(2000) 1 ΑΑΔ 595
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10511
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Παρασκευά Δημητρίου, από το Λυθροδόντα
Εφεσείοντα
και
Γαβριήλ Γαβριήλ, από το Λυθροδόντα
Εφεσίβλητο
------------------------------
21 Απριλίου 2000
Για τον Εφεσείοντα: κ. Μ. Πιερίδης.
Για τον Εφεσίβλητο: κα. Στ. Ερωτοκρίτου.
-----------------------
Πικής, Π.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Η έφεση προσβάλλει απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του εφεσείοντα, ενάγοντα στην αγωγή, για αναβολή της ακρόασης η οποία ήταν ορισμένη στις 30.9.1998. Η αναβολή ζητήθηκε από δικηγόρο ο οποίος εμφανίσθηκε εκ μέρους του δικηγόρου ο οποίος εχειρίζετο την υπόθεση για το λόγο ότι ο τελευταίος είχε μεταβεί την ημέρα εκείνη στο εξωτερικό "για οικογενειακής φύσεως θέμα που αφορά τον υιό του που είναι φοιτητής στην Ελλάδα", όπως δηλώθηκε, θα επέστρεφε δε την επομένη Δευτέρα. Ο δικηγόρος ο οποίος εμφανίσθηκε ανάφερε επίσης ότι ο ίδιος δεν ήταν ενημερωμένος για την υπόθεση και δεν ήταν έτοιμος να αρχίσει την ακρόαση. Το δικαστήριο ζήτησε να δοθούν περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς το λόγο της απουσίας του δικηγόρου, ο δικηγόρος ο οποίος εμφανίσθηκε εδήλωσε όμως ότι δεν γνώριζε περισσότερες λεπτομέρειες αφού δεν του είχαν δοθεί, και ότι γνώριζε μόνο ότι κάτι χρειάστηκε και έπρεπε να πάει. Η δικηγόρος του εφεσίβλητου, εναγόμενου στην αγωγή, έφερε ένσταση στην αιτούμενη αναβολή, αναφέροντας ότι η υπόθεση ήταν πολύ παλαιά, ότι η ακρόαση της είχε αναβληθεί πολλές φορές, ότι η δικάσιμος της 30.9.1998 είχε ορισθεί προ έξι μηνών και ότι δεν είχε ειδοποιηθεί προηγουμένως για την πρόθεση να ζητηθεί αναβολή. Το δικαστήριο εισηγήθηκε ότι θα μπορούσε να δώσει κάποιο χρόνο για να γίνει επικοινωνία με το δικηγόρο στο εξωτερικό ώστε να διευκρινισθεί ο λόγος της μη εμφάνισης του. Ο δικηγόρος ο οποίος εμφανίσθηκε όμως εδήλωσε ότι δεν είχε δυνατότητα τέτοιας επικοινωνίας ή περαιτέρω πληροφόρησης εκ μέρους του. Το δικαστήριο, αφού έθεσε τα δεδομένα και παρατήρησε ότι η νομολογία καταδεικνύει ότι οι ακροάσεις πρέπει να διεκπεραιώνονται σε εύλογα χρονικά πλαίσια και να διεξάγονται κατά κανόνα την ημερομηνία που ορίζονται, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο ότι η απουσία στο εξωτερικό του δικηγόρου που χειρίζεται την υπόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της ως λόγος αναβολής, παραπέμποντας στην υπόθεση Bacardi & Co ν. Vinco Ltd, Πολιτική Έφεση 9925, 3.7.1996. Παρατήρησε δε περαιτέρω ότι στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνεται υπ΄όψη και η ταλαιπωρία του άλλου διαδίκου, το ενδιαφέρον του δικαστηρίου για γρήγορη διεκπεραίωση της διαδικασίας και η ανατροπή του προγραμματισμού του δικαστηρίου αν η αναβολή ήθελε δοθεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση σημείωσε το γεγονός ότι η υπόθεση, καταχωρηθείσα το 1991, ήταν πολύ παλαιά, ότι υπήρχε ένσταση από την άλλη πλευρά και ότι δεν εδόθησαν επαρκείς λεπτομέρειες για την απουσία του δικηγόρου που να τεκμηρίωναν το επείγον της ανάγκης της σε συνάρτηση προς τη σοβαρότητα των λόγων της, καταλήγοντας ότι δεν δικαιολογείτο η αναβολή. Ακόλουθα, ρωτήθηκε ο δικηγόρος που εμφανίζετο αν είχε οποιαδήποτε μαρτυρία, ζήτησε δε και του εδόθη χρόνος για να διαπιστώσει αν είχε ειδοποιηθεί ο ενάγων. Όταν το δικαστήριο συνεδρίασε και πάλι, δήλωσε ότι δεν μπόρεσε να εντοπίσει τον ενάγοντα, ο δε αστυνομικός προτιθέμενος μάρτυρας δεν είχε κλητευθεί. Με αυτά τα δεδομένα, το δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής.Ο εφεσείων παραπονείται ότι η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ήταν έξω από τα ορθά της πλαίσια, ήταν πεπλανημένη και απέληγε σε αδικία στον εφεσείοντα. Ιδιαίτερα, λέγεται ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄όψη του το ιστορικό της υπόθεσης και τους λόγους που καθυστέρησε η εκδίκαση της, έδωσε υπέρμετρη σημασία στο παλαιό της υπόθεσης και στην ύπαρξη ένστασης στην αναβολή εκ μέρους του εφεσίβλητου, παρεγνώρισε το ότι δεν θα επηρεάζοντο τα δικαιώματα του εφεσίβλητου από την αναβολή και εσφαλμένα έκρινε ότι η έκτακτη απουσία του δικηγόρου στο εξωτερικό δεν διευκρινίσθηκε επαρκώς και δεν δικαιολογούσε την αναβολή. Στο περίγραμμα της αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα αναπτύσσει τα θέματα αυτά με αναφορά και στη νομολογία, λέγει δε ότι η απουσία του δικηγόρου στο εξωτερικό δεν ήταν για δική του εξυπηρέτηση αλλά λόγω τραυματισμού του υιού του.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσίβλητο, στο δικό του περίγραμμα αγόρευσης, παρατηρώντας ότι η εξήγηση που δίδεται τώρα για τραυματισμό του υιού του δικηγόρου δεν εδόθη ενώπιον του δικαστηρίου, σχολιάζει την απουσία καλής εξήγησης για την απουσία του δικηγόρου και λέγει ότι ενδεικτικά της απροθυμίας του εφεσείοντα να προχωρήσει την υπόθεση του ήσαν και η απουσία του ιδίου και η μη κλήτευση του αστυνομικού μάρτυρα του.
Αρχίζοντας από τις τελευταίες αυτές παρατηρήσεις, λέγουμε ότι ούτε η απουσία του εφεσείοντα ούτε η μη κλήτευση του μάρτυρα του είχαν να κάνουν με το επίδικο θέμα της αναβολής. Αυτά δεν είχαν αναφερθεί ως λόγοι αναβολής ούτε ληφθεί υπ΄όψη από τον ευπαίδευτο δικαστή στην απόφαση του επί του αιτήματος για αναβολή, ο μόνος λόγος για την οποία ήταν η απουσία του δικηγόρου. Κατέστησαν σχετικά μόνο στο μετέπειτα στάδιο που αφορούσε την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης εν όψει της απόρριψης του αιτήματος για αναβολή. Δεν μπορούν λοιπόν να ληφθούν υπ΄όψη στην έφεση η οποία αφορά και μόνο την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή. Για τον ίδιο λόγο όμως, η κα. Ερωτοκρίτου ορθά παρατηρεί ότι η περαιτέρω εξήγηση η οποία δίδεται τώρα, ότι δηλαδή η απουσία του δικηγόρου στο εξωτερικό ήταν λόγω τραυματισμού του υιού του, δεν μπορεί να ληφθεί υπ΄όψη όχι μόνο διότι δεν τίθεται ενώπιον μας κατάλληλα ως μαρτυρία αλλά κυρίως διότι δεν ετέθη έτσι ενώπιον του ευπαίδευτου δικαστή, η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του οποίου πρέπει να κριθεί σε αναφορά με τα ενώπιον του δεδομένα.
Οι παράμετροι του επ΄εφέσει ελέγχου της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου όσον αφορά το θέμα της αναβολής έχουν σαφώς καθορισθεί στη νομολογία, στην οποία αναφέρεται και ο κ. Πιερίδης. Δεδομένου ότι η απόφαση επί αιτήματος για αναβολή συναρτάται, αφ΄ ενός μεν προς την ανάγκη έγκαιρης εκδίκασης και περάτωσης της εκκρεμοδικίας σύμφωνα και με τα συνταγματικά θέσμια, αφ΄ετέρου δε προς τα ιδιαίτερα δεδομένα της διαδικασίας περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε αρνητικών συνεπειών στα ουσιαστικά δικαιώματα
των διαδίκων, επέμβαση με την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου χωρεί μόνον υπό προϋποθέσεις. Όπως το έθεσε ο Πικής, Δ., ως ήτο τότε, στην Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984, στις σελίδες 988-989:"Όπου η επίλυση επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποκλειστικός κριτής της άσκησης της εξουσίας είναι ο δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκησή της εξωγενείς παράγοντες, και
(β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο."
Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ήταν έξω από τα πλαίσια. Η έλλειψη περαιτέρω εξειδίκευσης των λόγων για την απουσία του δικηγόρου στο εξωτερικό, σε συνδυασμό και με το πολύ παλαιό της υπόθεσης, δεν καταδείκνυαν λανθασμένη προσέγγιση εκ μέρους του δικαστηρίου ούτε και πασιφανή αδικία στον εφεσείοντα έστω και αν η απόρριψη του αιτήματος απέληξε σε απόρριψη της αγωγής του. Οι αντίστοιχες αιτιάσεις του εφεσείοντα δεν έχουν έρεισμα. Είναι γεγονός ότι ο ευπαίδευτος δικαστής δεν κάνει αναφορά στο ότι στις 24.9.1997 είχαν συμφωνηθεί και δηλωθεί οι γενικές αποζημιώσεις του εφεσείοντα, καθώς και οι ειδικές αποζημιώσεις του πλην των απαιτήσεων για απώλεια εισοδημάτων, επί βάσεως πλήρους ευθύνης. Το στοιχείο αυτό όμως όχι μόνο ήταν στο φάκελο και έτσι υπ΄όψη του ευπαίδευτου δικαστή αλλά και δεν διαφοροποιούσε ούτε τις αρχές που διέπουν το θέμα ούτε τα δεδομένα της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, δηλαδή κατά κύριο λόγο η έλλειψη απόδοσης επαρκούς εξήγησης για την απουσία του δικηγόρου, που συνιστούσε και το λόγο της αιτηθείσας αναβολής.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Δεν μας είναι δυνατό να αφήσουμε την υπόθεση χωρίς να εκφράσουμε την απαρέσκεια μας για τη μεγάλη καθυστέρηση η οποία υπήρξε στην εκδίκαση της. Πρόκειται για υπόθεση η οποία καταχωρήθηκε το 1991 και αφορούσε δυστύχημα το οποίο συνέβηκε το 1990. Τα δικόγραφα συμπληρώθησαν το 1992 και έκτοτε η υπόθεση ανεβλήθη είκοσι φορές μέχρις ότου ορισθεί και πάλι για ακρόαση στις 30.9.1998. Και αν ακόμα μας ήταν δυνατό να αντιπαρέλθουμε χωρίς σχόλιο τις υπέρμετρες αναβολές για μνεία, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε το ίδιο για το γεγονός ότι πλείστες των αναβολών εδόθησαν με απλή αλλαγή ημερομηνίας χωρίς να διαφαίνεται
καθόλου το υπόβαθρο και η αιτιολογία τους. Και αν εδόθησαν δε προφανώς εκ συμφώνου, η ευθύνη των διαδίκων δεν είναι ελάσσονα εκείνης του δικαστηρίου. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το φαινόμενο της αναβολής εκ μέρους του δικαστηρίου λόγω ελλείψεως χρόνου. Τέσσερις φορές ανεβλήθη η ακρόαση λόγω ελλείψεως χρόνου. Στις τρεις από αυτές έγινε και αναφορά σε άλλη υπόθεση της οποίας η ακρόαση συνέχιζε ενώπιον του δικαστηρίου ως ο λόγος για την αναβολή. Εκτός δε του ότι και οι τρεις άλλες εκείνες υποθέσεις ήσαν νεώτερες της προκειμένης, είναι άξιο περαιτέρω απορίας το ότι το δικαστήριο αγνόησε τον κανόνα ότι υπόθεση η οποία αναβάλλεται για έλλειψη χρόνου πρέπει να εκδικάζεται κατά την επόμενη δικάσιμο στην οποία ορίζεται και το δικαστήριο να προβαίνει σε εκείνες τις αναγκαίες διευθετήσεις του προγραμματισμού του που θα του επιτρέψουν να κάνει εκείνο το οποίο όφειλε να είχε κάνει από την προηγούμενη φορά, δηλαδή να δικάσει την υπόθεση. Επανειλημμένες αναβολές λόγω ελλείψεως χρόνου δεν επιμαρτυρούν απλώς έλλειψη προγραμματισμού αλλά ανάγονται σε παραγνώριση του στοιχειώδους καθήκοντος του δικαστηρίου και ενδέχεται να απολήξουν σε παραβίαση του θεμελιακού δικαιώματος των διαδίκων σε δίκη εντός ευλόγου χρόνου.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο