Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Ιωάννης Κυριακίδης κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 601 Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Ιωάννης Κυριακίδης κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10631, 21 Απριλίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 601

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10631

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ, εκ Ζυγίου

Εφεσείοντες

και

1. Ιωάννης Κυριακίδης, εκ Λευκωσίας

2. Σόλων Συμεού, εκ Λεμεσού

Εφεσίβλητου

------------------------------

21 Απριλίου 2000

Για τους εφεσείοντες: κ. Α. Δράκος για κ. Α. Ανδρέου.

Για τους εφεσίβλητους: κ. Μ. Πιερίδης.

------------------

Πικής, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χατζηχαμπής, Δ.: Η έφεση αυτή προκύπτει από απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των Εφεσειόντων-Εναγομένων 1 στην αγωγή για παραμερισμό απόφασης η οποία είχε εκδοθεί εναντίον των λόγω παράλειψης των να καταχωρίσουν εμφάνιση στην αγωγή μετά την επίδοση της.

Πρωτοδίκως απεφασίσθη ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της νομολογίας που να δικαιολογούσαν τον παραμερισμό της απόφασης ως προς την απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης και την παροχή ικανοποιητικών εξηγήσεων για την παράλειψη καταχώρισης εμφάνισης. Η κατάληξη αυτή δεν προσβάλλεται στην έφεση. Παραπονούνται όμως οι Εφεσείοντες ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παραμέρισε την απόφαση ex debito justitiae εφ όσον διεπίστωσε, όπως ήταν και βασική εισήγηση τους στην ακρόαση, ότι η απόφαση είχε εκδοθεί αντικανονικά. Ο ευπαίδευτος δικαστής όντως απεφάνθη ότι, όπως ισχυρίζοντο οι εφεσείοντες, η απόφαση είχε εκδοθεί χωρίς να προηγηθεί (1) επίδοση της Έκθεσης Απαίτησης (η οποία όμως κατεχωρήθη προ της έκδοσης της απόφασης) στους Εφεσείοντες και (2) γραπτή, παρά μόνο προφορική, αίτηση για έκδοση απόφασης. Θεώρησε όμως, ως προς τη μη επίδοση της έκθεσης Απαίτησης, ότι αυτό δεν συνιστούσε αντικανονικότητα αφού, αν και η ακολουθούμενη πρακτική είναι να διατάσσεται τέτοια επίδοση όταν η απαίτηση δεν είναι εκκαθαρισμένη, επαφίεται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου κατά πόσο να διατάξει τούτο. Από αυτή την άποψη, δεν είναι ακριβές να λέγεται από τους Εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παράλειψη επίδοσης της Έκθεσης Απαίτησης συνιστούσε αντικανονικότητα. Ο σχετικός λόγος έφεσης όμως αναφέρεται ευρύτερα στην αντικανονικότητα της απόφασης και περιλαμβάνει και αναφορά στο ότι η παράλειψη επίδοσης της Έκθεσης Απαίτησης έπρεπε να θεωρηθεί αντικανονικότητα που οδηγεί στον παραμερισμό της απόφασης. Ως προς την παράλειψη υποβολής γραπτής αίτησης για απόφαση, ο ευπαίδευτος δικαστής θεώρησε ότι τούτο δεν συνιστούσε ουσιώδη ή θεμελιώδη αντικανονικότητα που να δικαιολογούσε τον παραμερισμό της απόφασης αλλά απλή παρατυπία που ήταν θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64 εφ΄όσον μάλιστα δεν υπήρξε βλάβη στα συμφέροντα των Εφεσειόντων οι οποίοι, μη έχοντας καταχωρίσει εμφάνιση, δεν θα ελάμβαναν γνώση της αίτησης και αν ακόμα είχε καταχωριθεί, ως εκ του ότι οι θεσμοί προνοούν για αίτηση ex parte.

Όσον αφορά το πρώτο θέμα της παράλειψης επίδοσης της Έκθεσης Απαίτησης δεν θα επεκταθούμε. Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο δικαστή ότι αυτό δεν συνιστούσε αντικανονικότητα και επομένως δεν προέκυπτε θέμα άσκησης εξουσίας από το δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης ex debito justitiae λόγω αντικανονικότητας. Οι ίδιοι οι Εφεσείοντες μάλιστα δεν αναπτύσσουν αυτό το θέμα στο περίγραμμα της αγόρευσης τους και δεν μας παραπέμπουν σε οποιαδήποτε νομοθετική ή κανονιστική πρόνοια ή νομολογία που να στηρίζει τη θέση που διατυπώνεται στην έφεση. Απεναντίας, η ίδια η απόφαση Λούκα ν. Cyprus Pipes Industries Ltd (1995) 1 ΑΑΔ 163, στην οποία βασίσθηκε ο ευπαίδευτος δικαστής, ορθά αντανακλά την αντίληψη του αφού, όπως το έθεσε ο Πικής, Δ., ως ήτο τότε, στη σ. 167:

"Είναι ορθό ότι δεν επιβάλλεται από τους θεσμούς ως προϋπόθεση η επίδοση τη έκθεσης απαιτήσεως πριν την έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης του εναγομένου να εμφανιστεί. Παρέχεται όμως διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να διατάξει τέτοια επίδοση και συνήθως διατάσσεται σε περιπτώσεις όπου η απαίτηση δεν είναι εκκαθαρισμένη."

 

Όσον αφορά το δεύτερο θέμα της παράλειψης υποβολής γραπτής αίτησης για απόφαση, οι εφεσείοντες λέγουν ότι η διαπίστωση αντικανονικότητας υποχρεώνει το δικαστήριο να παραμερίσει την απόφαση ex debito justitiae και δεν τίθεται θέμα διακριτικής προς τούτο εξουσίας του δικαστηρίου ως προς το θεραπεύσιμο της. Βασίζονται δε ιδιαίτερα στην απόφαση στην Πολιτική Έφεση Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου, Πολιτική Έφεση 9477, 5.3.1997. Η υπόθεση εκείνη όμως αφορούσε το πολύ διαφορετικό θέμα της κανονικότητας της επίδοσης του κλητηρίου που εκθεμελίωνε την ακόλουθη διαδικασία, και δεν διατυπώνει οποιαδήποτε γενική αρχή, όπως ουσιαστικά ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες, ότι η διαπίστωση οποιασδήποτε αντικανονικότητας οδηγεί σε παραμερισμό της απόφασης ex debito justitiae. Όπως είπε ο Χρυσοστομής, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση του Εφετείου, στις σελίδες 2-3:

"Από τη στιγμή που η επίδοση κρίθηκε κακή και η διαπίστωση αυτή ήταν ορθή κατά τη γνώμη μας, (βλ. Δ.5 θ.2 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας), το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο ex debito justitiae να παραμερίσει την απόφαση και δεν ετίθετο θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Έκαστος έχει το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να πληροφορηθεί για τα δικαστικά μέτρα εναντίον του, τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να προβάλει τους ισχυρισμούς του (βλ. Άρθρο 3.3 (α) και (β) του Συντάγματος)."

 

 

Εδώ δεν τίθεται τέτοιο θέμα καθόλου. Κατά πόσο η έκδοση της απόφασης για παράλειψη καταχώρισης εμφάνισης γίνεται κατόπιν γραπτής ή προφορικής επίκλησης της προς τούτο δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, αφορά καθαρά τον τύπο της αίτησης και όχι την ουσία. Η εξουσία του δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση προσδιορίζεται με αναφορά προς την παράλειψη καταχώρισης εμφάνισης εντός του τακτού χρόνου μετά την επίδοση του κλητηρίου, και καμμιά θεμελιακή παραβίαση προκύπτει, παρά μόνο παρατυπία, ως εκ του ότι η δικαιοδοσία ασκήθηκε κατόπιν προφορικής αντί γραπτής αίτησης. Ούτε τίθεται θέμα επηρεασμού των συμφερόντων της άλλης πλευράς, όπως στην περίπτωση κακής επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος. Και αν ακόμα είχε γίνει γραπτή αίτηση, οι εφεσείοντες δεν θα το γνώριζαν καν αφού αυτή θα ήταν ex parte όπως προνοείται στους θεσμούς (Δ.48 θ.8(1)(s)) και δεν θα τους επεδίδετο. Το σχετικό συμφέρον τους, ως εκ της θεσμικής πρόνοιας που προβλέπει για έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης, σταματούσε από αυτή την άποψη στην παράλειψη τους να καταχωρίσουν εμφάνιση εντός της τακτής προθεσμίας, με την οποία και εξεδήλωσαν έννομα την αδιαφορία τους για τα περαιτέρω. Μα αυτά τα δεδομένα, η θεσμική παρατυπία στην προκειμένη περίπτωση ορθώς εκρίθη ότι δεν συνιστούσε ουσιώδη ή θεμελιώδη παράλειψη ή παράβαση βασικών νομικών αρχών και δεν οδηγούσε τη διαδικασία που ακολούθησε σε ακύρωση αλλά ήταν θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64. Θεραπεύθηκε δε, όχι βέβαια με την εκ των υστέρων υποβολή γραπτής αίτησης, αφού η απόφαση είχε ήδη εκδοθεί και κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα, αλλά με την ίδια την απόφαση του δικαστηρίου που ουσιαστικά συνιστούσε και διάταγμα απαλλαγής από την παρατυπία ("dispensing order waiving the relevant irregularity" - ίδε Metroinvest Ansalt v. Commercial Union (1985) 1 W.L.R. 513, σ. 523), στα πλαίσια της άσκησης της ανάλογης διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου που συζητήθησαν στην υπόθεση Wunderlich v. Παναγιώτου, Π.Ε. 10196, 23.3.1999, στην οποία βασίσθηκε και ο ευπαίδευτος δικαστής, και ιδιαίτερα με αναφορά στις παραμέτρους του δυσμενούς επηρεασμού της άλλης πλευράς, της πρόκλησης αδικίας στο διάδικο που ευθύνεται για την παρατυπία, και του μεγέθους της παρατυπίας.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

Π.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο