Χριστόφορου Αθηνοδώρου κ.α. ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου (2000) 1 ΑΑΔ 615 Χριστόφορου Αθηνοδώρου κ.α. ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου, Πολιτική Έφεση αρ. 10252., 27 Απριλίου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 615

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση αρ. 10252.

 

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.

 

Μεταξύ:

1. Χριστόφορου Αθηνοδώρου,

2. Γιώτας Γαβριήλ, από τη Λάρνακα,

Εφεσειόντων-Εναγομένων,

- και -

Ανδρέα Κωνσταντίνου, από τη Λάρνακα,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντ α.

 

- - - -

Ημερομηνία: 27 Απριλίου, 2000.

Για τους εφεσείοντες: Α. Μαθηκολώνης.

Για τον εφεσίβλητο: Κ. Μούσκος.

- - -

 

Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

- - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος, εργολάβος οικοδομών, προήλθε σε συμφωνία με τους εφεσείοντες, τους ιδιοκτήτες, να οικοδομήσει κατοικία σε οικόπεδό τους σύμφωνα με σχέδια τα οποία εγκρίθηκαν από την αρμοδία Αρχή, έναντι αμοιβής £32,000. Εκτός από τη συμφωνηθείσα, ο εργολάβος έκαμε και πρόσθετη εργασία κατά παράκληση των ιδιοκτητών, γνωστή ως «έξτρα εργασία», στην ορολογία της οικοδομικής βιομηχανίας.

Η οικοδομή παραδόθηκε στους εφεσείοντες πριν την εξόφληση του εργολάβου. Η απαίτησή του για την καταβολή του υπολοίπου δεν ικανοποιήθηκε, εξ΄ ου και η αγωγή του προς ανάκτηση της οφειλής. Οι εφεσείοντες πρόβαλαν υπεράσπιση στην αγωγή και συνάμα ανταπαίτηση για ζημία την οποία υπέστησαν από ατέλειες και «κακοτεχνίες», ως χαρακτηρίζονται στην κατασκευή της οικοδομής. Η απαίτηση και η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν.

Το Δικαστήριο δικαίωσε εν μέρει τις αξιώσεις και των δύο διαδίκων. Αναφορά στη δικογραφία και προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων της δίκης θα υποβοηθήσει στην αντιμετώπιση της έφεσης. Ο εφεσίβλητος αξίωσε, (α) £7,078, υπόλοιπο βάσει της μεταξύ των μερών σύμβασης, και (β) £1,318, υπόλοιπο της αξίας της πρόσθετης εργασίας ανερχόμενης σε £6,680. Στην έκθεση απαιτήσεως δεν παρέχονται λεπτομέρειες της απαίτησης, ούτε ζητήθηκαν τέτοιες λεπτομέρειες από τον εφεσίβλητο.

Οι εφεσείοντες στην υπεράσπισή τους παραδέκτηκαν την μεταξύ των μερών συμφωνία και αναγνώρισαν οφειλή προς τον εφεσίβλητο, (α) £300, υπόλοιπο βάσει της μεταξύ των μερών σύμβασης, και (β) £1,902 για την πρόσθετη εργασία. Παράλληλα ήγειραν ανταπαίτηση για ποσό £5,991, για ζημιά προκληθείσα λόγω της κακής εργασίας του εφεσίβλητου, οι λεπτομέρειες της οποίας εξειδικεύονται.

Το Δικαστήριο μετά από διεξοδική ανάλυση της μαρτυρίας και θεώρηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων προέβη στα ακόλουθα ευρήματα:

(α) Η αξία της πρόσθετης εργασίας ανερχόταν σε £5,194.

(β) Η αξία του συνόλου της εκτελεσθείσας εργασίας ανερχόταν σε £37,194.

(γ) Η μεταξύ των μερών σύμβαση πρόβλεπε την καταβολή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ως αναπόσπαστου μέρους των υποχρεώσεων των εφεσειόντων. Η ίδια διευθέτηση ίσχυε και για την πρόσθετη εργασία.

(δ) Το υπόλοιπο της οφειλής των εφεσειόντων για το σύνολο της εργασίας, ανερχόταν σε £7,169. Και,

(ε) Ατέλειες και κακής ποιότητας εργασία στην κατασκευή της οικοδομής, για τις οποίες φέρει ευθύνη ο εφεσίβλητος, προκάλεσαν ζημιά στους εφεσείοντες ανερχόμενη σε £4,679.

Υπό το φως των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου στην αγωγή και των εφεσειόντων στην ανταπαίτηση για τα αντίστοιχα ποσά.

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν (με την έφεση) κατά πρώτο λόγο, την απόδοση οποιουδήποτε ποσού στον εφεσίβλητο για την πρόσθετη εργασία λόγω του παράνομου της εργασίας. Η θέση τους, ως γίνεται κατανοητή, είναι ότι εφόσον η πρόσθετη εργασία συνεπαγόταν μετατροπές στην οικοδομή και δεν έτυχε της προγενέστερης έγκρισης της αρμοδίας Αρχής, η γενόμενη συμφωνία για την παροχή της ήταν παράνομη, ενόψει των προνοιών του άρθρου 3(1)(β) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, κρινόμενων σε συνδυασμό με τη σημασία του όρου «μετατροπή», στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου. Οι έξι πρώτοι λόγοι έφεσης αναφέρονται σ΄ αυτή την πτυχή της υπόθεσης στην οποία αφιερώνεται και το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων υπέρ της αποδοχής της. Ανάλογο επιχείρημα προβλήθηκε και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς επιτυχία. Ζήτημα για το παράνομο της συμφωνίας δεν τέθηκε με την υπεράσπιση και έτσι δεν θα μπορούσε να εξεταστεί. Εν πάση περιπτώσει η συμφωνία δεν ήταν παράνομη σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη διαπίστωση παρανομίας κατά τη σύναψη ή την εκτέλεση σύμβασης. Έτσι έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Ζήτημα παρανομίας δεν τίθεται στην υπεράσπιση, ούτε αμφισβητείται οποιαδήποτε από τις δύο συμφωνίες, (βασική συμφωνία και συμφωνία για πρόσθετη εργασία), ως παράνομη. Ο ισχυρισμός, αναφέρει η πρωτόδικος Δικαστής, περί του παράνομου της συμφωνίας για την πρόσθετη εργασία, ηγέρθη για πρώτη φορά στο πλαίσιο της τελικής αγόρευσης του δικηγόρου των εφεσειόντων. Αυτό αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες. Υποστήριξαν ότι το θέμα τέθηκε στην αντεξέταση του εφεσίβλητου. Εξέταση των πρακτικών τείνει να επιβεβαιώσει τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός αν ερμηνεύσουμε ερωτήσεις που υποβλήθηκαν αναφορικά με τη θεμελίωση της κατοικίας, ως απολήγουσες σε αλλαγές ή μετατροπές της οικοδομής, ως σχέση έχουσες με ζητήματα παρανομίας. Σε κανένα στάδιο δεν τέθηκε ευθέως ερώτηση σχετικά με τη νομιμότητα της συμφωνίας που θα έθετε επί τάπητος την ανάγκη για τροποποίηση της υπεράσπισης, πριν επιτραπεί η προβολή τέτοιων ισχυρισμών από τους εφεσείοντες.

Το ακόλουθο απόσπασμα από την Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991)1 Α.Α.Δ. 24, είναι αποκαλυπτικό της σημασίας της δικογραφίας στον προσδιορισμό του πλαισίου της αντιδικίας. (σ.28-29):

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία. δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Ηomeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970)1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971)1 C.L.R. 134), κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής.»

(Βλ. επίσης Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992)1 Α.Α.Δ. 836.)

Αναμφισβήτητο είναι ότι ισχυρισμοί για το παράνομο συμφωνίας πρέπει να εγείρονται ειδικά στην υπεράσπιση και να στοιχειοθετούνται με αναφορά στα γεγονότα τα οποία την καθιστούν παράνομη είτε εν τη γενέσει της είτε κατά την εκτέλεσή της. (Βλ. Bullivant v. Att.-Gen. for Victoria (1901) A.C. 196.) Παρανομία κατά τη σύναψη ή την εκτέλεση συμφωνίας μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη δικογραφία, εφόσον προκύπτει από τη μαρτυρία ότι η απαίτηση στοιχειοθετείται με αναφορά σ΄ αυτή. Με άλλα λόγια όταν η παρανομία αποτελεί αναπόσπαστο στήριγμα των διεκδικήσεων του ενάγοντα. (Βλ. Scott v. Brown (1892)2 Q.B. 724. Bigοs v. Bousted (1951)1 All E.R. 92. North Western Salt Company Limited v. Electrolytic Alkali Company Limited (1914) A.C. 461. σχετικά με το παράνομο των συμβάσεων γενικά και πότε στοιχειοθετείται παρανομία, παραπομπή μπορεί να γίνει στις υποθέσεις Platritis & Co. v. Computer Patent (1988)1 C.L.R. 135. Χαραλάμπους ν. Daccache (1989)1 A.A.Δ.(Ε) 269.) Ανεξάρτητα από το ότι δεν τέθηκε θέμα παρανομίας δεν έχει καταδειχθεί ότι οι μετατροπές που έγιναν ήταν έξω από το πλαίσιο του εγκριθέντος αρχιτεκτονικού σχεδίου. Στην προκείμενη υπόθεση δεν τέθηκε ούτε ανέκυψε θέμα παρανομίας, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Οι λόγοι 7 και 8 της έφεσης στρέφονται κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τα συμφωνηθέντα ως προς την πρόσθετη εργασία. Τα ευρήματά του Δικαστηρίου προσβάλλονται αφενός ως αντικείμενα προς τη δικογραφία, και αφετέρου ως αντιστρατευόμενα τη λογική του πράγματος. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου στο σημείο αυτό, όσο και σε άλλες πτυχές της αντιδικίας βασίζονται στην κρίση του για την αξιοπιστία των μαρτύρων. Στην απόφασή του γίνεται εξαντλητική αναφορά στη μαρτυρία και τις προεκτάσεις της. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου αποτέλεσαν απόρροια ολοκληρωμένης θεώρησης της μαρτυρίας και κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Τα ευρήματα αξιοπιστίας δεν προσβάλλονται ευθέως. ούτε θα μπορούσε να ανευρεθεί έρεισμα για τέτοια αμφισβήτηση. Η έκθεση απαιτήσεως περιορίζεται στα ουσιώδη γεγονότα και στοιχειοθετεί τη βάση της οφειλής των εφεσειόντων προς τον εφεσίβλητο. Δεν υπάρχει τίποτε στη στοιχειοθέτηση της απαίτησης το οποίο να αντιμάχεται τα ευρήματα του Δικαστηρίου, συναρτημένα ως είναι με την προσαχθείσα μαρτυρία προς τεκμηρίωση των εκατέρωθεν ισχυρισμών.

Δυσκολευόμεθα να κατανοήσουμε πώς και γιατί τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή την εγγενή φύση των πραγμάτων. Πρόκειται κατ΄ ουσία για λόγους έφεσης οι οποίοι στερούνται τεκμηρίωσης.

Ο έννατος λόγος έφεσης στρέφεται κατά του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι η προσθήκη Φόρου Προστιθέμενης Αξίας διατάχθηκε έξω από το πλαίσιο της δικογραφίας και χωρίς αναφορά σ΄ αυτή. Ο ισχυρισμός είναι ανεδαφικός εφόσον η προσθήκη του ποσού το οποίο αντιπροσώπευε το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας περιεχόταν στα αντίστοιχα ποσά τα οποία αξίωσε ο εφεσίβλητος ως οφειλόμενα από τους εφεσείοντες. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους απορριπτέοι είναι και οι λόγοι έφεσης 10 και 11 αναφορικά με τα επιδικασθέντα ποσά για την πρόσθετη εργασία. Και αυτά περιλαμβάνονταν στη συνολική απαίτηση του εφεσίβλητου η οποία αξιολογήθηκε υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας και έγινε δεχτή στο βαθμό που προσδιορίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Πικής, Π.

Ηλιάδης, Δ.

Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

 

 

 

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο