εφεσίβλητοι έθεσαν με την ένορκη δήλωση τους.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

Π.

Δ.

Δ.

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο