Επί τοις αφορώσι τον Παναγιώτη Μ. Σταυρινίδη ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ. (2000) 1 ΑΑΔ 645 Επί τοις αφορώσι τον Παναγιώτη Μ. Σταυρινίδη ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10336, 27 Απριλίου 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 645

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10336

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

Επί τοις αφορώσι τον Παναγιώτη Μ. Σταυρινίδη,

Αγίας Ελένης Α, Εγκωμη, Λευκωσία,

Εφεσείοντα/Καθ’ου η αίτηση

και

Ελληνικής Τράπεζας Λτδ.,

Εφεσιβλήτων/Αιτητών

-----------------------------

27 Απριλίου 2000

Για τον Εφεσείοντα: κ. Ν. Μιχαηλίδης.

Για τους Εφεσιβλήτους: κα Μ. Κωνσταντίνου για Ηλιάδη, Πασχαλίδη & Σία.

-----------------------------

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

--------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Μετά την έκδοση απόφασης σε βάρος του εφεσείοντος για £138.312,19 πλέον τόκους και έξοδα οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν τη δικαστική απόφαση ως επιβάρυνση (memo) σε δύο τεμάχια ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος στη Λευκωσία και Λεμεσό. Η ακίνητη περιουσία που δεσμεύτηκε στη Λευκωσία είχε άλλες επιπρόσθετες επιβαρύνσεις ανερχόμενες σε £342.957, ενώ η αξία του μεριδίου του εφεσείοντος όπως είχε εκτιμηθεί ανερχόταν σε £65.000 (με ελεύθερη κατοχή) και £45.000 (με την ύπαρξη ενοικιαστή). Η ακίνητη περιουσία του εφεσείοντος στη Λεμεσό ήταν υποθηκευμένη για £80.000 και η αξία της όπως είχε εκτιμηθεί ανερχόταν σε £20.000. Η αξία και των δύο τεμαχίων σε τιμές αναγκαστικής πώλησης θα απέφερε συνολικά το ποσό των £106.00.

Ως αποτέλεσμα αίτησης που καταχωρήθηκε από την εφεσίβλητη εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντος διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του και ο Επίσημος Παραλήπτης διορίστηκε διαχειριστής της περιουσίας του.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της έκδοσης του πιο πάνω διατάγματος ισχυριζόμενος ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διερεύνησε το θέμα της εξασφάλισης της εφεσίβλητης, αφού σε περίπτωση που η αξία των ακινήτων αποδεικνυόταν μεγαλύτερη από την αξία του οφειλόμενου ποσού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 5(2) του Κεφ. 5 για την κήρυξη ενός προσώπου σε πτώχευση. Επιπρόσθετα ο εφεσείων εισηγείται ότι εφόσον ο υπολογισμός της αξίας της εξασφάλισης που δίνει ο πιστωτής αμφισβητείται από τον οφειλέτη, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση να ασχοληθεί εκτενέστερα με το θέμα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι όταν ένας εξασφαλισμένος πιστωτής καταχωρεί αίτηση πτώχευσης εναντίον ενός οφειλέτη, το Δικαστήριο δεν έχει την υποχρέωση να εξετάσει αν ο υπολογισμός της αξίας της εξασφάλισης στην οποία έχει προβεί ο αιτητής είναι πραγματικός ή όχι. Εφόσον ο υπολογισμός είναι ειλικρινής το Δικαστήριο δεν μπορεί να διερευνήσει την ορθότητα της εκτίμησης έστω και αν το αποτέλεσμα της έρευνας θα μπορούσε να αποδείξει ότι το μη εξασφαλιζόμενο υπόλοιπο του χρέους δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την αίτηση. Προς ενίσχυση των πιο πάνω θέσεων το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αποφάσεις Ex parte Taylor, In re Lacey (1884) 13 Q.B.D. 128, Ex parte Voss, In Re Button (1905) 1 K.B. 602, In re Vautin, Ex parte Safery (1899) 2 Q.B. 549 και Halsbury’s Laws of England, 3rd Ed., V. 2, p. 299.

 

Εχουμε εξετάσει τις σχετικές εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.

Το άρθρο 5(2) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 προνοεί ότι,

“Εάν ο αιτών πιστωτής είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, οφείλει στην αίτηση του είτε να δηλώσει ότι προτίθεται να παραιτηθεί από την εξασφάλιση του προς όφελος των πιστωτών στην περίπτωση κατά την οποία ο χρεώστης κηρυχθεί σε πτώχευση, ή να δώσει ένα υπολογισμό της αξίας της εξασφάλισης του. Στην δεύτερη περίπτωση μπορεί να αναγνωρισθεί σαν αιτών πιστωτής κατά την έκταση της διαφοράς σε σχέση με το χρέος που του οφείλεται μετά την αφαίρεση της υπολογισθείσης αξίας κατά τον ίδιο τρόπο σαν να ήταν μή εξασφαλισμένος πιστωτής.”

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες έχουν εξεταστεί σε αριθμό αποφάσεων και η σχετική νομολογία καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση πτώχευσης δεν έχει την υποχρέωση να εξετάζει και να καταλήγει σε εύρημα ως προς την πραγματική αγοραία αξία της εξασφάλισης του πιστωτή, εφόσον ικανοποιηθεί ότι η εκτίμηση που έχει ενώπιον του είναι πραγματική και όχι εικονική ή κατασκευασμένη (is real and not a sham). (Ιδε Ex-Parte Voss, In Re Button (1905) 1 K.B. 602, 605).

Οπως επίσης τονίζεται και στον Halsbury’s Laws of England, 3rd Ed. V. 2, p. 299, para 568,

“When a secured creditor presents a bankruptcy petition against a debtor, it is not for the court on the hearing of the petition to determine whether the estimate placed by him on the value of his security is a true estimate. If the estimate is a genuine one the court will not inquire into its correctness, although the result of the inquiry might be to show that the unsecured balance of the debt was not sufficient to support the petition.”

 

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά καθοδηγούμενο από τη σχετική νομολογία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχετική εκτίμηση “πόρρω απέχει από του να μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν εικονική ή κατασκευασμένη” και συνακόλουθα δεν είχε υποχρέωση να διερευνήσει περαιτέρω το θέμα της αξίας της εξασφάλισης της εφεσίβλητης. Το γεγονός ότι η αξία των ακινήτων μπορούσε να αποδειχθεί ότι είναι μεγαλύτερη της απαίτησης της εφεσίβλητης δεν επηρέαζε το νομικό δικαίωμα της εφεσίβλητης να προχωρήσει σε διαδικασία πτώχευσης εναντίον του εφεσείοντος. Επιπρόσθετα όταν ο χρεώστης αμφισβητεί τον υπολογισμό της αξίας της εκτίμησης που έχει ετοιμάσει ο πιστωτής, το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να ασχοληθεί εκτενέστερα με το θέμα. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διαπίστωση αν η εκτίμηση είναι πραγματική και όχι εικονική.

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

 

 

 

 

Π.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο