ATHINA LEATHERGOODS LTD ν. Ιωακείμ Χαραλάμπους κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 787 ATHINA LEATHERGOODS LTD ν. Ιωακείμ Χαραλάμπους κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 10536 και 10537, 24 Μαΐου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 787

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10536.

Μεταξύ:

ATHINA LEATHERGOODS LTD,

Εφεσειόντων

και

1. Ιωακείμ Χαραλάμπους,

2. Νίκου Χαραλάμπους,

Εφεσιβλήτων

_________________

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10537.

Μεταξύ:

1. Ιωακείμ Χαραλάμπους,

2. Νίκου Χαραλάμπους,

Εφεσειόντων

και

ATHINA LEATHERGOODS LTD,

Εφεσιβλήτων.

___________________

24 Μαΐου, 2000.

Για του εφεσείοντες στην 10536: Κ. Κακουλλή (κα.) για Γ. Κακογιάννη.

Για τους εφεσίβλητους στην 10536: Ρ. Μιχαηλίδης.

Για τους εφεσείοντες στην 10537: Ρ. Μιχαηλίδης.

Για τους εφεσίβλητους στην 10537: Κ. Κακουλλή (κα.) για Γ. Κακογιάννη.

___________________

 

 

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 20.10.1997 ο εφεσίβλητος 1 στην έφεση 10536 (“ο ενάγων”) καταχώρησε εναντίον των εφεσειόντων στην ίδια έφεση (“οι εναγόμενοι”) την αγωγή με αρ. 7100/97 με την οποία αξίωνε ποσό της τάξεως των £5503.20 ως υπόλοιπο συμφωνίας εργολαβίας ημερ. 12.9.96 και επιπρόσθετης εργασίας.

Με την έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης τους οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι δεν γνωρίζουν τον ενάγοντα. Ισχυρίσθηκαν επίσης (βλ. παραγ. 4 και 5 του δικογράφου τους) ότι κατά/ή περί τον Σεπτέμβριο 1996 ανέθεσαν σε κάποιο Νίκο Χαραλάμπους να ανεγείρει για λογαριασμό τους “οικοδομή στη Βιομηχανική Περιοχή Λεμεσού έναντι του τιμήματος των Λ.Κ. 16.200 (στο εξής η πρώτη συμφωνία) και υπέγραψαν και σχετικό συμφωνητικό στο οποίο αναγραφόταν ως αντισυμβαλλόμενος ο Νίκος Χαραλάμπους”. Οι παραγ. 6, 7 και 8 του δικογράφου των εναγομένων έχουν ως εξής:

“6. Χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω θέσης τους ότι δεν γνωρίζουν τον Ενάγοντα οι Εναγόμενοι θ΄ αναφέρουν πιο κάτω τους ισχυρισμούς τους αναφερόμενοι διαζευκτικά στον Ενάγοντα και το Νίκο Χαραλάμπους.

7. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ανέθεσαν στο Νίκο Χαραλάμπους και/ή στον Ενάγοντα την εκτέλεση ορισμένης επιπρόσθετης εργασίας, (στο εξής ‘η δεύτερη συμφωνία’), όμως ισχυρίζονται ότι η δεύτερη συμφωνία ήταν ανεξάρτητη της βασικής συμφωνίας και δεν διήπετο από τους όρους της βασικής πρώτης συμφωνίας και/ή ο αρχιτέκτονας/ή πολιτικός μηχανικός της πρώτης συμφωνίας δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη ή εξουσία ή ευθύνη αναφορικά με τη δεύτερη συμφωνία.

8. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο Νίκος Χαραλάμπους και/ή ο Ενάγοντας κατά την εκτέλεση των εργασιών της πρώτης συμφωνίας και/ή της δεύτερης συμφωνίας δεν ακολούθησαν τα συμφωνηθέντα και/ή ισχυρίζονται ότι εκτέλεσαν την εργασία πλημμελώς και/ή αμελώς και/ή χωρίς να καταβάλουν την επιμέλεια προσώπου κατέχοντος προσόντα για να εκτελεί εργασία του είδους αυτού και/ή δεν εκτέλεσαν μέρος της εργασίας που τους ανατέθηκε και/ή οικοδομή έχει κακοτεχνίες.”

Οι εναγόμενοι ήγειραν ανταπαίτηση και κατά του Νίκου Χαραλάμπους (βλ. παραγ. 14 της υπεράσπισης). Ισχυρίσθηκαν ότι έχουν υποστεί ζημιά Λ.Κ. 1449,36 συνεπεία της πλημμελούς και/ή αμελούς εκτέλεσης της εργασίας από τον ενάγοντα και/ή το Νίκο Χαραλάμπους και/ή για παράβαση της συμφωνίας την οποία - ζημιά - ανταπαίτησαν από τον ενάγοντα και το Νίκο Χαραλάμπους αλληλέγγυα.

Ο ενάγων καταχώρησε απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση.

Ο πιο πάνω Νίκος Χαραλάμπους καταχώρησε υπεράσπιση. Υιοθέτησε και επανέλαβε τους ισχυρισμούς του ενάγοντα (βλ. παραγ. 3 της υπεράσπισης του). Ταυτόχρονα, ισχυρίσθηκε ότι εάν θεωρηθεί από το δικαστήριο ως εργολάβος “ως οι ισχυρισμοί των εναγομένων” τότε απαιτεί από τους εναγομένους τα ποσά των £5503,20 και £80. Διαζευκτικά ισχυρίσθηκε ότι, εάν θεωρηθεί ότι ήταν ο εργολάβος, εξετέλεσε τις υποχρεώσεις του προς τους εναγομένους “και/ή έχει εκτελέσει έξτρα εργασία και ότι έχει να παίρνει τα πιο πάνω ποσά των £5503 και £80” τα οποία ανταπαιτεί εναντίον των εναγομένων (βλ. παραγ. 4 της υπεράσπισης του).

Στις 20.10.98 ο ενάγων και ο Νίκος Χαραλάμπους καταχώρησαν αίτηση (“η πρώτη αίτηση”) με την οποία ζητούσαν περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες των παραγ. 7 και 8 της υπεράσπισης ως ακολούθως:

Παράγραφος 7:

Πότε έγινεν η δεύτερη συμφωνία και με ποίον από τους δύο.

Εάν η συμφωνία ήταν προφορική ή γραπτή.

Ποιές ήταν οι επιπρόσθετες εργασίες.

Τί ποσόν είχεν συμφωνηθεί δια τες επιπρόσθετες εργασίες.

Τί επιπρόσθετες εργασίες είχαν γίνει.

Τί κόστος είχαν οι επιπρόσθετες εργασίες.

Και τί ποσόν είχε πληρωθεί δια τες επιπρόσθετες εργασίες.

 

 

 

Παράγραφος 8:

Να ξεχωριστούν οι κακοτεχνίες που αφορούν την πρώτη συμφωνία και τες κακοτεχνίες που αφορούν την δεύτερη συμφωνία.

Να διευκρινισθούν ποιές κακοτεχνίες εργασίες είχεν εκτελέσει ο ενάγοντας και ποιές ο Νίκος Χαραλάμπους.

Να διευκρινισθούν εφ΄ όσον ο ενάγοντας δεν ήταν ο εργολάβος τότε πώς μπορεί να υπάρχει ανταπαίτησις εναντίον του.”

Ακολούθησε και δεύτερη αίτηση (“η δεύτερη αίτηση”) του ενάγοντα και του Νίκου Χαραλάμπους ημερ. 23.12.98 (η δεύτερη αίτηση) με την οποία ζητούσαν τις πιο κάτω θεραπείες:

“1. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διαγράφονται οι αξιώσεις των εναγομένων υπό τύπου ανταπαιτήσεων

εναντίον του Νίκου Χαραλάμπους που περιέχονται στες

παρας 4, 5, 7, 8 και 14 στην Υπεράσπισιν και Ανταπαίτη-

σιν και/ή

2. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διαγράφονται

οι ως άνω παραγράφοι ως άσχετοι με την αγωγή, και/ή

ως αντικανονικοί, και/ή ως αχρείαστοι, και/ή σκανδαλώ-

δεις, ενοχλητικοί, και/ή ότι προκαλούν αμηχανία, δυσμε-

νείς εντυπώσεις και/ή αποτελούν μαρτυρίαν και/ή τείνουν να καθυστερήσουν την δικαία διεξαγωγή της διαδικασίας και/ή να συγχύσουν ταύτην.

3. Τον αποκλεισμόν των αξιώσεων και/ή ανταπαιτήσεων των εναγομένων εναντίον του Νίκου Χαραλάμπους και/ή

την εκδίκασιν των δι΄ ανεξάρτητης αγωγής και/ή διαδι-

κασίας εναντίον του Νίκου Χαραλάμπους και/ή δι΄ άλλης διαδικασίας κι΄ ουχί δια της παρούσης διαδικασίας.

4. Την διαγραφή της Υπερασπίσεως και/ή Ανταπαιτήσεως

καθ΄ ότι με τον τρόπον που έχει συνταχθεί είναι αντικα-

νονική και/ή κατά παράβασιν των θεσμών και/ή σκανδαλώδης και/ή τείνει σε αμηχανία και/ή σύγχυσιν

και/ή δεν ειναι πρακτικά η εκδίκασις των ισχυρισμών

των εναγομένων και/ή άλλως.”

Στις 31.3.1998 οι εναγόμενοι καταχώρησαν αίτηση (“η τρίτη αίτηση”) με την οποία ζητούσαν διάταγμα του δικαστηρίου “με το οποίο να διαγράφονται οι παραγ. 3 και 4 και/ή η ανταπαίτηση του Νίκου Χαραλάμπους”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε και τις τρεις πιο πάνω αιτήσεις την ίδια μέρα.

Μετά από εκτενή αναφορά στη σχετική νομολογία και στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης κατέληξε ως εξής:

(α) Πρώτη αίτηση (για λεπτομέρειες) ενεκρίθη μερικώς ως ακολούθως:

“Οι Καθ΄ ων η Αίτηση-Εναγόμενοι στις παραγράφους 7, 8 της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης των ισχυρίζονται ότι ανέθεσαν στο Νίκο Χαραλάμπους (τρίτο άτομο) και/ή στον Ενάγοντα την εκτέλεση ορισμένης επιπρόσθετης εργασίας (2η συμφωνία) ανεξάρτητη της βασικής συμφωνίας η οποία δεν διήπετο από τους όρους της βασικής.

Με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές και λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω διατύπωση βρίσκω δίκαιο και ορθό όπως οι Εναγόμενοι-Καθ΄ ων η αίτηση δώσουν λεπτομέρειες πότε έγινε η 2η συμφωνία και με ποιόν από τους δύο. Εάν η συμφωνία ήταν προφορική ή γραπτή.

Ποιές ήταν οι επιπρόσθετες εργασίες. Τί ποσό είχε συμφωνηθεί για τις επιπρόσθετες εργασίες, τί επιπρόσθετες εργασίες είχαν γίνει και πότε; Σχετικά με το τί κόστος είχαν οι επιπρόσθετες εργασίες πιστεύω είναι θέμα μαρτυρίας και δεν χρειάζεται να δοθεί σ΄ αυτό το στάδιο.”

(β) Δεύτερη αίτηση (διαγραφή των παραγ. 4, 5, 7, 8 και 14 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης):

Απορρίφθηκε. Κρίθηκε ότι οι “απαιτήσεις των διαδίκων εναντίον αλλήλων όπως εμφαίνεται στα δικόγραφα συνδέονται άρρηκτα η μια με την άλλη” και θεωρήθηκε ορθό και δίκαιο να απορριφθεί η αίτηση του ενάγοντα για διαγραφή των πιο πάνω παραγράφων “γιατί έτσι θα εκδικασθούν όλες οι διαφορές των μερών”.

(γ) Τρίτη αίτηση (για διαγραφή των παραγράφων 3 και 4 και/ή της ανταπαίτησης του Νίκου Χαραλάμπους):

Απορρίφθηκε. Κρίθηκε ότι, όπως έχουν τα δικόγραφα, είναι ορθό και δίκαιο να απορριφθεί η αίτηση των εναγομένων. ΄Αλλωστε, όπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο “οι εναγομένοι εισήγαγαν τον Νίκο Χαραλάμπους στην αγωγή”.

 

 

Οι εφέσεις.

Η ορθότητα του διατάγματος για παροχή λεπτομερειών και η απόρριψη της τρίτης αίτησης (για διαγραφή των παραγ. 3 και 4 της υπεράσπισης του Νίκου Χαραλάμπους και/ή της ανταπαίτησης του) αμφισβητήθηκε με την έφεση 10536 η οποία ασκήθηκε από τους εναγομένους.

Η ορθότητα της απόρριψης της δεύτερης αίτησης (για διαγραφή των παραγ. 4, 5, 7, 8 και 14 της υπεράσπισης και ανταπαίτησης) αμφισβητήθηκε με την έφεση 10537 η οποία ασκήθηκε από τον ενάγοντα και τον Νίκο Χαραλάμπους.

Η έφεση 10536.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι υπέβαλαν ότι η απόφαση για παροχή λεπτομερειών πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Υπέβαλαν, επίσης, ότι για γεγονότα που είναι σε γνώση του αιτητή δεν χρειάζονται λεπτομέρειες και ότι εκεί όπου το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του αιτητή δεν μπορεί να αξιώνει λεπτομέρειες. Στην παρούσα υπόθεση όλα τα γεγονότα τα οποία αναφέρονται στο εκκαλούμενο διάταγμα ήταν σε γνώση των εφεσιβλήτων-εναγόντων και έπρεπε αυτοί να είχαν κληθεί να δώσουν λεπτομέρειες και όχι οι εφεσείοντες.

Η ανάγκη για αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων υπαγορεύεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος (Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125). Το τί αποτελεί δέουσα αιτιολογία μιας δικαστικής απόφασης εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης (Μ. Χ. Δικηγόρος ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 735).

Στην κρινόμενη περίπτωση, καθώς έχει προαναφερθεί, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκαμε εκτενή αναφορά στη σχετική νομολογία. Αναφέρθηκε, ανάμεσα σ΄ άλλα, στην Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ κ.α. ν. Credit Libanais S.A.L. (1991) 1 Α.Α.Δ. 649, 652, στην οποία λέχθηκε ότι “τα δικόγραφα πρέπει να περιέχουν όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες σε σχέση με την απαίτηση, υπεράσπιση, ανταπαίτηση ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που περιλαμβάνουν, ώστε να μπορεί η άλλη πλευρά να σχηματίζει σαφή εικόνα για τη φύση και έκταση της υπόθεσης, την οποία πρόκειται να αντιμετωπίσει στην ακρόαση, να μπορεί να ετοιμάζει τη δική της υπόθεση και να μη βρίσκεται προ εκπλήξεων ή τετελεσμένων γεγονότων”.

΄Οπως ρητά αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη τις νομικές αρχές, στις οποίες είχε αναφερθεί προηγουμένως, καθώς και τη διατύπωση του δικογράφου των εφεσειόντων.

Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι η νομική αιτιολογική βάση του επίδικου διατάγματος είναι οι αρχές στις οποίες είχε αναφερθεί το πρωτόδικο δικαστήριο και η πραγματική βάση το περιεχόμενο του δικογράφου των εναγομένων. Η επίδικη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για παροχή λεπτομερειών σαφώς ισοδυναμεί με δικαστική κρίση ότι το δικόγραφο των εφεσειόντων δεν ικανοποιεί τις αρχές στις οποίες έχει αναφερθεί, ότι δηλαδή δεν περιέχει “τις αναγκαίες λεπτομέρειες ώστε να μπορεί η άλλη πλευρά να σχηματίσει σαφή και πλήρη εικόνα για τη φύση και έκταση της υπόθεσης την οποία πρόκειται να αντιμετωπίσει”.

΄Εχουμε, επομένως, την άποψη πως η εκκαλούμενη απόφαση ικανοποιεί την ανάγκη για αιτιολογία. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο λόγο της έφεσης.

Πράγματι ένας διάδικος μπορεί να προβάλει ως λόγο ένστασης σε αίτηση για λεπτομέρειες ότι ο αιτητής γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης καλύτερα από τον αντίδικο του (βλ. Harbord v. Monk, 38 L.T. 411, Keogh v. Incorporated Dental Hospital of Ireland (1910) 2 Ir. R. 166 C.A. και Σάββα ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ. (Αρ. 2) 1 (1992) 1 Α.Α.Δ. 1146). Ωστόσο, όπως υποδεικνύεται στο Annual Practice 1960, σελ. 461 “ο κάθε διάδικος δικαιούται να γνωρίζει το περίγραμμα της υπόθεσης που θα παρουσιάσει ο αντίδικος του εναντίον του και να τον δεσμεύσει οριστικά. Επομένως θα διαταχθεί η παροχή λεπτομερειών όπου το δικαστήριο ικανοποιείται ότι χωρίς αυτά ο αιτητής δε θα γνωρίζει τί θα προσπαθήσει να αποδείξει εναντίον του ο αντίδικος του στη δίκη”.

Στην κρινόμενη περίπτωση από μια απλή ανάγνωση των ισχυρισμών που προβάλλουν οι εφεσείοντες στο δικόγραφο τους προκύπτει ότι εισάγουν γεγονότα τα οποία δεν φαίνεται να είναι σε γνώση των εφεσιβλήτων-εναγόντων. Πρόσθετα οι τελευταίοι δικαιούνται να γνωρίζουν το περίγραμμα της υπόθεσης που θα αντιμετωπίσουν. ΄Επεται πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε την παροχή λεπτομερειών.

Πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι το πρώτο σκέλος του επίδικου διατάγματος αναφέρεται σε παροχή λεπτομερειών για τη “δεύτερη συμφωνία”. ΄Οπως υποδεικνύεται στο Annual Practice (πιο πάνω) σελ. 451, σε περίπτωση συμφωνίας τα δικόγραφα πρέπει να περιέχουν την ημερομηνία της ισχυριζόμενης συμφωνίας, τα ονόματα των μερών της συμφωνίας, και κατά πόσο ήταν προφορική ή γραπτή. Εφόσον οι εφεσείοντες έκαμαν ρητή αναφορά σε συμφωνία το επίδικο διάταγμα για παροχή λεπτομερειών ήταν πλήρως δικαιολογημένο και θέματα που σχετίζονται με το βάρος απόδειξης δεν διαδραματίζουν οποιοδήποτε ρόλο. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει τη μοίρα του μέρους της έφεσης

10536 που σχετίζεται με το διάταγμα για παροχή λεπτομερειών το οποίο απορρίπτεται.

Ερχόμαστε τώρα στο μέρος της έφεσης 10536 που σχετίζεται με την απόρριψη της αίτησης των εναγομένων (εφεσειόντων) για διαγραφή των παραγ. 3 και 4 του δικογράφου του Νίκου Χαραλάμπους.

Υποστηρίχθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη. Περαιτέρω η ευπαίδευτη συνήγορος μας παρέπεμψε στο πιο κάτω απόσπασμα από το Annual Practice, 1958, σελ. 505, και υπέβαλε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδειξε λόγο γιατί να διαφοροποιηθεί από τις καθοδηγητικές αυτές αυθεντίες:

“Counterclaim by third party. A third party properly brought in by counterclaim cannot counterclaim in the action against either plaintiff or defendant (Street v. Gover, 2 Q.B.D. 496; Alcoy etc. Co. v. Greenhill (1896) 1 Ch. 19)”.

Σε μετάφραση:

“Ανταπαίτηση από τριτοδιάδικο. Τριτοδιάδικος που εισάγεται με τον ορθό τρόπο δεν μπορεί να ανταπαιτήσει στην αγωγή είτε εναντίον του ενάγοντα ή του εναγομένου.”

Αναφορικά με την έλλειψη αιτιολογίας το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των εναγομένων για διαγραφή της ανταπαίτησης του Νίκου Χαραλάμπους γιατί το θεώρησε ορθό και δίκαιο και γιατί ήταν οι εφεσείοντες που εισήγαγαν τον Νίκο Χαραλάμπους στην αγωγή.

΄Εχουμε την άποψη πως οι πιο πάνω λόγοι δεν ικανοποιούν την απαίτηση για αιτιολογία. Αποτελούν γενικότητα - ιδίως ο πρώτος λόγος - που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε υπόθεση. Δεν εξηγείται γιατί ήταν ορθό και δίκαιο να απορριφθεί η αίτηση των εναγομένων. ΄Επεται πως ο πρώτος λόγος της έφεσης επιτυγχάνει. Βάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος της έφεσης. Το πιο πάνω απόσπασμα από το Annual Practice αποτελεί επεξήγηση της Αγγλικής Δ.21 θ.11 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών η οποία αντιστοιχεί με τη δική μας Δ.21 θ.8(1). Τυγχάνουν επομένως εφαρμογής τα νομολογηθέντα στις πιο πάνω δύο υποθέσεις. Ακολουθεί πως ο Νίκος Χαραλάμπους δεν μπορούσε να εγείρει ανταπαίτηση εναντίον του διαδίκου που τον είχε εισάξει - εδώ των εφεσειόντων-εναγομένων - και εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για διαγραφή της ανταπαίτησης. Επομένως αυτό το μέρος της έφεσης επιτυγχάνει. Πρέπει να προσθέσουμε πως στην Αγγλία έχει τροποποιηθεί ο σχετικός κανονισμός με τρόπο που επιτρέπει σε εναγόμενο που εισάγεται δυνάμει ανταπαίτησης να εγείρει ανταπαίτηση εναντίον του διαδίκου που τον έχει εισάξει (Βλ. The Supreme Court Practice 1999, σελ. 212).

Η έφεση 10537.

Νομική βάση της αίτησης στην οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ήταν η Δ.19 θ.26 και η Δ.21 θ.8 και 10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Ο θ.8 της Δ.21 προβλέπει:

“8.-(1) Where a defendant by his defence sets up any counterclaim which raises questions between himself and the plaintiff along with any other persons, he shall add to the title of his defence a further title similar to the title in a statement of claim, setting forth the names of all the persons who, if such counterclaim were to be enforced by cross-action, would be defendants to such cross-action, and shall deliver his defence to such of them as are parties to the action within the period within which he is required to deliver it to the plaintiff.”

Σε μετάφραση:

“΄Οπου ένας εναγόμενος με την υπεράσπιση του προβάλλει οποιαδήποτε ανταπαίτηση η οποία εγείρει ζητήματα μεταξύ του και του ενάγοντα μαζί με οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, θα προσθέτει στον τίτλο της υπεράσπισης του ένα ακόμη τίτλο παρόμοιο με τον τίτλο σε έκθεση απαίτησης, και να παραθέτει τα ονόματα όλων των προσώπων που, αν μια τέτοια ανταπαίτηση θα εφαρμοζόταν σαν ανταγωγή, θα ήταν εναγόμενοι σε τέτοια ανταγωγή, και θα παραδίδει την υπεράσπιση του σε όσους από αυτούς είναι διάδικοι στην αγωγή εντός της περιόδου που απαιτείται να την παραδώσει στον ενάγοντα.”

Ο θ.10 της Δ.21 προβλέπει για αποκλεισμό ανταπαίτησης στις περιπτώσεις που ο ενάγων ή πρόσωπο που έχει καταστεί διάδικος στην ανταπαίτηση ισχυρίζεται ότι η εγειρόμενη αξίωση δεν θα έπρεπε να εκδικαστεί δυνάμει ανταπαίτησης αλλά σε μια ανεξάρτητη αγωγή.

΄Ηταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων ότι η απαίτηση των εναγομένων εναντίον του Νίκου Χαραλάμπους “έπρεπε να προχωρούσε με ανεξάρτητη άλλη αγωγή και όχι με την παρούσα διαδικασία”. ΄Ηταν ακόμη η θέση του ότι η πρώτη συμφωνία “δεν είναι συναφής (along with) αλλά ούτε συσχετίζεται με τον εφεσείοντα-ενάγοντα”. Συνόψισε τις θέσεις του ως εξής: “Η ξεχωριστή και ανεξάρτητη αξίωση των εναγομένων εναντίον του Νίκου Χαραλάμπους δεν μπορούσε να γίνει με την μέθοδο της ανταπαίτησης βάσει των Θεσμών. Διαζευκτικά κι΄ εαν ακόμη οι εναγόμενοι μπορούσαν να επικαλεσθούν την διαδικασία με ανταπαίτηση τότε η τοιαύτη ανταπαίτηση έπρεπε να αποκλειστεί ή παραμεριστεί διότι δεν ήταν κατάλληλη προς εκδίκαση με την αγωγή του ενάγοντος.”

Το πρώτο σκέλος της πιο πάνω σύνοψης των θέσεων του εφεσείοντα εγείρει για εξέταση το πεδίο εφαρμογής του πιο πάνω θ. 8(1) της Δ.21. Ο τελευταίος αντιστοιχεί με τον θ.11 της Δ.21 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών.

Στο Annual Practice 1960, σελ. 505, επεξηγείται ως εξής το πεδίο εφαρμογής του πιο πάνω Αγγλικού θ.11 Δ.21:

Limitations to Counterclaim under this Rule.

(1) The plaintiff must be a defendant to the counterclaim (Harris v. Gamble, 6 Ch. D. 748; Furness v. Booth, 4 Ch. D. 587), otherwise recourse must be had to O. 16A, in the case of a claim for indemnity against a co-defendant (Central African Co. v. Grove, 48 L.J. Ex. 510). But the fact that the third party could not have been a defendant to the plaintiff’s claim makes no difference (Turner v. Hednesford Gas Co. 3 Ex. D. 145).

(2) This Rule does not apply where the defendant’s claim against the third person is alternative only to his claim against the plaintiff, and not ‘along with’ it (Times Cold Storage Co. v. Lowther, (1911) 2 K.B. 100; cf. Evans v. Buck, 4 Ch. D. 432); but a claim against the plaintiff and a third person jointly or in the alternative separately is allowable (Smith v. Buskell (1919) 2 K.B. 362; see Child v. Stenning, 7 Ch. D. 413; Dear v. Sworder, 4 Ch. D. 476).

(3) A third person not a party cannot be joined as co-plaintiff with defendant .................................................. .........

(4) The counterclaim under this Rule must ask for relief relating to or connected with the subject-matter of the plaintiff’s claim............................................. ........................”.

 

Σε μετάφραση:

Περιορισμοί στην ανταπαίτηση δυνάμει του θεσμού αυτού:

(1) Ο ενάγων πρέπει να είναι εναγόμενος στην ανταπαίτηση (Harris v. Gamble, 6 Ch. D. 748; Furness v. Booth, 4 Ch. D. 587), άλλως πρέπει να καταφύγουμε στη Δ.16Α στην περίπτωση αξίωσης για αποζημίωση εναντίον συνεναγομένου (Central African Co. v. Grove, 48 L.J. Ex. 510). Ωστόσο το γεγονός ότι ο τριτοδιάδικος δεν μπορούσε να ήταν εναγόμενος στην αξίωση του ενάγοντα δεν κάμνει διαφορά (Turner v. Hednesford Gas Co. 3 Ex. D. 145).

(2) Ο θεσμός αυτός δεν εφαρμόζεται εκεί που η αξίωση του εναγομένου εναντίον του τρίτου προσώπου είναι μόνο διαζευκτική της αξίωσης του εναντίον του ενάγοντα και όχι ‘μαζί με αυτή’ (Times Cold Storage Co. v. Lowther, (1911) 2 K.B. 100; cf. Evans v. Buck, 4 Ch. D. 432). Ωστόσο αξίωση εναντίον του ενάγοντα και ενός τρίτου προσώπου από κοινού ή διαζευκτικά κεχωρισμένα είναι επιτρεπτή (Smith v. Buskell (1919) 2 K.B. 362; βλ. Child v. Stenning, 7 Ch. D. 413; Dear v. Sworder, 4 Ch. D. 476).

(3) ΄Ενα τρίτο πρόσωπο που δεν είναι διάδικος δεν μπορεί να συνενωθεί ως συνεγάγων με τον εναγόμενο .......

(4) Η ανταπαίτηση δυνάμει του θεσμού αυτού πρέπει να αξιώνει θεραπεία που σχετίζεται ή συνδέεται με το αντικείμενο της αξίωσης του ενάγοντα ...........................”.

Η πιο πάνω προϋπόθεση με αρ. 2 έχει αποτελέσει τη βάση των επιχειρημάτων της ευπαίδευτης συνηγόρου των εναγομένων. Υποστήριξε ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η πιο πάνω παράγραφος γιατί μια προσεκτική ανάγνωση των παραγ. 6, 7, 8 και 14 του δικογράφου των εναγομένων πείθει ότι όλοι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων αφορούν και τους δύο εφεσείοντες από κοινού ή διαζευκτικά.

΄Εχουμε εξετάσει προσεκτικά το μέρος του επίδικου δικογράφου των εφεσιβλήτων-εναγομένων (παρατίθεται στη σελ. 2, πιο πάνω). ΄Εχουμε την άποψη ότι αποτελεί αξίωση εναντίον του ενάγοντα και του Νίκου Χαραλάμπους από κοινού ή διαζευκτικά. Είναι επομένως επιτρεπτό (βλ. δεύτερο σκέλος της παραγ. 2 πιο πάνω). Ακολουθεί πως οι εναγόμενοι μπορούσαν να επικαλεσθούν το θ.8 της Δ.21 και η περί του αντιθέτου θέση των εφεσειόντων δεν ευσταθεί.

Το δεύτερο σκέλος των θέσεων των εφεσειόντων διέπεται από τις αρχές που διέπουν τον αποκλεισμό ανταπαίτησης. Καθώς έχει προαναφερθεί το θέμα διέπεται από τον θ.10 της Δ.21. Ο τελευταίος έχει ερμηνευθεί στην Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1992) 1 Α.Α.Δ. 710, 714, στην οποία οι σχετικές αρχές έχουν επεξηγηθεί ως εξής:

(1) Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αποκλείσει τη συνεκ-

δίκαση της ανταπαίτησης με την αγωγή εφόσον τούτο κρίνεται πρέπον.

(2) Η σχετική εξουσία του δικαστηρίου είναι συνυφασμένη με την καλή

απονομή της δικαιοσύνης η οποία συναρτάται άμεσα με την απρόσκοπτη

κατά το δυνατό διεκπεραίωση της δίκης.

(3) Η Αγγλική Νομολογία, ερμηνευτική των αντίστοιχων αγγλικών δικονο-

μικών προνοιών στις οποίες η Δ.21 θ.10 είναι προσαρμοσμένη αναγνω-

ρίζει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αποκλείσει ανταπαίτηση οποτεδήποτε κρίνεται ότι η συνεκδίκαση της με την

αγωγή δεν είναι πρόσφορος (expedient) ή θα προκαλέσει δυσχέρεια

(inconvenience) στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος.

 

(4) Ενδεχόμενο πρόκλησης σημαντικής καθυστέρησης στην εκδίκαση της

αγωγής συνιστά δυσχέρεια που παρέχει έρεισμα για τον αποκλεισμό

της ανταπαίτησης.

(5) Το κυριαρχικό στοιχείο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου είναι το πρόσφορο της εκδίκασης της ανταπαίτησης

συγχρόνως με την αγωγή και η πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας

στον ενάγοντα απ΄ αυτό το ενδεχόμενο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για διαγραφή των επίδικων παραγράφων του δικογράφου των εναγομένων γιατί οι “απαιτήσεις των διαδίκων εναντίον αλλήλων όπως εμφαίνονται στα δικόγραφα συνδέονται άρρηκτα η μια με την άλλη” και θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκδικασθούν όλες οι διαφορές των μερών μαζί.

΄Οπως έχει υποδειχθεί στην Σιακόλας (πιο πάνω), σελ. 718 “το μη πρόσφορο της συνένωσης και η αποτίμηση της δυσχέρειας η οποία θα προκληθεί στον ενάγοντα λόγω της ανταπαίτησης ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου. Περιορισμένη μόνο ευχέρεια παρέχεται στο Εφετείο να επέμβει με την άσκηση της” (βλ. Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984 στην οποία λέχθηκε ότι “ευχέρεια επέμβασης περιορίζεται σε δύο μόνο περιπτώσεις: (α) όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, και (β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο.”).

΄Εχουμε εξετάσει τις θέσεις των εφεσειόντων σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τις αρχές που διέπουν αποκλεισμό ανταπαίτησης και τις αρχές που διέπουν επέμβαση του Εφετείου με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που καθιστούν επιτρεπτό τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης. Το όλο θέμα εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήπτε σφάλμα στην επίδικη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. ΄Επεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Οι εφεσείοντες έχουν, επίσης, επικαλεσθεί τις πρόνοιες του θ.26 της Δ.19 ο οποίος παρέχει εξουσία στο δικαστήριο να διαγράψει δικόγραφο το οποίο είναι αχρείαστο ή σκανδαλώδες ή το οποίο τείνει να επηρεάσει δυσμενώς ή να προκαλέσει αμηχανία ή να καθυστερήσει τη δίκαιη δίκη της αγωγής (“unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarass, or delay the fair trial of the action.”).

Υπέβαλαν ότι το δικόγραφο των εναγομένων δημιουργεί σύγχιση και το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια “να διαγράψει ισχυρισμούς και προτάσεις που τείνουν να συγχύσουν ή να δημιουργήσουν αμηχανία κλπ.”.

Σύμφωνα με το Annual Practice 1960, σελ. 478-479 οι λέξεις “τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, προκαλέσουν αμηχανία ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής” (“tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action”), έχουν ερμηνευθεί φιλελεύθερα από τα δικαστήρια. Αν ο εναγόμενος δεν διασαφηνίζει ποιό μέρος της έκθεσης απαίτησης παραδέχεται και ποιό αρνείται το δικόγραφο του προκαλεί αμηχανία. Απλή, όμως, πολυλογία δεν προκαλεί αφ΄ εαυτής αμηχανία. Ούτε και διαγράφεται ισχυρισμός ως προκαλών αμηχανία απλώς επειδή ο αντίδικος ισχυρίζεται ότι είναι αναληθής. Το γεγονός και μόνο ότι μια έκθεση απαίτησης περιλαμβάνει πολλές αιτίες αγωγής δεν προκαλεί αμηχανία εάν προβάλλονται ξεχωριστά στο δικόγραφο. Αξίωση για διαζευκτική θεραπεία δεν προκαλεί αμηχανία. Το ίδιο ισχύει και για ασυμβίβαστες υπερασπίσεις.

΄Εχουμε εξετάσει το επίδικο δικόγραφο υπό το φως του περιεχομένου του και υπό το φως των πιο πάνω αρχών. ΄Εχουμε την άποψη πως δεν προσκρούει σε οποιοδήποτε από τους κανόνες που διέπουν την σύνταξη και διατύπωση δικογράφων. Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για διαγραφή του. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση 10537 απορρίπτεται.

Η έφεση 10536 επιτυγχάνει μερικώς όπως υποδεικνύεται πιο πάνω. Η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα της πρώτης αίτησης επικυρώνεται. Η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα της τρίτης αίτησης ακυρώνεται και αντικαθίσταται με διαταγή για έξοδα υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων στην έφεση 10536. Επιδικάζεται το ½ των εξόδων της έφεσης 10536 υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων.

Η έφεση 10537 απορρίπτεται με έξοδα. Η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα της δεύτερης αίτησης επικυρώνεται.

΄Ολα τα έξοδα να πληρωθούν στο τέλος της δίκης.

 

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο