Αναφορικά με την αίτηση της εταιρείας Deux L Designs Ltd. (2000) 1 ΑΑΔ 828 Αναφορικά με την αίτηση της εταιρείας Deux L Designs Ltd., ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 147/99, 26 Μαϊου, 2000

(2000) 1 ΑΑΔ 828

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 147/99

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

 

Αναφορικά με το άρθρ. 155.4 του Συντάγματος και τα

άρθρα 3 και 9 τoυ περί της Απονομής της Δικαιοσύνης

(Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 1964 (αρ. 33/64) όπως έχει

τροποποιηθεί από τους Νόμους 35/75, 72/77, 59/81,

3/87 και 158/88.

- και -

Αναφορικά με την αίτηση της εταιρείας Deux L Designs Ltd.,

για άδεια του Δικαστηρίου για έκδοση Διατάγματος certiorari

- και -

Αναφορικά με τις αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου

Λευκωσίας ημερ. 17/11/99, 18/11/99 και 19/11/99 και την

εκδίκαση της αγωγής υπ’ αρ. 414/96 του Επαρχιακού

Δικαστηρίου Λευκωσίας

--------------------

Ημερομηνία: 26 Μαϊου, 2000

Για την αιτήτρια: Γιάννος Γεωργιάδης

Για τους καθών η αίτηση: Π. Αγγελίδης

-------------------

A Π Ο Φ Α Σ Η

Η απόφαση μου στην αίτηση με αρ. 140/99, με την οποία χορήγησα άδεια για την κατάθεση της κρινόμενης αίτησης για έκδοση certiorari, εκθέτει τα βασικά γεγονότα, που ώθησαν την αιτήτρια να ζητήσει τη θεραπεία αυτή για:

“ακύρωση της απόφασης του Επαρχικού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην πιο πάνω υπόθεση, ημερομηνίας 17/11/99, 18/11/99 και 19/11/99 με την οποία ο έντιμος δικαστής κος Νίκος Νικολάου απαγόρευσε στον κον Γιάννο Γ. Γεωργιάδη και/ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος από το εν λόγω γραφείο να αντιπροσωπεύουν τους εν λόγω πελάτες τους στην πιο πάνω υπόθεση και σε οποιαδήποτε άλλη υπόθεση βρίσκεται ενώπιον του που είχε ως αποτέλεσμα την εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία των δικηγόρων τους.”

Θα είναι πιο βολικό να αναπαραθέσω (με μεγαλύτερη πυκνότητα) το ιστορικό, συμπληρωμένο από τα νέα στοιχεία που προσκομίστηκαν. Αναφέρομαι κυρίως στο πρακτικό της 19/11/99. Δεν ήταν ενώπιον μου γιατί η αίτηση για άδεια κατατέθηκε την προτεραία. Σ’ αυτό όμως καταφεύγουν και οι δύο πλευρές γιατί δείχνει και ποια εξέλιξη είχε η υπόθεση κατά το τελικό της στάδιο.

Θα υπομνήσω πρώτα ότι η αιτήτρια κίνησε την αγωγή με αρ. 414/96 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των καθών η αίτηση (εναγομένων αρ. 1 και 3). Φαίνεται πως σε κάποιο στάδιο η εναγόμενη 2 (που είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης) δέχθηκε απόφαση. Και η δίκη προχώρησε εναντίον των εναγομένων 1 και 3, που είναι φυσικά πρόσωπα. Φαίνεται, περαιτέρω, ότι η ακρόαση της αγωγής άρχισε το Μάρτιο του 1999 και συνεχίστηκε σ’ άλλες ημερομηνίες.

Στις 17/11/99 έδωσε μαρτυρία η εναγόμενη 1. Η δίκη προχωρούσε προς το τέλος της. Στη διάρκεια αντεξέτασης της μάρτυρος συνέβη το επεισόδιο, που ο πρωτόδικος δικαστής θεώρησε πως αποτελούσε περιφρόνηση του δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ενώ ο δικαστής αποχωρούσε από την αίθουσα, άκουσε, όπως αναφέρει στην απόφαση του, τον κ. Γιάννο Γεωργιάδη να εκστομίζει ενώπιον των παρευρισκομένων τη λέξη “εξωφρενικό”. Ο συνήγορος αναφερόταν στο γεγονός ότι ο δικαστής δεν τον άφησε να συνεχίσει τις ερωτήσεις του στη μάρτυρα σε συγκεκριμένο θέμα, που ο δικαστής υπέδειξε πως είχε εξαντληθεί.

Ο δικαστής ουσιαστικά απαγόρευσε στο συνήγορο να συνεχίσει να εκπροσωπεί τους πελάτες του ή να εμφανίζεται ενώπιον του σε οποιαδήποτε άλλη υπόθεση, εκτός αν ήταν διατεθειμένος να απολογηθεί για τη συμπεριφορά του. Ο συνήγορος όμως δεν απολογήθηκε. Ας λεχθεί εδώ ότι η αιτήτρια ισχυρίστηκε γενικά (στη γραπτή αίτηση) ότι ο δικαστής δεν είχε τέτοια εξουσία. Και ότι η ενέργεια του αυτή, που της στέρησε το δικαίωμα να αντιπροσωπευθεί από δικηγόρο της εκλογής της, παραβιάζει σειρά συνταγματικών διατάξεων, περιλαμβανομένου του άρθρ. 30 και επίσης τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης.

Το ζήτημα είχε, όπως ήταν επόμενο, συνέχεια. Οι δύο διευθυντές της εταιρείας (κος και κα Ν. Λάρκου), που ήταν παρόντες, ζήτησαν αναβολή μέχρι την επομένη για να αποφασίσουν πώς θα το αντιμετώπιζαν. Το αίτημα τους έγινε δεκτό. Η υπόθεση ορίστηκε την 18/11/99. Υπήρξαν αντιρρήσεις από την αιτήτρια ως προς την ακρίβεια του πρακτικού που τηρήθηκε. Αφορούν τον ισχυρισμό ότι η απαγόρευση εκπροσώπησης αφορούσε το συνεργάτη του κ. Γεωργιάδη δικηγόρο κ. Αλέξανδρο Γ. Ιωαννίδη και επίσης τον ισχυρισμό ότι υποβλήθηκε αίτημα εξαίρεσης του δικαστή, το οποίο δεν καταγράφτηκε. Παρόμοια παράπονα έγιναν και για το πρακτικό της 19/11/99.

Όπως είχα επισημάνει στη πρώτη μου απόφαση, δεν ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος η διόρθωση των πρακτικών με μαρτυρία ενώπιον μου. Στέκομαι εδώ για να διευκρινίσω ότι σ’ αυτή τη διαδικασία η μαρτυρία, όπου προβάλλεται διαφορετική εκδοχή από τα καταγραφόμενα στο πρακτικό, περιλαμβάνεται στις τρεις ένορκες δηλώσεις, που υποστηρίζουν την υπό πραγμάτευση αίτηση. Η νομολογία μας, που υπέδειξε πιθανές λύσεις στο πρόβλημα αυτό, δε φαίνεται να απασχόλησε τους δικηγόρους της αιτήτριας.

Παραπέμπω στην Π.Ε. 9455Α Αδελφοί Ε. Αναστασίου Λτδ. ν. Προδρόμου Μυλωνά ημερ. 30/9/97, η οποία αναφέρεται και σε προηγούμενη νομολογία. Διαπιστώθηκε για πολλοστή φορά ότι το δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία ανάπλασης του πρακτικού. Οποιαδήποτε τέτοια εξουσία παραμένει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Έχει λεχθεί προς αυτή την κατεύθυνση στη Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.α. (Αρ. 1) (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 801, 807:

“Δυνατότητα για διόρθωση του πρακτικού του Δικαστηρίου ενδεχομένως ενυπάρχει στο πρωτόδικο δικαστήριο κατόπιν διαδικαστικού διαβήματος το οποίο λαμβάνεται για το σκοπό αυτό ...................”

Είμαι γιαυτό υποχρεωμένος να αγνοήσω οτιδήποτε στη μαρτυρία που πρόσφερε η αιτήτρια, το οποίο δεν καταγράφτηκε. Το επίσημο πρακτικό παρέχει τη μόνη αυθεντική εικόνα μιας υπόθεσης και των λεχθέντων ή συμβάντων σ’ αυτήν. Για τον ίδιο λόγο δεν θα ληφθεί υπόψη οποιοσδήποτε ισχυρισμός από τους τρεις μάρτυρες που αφορά την εξαίρεση του δικαστή. Το θέμα ξανατέθηκε στην αίτηση για άδεια, που αφορούσε και διάταγμα απαγόρευσης (prohibition). Δεν έδωσα όμως άδεια γιατί, όπως εξήγησα, δεν υπήρχε το απαραίτητο υπόστρωμα και έρεισμα στο πρακτικό. Επομένως η αιτήτρια δεν μπορεί να επανέλθει τώρα στο θέμα.

Ας σημειωθεί ότι δόθηκε ειδοποίηση από το δικηγόρο της αιτήτριας για αντεξέταση της δικηγόρου κας Ε. Μιχαήλ, η οποία προέβη στην 8σέλιδη ένορκη δήλωση που συνόδευσε την ένσταση. Η κα Μιχαήλ ήταν η δικηγόρος των εναγομένων κατά τη δίκη. Όμως τελικά ο συνήγορος εγκατέλειψε το αίτημα για αντεξέταση. Ομολογουμένως, αυτή είναι ασυνήθιστη διαδικασία. Στην Αγγλία πολύ σπάνια επιτράπηκε αντεξέταση και μόνο σε ειδικές περιστάσεις: βλ. R. v. Kent JJ., ex p. Smith (1928) W. N. 137, 138 και R. v. Stokesley (Yorks) Justices, Ex parte Bartram (1956) 1 All E.R. 563.

 

Aισθάνομαι πως πρέπει να αναφερθώ στις ένορκες δηλώσεις και από μια άλλη, διαφορετική, οπτική γωνία. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιέχουν επιχειρήματα. Αντίθετα με τους κανόνες ότι μια ένορκη δήλωση περιορίζεται σε παράθεση γεγονότων, που ο καταθέτων γνωρίζει είτε από δική του αντίληψη είτε από πληροφόρηση, εφόσον αποκαλύπτει τις πηγές του. Η παρατυπία αυτή δεν είναι η πιο σημαντική. Περιέχουν, ιδιαίτερα η ένορκη δήλωση που κατατέθηκε για υποστήριξη της ένστασης, ανάρμοστες και υβριστικές εκφράσεις. Παράδειγμα από την τελευταία. Στην παράγραφο 35 η κα Μιχαήλ αναφέρει:

“Η απόφαση του Δικαστηρίου στα πρακτικά ημερομηνίας 17/11/99 είναι πεντακάθαρη εκτός εάν η συνάδελφος δεν γνωρίζει να διαβάζει ελληνικά.”

Η αναφορά είναι στην ασκούμενη δικηγόρο κα Χριστίνα Μάρκου που προέβη σε ένορκη δήλωση. Σε άλλη περίπτωση αναφερόμενη η κα Μιχαήλ (παράγραφος 30) στην παράγραφο 19 της ένορκης δήλωσης κ. Αλ. Γ. Ιωαννίδη αποκαλεί το περιεχόμενο της “φαντασιώσεις”.

Στην παραγρ. 7 της ένορκης του δήλωσης ο κ. Αλ Γ. Ιωαννίδης λέγει:

“Όταν ο κ. Λάρκος είπε στον έντιμο Δικαστή ότι δεν επέτρεψε σε μένα στις 18/11/99 να εμφανιστώ εκ μέρους του, ο έντιμος Δικαστής είπε αναφερόμενος στο πρόσωπό μου και στους πελάτες μας ότι λυπάται για τη διαγωγή μας. Λυπάται δηλαδή επειδή λέμε την αλήθεια.”

Το ύφος και το περιεχόμενο τέτοιων δηλώσεων είναι απαράδεκτο και δεν έχει θέση στη δικαστική διαδικασία.

Στις 18/11/89 η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες. Η διαδικασία ήταν σύντομη. Στην αρχή ο δικαστής απέρριψε αίτημα του κ. Λάρκου να διαβάσει και καταθέσει επιστολή-παράπονο προς το δικαστή για τα διατρέξαντα την προτεραία στο δικαστήριο. Τελικά, ζήτησε αναβολή, λέγοντας ότι είναι δυνατό να διόριζε τον κ. Αλ Ιωαννίδη. Αλλά θα εξέταζε και άλλα ενδεχόμενα. Την ανάθεση της υπόθεσης και σε άλλο ή άλλους δικηγόρους ή τη συνέχιση της δίκης από τους ίδιους τους διευθυντές χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου. Παρεμπιπτόντως, είναι σε αυτό το στάδιο που, σύμφωνα με το πρακτικό της ημερομηνίας αυτής, ο κ. Λάρκος είπε πως “δυνατό” να ζητούσε και την εξαίρεση του δικαστή. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση την επομένη.

Θα επιχειρήσω, από το 13σέλιδο πρακτικό που τηρήθηκε για την 19/11/99, να μεταφέρω την ουσία. Μόλις άρχισε η διαδικασία ο διευθυντής της εταιρείας υπέβαλε αίτημα να επιτραπεί στους δικηγόρους Γ. Γεωργιάδη και Αλ. Ιωαννίδη να συνεχίσουν. Όπως ανέφερε σε κάποια στιγμή ο τελευταίος, που ήταν παρών, ο κ. Γεωργιάδης ήταν εκείνος που χειριζόταν κατά την 4χρονη εκκρεμότητα της την υπόθεση, ενώ ο ίδιος δεν ήταν καν παρών - και είναι σωστό - στο δικαστήριο στις 17/11/99.

Ο δικαστής υπέμνησε την απόφαση του, που αφορούσε την παράσταση του κ. Γεωργιάδη, προσθέτοντας ότι θα μπορούσε να εμφανισθεί για την εταιρεία ο κ. Ιωαννίδης. Ακολούθησε μακρά συζήτηση κατά την οποία ο κ. Ιωαννίδης το κατέστησε επανειλημμένα σαφές ότι μόνο εκ μέρους του κ. Γεωργιάδη μπορούσε να παραστεί, όπως συνέβη και σε κάθε άλλη περίπτωση, που έτυχε να λάβει μέρος. Ο δικαστής επέμεινε πως δεν μπορούσε να αντικαθιστά τον προμνησθέντα. Και απέρριψε σε κάποια στιγμή τον ισχυρισμό του κ. Ιωαννίδη ότι απαγόρευσε και σ’ αυτόν (όταν ήταν στο δικαστικό γραφείο) να εμφανίζεται προσωπικά.

Ο δικαστής δεν επέτρεψε στο δικηγόρο να αποσυρθεί, απορρίπτοντας σχετικό του αίτημα. Του έδωσε όμως την άδεια λίγο αργότερα όταν ο κ. Λάρκου δήλωσε απερίφραστα πως δεν ήθελε τις υπηρεσίες του κ. Ιωαννίδη. Όταν ο δικαστής ζήτησε από τον κ. Λάρκου και τη συνδιευθύντρια του να συνεχίσουν την αντεξέταση, ο πρώτος αντέδρασε λέγοντας:

κ. Λάρκος: Δεν έχω νομικές γνώσεις, δεν μπορώ να αντεξετάσω. Είναι άδικο να συνεχισθεί η ακρόαση πριν να ακουσθεί η αίτηση μας για certiorari και prohibition.

κα Λάρκου: Συμφωνώ απόλυτα με το σύζυγο μου κ. Λάρκο.

Δικαστήριο: Ήδη αποφάσισα και απέρριψα το αίτημα για αναβολή της δίκης για τους λόγους που ανάφερα και επανέλαβα και προηγούμενα.

κα Μιχαήλ: Δεν θα επανεξετάσω τη μάρτυρα. Κλείνω την υπόθεση για τους εναγομένους. Είναι στάδιο για αγορεύσεις.

κος και κα Λάρκου: Δεν έχουμε τις γνώσεις να αγορεύσουμε. Δεν θα αγορεύσουμε και αποχωρούμε με το δικηγόρο κ. Ιωαννίδη από το Δικαστήριο.”

Η δίκη περατώθηκε αυθημερόν. Η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση της αιτήτριας εναντίον των εναγομένων 1 και 3 εκδόθηκε στις 23/11/99.

Ο δικηγόρος των καθών υπέβαλε ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί γιατί η αιτήτρια δεν αποκάλυψε πως στις 19/11/99 συνεχίστηκε και περατώθηκε η διαδικασία, όπως δείχνει το πρακτικό της δίκης για την εν λόγω ημερομηνία (που η ίδια επισύναψε στην ένσταση της και που θεωρεί σχετικό γιαυτό το σκοπό). Θα υπομνήσω εδώ ότι η αίτηση για άδεια κατατέθηκε στις 19/11/99. Όμως ο κ. Αγγελίδης επέμεινε ότι, έστω και αν δεν ετοιμάστηκε πρακτικό, υπήρχε από πλευράς αιτήτριας υποχρέωση αποκάλυψης του ουσιαστικού αυτού γεγονότος δοθέντος ότι η αίτηση για άδεια ακούστηκε στις 22/11/99. Και με παρέπεμψε στην αίτηση αρ. 19/99 της εταιρείας Α. Elia & Co. Ltd. ημερ. 26/3/99.

Η υποχρέωση που βαρύνει όποιο ζητά θεραπεία, με μονομερές διάβημα, να ενημερώνει το δικαστήριο για τα ουσιαστικά γεγονότα που περιβάλλουν την περίπτωση, είναι αναμφισβήτητη και βαθιά ριζωμένη στο δικαιϊκό μας σύστημα. Και επεκτείνεται στις αιτήσεις για παραχώρηση άδειας σε σχέση με προνομιακά εντάλματα. Ανεξάρτητα από το ερώτημα κατά πόσο το στοιχείο που επικαλούνται οι καθών ήταν ουσιώδες ή όχι, παρατηρώ ότι το δικαστήριο πληροφορήθηκε το γεγονός από το δικηγόρο της αιτήτριας. Στην προκαταρκτική μου απόφαση μάλιστα αναφέρω (στη σελ. 4) και τα εξής:

“Απ’ ότι έχει λεχθεί ενώπιον μου από τον κ. Γεωργιάδη, η υπόθεση συνεχίστηκε και έληξε την 19η τρέχοντος μήνα, ημερομηνία κατά την οποία καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση.”

Δεν βλέπω πως μπορεί να συσχετισθεί η κρινόμενη με την υπόθεση Elia & Co. Ltd., ανωτέρω. Εκεί η αιτήτρια δεν αποκάλυψε ότι συγκατατέθηκε στη συνέχιση ακρόασης από το Δικαστήρο Ελέγχου Ενοικιάσεως με διαφορετική σύνθεση, που αφορούσε μόνο τους παρέδρους, των οποίων η θητεία δεν ανανεώθηκε. Παρά τη δοθείσα συγκατάθεση, η αιτήτρια παραπονέθηκε για παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης, ισχυρισμός που απορρίφθηκε όπως και η αίτηση για έκδοση certiorari.

Πέραν τούτου, ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι, εφόσον η υπόθεση έληξε με την έκδοση απόφασης (23/11/99), είναι πλέον ακαδημαϊκό το θέμα αν καλά ή κακά δεν αφέθηκε ο κ. Γεωργιάδης, ως διορισμένος δικηγόρος της αιτήτριας, να ασκήσει μέχρι τέλους τα καθήκοντα του.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας εταιρείας παραπονέθηκε ότι ο δικαστής δεν του έδωσε την ευκαιρία να υπερασπιστεί πριν από την καταδίκη του (βλ. και παράγραφο 2 του μέρους Δ της Έκθεσης Γεγονότων στην αίτηση αυτή). Από την περιγραφή που έδωσε - που αντανακλάται πιστά στο πρακτικό - δε φαίνεται, ομολογουμένως, να είχε ακουστεί ο συνήγορος, όπως ακριβώς διατείνεται. Η άρνηση του δικαιώματος αυτού σε κατηγορούμενο (που διεξήγαγε ο ίδιος την υπόθεση του), ήταν ο λόγος για ακύρωση της καταδίκης του για περιφρόνηση του δικαστηρίου από το Εφετείο στην Ποινική Έφεση 6838 Νίκος Ευαγγέλου Αργυρού ν. Αστυνομίας ημερ. 20/1/2000. Αναφέρω το παρακάτω σύντομο σχόλιο από απόφαση του Γαβριηλίδη Δ., που συνοψίζει τί συνέβη και εντοπίζει το σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου:

“Κρίνουμε ότι, ως εξελίχθησαν τα πράγματα, ο εφεσείων στερήθηκε της ευκαιρίας να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες δικηγόρου της εκλογής του για να τον υπερασπισθεί στο θέμα της περιφρόνησης Δικαστηρίου. Και τούτο κατά παράβαση του Άρθρου 12.5 (γ) του Συντάγματος.”

Στην απόφαση μου για χορήγηση άδειας τόνισα ότι η παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το σύνταγμα και επίσης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, που εν πολλοίς ενσωματώνονται σ’ αυτές, αποτελεί λόγο για την παροχή θεραπείας με το ένδικο μέσο του certiorari. Υιοθετώ τη σχετική ανάλυση που περιέχει η εν λόγω απόφαση, όπως και την υπόθεση που αναφέρω σ’ αυτήν: Modestos Pitsillos v. Andreas Hadjinicolaou & Others (1981) 1 C.L.R. 642. Όμοια στάση δικαστηρίου προς διάδικο (που εμφανιζόταν αυτοπροσώπως) οδήγησε σε ακύρωση της σχετικής απόφασης και αναπομπή της όλης υπόθεσης στο πρωτόδικο δικαστήριο για συνέχιση της ακρόασης. Η υπόθεση εκεί αναβλήθηκε επ’ αόριστον μέχρις ότου αποσυρθεί από τη διαδικασία προσβλητική και απαράδεκτη εισήγηση του διαδίκου προς μάρτυρα στη διάρκεια της αντεξέτασης του τελευταίου. Η αναλογία (όπως και οι επιπτώσεις) με την κρινόμενη υπόθεση είναι εμφανής.

Έχει εδώ τη θέση του το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης του Πική Π., στα Νομικά Ερωτήματα 330 και 332, Ντίνα Παπαϊωάννου κ.α. ν. Γιάννη Παπαϊωάννου κ.α. ημερ. 11/5/2000 για τα δικαιώματα που διασφαλίζει το άρθρ. 30:

“Η παράγραφος 2 του Άρθρου 30 καθορίζει τις προϋποθέσεις και η παράγραφος 3 (του ιδίου άρθρου) τα δικονομικά εχέγγυα για τη διασφάλιση δικαίας δίκης............................................. .......

Ανάλογη είναι η σημασία των δικονομικών εχέγγυων στην πολιτική δίκη για την προάσπιση των αστικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος επεκτείνει κατ’ ουσία την εφαρμογή των ελάχιστων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στο διάδικο στην πολιτική δίκη. (Βλ. Άρθρο 12.5 του Συντάγματος). Διασφαλίζεται έτσι, με βέβαιο τρόπο, το αδιαχώριστο των εχέγγυων για την εξασφάλιση δικαίας δίκης, σ’ όλο το πεδίο της απονομής της δικαιοσύνης. Σχετική επί του θέματος είναι η απόφασή μας στη Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222.”

Πρόκειται για την απόφαση της μειοψηφίας, εκείνη όμως της πλειοψηφίας δεν επηρεάζει την ορθότητα των παραπάνω παρατηρήσεων για το άρθρ. 30 του Συντάγματος. Αναφορικά με την επάρκεια του χρόνου που πρέπει να παρασχεθεί για την προπαρασκευή της υπόθεσης σε συνδυασμό με αίτημα αναβολής παραπέμπω στην R. v. Thames Magistrate’s Court, ex parte Polemis (1974) 2 All E.R. 1219.

Δεν πρέπει πιστεύω να στηριχθώ στα συμβάντα της 19/11 γιατί ήταν κατοπινή εξέλιξη. Έγινε όμως χρήση και από τις δύο πλευρές. Θα περιοριστώ μόνο στην παρατήρηση ότι αποκαλύπτουν τη δυσχερή θέση στην οποία βρέθηκε η αιτήτρια εταιρεία και το κλίμα της σπουδής που επικράτησε. Διέλαθε, για παράδειγμα, της προσοχής του πρωτόδικου δικαστή, πως κανένας από τους διευθυντές της αιτήτριας (εγγεγραμμένης εταιρείας περιοσμένης ευθύνης) δεν είχε το δικαίωμα να εμφανισθεί ως συνήγορος της εταιρείας και να διεξάγει τη δίκη για λογαριασμό της. Στη Lindos Constructions Ltd. v. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1993) 1 Α.Α.Δ. 17, 18 αποφασίστηκε ότι:

“(α) Ένα νομικό πρόσωπο, σαν πλάσμα δικαίου, δεν έχει ύπαρξη στο φυσικό χώρο και έτσι είναι δυνατό να ενεργεί μόνο δι’ αντιπροσώπων. Η άποψη πως, όπως τα φυσικά, έτσι και τα νομικά πρόσωπα έχουν δικαίωμα να επιλέγουν αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Δικαστήριο, είναι λανθασμένη ως αντινομική προς τη φύση των πραγμάτων, διότι το νομικό πρόσωπο στερείται εγγενώς της δυνατότητας αυτοπρόσωπης παρουσίας και ενέργειας, ο δε ιδιαίτερος δεσμός του διευθυντή με την εταιρεία δεν εξομοιώνει τα δύο.”

Πρέπει να λεχθεί ότι η αιτήτρια εφεσίβαλε την απόφαση ημερ. 23/11/99 με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της εναντίον των εναγομένων 1 και 3. Η έφεση κατατέθηκε στις 3/1/2000, δηλαδή, μετά την καταχώρηση της υπό πραγμάτευση αίτησης. Στην ένορκη δήλωση της κας Μιχαήλ, που συνοδεύει την ένσταση, αναφέρεται ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να επιδιώκει τον ίδιο στόχο χρησιμοποιώντας και τα δύο ένδικα μέσα γιατί αυτό αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Κατά τη συζήτηση, ρώτησα τον κ. Γεωργιάδη αν είναι δυνατή η σύμπλευση των διαδικασιών. Η απάντηση του ήταν πως τον κρίσιμο χρόνο δεν υπήρχε εκλογή παρά να αμφισβητηθεί με certiorari η νομιμότητα του αποκλεισμού του από τη δίκη. Με την έφεση βάλλεται η απόφαση της 23/11/99.

Έχω υπόψη μου τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εφάρμοσε τη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου να ελέγχει την προσφυγή στις δικαστικές διαδικασίες προς αποτροπή κατάχρησης και που καθορίζει τους τρόπους που υιοθετούνται για καταστολή της πολλαπλότητας: βλέπε, μεταξύ άλλων, Αίτηση Αρχιεπισκόπου Κύπρου, (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248, Τρύφωνος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ. κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 706 και Π.Ε. 9495 Αναφορικά με αίτηση της Beogradska D.D., ημερ. 6/9/96.

Είναι ορθό ότι στην έφεση αναφέρεται ότι λανθασμένα ο πρωτόδικος δικαστής με τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα αποστέρησε την αιτήτρια των υπηρεσιών του δικηγόρου της. Είναι όμως εξίσου ορθό ότι το κέντρο βάρους της έφεσης είναι η ίδια η ουσία της απόφασης της 23/11/99, που δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, με βάση το ιστορικό που εξέθεσα, το αντικείμενο αυτής της αίτησης. Υπό τις συνθήκες αυτές δε θα έλεγα πως υπάρχει πολλαπλότητα ή ότι ενδείκνυται η αναστολή ή απόρριψη οποιουδήποτε διαβήματος.

Περαιτέρω, δε συμμερίζομαι την άποψη του δικηγόρου των καθών ότι το ζήτημα κατάντησε να έχει ακαδημαϊκή σημασία, μόνο και μόνο επειδή προχώρησε η υπόθεση και περατώθηκε με την έκδοση απόφασης. Αν ήταν έτσι δε θα είχαν πια σημασία τα συνταγματικά ή άλλα εχέγγυα για διεξαγωγή χρηστής δίκης. Δεν θεωρώ λοιπόν τη συζήτηση ακαδημαϊκή με την έννοια ότι δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί πρακτικός σκοπός γιατί εκδόθηκε στο αναμεταξύ η τελική απόφαση.

Με την απόφαση του δικαστή της 18/11/99 η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου της εκλογής της. Η συμπεριφορά του δικηγόρου της θα μπορούσε να είχε αντιμετωπισθεί διαφορετικά προς διαφύλαξη του κύρους του δικαστηρίου. Ούτε στην ουσία της παρασχέθηκε η ευκαιρία και ο χρόνος για εξεύρεση δικηγόρου κατά παράβαση των συνταγματικών της δικαιωμάτων και των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Εκδίδεται ένταλμα certiorari. H εν λόγω απόφαση της 18/11/99 ακυρώνεται. Τα έξοδα εναντίον των καθών η αίτηση.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο